Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Η ιστορία που κρύβεται πίσω από τους Βαλκανικούς πολέμους (Εικόνες)

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912-1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τη Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, ενώ στη συνέχεια, μετά τις διαφωνίες μεταξύ των νικητών για τον τελικό διαμοιρασμό των εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεμος (αυτή τη φορά με τη συμμετοχή και της Ρουμανίας) από τον οποίο βγήκε ηττημένη η Βουλγαρία, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει.


ΓΕΝΙΚΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
1903: Αυστροουγγαρία και Ρωσία υπογράφουν το Πρόγραμμα Μυρστέγκ που αφορά μεταρρυθμίσεις για τη Μακεδονία. Αναταραχή στη Σερβία. Δολοφονείται ο βασιλιάς Αλέξανδρος, του οίκου Ομπρένοβιτς, από συνωμότες αξιωματικούς. Η εθνική συνέλευση εκλέγει βασιλιά τον Πέτρο Καραγιώργιεβιτς, που αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στα μετέπειτα δρώμενα. Η Βουλγαρία σε επαναστατικό κίνημα. Οι Τούρκοι συλλαμβάνουν Βούλγαρους κομιτατζήδες.


1904: Μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου υπογράφεται η Συμφωνία του Κέτινγε (Cetinje), που αφορά συμφέροντα επί της Μακεδονίας. Ακολουθεί η (μυστική) Συμφωνία του Βελιγραδίου (1904) (συμμαχία Σερβίας-Βουλγαρίας), της οποίας συνέχεια είναι η Συνθήκη του Βελιγραδίου (1904). Η Βουλγαρία αποτελεί εξαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επίβουλες δραστηριότητές της σε βάρος αλλοεθνών πληθυσμών και πιο πολύ ελληνογενών, πολλαπλασιάζονται. Η Βουλγαρική κυβέρνηση εξαπολύει έντονη προπαγάνδα στους λαούς της Ευρώπης παρουσιάζοντας τη Μακεδονία ως Βουλγαρική. Η Κυβέρνηση Θεοτόκη αντιδρά. Δημιουργείται το Ελληνικό αμυντικό κομιτάτο. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ και η κυβέρνηση Θεοτόκη το υποστηρίζουν. Έναρξη Μακεδονικού Αγώνα. Θάνατος του Παύλου Μελά. Μέχρι το τέλος του έτους, η Βουλγαρία έχει προσαρτήσει 130 ελληνικές κοινότητες. Παράλληλα η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία υπογράφουν τη Συμφωνία Αμπατσίας για την «Αδριατική ισορροπία». Επίσης μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας υπογράφεται η Συνθήκη της Σόφιας (1904), που αφορά πολιτική προσέγγιση και αμνηστία στους Βούλγαρους επαναστάτες.
1906: Ο ελληνικός ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία έχει επικρατήσει. Οι Βούλγαροι εξαπολύουν στη συνέχεια συμμορίες κατά Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία, ενώ τον Ιούνιο επέδραμαν στη Φιλιππούπολη, Αγχίαλο και Βάρνα. Ακολουθούν σφαγές πυρπολήσεις και διωγμός Ελλήνων. Η Ελλάδα ξεκινά επίσημα, (πρώτη βαλκανική Χώρα), προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού κι εκπαίδευσης.

Έλληνες ένοπλοι στο βάλτο των Γιαννιτσών (1904-1908)

1907: Μεταξύ Ελλήνων κι Αλβανών υπογράφεται η Δήλωση Συνεννόησης (1907) που περισσότερο αφορά σύσφιξη σχέσεων. Οι μονάρχες Ρωσίας και Αυστρίας υπογράφουν τη Συμφωνία του Ιτσλ, για διατήρηση του «Status Quo» στα Βαλκάνια. από την οποία και ακολουθεί η διακοίνωση Ρωσίας-Αυστρίας προς τις κυβερνήσεις Αθηνών, Βελιγραδίου και Σόφιας.
1908: Η Βουλγαρία, με την υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας ανακηρύσσεται ανεξάρτητο Βασίλειο. Ο Σουλτάνος, υπό την πίεση των Ρώσων, αναγκάζεται να το αναγνωρίσει. Βασιλιάς αναλαμβάνει ο Φερδινάνδος, που ξεκινά αμέσως πρόγραμμα στρατιωτικού εξοπλισμού και εκπαίδευσης. Ακολουθεί η Συμφωνία Σόφιας (1908) μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας που αφορά μουσουλμανικά προνόμια, όχι όμως και των Ελλήνων. Παρ’ όλα αυτά νέες βουλγαρικές συμμορίες εισχωρούν στη Μακεδονία. Οι δολοφονίες πολλαπλασιάζονται, μεταξύ των θυμάτων και ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος. Στις 11 Ιουνίου του 1908 συστήθηκε το Νεοτουρκικό κομιτάτο που στρέφεται κατά του Σουλτάνου Χαμίτ Β’ με κύριο αίτημα την παραχώρηση συντάγματος. Με την ανακήρυξη Συνταγματικού Πολιτεύματος παύει και επίσημα ο Μακεδονικός Αγώνας.


Ερείπια σπιτιών στο Γραδεμπόρι από τους κομιτατζήδες (1903-1908)

1909: Από τις αρχές του έτους το Νεοτουρκικό κομιτάτο φέρεται να έχει επικρατήσει. Ένταση μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, υπογράφονται τα δύο Πρωτόκολλα Πετρούπολης (1909). Ακολουθεί η (μυστική) Συνθήκη Πετρούπολης (1909) μεταξύ Ρωσίας και Βουλγαρίας. Η σχέση του Νεοτουρκικού κομιτάτου με την Ελλάδα αρχίζει να εκτραχύνεται, στην προσπάθεια των Νεότουρκων για κατάργηση της αυτονομίας της Κρήτης και την επαναφορά της στην Οθωμανική κυριαρχία. Ο Σουλτάνος, μη αναγνωρίζοντας επίσημα τους Νεότουρκους, εξαναγκάζει και την επίσημη Ελλάδα σε απευθείας υποσχετικές δηλώσεις και διπλωματικές υποχωρήσεις στα αιτήματα των Νεότουρκων. Στάση που θα επηρεάσει έντονα τα εσωτερικά γεγονότα της Ελλάδας, με στρατιωτική επανάσταση.


Μεχμέτ Ταλαάτ πασάς, ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος των Νεότουρκων

1910: Το Μαυροβούνιο αναγνωρίζεται Βασίλειο. Βασιλιάς αναλαμβάνει ο ηγεμών Νικήτας με σαφείς βλέψεις προέκτασης της χώρας του.
1912: Διάβημα Αυστρίας (1912) προς Ιταλία γι’ αποφυγή εμπλοκής στα Βαλκάνια. Υπογράφεται η Συνθήκη Φιλίας-Συμμαχίας Σόφιας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας και ακολουθεί η Συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας Σόφιας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Τον Ιούνιο συνέρχεται το Συνέδριο Πάτμου (1912), που εκφράζει τον διακαή πόθο της ένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Ξεκινά η Διάσκεψη του Βουκουρεστίου, που θα ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 1913. Τέλος, στις 18 Ιουνίου γίνεται η περίφημη Συμφωνία των Χριστιανικών Κρατών του Αίμου, που αφορά τη συμμαχία μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και Μαυροβουνίου.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Κατ’ αρχήν κύριος μοχλός της στρατιωτικής προετοιμασίας, ήταν το αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, που τα συμπεράσματα που βγήκαν από τη μελέτη του οδήγησαν την τότε στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και στην αύξηση της εκπαίδευσης με παράλληλο εκσυγχρονισμό των πολεμικών μέσων. Ένας δεύτερος μοχλός υπήρξε ο συνεχιζόμενος Μακεδονικός Αγώνας, και τρίτος μοχλός ήταν το Κρητικό ζήτημα. Πέρα όμως αυτών, τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στα Βαλκάνια, δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι τα σύννεφα ενός γενικευμένου πολέμου δεν θα αργούσαν να φανούν. Και βέβαια η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει και τους ελληνογενείς πληθυσμούς της Μακεδονίας που υπέφεραν κυρίως από τις βουλγαρικές βαρβαρότητες.




Το 1900 επί κυβέρνησης Γεωργίου Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η «Γενική Διοίκηση Στρατού», υπό τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Το 1904 εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισμός του στρατού, σύμφωνα με τον οποίον ο ελληνικός στρατός συγκροτείται από τρεις Μεραρχίες. Παράλληλα δημιουργείται το «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» από τους πόρους του οποίου παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ. Η συνολική δύναμη του ελληνικού «εν ενεργεία» στρατού ανερχόταν μέχρι τότε σε 18.000 άνδρες, από τους οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασμένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, μεταβατικά αποσπάσματα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόμη και Αγροφυλακή. Η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη ήταν κατανεμημένη σε διάφορες πόλεις της χώρας, σε τέτοια διασπορά όμως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των μονάδων.


Το 1906, μετά τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, πάρθηκαν και τα πρώτα σοβαρά μέτρα στρατιωτικής ανασυγκρότησης τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταμείο Εθνικής Αμύνης με μια σειρά διαταγμάτων προικοδοτήθηκε με νέους πόρους έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόμη τυφεκίων Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ πάρθηκε δάνειο 20.000.000 δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταμείο για παραγγελίες υλικού επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών, καθώς και των τριών επομένων ετών (επί Θεοτόκη), ανήλθε στο συνολικό ποσό των 77.000.000 δρχ. Έτσι το 1909, όταν μετά τη παραίτηση του Γ. Θεοτόκη ανέλαβε ο Δ. Ράλλης, ο ελληνικός στρατός είχε παραλάβει συνολικά: 100.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 αραβίδες Μάνλιχερ, 10 πυροβολαρχίες ταχυβόλων, 36.000.000 φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό επιστράτευσης για δύναμη τριών μεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη που δεν είχαν ακόμη παραληφθεί.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ (1908)
Η αρχή του 20ου αιώνα, σημαδεύτηκε από δύο στρατιωτικά κινήματα, που έμελλαν να σφραγίσουν τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Το ένα κίνημα, το κίνημα των Νεότουρκων του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος», έγινε το 1908 με στόχο την κατάργηση του θεοκρατικού καθεστώτος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την αντικατάστασή του με ένα καθεστώς, ευρωπαϊκού τύπου. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τις μειονότητες της Τουρκίας, αφού δεσμευόταν για ίσα δικαιώματα όλων των πολιτών ανεξαρτήτου θρησκείας και υποσχόταν φιλελεύθερη πολιτική. Όταν όμως οι Νεότουρκοι κατέλαβαν την εξουσία, προέβησαν σε μία απίστευτης βαρβαρότητας εξόντωση όλων των χριστιανών της τουρκικής επικράτειας, που ξεκίνησε με την τριανδρία Ισμαήλ Ενβέρ-Αχμέτ Τζεμάλ-Ταλαάτ και κορυφώθηκε με την εμφάνιση του εθνικιστικού κινήματος του 1921 υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ. Ό,τι δεν κατάφεραν οι σουλτάνοι και οι βεζίρηδες των θεοκρατικών καθεστώτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε 5 αιώνες, το κατάφεραν οι ευρωπαϊστές – εκσυγχρονιστές Τούρκοι μέσα σε 8 μόλις χρόνια (1914-1922), με την ανοχή και τη συνεργασία πολλές φορές των ευρωπαϊκών «πολιτισμένων» κρατών. Πέτυχαν το βίαιο ξερίζωμα χιλιόχρονων πολιτισμών και τη γενοκτονία πανάρχαιων λαών, όπως ήταν οι Αρμένιοι, οι Ασσύριοι και οι Έλληνες.

Μία χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή της Φώκαιας (γενέτειρας της Μασσαλίας) την 14η Ιουνίου 1914 που καταγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο Φέλιξ Σαρτιώ, που βρισκόμενος στη Φώκαια ενημέρωσε για τις σφαγές και τις λεηλασίες, τη γαλλική κοινή γνώμη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε την εκκλησία σε διωγμό τον Μάιο του 1914. Η κατάσταση χειροτέρευσε με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα τέλη Οκτωβρίου 1914. Σε πολλές εκθέσεις και αναφορές πρεσβευτών ουδέτερων χωρών αναφέρεται ο ρόλος της Γερμανίας στην παρότρυνση της οθωμανικής κυβέρνησης να εφαρμόσει μαζική εθνοκάθαρση με όλα τα χαρακτηριστικά που σήμερα θεωρείται ότι συνιστούν «Εθνοκάθαρση ή Γενοκτονία».


Έλληνες αντάρτες και Τούρκοι αξιωματικοί μετά την επικράτηση την Νεότουρκων
και τη κατάπαυση των εχθροπραξιών

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ (1909)
Στην αντίπερα όχθη του Αρχιπελάγους, στις 15 Αυγούστου 1909, έγινε το κίνημα στο Γουδί, όπου συμμετείχαν περίπου 2.000 αξιωματικοί και στρατιώτες. Ανάμεσα στους στασιαστές ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος κι ο λαοφιλής Σπύρος Σπυρομήλιος (ο Καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα). Απογοητευμένοι από τη διαφθορά και την ανικανότητα των πολιτικών, από την οικονομική δυσπραγία, την ήττα του 1897 και την αδράνεια στο μακεδονικό και στο κρητικό ζήτημα, Έλληνες αξιωματικοί του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά στασίασαν ζητώντας την παραίτηση της κυβέρνησης και την επιβολή νέων μέτρων. Η επανάσταση στο Γουδί, βρήκε ευρεία απήχηση στις λαϊκές μάζες, ενώ η εφημερίδα «Ακρόπολις» έγραφε για: «Μία Ειρηνική Επανάσταση, που απηχεί με το εγερτήριο σάλπισμά της τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, για μια νέα Ελλάδα, την εκμηδένιση των παλαιών τζακιών, την αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας, την καλυτέρευση της θέσεως των εργαζομένων…».



Ακολουθούν τα κύρια σημεία της διακήρυξης του Στρατιωτικού Συνδέσμου:
«Προς την Α.Μ. τον βασιλέα, την Κυβέρνηση και τον Ελληνικό Λαό: Η πατρίς μας ευρίσκεται υπό δυσχερέστατες περιστάσεις, το δε επίσημο Κράτος, υβρισθέν και ταπεινωθέν, αδυνατεί να κινηθεί προς άμυνα των δικαίων του. Άπας ο Ελληνισμός, βαρυαλγών για τη λυπηρά ταύτη κατάσταση, εξεδήλωσε ότι ποθεί διακαώς τη λήψη συντόνων μέτρων προς αποτροπή παρομοίων κινδύνων στο μέλλον. Άλλωστε υπό ξένων ακόμη, επισήμων και μη, επανειλημμένως υπεδείχθη, ότι το Έθνος μας δεν θα υφίστατο τ’ ατυχήματα και τους εξευτελισμούς τους οποίους μέχρι τώρα υπέστη, αν είχαμε παρασκευασμένη προς άμυνα Στρατιωτική και Ναυτική Δύναμη επαρκή. Ο Σύνδεσμος των αξιωματικών του Εθνικού στρατού της Ξηράς και του Ναυτικού, εμφορούμενος από τα ίδια συναισθήματα και συναισθανόμενος, όπως όλοι οι Έλληνες, το δεινό των περιστάσεων και την προς άμυνα του πατρίου εδάφους και των δικαίων του Έθνους ανάγκη ύπαρξης αξιόμαχου στρατού και στόλου, γνωρίζοντας δε ότι από τους εκάστοτε αρμοδίους αμελήθηκε ο πλήρης καταρτισμός τους, όχι από κακή θέληση, αλλά με την αδικαιολόγητη πρόφαση της ανεπάρκειας των προσόδων του Κράτους, που κατασπαταλώνται εντούτοις εική και ως έτυχε, προβαίνει εις την υποβολή ιεράς παράκλησης προς τον Βασιλέα, τον -κατά τον θεμελιώδη Νόμο- Αρχηγό των κατά ξηρά και Θάλασσα στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους, και προς την κυβέρνησή Του, όπως ολοψύχως επιδοθούν εις την άμεση και ταχεία ανόρθωση των κακώς εν γένει εχόντων, ιδία δε των του Στρατού και Ναυτικού. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν επιδιώκει την κατάργηση της Δυναστείας ή την αντικατάσταση του Βασιλέως… ουδέ επιθυμεί να εγκαθιδρύσει την απολυταρχία, ή την στρατοκρατία, ή να θίξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το Συνταγματικό Πολίτευμα, διότι οι αποτελούντες αυτόν αξιωματικοί είναι και αυτοί πολίτες Έλληνες και έχουν ορκισθεί εις την τήρηση του Συντάγματος. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος ποθεί όπως η θρησκεία μας υψωθεί εις τον πρέποντα ιερό προορισμό της, όπως η Διοίκηση της Χώρας καταστεί χρηστή και έντιμος, όπως η Δικαιοσύνη απονέμεται ταχέως με αμεροληψία και ισότητα προς όλους γενικά τους πολίτες αδιακρίτως τάξης, όπως η Εκπαίδευση του Λαού καταστεί λυσιτελής για τον πρακτικό βίο και τις στρατιωτικές ανάγκες της Χώρας, όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία των πολιτών εξασφαλισθούν, και τέλος όπως τα οικονομικά ανορθωθούν, λαμβανομένων των απαιτουμένων μέτρων προς λελογισμένη διαρρύθμιση των εσόδων και εξόδων του Κράτους, ώστε αφενός μεν ο σχεδόν πενόμενος Ελληνικός λαός ανακουφισθεί από τους επαχθείς φόρους, τους οποίους ήδη καταβάλλει και οι οποίοι άσπλαχνα κατασπαταλώνται προς διατήρηση πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάρη της απαίσιας συναλλαγής, αφετέρου δε καθοριστούν θετικά τα όρια εντός των οποίων δύναται να αυξηθούν οι δαπάνες για τη στρατιωτική της Χώρας παρασκευή και δια τη συντήρηση του στρατού και του στόλου εν ειρήνη….».



ΑΝΟΔΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Οι στρατιωτικοί πολύ ορθά δεν επιθυμούσαν να αναλάβουν οι ίδιοι κυβερνητικό έργο, απλά έψαχναν μία κυβέρνηση που θα έφερνε σε πέρας το πρόγραμμα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Οι παλαιοί πολιτικοί Θεοτόκης και Ράλλης είχαν παραιτηθεί και ο Ζορμπάς κάλεσε έναν πολιτικό, που είχε δείξει αποφασιστικότητα και πυγμή στο κρητικό ζήτημα και που δεν ήταν άλλος από τον Ελ. Βενιζέλο. Ο κρητικός πολιτικός έφθασε στην Αθήνα στο τέλος του έτους και απέρριψε την αίτηση να ανακηρυχθεί δικτάτωρ ή να αναλάβει την πρωθυπουργία. Στις 10 Ιανουαρίου 1910 ανέλαβε πρωθυπουργός ο Στέφανος Δραγούμης, με υπουργό στρατιωτικών το Νικόλαο Ζορμπά και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε. Τον Αύγουστο του 1910 έγιναν βουλευτικές εκλογές με αντιπάλους πολιτικούς που εξέφραζαν τα παλαιά κόμματα (Θεοτόκης, Ράλλης, Ζαΐμης) και νέους πολιτικούς όπως ήταν ο Βενιζέλος. Μετά από τις επαναληπτικές εκλογές για Αναθεωρητική Βουλή (12 Οκτωβρίου 1910), ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγέτης του κόμματος των Φιλελευθέρων, εξασφάλισε 307 από τις 362 έδρες στη νέα Βουλή αναλαμβάνοντας έτσι για πρώτη φορά την πρωθυπουργία της χώρας.
Άρχιζε μια νέα εποχή: «Έρχομαι απλός σημαιοφόρος νέων πολιτικών ιδεών και υπό τη σημαία ταύτη καλώ όλους εκείνους, οι οποίοι συμμερίζονται τις ιδέες αυτές, εμπνέονται από τον ιερό πόθο να αφιερώσουν όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματος, να συντελέσουν εις την επιτυχία των ιδεών τούτων. Η ιθύνουσα την πολιτεία μου κεντρική αρχή είναι ότι ο πολιτικός ανήρ οφείλει να έχει γνώμονα πάσης αυτού πράξης το κοινό συμφέρον και εις το συμφέρον τούτο να υποτάσσει άνευ ενδοιασμού το συμφέρον του κόμματος στο οποίο ανήκει, ότι οφείλει να έχει πάντοτε το θάρρος των γνωμών αυτού, μηδέποτε διαψεύδων ταύτας δια να γίνεται αρεστός προς τα άνω ή προς τα κάτω, ότι προς την εξουσία πρέπει να αποβλέπει όχι ως σκοπό, αλλά ως μέσο προς επιτυχία άλλου ψηλότερου σκοπού…».

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός εξασφάλισε μεγάλο γαλλικό δάνειο για την ανόρθωση των οικονομικών και για την προμήθεια εξοπλισμών οδηγώντας τη χώρα σε εσωτερική ανασυγκρότηση, περαιτέρω εκβιομηχάνιση και πολιτική σταθερότητα. Ρυθμίστηκαν θέματα που αφορούσαν τους αγρότες, την εργατική τάξη, τα δικαιώματα των γυναικών και την αναδιοργάνωση του στρατού, που είχε χάσει το γόητρό του μετά τον πόλεμο του 1897. Γάλλοι ανέλαβαν την εκπαίδευση του στρατού και Βρετανοί ανέλαβαν την οργάνωση του στόλου. Τον Μάρτιο του 1912, επανήλθε ως αρχηγός του στρατεύματος ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» έφθασε στο Φάληρο το Σεπτέμβριο του 1911 και θα αποτελούσε την πιο σύγχρονη μονάδα του ελληνικού στόλου απέναντι στον οθωμανικό. Στο εσωτερικό, εκτός των άλλων, υπήρχε το πρόβλημα του γλωσσικού ζητήματος με τη διαμάχη για την καθιέρωση ως επίσημης γλώσσας της καθαρεύουσας ή της δημοτικής. Περίφημη είναι η φράση του δημοτικιστή Λορέντζου Μαβίλη: «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα. Υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι».


Στο εξωτερικό, η Βουλγαρία είχε ανακηρυχθεί σε ανεξάρτητο βασίλειο, η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία είχε κηρύξει την ένωσή της με την Ελλάδα, ενώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που είχαν χαιρετίσει με ικανοποίηση την επανάσταση των Νεότουρκων, είδαν τις ελπίδες να διαψεύδονται οικτρά, καθώς άρχιζαν οι πρώτες διώξεις και η κατάργηση των προνομίων τους από το νέο καθεστώς. Οι μεγάλες αποικιακές δυνάμεις της Ευρώπης προσπαθούσαν να επεκταθούν στις ηπείρους της Αφρικής και της Ασίας, η μία σε βάρος της άλλης και ήταν έτοιμες να κατασπαράξουν το πτώμα του «Μεγάλου Ασθενούς», που δεν ήταν άλλος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ιταλία που δεν ήθελε να μείνει αμέτοχη στην αποικιοκρατική επέκταση κήρυξε τον πόλεμο στην Υψηλή Πύλη και στις 5 Οκτωβρίου 1911 κατέλαβε την Τρίπολη της Λιβύης ενώ τον επόμενο χρόνο θα καταλάμβανε τα Δωδεκάνησα. Οι Σάμιοι, με ηγέτη τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, εξεγέρθηκαν ζητώντας την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα και ακολούθησε αντίστοιχη εξέγερση και στην Ικαρία.

Κουντουριώτης-Βενιζέλος-Δαγκλής

Οι νέες συνθήκες της εποχής οδήγησαν σε προσέγγιση τις όμορες προς την αυτοκρατορία χώρες της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ελλάδος. Από το φθινόπωρο του 1911 τα βαλκανικά αυτά κράτη επιδόθηκαν σ’ ένα μαραθώνιο μυστικών διαπραγματεύσεων, που κατέληξαν σε μία σειρά από διμερείς συνθήκες και στρατιωτικές συμβάσεις. Στην Αθήνα, πλην του Βενιζέλου, του βασιλιά Γεωργίου Α’, του υπουργού εξωτερικών Γρυπάρη και του πρεσβευτή στη Σόφια Δημητρίου Πανά, ελάχιστοι γνώριζαν για την ύπαρξη μυστικών διαπραγματεύσεων. Η Ρωσία, με παραδοσιακούς συμμάχους τη Σερβία και τη Βουλγαρία, προσπαθούσε να κατεβεί νότια αρπάζοντας εδάφη της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εμπόδιο σταθερό, κάτι που άλλωστε ισχύει και σήμερα, θα έβρισκε τη «Γηραιά Αλβιόνα», που δεν θα επέτρεπε την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Αυτός ήταν και συνεχίζει να είναι ο λόγος για τον οποίο η Αγγλία υποστήριζε και ενίσχυε την Τουρκία. Η πολιτική αυτή είναι σταθερή από παλαιότερα και είναι γνωστή άλλωστε η φράση του Βρετανού Πρέσβη Σερ Λάιονς, σ’ ένα υπόμνημά του (1844): «Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε ρωσική, είτε αγγλική. Κι αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική, θα είναι αγγλική». Ο Βενιζέλος θα ήταν αυτός που θα δενόταν σταθερά με το άρμα της Βρετανίας σε ολόκληρη την πολιτική του καριέρα.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
Τον Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία, με την έγκριση της Γερμανίας, υπέγραψαν συμμαχία κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βάσει της συμφωνίας σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυμόνα, η Σερβία τα εδάφη βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας. Στη συμμαχία προστέθηκε αργότερα και το Μαυροβούνιο. Ο Βενιζέλος που ήταν τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες επίσης δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που ώθησε τη Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συμφωνία ήταν το γεγονός ότι η ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα. Οι Βούλγαροι, που θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα σημείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες χωρίς πάντως να μπορέσει να διεκδικήσει με αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. Δέχθηκαν όμως τη συμμαχία με την Ελλάδα, επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού στόλου, που είχε τη δυνατότητα να εμποδίσει τη μεταφορά ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.

Με τις τολμηρές του διπλωματικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο Ίων Δραγούμης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο τη Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συμμαχίας με την Τουρκία. Με δεδομένη την πρόσφατη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα, την αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία και γενικότερα με τους φορείς των ιδεών του πανσλαβισμού, στην ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα η ιδέα του σλαβικού κινδύνου. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε το δίλημμα, αν θα ήταν προτιμότερη η συμμαχία με τους Χριστιανούς Σλάβους εναντίον των Τούρκων ή αν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε να προτιμηθεί η συμμαχία με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία μετεξελισσόμενη θα μπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.
Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάμεσα τους και τον Ίωνα Δραγούμη που θεώρησε ότι το Ελληνικό κράτος είχε αποτύχει και ότι η πρόοδος του Ελληνισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί με μία αυτοκρατορική λογική μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές αποκορυφώνονται λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν ο Ίων Δραγούμης απογοητευμένος από το Ελληνικό κράτος μιλάει πιο ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», απαξιώνοντας «το κρατίδιο», όπως αποκαλούσε την Ελλάδα. Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης που είχε μόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονομία της, εμφανιζόταν περισσότερο ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως άμεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη, χωρίς μάλιστα προηγούμενη συμφωνία για το μοίρασμα τους, άλλαξε άρδην την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του Βενιζέλου για συμμαχία με τη Βουλγαρία αποτελούσε μεγάλη τομή ειδικά για την παλιά γενιά του μακεδονικού αγώνα. Τελικά ο κρητικός πολιτικός κατάφερε να νικήσει τις αντιδράσεις της διπλωματικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να καταστήσει την χώρα ετοιμοπόλεμη, για να μην επαναληφθεί η τραυματική εμπειρία του 1897.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός στρατός είχε βελτιώσει με πολύ γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο εκπαίδευσης με την άφιξη ξένων (Γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό του, και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί με τη βελτίωση του συστήματος των προαγωγών των αξιωματικών και την απομάκρυνση των πριγκίπων από την ηγεσία. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στόλου με αποκορύφωμα την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».

Α’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Δεν υπήρχε κάποιο ξεκάθαρο σχέδιο μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων, για το πώς θα συνδυάσουν με λεπτομέρεια τις κινήσεις τους. Μόνη εξαίρεση ήταν οι κοινές επιχειρήσεις μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου, σχετικά με την κατάληψη του Νόβι Παζάρ. Ο πόλεμος στην ουσία ήταν 4 διαφορετικοί πόλεμοι μέσα στη Βαλκανική χερσόνησο. Η Οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε να μεταφέρει στρατιώτες από την Ασία, για να ενισχύσει τις θέσεις της στην περιοχή των επικείμενων συγκρούσεων. Όμως, λόγω της ναυτικής υπεροχής της Ελλάδας στο Αιγαίο, αυτό δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι αναγκάστηκε να παρατάξει τις αρχικές της δυνάμεις, χωρίς επιπλέον ενισχύσεις.
Τον Οκτώβριο του 1912, τα συμμαχικά βαλκανικά κράτη που επιτέθηκαν στην Τουρκία ήταν η Σερβία, η Ελλάδα, το Μαυροβούνιο και η θεωρητικώς ισχυρότερη όλων Βουλγαρία. Είχε προηγηθεί κοινό τελεσίγραφο προς την Πύλη με το οποίο απαιτούσαν, πέρα από την άμεση ανάκληση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων από τις παραμεθόριες περιοχές, και άλλες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις, όπως ήταν η επικύρωση της εθνικής αυτονομίας των εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την αναλογική τους αντιπροσώπευση στο τουρκικό κοινοβούλιο, η αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων σαν ισότιμα με τα μουσουλμανικά, ο διορισμός χριστιανών σε δημόσιες θέσεις κτλ. Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε από την Πύλη και οι παραπάνω βαλκανικές χώρες κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία.
Το Μαυροβούνιο ήταν το πρώτο που κήρυξε τον πόλεμο στις 15 Οκτωβρίου 1912, με κύρια επιδίωξη την κατάληψη της Σκόδρας και δευτερεύοντα στόχο το Νόβι Παζάρ. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Θράκη και η πορεία του στρατού τους ανακόπηκε μόνο στα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Οι Σέρβοι κινήθηκαν νότια και κατέλαβαν τα Σκόπια και το Μοναστήρι, όπου συνάντησαν τον ελληνικό στρατό αργότερα. Η Ελλάδα αποβίβασε στρατό στη Χαλκιδική, αλλά το κύριο μέτωπο των δυνάμεών της κινήθηκε από Θεσσαλία προς Μακεδονία μέσω του στενού του Σαρανταπόρου.

ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α’
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ με διάγγελμά του κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία:
«Προς τον λαό μου,
Οι ιερές υποχρεώσεις προς τη φιλτάτη πατρίδα, προς τους υπόδουλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουν εις το Κράτος, μετά την αποτυχία των ειρηνικών προσπαθειών του προς επίτευξη και εξασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των υπό τον τουρκικό ζυγό Χριστιανών, όπως δια των όπλων θέσει τέρμα εις τη δυστυχία την οποία ούτοι υφίστανται από τόσους αιώνες. Η Ελλάς πάνοπλη μετά των συμμάχων αυτής εμπνεόμενων υπό των αυτών αισθημάτων και συνδεομένων δια κοινών υποχρεώσεων, αναλαμβάνει τον ιερό αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής. Ο κατά ξηρά και θάλασσα στρατός ημών με πλήρη συναίσθηση του καθήκοντος αυτού προς το έθνος και τη Χριστιανοσύνη, μνήμων των εθνικών αυτού παραδόσεων και υπερήφανος δια την ηθική αυτού υπεροχή κατ’ αξία αποδύεται μετά πίστεως εις τον αγώνα, όπως δια του τιμίου αυτού αίματος αποδώσει την ελευθερία εις τους τυραννημένους. Η Ελλάς μετά των αδελφών συμμάχων κρατών θα επιδιώξει πάση θυσία τον ιερόν αυτό σκοπό. Επικαλούμεθα δε την αρωγή του Υψίστου στον δικαιότατο τούτο αγώνα του πολιτισμού και ανακράζουμε
Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω το Έθνος!»
Αθήναι 5 Οκτωβρίου 1912
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Το υπουργικό συμβούλιο: Ελευθέριος Βενιζέλος, Λ.Α. Κορομηλάς, Κ.Δ. Ρακτιβάν, Εμμ. Ρεπούλης, Ι.Δ. Τσιριμώκος, Αλ.Ν. Διομήδης, Ανδρ. Μιχαλακόπουλος.


Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟ 1912
Η κατάσταση του ελληνικού στρατού είχε βελτιωθεί κατά πολύ από το 1897. Στις διοικήσεις των συνταγμάτων υπήρχαν απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων, που είχαν εκπαιδευτεί από Γάλλους ανώτερους αξιωματικούς, ενώ το πεζικό είχε εφοδιαστεί με το καινούργιο όπλο τύπου Μάνλιχερ-Σενάουερ και πολυβόλο τύπου Σαρτλόζε. Αρχηγός του επιτελείου ορίσθηκε ο σουλιώτης Π. Δαγκλής, γιος του αγωνιστή της επανάστασης του 1821 Γ. Δαγκλή, υπαρχηγός τοποθετήθηκε ο Βίκτωρ Δούσμανης, με βοηθούς τους Ι. Μεταξά, Κ. Πάλλη και Ξεν. Στρατηγό. Από τις 30 Σεπτεμβρίου ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του είχαν εγκατασταθεί στη Λάρισα. Απέναντί του ο ελληνικός στρατός είχε να αντιμετωπίσει τουρκική δύναμη 50.000 ανδρών, υπό τον Ταξίν πασά.
Ο στρατός Θεσσαλίας, η συνολική δύναμις του οποίου ανερχόταν σε 100.000 περίπου άνδρες και 100 πυροβόλα, αποτελείτο από: 7 Μεραρχίες, υπό τη διοίκηση του Κωνσταντίνου, με διοικητές τους υποστράτηγους Εμμ. Μανουσογιαννάκη, Κ. Καλλάρη, Κ. Δαμιανό, Κ. Μοσχόπουλο και τους συνταγματάρχες Δ. Ματθαιόπουλο, Κ. Μηλιώτη-Κομνηνό και Κλεομένη Κλεομένους, 20 συντάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα Κρητών, 1 τάγμα Ευζώνων, 3 Τάγματα Εθνοφρουράς, 4 συντάγματα πεδινού και 2 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού. Ακόμη, ένα ανεξάρτητο σώμα υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη του Μηχανικού Στεφάνου Γεννάδη και μια ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού, υπό τον υποστράτηγο εν εφεδρεία Αλέξανδρο Σούτσο. Επίσης το μηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγματα σκαπανέων, 1 τάγμα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Τη δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.

Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελείτο από την 8η Μεραρχία, υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, 1 σύνταγμα πεζικού, 4 τάγματα Ευζώνων, 1 τάγμα Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 μοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1 τοπομαχικού πυροβολικού. Επίσης πλαισιωνόταν και από ένα λόχο μηχανικού.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ ΤΟ 1912
Η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του ελληνικού στόλου. Δέκα χρόνια πριν, ο ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωμένα σκάφη, με εξαίρεση τα θωρηκτά, που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τορπιλοβόλα, που είχε αγοράσει η Κυβέρνηση Τρικούπη. Έτσι το 1900 ιδρύθηκε και το «Ταμείο Εθνικού Στόλου» που ενισχύθηκε με 2.500.000 φράγκα που κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ, ενώ κάθε έτος αντλούσε επίσης 925.000 δραχμές από κονδύλια του προϋπολογισμού. Τον Νοέμβριο του 1908 ξεκινά η παραγγελία του θωρηκτού καταδρομικού κλάσης «Πίζα», που ονομάσθηκε «Γ. ΑΒΕΡΩΦ» και κατέπλευσε μόλις το 1911. Επίσης, την ίδια περίοδο (1906) και για πρώτη φορά ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο Θεοτόκης με αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες τις αποσπάσεις των αξιωματικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνομία, αποσπάσματα, φύλαξη λιμένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηματικούς πόρους. Το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού, καθώς και των εφέδρων 4 προηγουμένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι κλάσεις από 1900 μέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίσθηκε η συμπληρωματική εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906.

Ο Στόλος Αιγαίου αποτελείτο: από το θωρηκτό Αβέρωφ, τρία παλαιά θωρηκτά: «Σπέτσαι» (πλοίαρχος Γκίνης), Ψαρά και Ύδρα, 4 μεγάλα αντιτορπιλικά: «Λέων» (αντιπλοίαρχος Παπαχρήστος), «Πάνθηρ», «Αετός», «Ιέραξ», δέκα μικρότερα αντιτορπιλικά [2] (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόκα, Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός), πέντε τορπιλοβόλα (11, 12, 14, 15, 16), το υποβρύχιο «Δελφίν» (πλωτάρχης Παπαρρηγόπουλος), το πρώτο στον κόσμο που χρησιμοποιήθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις, ένα υδροπλάνο, ένα οπλιταγωγό (Σφακτηρία), ένα ναρκοθετικό (Άρης) κι ένα ανεφοδιαστικό (Κανάρης).
Η Μοίρα Ιονίου αποτελείτο από: δύο ατμοβάριδες (Άκτιον, Αμβρακία), τέσσερις ατμομυοδρόμωνες (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας) και 3 κανονιοφόρους (Α, Β, Δ).
Η Μοίρα Ευδρόμων αποτελείτο από επίτακτα εξοπλισμένα: 5 εμπορικά (Εσπερία, Μυκάλη, Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία) και 3 βοηθητικά (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία).


Χωρίς αυτή τη προπαρασκευή όπως σημειώνουν σύγχρονοι στρατιωτικοί αναλυτές [3] η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να βρεθεί έτοιμη στις ραγδαίες εκείνες εξελίξεις παρόλο τον πυρετώδη αγώνα που κατέβαλε στη συνέχεια ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος του 1909 και η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου μεταξύ των ετών 1909-1912 με ακόμη επιτάχυνση της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού του ελληνικού στρατού. Σημειώνεται ότι και η Οθωμανική αυτοκρατορία, βλέποντας μάλλον θορυβημένη την αύξηση της ελληνικής ναυτικής δύναμης, παρήγγειλε το 1910 δύο γερμανικά καταδρομικά. Η ναυτική όμως υπεροχή και υπεροπλία της Ελλάδας ήταν ήδη δεδομένη έναντι της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στον τουρκικό στόλο, που ήταν αμφίβολος ακόμη και ο απόπλους του λόγω ακριβώς της παντελούς έλλειψης ναυτικής εκπαίδευσης.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΑΣΣΟΝΑ
Την 6η Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά των τουρκικών θέσεων. Οι Τούρκοι ήταν πρόχειρα οχυρωμένοι στα υψώματα βορείως της Ελασσόνας και η 1η και 2η μεραρχία κινήθηκαν κυκλωτικά με ταυτόχρονο σφυροκόπημα των εχθρικών θέσεων από το πυροβολικό. Μετά από τετράωρη μάχη οι Τούρκοι υποχώρησαν και κατευθύνθηκαν προς τα στενά του Σαρανταπόρου. Τα στενά αυτά, γνωστά από τα βυζαντινά χρόνια, όπου ο Βουλγαροκτόνος κατατρόπωσε τους Βούλγαρους, ήταν από μόνα τους απόρθητο φρούριο. Οι Τούρκοι, με τη βοήθεια γερμανών αξιωματικών, τα είχαν οχυρώσει υποδειγματικά και ο Γερμανός στρατηγός Φον Ντερ Γκολτζ πίστευε ότι θα γίνονταν το νεκροταφείο του ελληνικού στρατού.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ
Το σχέδιο του Γενικού επιτελείου προέβλεπε την κατά μέτωπο επίθεση στα στενά Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερατική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού. Στα ΒΑ του χωριού Σαραντάπορο, το ύψωμα Σκοπιά ήλεγχε όλη την περιοχή από τον ποταμό Σαραντάπορο ως το δρόμο Ελασσόνας – Σερβίων, στα δυτικά. Στη φυσική οχύρωση των στενών συνέβαλλαν τα υψώματα ΝΔ της Σκοπιάς και η δύσβατη περιοχή στα βόρεια του χωριού Σαραντάπορο. H προσέγγιση της περιοχής μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από εξαιρετικά δύσβατες ορεινές διαβάσεις.

Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να κρατήσουν σταθερή άμυνα για να εμποδίσουν την προέλαση των Ελλήνων προς τα βόρεια. Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπο. H προέλαση των μεραρχιών του κέντρου (1η, 2α και 3η) έγινε με δύο συντάγματα από κάθε μεραρχία. Πλησιάζοντας σε απόσταση 1.000 μέτρων, οι Έλληνες δέχθηκαν καταιγισμό εχθρικών πυρών αλλά, παρά τις σοβαρές απώλειες, συνέχισαν την προέλασή τους. Παράλληλα η 4η και η 5η Μεραρχία κινήθηκαν από τα πλάγια. H 5η επιτέθηκε ανοίγοντας δρόμο προς τις τοποθεσίες Λαζαράδες και Βογγόπετρα με προορισμό την Κοζάνη και η 4η προέλασε μέσω των χωριών Λιβαδερό – Μεταξάς – Τριγωνικό, για να βρεθεί στα νώτα της εχθρικής παράταξης στα Σέρβια. Τα αποτελέσματα της πρώτης ημέρας της μάχης ήταν μάλλον δυσμενή για τον ελληνικό στρατό. Η 6η Μεραρχία παρέμεινε στο χωριό Πετρωτό ως γενική εφεδρεία Οι απώλειες ήταν μεγάλες, ο καιρός άσχημος, το έδαφος δύσβατο, το ηθικό των ανδρών μάλλον πεσμένο.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΣΕΡΒΙΩΝ
Για την επομένη τα ξημερώματα το Γενικό Στρατηγείο είχε προγραμματίσει οι τρεις μεραρχίες του κέντρου να συνεχίσουν την προσπάθειά τους να καταλάβουν τις θέσεις των Τούρκων αλλά, ενώ όλα ήταν έτοιμα για την επίθεση, στα γύρω υψώματα βασίλευε απόλυτη ησυχία. Οι Τούρκοι στη διάρκεια της νύχτας, όταν αντιλήφθηκαν την πρόθεση της 4ης Μεραρχίας να τους κυκλώσει, προτίμησαν να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια αλλά εκεί τους περίμενε η 4η Μεραρχία, που τους αιφνιδίασε και τράπηκαν σε φυγή, αφού εκτέλεσαν 75 Έλληνες προκρίτους των Σερβίων κι αφού εγκατέλειψαν πίσω τους δεκάδες πυροβόλα και άφθονο πολεμικό υλικό. Στη διάρκεια της καταδίωξης η 4η μεραρχία απελευθέρωσε τα Σέρβια.


ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΟΖΑΝΗΣ
Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός προωθήθηκε προς τον Αλιάκμονα ενώ το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου ένα τμήμα της ταξιαρχίας ιππικού απελευθέρωσε την Κοζάνη. H γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου τόνωσε το ηθικό του στρατού και άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ωστόσο οι απώλειες σε έμψυχο υλικό ήταν βαριές: 182 νεκροί και 1.000 τραυματίες. Μετά από αυτή την εντυπωσιακή επιτυχία, το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη απ’ όπου ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος σκόπευε να βαδίσει προς το Μοναστήρι για να ενωθεί με τον σερβικό στρατό. Ο Βενιζέλος ωστόσο είχε διαφορετική γνώμη. Ήθελε ο Ελληνικός Στρατός να συνεχίσει την πορεία του στη Μακεδονία και να μπει στη Θεσσαλονίκη προτού προλάβουν να το κάνουν οι Βούλγαροι, όπως σχεδίαζαν. Απέστειλε λοιπόν επείγον τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο με την προτροπή να καταλάβει χωρίς χρονοτριβή τη Θεσσαλονίκη (13 Οκτωβρίου 1912): «Αναμένω να μου γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνση, την οποία θα ακολουθήσει η προέλαση του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνο να έχετε υπόψη ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουν να ευρεθούμε μία ώρα ταχύτερο εις τη Θεσσαλονίκη». Κωνσταντίνος προς Βενιζέλο: «Ο στρατός δεν θα οδεύσει κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε». Βενιζέλος προς Κωνσταντίνο: «Σας το απαγορεύω».


ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΒΕΡΟΙΑΣ-ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
Στις 14 Οκτωβρίου έγιναν αναγνωριστικές επιχειρήσεις των θέσεων του εχθρού. Το απόγευμα έφθασε στο στρατηγείο ο βασιλιάς Γεώργιος και εκδόθηκε η διαταγή πορείας του στρατού με κατεύθυνση Βέροια και κατόπιν Θεσσαλονίκη. Η 2η και 3η μεραρχία ξεκίνησαν πρώτες και πέρασαν τα στενά του Τριπόταμου που χωρίζει το υψίπεδο της Κοζάνης από την πεδιάδα της Βέροιας. Η 7η μεραρχία ξεκίνησε για την Κατερίνη και στις 15 Οκτωβρίου συνάντησε ισχυρή αντίσταση του εχθρού στο χωριό Κολοκούρι. Το απόσπασμα προσκόπων (εθελοντών) που ακολουθούσε την 7η μεραρχία τις νυχτερινές ώρες ανατίναξε τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκη – Βέροια. Το ίδιο βράδυ έφθανε στο Γενικό Στρατηγείο τηλεγράφημα του υπουργού Εξωτερικών, που πληροφορούσε ότι οι Σέρβοι είχαν καταλάβει το Ιστίπ και οι Βούλγαροι από το Νευροκόπι προέλαυναν προς τη Δράμα και τις Σέρρες. Στις 16 Οκτωβρίου 1912, η 7η μεραρχία εισήλθε στην Κατερίνη και η 2η στη Βέροια, ενώ η 5η μεραρχία ήταν καθηλωμένη έξω από το χωριό Πέρδικα, όπου 1.000 περίπου Τούρκοι με 6 ορειβατικά πυροβόλα αντιστέκονταν λυσσαλέα. Την 18η Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στη Νάουσα.


Ο Μητροπολίτης Καλλίνικος, ο διάδοχος Γεώργιος και ο Δήμαρχος Χαλίλ-Αλή Βέη,
κατά την απελευθέρωση της Βέροιας
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
Ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν πασάς, μετά την ήττα στο Σαραντάπορο και την ουσιαστική διάλυση του στρατού του κατά τις υποχωρητικές κινήσεις είχε στη διάθεσή του 25.000 άνδρες και 30 πυροβόλα. Αποφάσισε να οχυρώσει τα υψώματα δυτικά των Γιαννιτσών, ανάμεσα στην ομώνυμη λίμνη και το όρος Πάικο, για να προστατεύσει την ιερή για τους Μουσουλμάνους αυτή πόλη, που φιλοξενούσε τους τάφους του Γαζή Εβρενός Μπέη, του πρώτου Τούρκου κατακτητή της Ευρώπης και των απογόνων του.


Στις 19 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν βόρεια της λίμνης των Γιαννιτσών με εξαίρεση την 7η μεραρχία που κινήθηκε ανατολικά από τη λίμνη με κατεύθυνση τον Λουδία ποταμό. Η κύρια όμως μάχη δόθηκε στο Μελίσσι (Μπαλίντζα) όπου ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού καθηλώθηκε από το σφυροκόπημα του τουρκικού πυροβολικού. Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν φοβερά ταλαιπωρημένοι από την εξαντλητική πορεία τόσων ημερών, κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Είχαν προβλήματα εφοδιασμού, αλλά το ηθικό τους ήταν υψηλό, ύστερα από τις μεγάλες νίκες. Κάτω από συνεχή κανονιοβολισμό και υπό δυνατή βροχή οι μονάδες της 3ης και 2ης μεραρχίας περνούσαν τη γέφυρα και έπαιρναν θέσεις στο πεδίο μεταξύ Μελισσίου και Γιαννιτσών. Με το πρώτο φως της 20ης Οκτωβρίου ξανάρχισαν οι κανονιοβολισμοί, αλλά οι εύζωνοι προχωρώντας κάτω από τις συνεχείς βολές και με εφ’ όπλου λόγχη καταλάμβαναν μετά από μάχες σώμα με σώμα το ένα μετά το άλλο τα εχθρικά οχυρώματα. Γύρω στις 8:45 το 9ο ευζωνικό τάγμα, με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο κατόρθωσε να καταλάβει το ύψωμα των νεκροταφείων της πόλης. Με τα 4 πυροβόλα που ήταν οχυρωμένα σ’ αυτό, κυνήγησε τους υποχωρούντες Τούρκους ανατολικά. Οι υπόλοιπες γραμμές, με κίνδυνο να περικυκλωθούν, ύστερα από την είδηση ότι στα βόρεια έσπασε το μέτωπο από τους τσολιάδες, παράτησαν τα πυροβόλα και τράπηκαν σε φυγή προς Θεσσαλονίκη.

Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 200 νεκροί και 800 τραυματίες, ενώ 3.000 Τούρκοι στρατιώτες είχαν αιχμαλωτισθεί μαζί με δύο πολεμικές σημαίες. Τα πρώτα τμήματα που μπήκαν στην πόλη, από το δρόμο της Αξιού ήταν της 2ης μεραρχίας με μέραρχο τον Καλάρη. Γύρω στις 11:00 από τον ίδιο δρόμο μπαίνει και ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του. Δημογέροντες της ελληνικής κοινότητας και πλήθος κόσμου, υποδέχτηκαν τούς ελευθερωτές μέσα σε παραλήρημα χαράς και ζητωκραυγών. 600 χρόνια ξενικής κατοχής έλαβαν τέλος. Επακολούθησε νεκρώσιμη ακολουθία για τους νεκρούς. Μετά τον ενταφιασμό τους, ψάλθηκε μεγάλη δοξολογία, για τη νικηφόρα έκβαση της μάχης.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Αν και η νίκη των Γιαννιτσών ήταν πολύ σπουδαία για την πρόοδο των ελληνικών επιχειρήσεων, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν περίπατος. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του Αξιού και οι πολλές βροχές είχαν φουσκώσει τα νερά του ποταμού. Για να περάσει η ελληνική στρατιά έπρεπε να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες με συνέπεια την καθυστέρηση. Η διάβαση του Αξιού απαίτησε 2 μέρες και το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου είχαν διαπεραιωθεί στην ανατολική όχθη όλες σχεδόν οι μονάδες. Την επόμενη έφθασαν στο Γενικό Στρατηγείο δυο Τούρκοι αξιωματικοί του επιτελείου του Ταξίν πασά για διαπραγματεύσεις. Ο Κωνσταντίνος τους δήλωσε ότι δεχόταν να παραιτηθεί από τη μάχη, με την προϋπόθεση να παραδοθεί ο τουρκικός στρατός, αφοπλισμένος ως αιχμάλωτος πολέμου, εκτός από τους αξιωματικούς που θα διατηρούσαν τα ξίφη τους, και να μεταφερθεί με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης σε λιμάνι της Μικράς Ασίας.


Στις 26 Οκτωβρίου 1912, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή στον ελληνικό στρατό να προελάσει προς τη Θεσσαλονίκη. Πέντε αιώνες οθωμανικής κατοχής και τυραννίας έλαβαν τέλος. Ήταν τότε στις 29 Μαρτίου 1430, που οι Τούρκοι, ύστερα από πολύχρονη πολιορκία είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Ήταν η τρίτη φοβερή άλωση της πόλης μετά από εκείνες των Αράβων και των Νορμανδών. Ο Ιωάννης Αναγνώστης είχε περιγράψει την πολιορκία, τη χρήση πυρίτιδος υπό των Οθωμανών, τις ηρωικές προσπάθειες των κατοίκων στα τείχη και την άθλια συμπεριφορά των Βενετών, που βρήκαν καταφύγιο στα πλοία τους και εγκατέλειψαν τον πληθυσμό στο έλεος του εισβολέα. Είχαν ακολουθήσει λεηλασίες, αρπαγές, βιασμοί, καταστροφές. Οι ναοί είχαν μετατραπεί σε τζαμιά ενώ είχε ακολουθήσει εποικισμός της Θεσσαλονίκης από Τούρκους μετανάστες.

Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1912, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, η 7η μεραρχία και δύο αποσπάσματα ευζώνων απελευθέρωναν την πόλη, προλαβαίνοντας τους Βούλγαρους στους οποίους επετράπη μόνο σε δύο τάγματα να εισέλθουν στην πόλη. Το βράδυ της ίδιας ημέρας οι Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς συνυπέγραψαν με τον Ταξίν πασά το πρωτόκολλο παράδοσης, [1] σύμφωνα με το οποίο παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες, 1.000 αξιωματικοί, 70 πυροβόλα και 70.000 τουφέκια. Στις 28 Οκτωβρίου παρουσία του Κωνσταντίνου και του επιτελείου του, έγινε δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά, όπου οι Έλληνες κάτοικοι αποθέωσαν τους ελευθερωτές τους.

Ως τις 10 Νοεμβρίου η ελληνική ζώνη είχε επεκταθεί προς τα βόρεια ως τη λίμνη της Δοϊράνης και τη Γευγελή, όπου σταματούσε η σερβική ζώνη και προς τα ανατολικά ως το Στρυμόνα όπου σταματούσε η βουλγαρική ζώνη. Δυτικά όμως η 5η μεραρχία ηττήθηκε στη μάχη της Βεύης με απώλειες 168 νεκρούς, αποτυγχάνοντας να προελάσει μέχρι το Μοναστήρι που ήταν ο αντικειμενικός της σκοπός. Όταν ήρθαν ενισχύσεις από τη Θεσσαλονίκη, οι ελληνικές δυνάμεις συνάντησαν τον εχθρό στο χωριό Κόμανο, στο δρόμο Κοζάνης-Πτολεμαΐδας, όπου είχαν πάλι πολλές απώλειες. Στις 7 Νοεμβρίου κατελήφθη η Φλώρινα και στο μεταξύ το Γενικό Στρατηγείο έλαβε τηλεγράφημα από το Υπουργείο Στρατιωτικών ότι το Μοναστήρι κατελήφθη από τους Σέρβους και ότι η τουρκική φρουρά 40.000 ανδρών υποχώρησε προς την Κορυτσά.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, από τον ελληνικό στρατό, ολοκληρώθηκε και η προώθησή του στην Ήπειρο (μέχρι και τη γραμμή Αργυρόκαστρο-Κορυτσάς). Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος απέστειλε προς την Κορυτσά την 3η, 4η και 6η μεραρχία με σκοπό τον αποκλεισμό της. Οι αποκλεισμένοι Τούρκοι επιχείρησαν έξοδο χωρίς επιτυχία και υποχώρησαν προς τα Ιωάννινα και έτσι στις 7 Δεκεμβρίου η 3η μεραρχία, έπειτα από τριήμερη μάχη, κατέλαβε την Κορυτσά της Β. Ηπείρου. Ενώ Βούλγαροι και Σέρβοι είχαν υπογράψει ανακωχή με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία στην Τσατάλτζα, η Ελλάδα αρνήθηκε να υπογράψει εφόσον συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο, αλλά και του στόλου στο Αιγαίο.


Ήδη στην Ήπειρο στην περιοχή της Άρτας, από τον Οκτώβριο του 1912, υπήρχε η στρατιά της Ηπείρου που βρισκόταν υπό τις διαταγές του Κ. Σαπουντζάκη και αριθμούσε 282 αξιωματικούς και 7.915 οπλίτες με 24 πυροβόλα. Απέναντί τους είχαν 15.000 περίπου Τούρκους με διοικητή τον Εσάτ πασά. Η μικρή αριθμητική δύναμη της στρατιάς της Ηπείρου την περιόρισε σε δευτερεύοντα ρόλο και μόλις την 11η Οκτωβρίου κατέλαβε το χωριό Κουμτζάδες και την 12η Οκτωβρίου κατέλαβε τη Φιλιππιάδα, που είχε εκκενωθεί από τον τουρκικό στρατό μετά από διαταγή του Εσάτ πασά, που αγνοούσε την πραγματική δύναμη του ελληνικού στρατού.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
Στις 20 Οκτωβρίου ξεκίνησε επιχείρηση προς κατάληψη της Πρέβεζας, στην οποία είχε πλησιάσει και η μοίρα Ιονίου του ελληνικού ναυτικού. Η τουρκική φρουρά της πόλης είχε σχηματίσει γραμμή άμυνας πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Νικόπολης με προχωρημένα τμήματα στο ύψωμα Φλάμπουρα. Τα ελληνικά τμήματα βλήθηκαν και από εξοπλισμένη με πολυβόλα Μαξίμ τουρκική βενζινάκατο, που όμως βυθίστηκε από εύστοχη βολή ελληνικού πυροβόλου. Την ίδια μέρα βομβαρδίστηκε το φρούριο της Πρέβεζας από την ελληνική μοίρα Ιονίου, που βύθισε και τα τουρκικά τορπιλοβόλα «Αττάλια» και «Τοκάτ». Στις 21 Οκτωβρίου 1912 παραδόθηκε η Πρέβεζα και οι 1.000 περίπου Τούρκοι που την υπερασπίζονταν. Η μάχη της Νικόπολης είχε στοιχίσει στο στρατό μας 10 νεκρούς και 54 τραυματίες.


ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΠΗΓΑΔΙΩΝ
Στο μεταξύ ο Εσάτ πασάς εξαπέλυσε επίθεση με 5 τάγματα εναντίον των ευζώνων που βρίσκονταν στο χωριό Ανώγι. Κέντρο εξόρμησης των Τούρκων ήταν τα Πέντε Πηγάδια, όπου βρισκόταν ο ίδιος ο διοικητής των Ιωαννίνων και κατεύθυνε τις επιχειρήσεις. Η μάχη των Πέντε Πηγαδιών διήρκεσε 7 μέρες (24-30 Οκτωβρίου), χωρίς να επικρατήσει κανένας αντίπαλος. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 26 νεκροί και 222 τραυματίες.

Μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου είχε απελευθερωθεί το Μέτσοβο (27 Οκτωβρίου) από απόσπασμα 330 ανδρών, η Φλώρινα (7 Νοεμβρίου), η Καστοριά (11 Νοεμβρίου) και το Συρράκο (23 Νοεμβρίου). Ο Χιμαριώτης συνταγματάρχης της χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομίλιος, ο Καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα, αφού στρατολόγησε συμπατριώτες του, μαζί με Κρήτες εθελοντές απελευθέρωσε στις 5 Νοεμβρίου τη Χιμάρα.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΡΙΣΚΟΥ
Οι Τούρκοι στην Ήπειρο, αν και αποκλεισμένοι, πολέμησαν γενναία, προξενώντας στον ελληνικό στρατό σημαντικές απώλειες. Εκεί σκοτώθηκε και ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, 53 ετών. Ήταν στη μάχη του Δρίσκου όταν το σώμα των Γαριβαλδινών αποδεκατιζόταν από τα τουρκικά κανόνια, κι ο ένας μετά τον άλλον έπεφταν νεκροί οι αξιωματικοί του. Ένα βόλι του διαπέρασε το πρόσωπο, του τραυμάτισε τα δύο μάγουλα και του έσπασε πολλά δόντια. Υποχρεώθηκε τότε να αποτραβηχτεί. Σ’ ένα εξωκλήσι του Δρίσκου ήταν το προσωρινό νοσοκομείο. Και φτάνοντας εκεί ο λαβωμένος σήκωσε το βλέμμα για να ιδεί ακόμα μια φορά τον κάμπο του πολέμου, και τότε ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «περίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου».