Πυρήνας της αρχαίας ελληνικής θρησκείας είναι η φυσιολατρία που αναπτύχθηκε πάνω σε ανιμιστικό έδαφος. Για συστηματικούς λόγους διακρίνουμε τρείς τύπους αυτής της θρησκείας:
α). Κλασική ή Ολυμπιακή ή Ομηρική θρησκεία. Είναι ο τύπος της ηρωικής - αριστοκρατικής εποχής με μυκηναϊκά στοιχεία. Οι θεοί είναι ωραίοι και διάκεινται φιλικά προς τον άνθρωπο. Έχουν ελαττώματα ίδια με τους ανθρώπους αλλά είναι μάκαρες και αθάνατοι. Βρίσκονται όμως κάτω από την νομοτέλεια της φύσης : την Ειμαρμένη.
β). Μυστηριακή θρησκεία. Είναι ο τύπος του μυστικισμού που συναντάμε στον Ορφισμό, στην λατρεία του Διονύσου, της Δήμητρας, της Κυβέλης, κ.α. Ο άνθρωπος αναζητάει την λύτρωση και την ένωση με τον θεό.
γ). Λαϊκή θρησκεία. Είναι η επίσημη λατρεία της "πόλεως - κράτους" : το κλασικό δωδεκάθεο που κατά τους ελληνιστικούς χρόνους πλουτίστηκε με στοιχεία μυστηριακής λατρείας. Στη λαϊκή, συναντάμε επίσης δευτερογενή στοιχεία φετιχισμού και τοτεμισμού.
Ιδιαίτερα ευαίσθητοι οι Έλληνες στο αγαθό της ελευθερίας δεν είχαν "Ιερές γραφές και Εντολές" ή "Θείες αποκαλύψεις" ούτε "Δογματικά βιβλία" που να ασκούν επάνω τους έναν πνευματικό καταναγκασμό.
Τα Ομηρικά έπη υπήρξαν μαζί και τα ιερά τους βιβλία. Έτσι, όσοι ήθελαν να φιλοσοφήσουν βαθύτερα πάνω σε θεολογικά ζητήματα, όλο κι απομακρύνονταν από την παραδοσιακή λαϊκή θρησκεία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνεχώς όλο και καινούργιες θρησκευτικές ιδέες μέσα στον ελεύθερο διαλεκτικό στίβο.
Ωστόσο, το επίσημο κράτος, η πολιτεία, τιμωρούσε συχνά την "ασέβεια" για πολιτικούς βασικά λόγους, αλλά κι από κοινωνική σκοπιμότητα.
Η ελληνική θρησκεία είναι το αποτέλεσμα ενός επιτυχημένου κράματος της φαντασίας και της Λογικής, του λαού που γέννησε την πιο αξιόλογη Μυθολογία και Φιλοσοφία.
Ο Έλληνας δεν ανέχεται έναν θεό τυλιγμένο μέσα στο μυστήριο, όπως ο Ασιάτης.
Θέλει τον θεό του τέλειο, μεγαλοδύναμο αλλά κατανοητό. Να προσδιορίζεται αλλά και να περιορίζεται από την Λογική. Για αυτό ούτε η βούληση, ούτε η δύναμη των θεών είναι αυθαίρετη και απεριόριστη, αλλά συμμορφώνονται πάντα προς την Μοίρα (την Ειμαρμένη), δηλαδή την Συμπαντική - Φυσική - Νομοτέλεια.
Ο Νίτσε στην Γέννηση της Φιλοσοφίας, μας λέει : "Οι Έλληνες όμως βάλθηκαν από μιας αρχής να συμπληρώσουν και να επαυξήσουν, να εξυψώσουν και να εξαγνίσουν τη δανεική τους γνώση με τόση θέρμη και δεξιοσύνη, που έγιναν κατά μια ανώτερη έννοια και σε σφαίρα αληθινοί "εφευρέτες".
Πραγματικά, ανακάλυψαν τους κυριότερους τύπους του φιλοσοφικού πνεύματος, στους οποίους όλες οι μεταγενέστερες γενεές δεν πρόσθεσαν τίποτε το ουσιαστικό".
Στον Diels (Leukippos B,2) διαβάζουμε : "Λεύκιππος πάντα κατ΄ ανάγκην, τήν δ΄αυτήν υπάρχειν ειμαρμένην. Λέγει γαρ εν τώ Περί Νού : ουδέν χρήμα (πράγμα) μάτην γίνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε και υπ΄ανάγκης".
Έτσι και οι Έλληνες θεοί, μπαίνουν αναγκαστικά κάτω απ΄ το ζυγό του πεπρωμένου του σύμπαντος. Ακόμα, δεν επιδιώκουν να κρατήσουν τη βασιλεία τους με απειλές για κάποια κόλαση ή υπόσχεση για κάποιο παράδεισο, σπέρνοντας το φόβο ή την ελπίδα στους υπηκόους τους.
Οι Έλληνες πολύ λίγο ενδιαφέρονται για μια μέλλουσα ζωή και για την τύχη της ψυχής μετά θάνατο, ενώ αντίθετα πολύ ενδιαφέρονται για την επίγεια ζωή που αποτελεί το πεδίο του ευγενικού αγώνα για την άσκηση των ηθικών και πολιτικών αρετών, για την ολοκλήρωση του χαρακτήρα (προσωπικότητας), για την κατάκτηση του "αγαθού" που σαν υπέρτατη αξία κλείνει μέσα του αρμονικά τις μεγάλες έννοιες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης, της Ανδρείας, του κάλλους, κλπ.
H κλασική - ομηρική θρησκεία είναι ο βασικός κορμός της λαϊκής θρησκείας των Ελλήνων.
Χαρακτηριστικό γνώρισμά της είναι πως δεν καλλιεργεί την μυστικοπάθεια. Το μυστικιστικό στοιχείο, διαπότισε την σιγά - σιγά ένα μέρος από την ελληνική θρησκευτική συνείδηση, με την εξέλιξη των μυστηρίων (ιδίως κατά τους ελληνιστικούς χρόνους), που αναβίωσαν με την επαφή των λαών που πέτυχε ο Μ. Αλέξανδρος και οι Διάδοχοί του.
Τα μυστήρια (μυστηριακές θρησκείες) που βρίσκουμε στον ελληνικό χώρο είναι κυρίως τα Ορφικά, τα Καβείρια (Δήμητρα-Περσεφόνη-Ερμής), τα Ελευσίνια (Δήμητρα-Βάκχος), της Σαμοθράκης (Διόνυσος-Ζαγρέας και Δήμητρα-Περσεφόνη), της Μ.Ασίας (Κυβέλη-Ρέα και Άττις), κ.α.
Ξενικής προέλευσης μυστήρια είναι επίσης τα αιγυπτιακά (Όσιρις και Ίσις). Κατά τον Ηρόδοτο ταυτίστηκε ο Όσιρις με τον Διόνυσο και η Ίσις με την Δήμητρα. Εξάλλου ο Όσιρις και ο Διόνυσος είναι οι κύριοι "εξανθρωπισθέντες" θεοί των αρχαίων μεσογειακών λαών. Άλλα μυστήρια είναι του Μίθρα (Περσικά-Ζωροαστρισμός) της Αστάρτης (Σημιτικά μυστήρια) κ.α.
Σε όλες αυτές τις μυστηριακές θρησκείες, η γνώση του Θεού παίρνει σωτηριολογικό και απολυτρωτικό χαρακτήρα. Μια τελετουργία υποτίθεται ότι οδηγεί τον μύστη στον υπερβατικό χώρο του θεού και τον ενώνει με αυτόν! Στην ουσία πρόκειται για μια αλληγορική αποκάλυψη φυσικών γεγονότων στους μύστες - όπως στα Ελευσίνια μυστήρια - όπου διδάσκονται ότι και η ανθρώπινη ψυχή, όπως και όλη η φύση, που είναι το σώμα του θεού, μοιάζει με το σπόρο που θάβεται, πεθαίνει κι ανασταίνεται, ακολουθώντας τον αιώνιο κύκλο των εποχών. Στη βάση της μυστηριακής λατρείας είναι ο πιο αγαπητός στον λαό θεός Διόνυσος ("Ζαγρεύ! θεών πανυπέρτατε πάντων").
Ο Πλούταρχος μας μιλά αναλυτικά για αυτή την "φυσική" θεολογία : "Ότι μεν ουν η παλαιά φυσιολογία και παρ΄ Έλλησι και βαρβάροις λόγος ην φυσικός εγκεκρυμμένος μύθοις, τα πολλά και υπονοών απόκρυφος και μυστηριώδης θεολογία...κατάδηλον εστίν εν τοις Ορφικοίς έπεσι και τοις Αιγυπτιακοίς και Φρυγίοις λόγοις.μάλιστα δ΄ οι περί τας τελετάς οργιασμοί και τα δρώμενα συμβολικώς εν ταις ιερουργίαις την των παλαιών εμφαίνει διάνοιαν. (Εκ του περί των εν Πλαταιαίς Δαιδάλων 1).
Με το κύλισμα του χρόνου στην Ελλάδα, αναπτύχθηκε η ελεύθερη φιλοσοφική σκέψη - ιδίως ανάμεσα στους πεπαιδευμένους των διάφορων Σχολών και τούτο συντέλεσε ώστε η αρχαία "ειδωλολατρεία" να παραχωρήσει την θέση της σε πνευματικότερες ιδέες για τους θεούς. Ο πολυθεϊσμός γίνεται σιγά σιγά μονοθεϊσμός και συχνά καταλήγει σε αθεϊα (Κυρηναϊκή σχολή).
Τόσο οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι όσο και οι μετασωκρατικοί ασκήσανε βαθύτατη κριτική στις θεολογικές κατασκευές που αφορούσαν το θείο. Δυστυχώς δεν περισώθηκαν τα κείμενά τους.
Από τα ελάχιστα αποσπάσματα που έφτασαν μέχρι εμάς, βλέπουμε το μέγεθος αυτής της σκέψης.
Ο Μέλισσος λέει : "Περί θεών μη δείν αποφαίνεσθαι, μη γαρ είναι γνώσιν αυτών" (Diels A 20).
Ο Πρωταγόρας γράφει : "Περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι, ουθ ως εισίν ουθ ως ουκ εισίν, ουθ οποίοι τινες ιδέαν, πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι ή τ΄αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου" (Diels B 4).
O Ξενοφάνης φτάνει στο συμπέρασμα πως : "Ένα τον θεόν προσήκειν είναι" (Diels A 28), αφού πρώτα ειρωνευθεί και κατακεραυνώσει τον Όμηρο και τον Ησίοδο που πρώτοι "θεογονίαν εποίησαν τοις Έλλησιν", με την περίφημη φράση του : "Πάντα θεοίσιν ανέθηκαν, Όμηρος, Ησίοδος τε, όσα παρ΄ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν : κλέπτειν, μοιχεύοιν τε και αλλήλους απατεύειν ( Diels B ii). Έτσι ο Ξενοφάνης είναι ο πρώτος εισηγητής του μονοθεϊσμού στην Ελλάδα.
Εκεί που διακρίνεται καλά ο κριτικός στοχασμός και εκφράζεται με πνευματώδη και χαριτωμένο λόγο η γνώμη για τον θεό, είναι στην αφήγηση του Κριτία (460-403 π.χ.). Ο Κριτίας μας λέει πως ήταν κάποτε ένας καιρός που η ζωή των ανθρώπων ήταν άταχτη και θηριώδης, υπηρετούσε την δύναμη του ισχυρότερου και δεν υπήρχε αμοιβή του καλού ή τιμωρία του κακού. Με το κύλισμα του χρόνου, οι άνθρωποι έβαλαν τους Νόμους να τιμωρούν το κακό κι έτσι η Δίκη εξουσιάζει την Ύβρη.
Αλλά οι άνθρωποι με τον εκβιασμό των Νόμων δεν αμάρταναν φανερά, κρυφά όμως παρανομούσαν. Για αυτό κάποιος σοφός και έμπειρος άντρας ανακάλυψε τους Θεούς για να φοβούνται οι κακοί όταν κρυφά κάνουν ή λένε ή σκέπτονται κάτι. Από αυτή τη σύλληψη ξεκινώντας ο σοφός αυτός, εισηγήθηκε πως ο θεός ήταν ένας δαίμονας παντεπόπτης και παντογνώστης όχι μόνο των έργων αλλά και των σκέψεων των ανθρώπων.
Είπε ακόμα ότι ο θεός κατοικεί κοντά τους και πως δείγματα της παρουσίας του είναι τα μετεωρολογικά φαινόμενα...Κι έτσι, "ψευδεί καλύψας την αλήθειαν λόγω...έπεισε τους θνητούς νομίζειν δαιμόνων είναι γένος"...
Ο Πλάτων θεωρεί το Αγαθόν σαν την πρώτη και μέγιστη αυταξία που είναι η αρχή των Ιδεών, που είναι ο θεός.
Με την "Θεωρία των Ιδεών" δέχεται την ύπαρξη ενός υπερβατικού χώρου όπου κατοικεί ο θεός και τα αρχέτυπα των ιδεών (οι διάφορες αξίες του αγαθού) προς τα οποία ανάγεται δια της αναμνήσεως η ψυχή του ανθρώπου.
Μόνο οι ιδέες σ΄αυτόν τον υπερουράνιο τόπο, είναι τα αληθινά υπαρκτά όντα (όντως όντα), ενώ οι άνθρωποι σαν αισθητά όντα είναι τα "απεικάσματα" (είδωλα) των ιδεών.
Το σώμα είναι τάφος (=σήμα) της ψυχής , που είναι αιώνια γιατί είναι η αθάνατη σπίθα του θεού.
Οι ιδιότητες που "προσάπτει" στο "θείον" ο Πλάτων, είναι περίπου ανάλογες με εκείνες του χριστιανισμού, δηλαδή : αιωνιότητα, παντοδυναμία, πανταχού παρουσία, παγγνωσία, πανσοφία, δικαιοσύνη, αγάπη, οσιότητα (αγιότητα), πρόνοια.
Φυσικά η έννοια του θεού στον Πλάτωνα είναι δυναμική και απρόσωπη, χωρίς να συμπίπτει με τον ανθρωπόμορφο- προσωπικό θεό του χριστιανισμού.
Ο Πλάτων σαν οπαδός των Ορφικών - όπως ο Εμπεδοκλής, ο Πίνδαρος, κ.α. - δέχεται την μετενσάρκωση. Σχετικά με τον Πλάτωνα ο Νίτσε λέει πως είναι ένας από τους πρώτους που αθέτησαν τις ελληνικές παραδόσεις, ονομάζοντάς τον "μέγα ρασοφόρο" και "χριστιανό πριν τον χριστό".
Ο Rohde στο έργο του "Ψυχή" έδειξε πως το πλατωνικό πνεύμα ήταν ξένο φαινόμενο στην Ελλάδα.
Ο Λίβινξτον στο "Ελληνικό πνεύμα" αποδείχνει πως δεν είναι ευθύς, πως δεν είναι υπέρμαχος της ελευθερίας και πως δεν είναι γνήσιος ανθρωπιστής. Υποστηρίζει ακόμα πως ο Ορφισμός, τα μυστήρια και ο Νεοπλατωνισμός, νόθεψαν το γνήσιο ελληνικό πνεύμα.
Ο Αριστοτέλης απορρίπτει την Πλατωνική "ιδεοκρατία" και δέχεται πως ο θεός είναι το "πρώτον κινούν ακίνητον, είναι αιώνιος και έλκει τα όντα προς τον εαυτό του. "Εστι τε ο ου κινούμενον κινεί, αϊδιον και ουσία και ενέργεια ούσα" (Μτφ.1072α29).
Η ψυχή σαν φυσιολογική σωματική εκδήλωση, γεννιέται και χάνεται με το σώμα. Και μόνον ο νούς, που είναι το ανώτερο και απαθές και διαφορετικό μέρος της ψυχής, "μόνον τούτο ενδέχεται χωρίζεσθαι, καθάπερ το αϊδιον του φθαρτού. (Περί ψυχής.II413β 25).
Σχετικά με την καταγωγή της έννοιας του θεού, ο Σέξτος ο Εμπειρικός αναφέρει πως ο Αριστοτέλης "από δυοίν αρχών έννοιαν θεών έλεγε γεγονέναι εν τοις ανθρώποις : από τε των περί ψυχήν συμβαινόντων και από των μετεώρων".
Στο τέλος του αρχαιοελληνικού κόσμου και στην ανατολή του χριστιανισμού, συναντάμε στην Ελλάδα τα δύο μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα : τον Στωικισμό και τον Επικουρισμό.
Τα συστήματα αυτά των Ελληνιστικών χρόνων αντέξανε την πολεμική του χριστιανισμού επί πέντε σχεδόν αιώνες.
Όπως ήταν φυσικό, στη φιλοσοφία των δύο αυτών τελευταίων πνευματικών ρευμάτων βρίσκουμε τις περισσότερες εξελιγμένες ιδέες σχετικά με την ηθική και τον θεό.
Αλλά οι εκλεπτυσμένες και βαθυστόχαστες αυτές ιδέες, δεν είχαν πλατιά λαϊκή βάση...
Στωικισμός.
Ο Στωικισμός ξεκινάει από τον Ζίνωνα τον Κιτιέα που γύρω στα 294 π.χ. ιδρύει την δική του Σχολή και σταματάει γύρω στα 500 μ.χ. με το κλείσιμο όλων των φιλοσοφικών σχολών της ελληνικής και ρωμαϊκής επικράτειας ( η αρχή έγινε το 529 όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε την Ακαδημία των Αθηνών).
Ο Στωικισμός παρουσιάζει μια ενότητα ιδεών και συνέπεια αρχών και στις τρείς περιόδους του :
α). Αρχαία (Ζήνων, Κλεάνθης, Χρύσιππος)
β). Μέση (Διογένης, Αντίπατρος, Παναίτιος, Ποσειδώνιος)
γ). Νεώτερη (Σενέκας, Μουσώνιος, Ρούφος, Επίκτητος, Μάρκος Αυρήλιος).
Το μέγιστο ηθικό αγαθό για τον Στωικισμό είναι η αρετή σαν αταραξία, η υποταγή στο πεπρωμένο ( "μένε και κράτει").
Η αρετή και η συνακόλουθη ευδαιμονία στηρίζεται στη γνώση της φύσης και στην εναρμόνιση με αυτή ("το κατ΄αρετήν ζήν, ταυτό του κατά φύσιν ζήν").
Οι βασικές θέσεις του στωικισμού σχετικά με τον κόσμο και το θεό, είναι συνοπτικά οι ακόλουθες:
Ο κόσμος αποτελείται από δύο άφθαρτες αρχές, τη μια παθητική (πάσχον) που είναι η ύλη και την άλλη ενεργητική (το ποιούν, ο λόγος) που δρά πάνω στην ύλη και είναι ο Θεός.
Ο κόσμος όλος βρίσκεται σε ένα άπειρο κενό, δηλώνεται με τη λέξη "Πάν".
Ο κόσμος περιλαμβάνει τον ουρανό και τη γή, τους ανθρώπους και τον θεό. Ο κόσμος είναι ζωντανός, λογικός, έμψυχος κι όχι μόνο κάτι θεϊκό, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Με τη γνώση ο άνθρωπος έρχεται σε αρμονία με τον κόσμο και με την σοφία φτάνει στην συγκατάθεση (και ανοχή) προς τον κόσμο, που σημαίνει παραδοχή και υποταγή στην ειμαρμένη και τον Θεό.
Έτσι πετυχαίνει την ενσυνείδητη ένταξή του στο "Παν" τη συνένωσή του με όλα τα όντα και την ταύτισή του με τον Θεό.
Η Ειμαρμένη είναι η φυσική και θεϊκή μαζί οργανωτική δύναμη του κόσμου, ο Λόγος και η νομοτέλεια του Παντός.
Ο Ζήνων δέχεται πως "ο φυσικός νόμος είνα θεϊκός και η Ειμαρμένη είναι η δύναμη που διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα εναντία...Ανελίσσεται μέσα στο χρόνο και αποτελεί μια κίνηση αιώνια, συνεχή και κανονισμένη...Είναι ο λόγος του κόσμου ή ο νόμος όλων των πραγμάτων του κόσμου, είναι η θεία πρόνοια". (Ciceron, De natura deorum I, 14 - Stobee, Eclo. I. 515).
O θεός, είναι μια "κοινή έννοια ή έμφυτος πρόληψις" δηλαδή μια φυσική γνώμη που σχηματίζει το κάθε παιδί, όταν έρθει με τις αισθήσεις του σ΄επαφή με τον κόσμο.
Ο Κλεάνθης διακρίνει τέσσερεις βασικούς λόγους που σπρώχνουν τον άνθρωπο στην ιδέα του Θεού.
α). Η πρόγνωση του μέλλοντος. Για να είναι δυνατή η μαντεία σημαίνει πως οι Θεοί μας αποκαλύπτουν ένα μέρος από τις προθέσεις τους.
β). Τα αγαθά που μας δείνει η γή.
γ). Τα δεινά που προκαλούν τα μετεωρολογικά φαινόμενα και οι θεομηνίες.
δ). Η τάξη του κόσμου και η κίνηση των ουρανίων σωμάτων που μαρτυρεί σοφό σχέδιο.
Ο Κλεάνθης, στον ύμνο του στο Δία, προσφωνεί τον θεό "πολυώνυμο" και πραγματικά οι Στωικοί του δίνουν ένα πλήθος ονοματικούς προσδιορισμούς, γιατί ο θεός εισδύει παντού και παίρνει τα χαρακτηριστικά του κάθε υλικού σχεδίου με το οποίο έρχεται σε επαφή.
Έτσι ο θεός έιναι : "ταυτός με τον κόσμον", "όμοιος του αιθέρος", "όμοιος του Ηλίου", "πυρ τεχνικόν", "ζων λογικόν τέλειον, νοερόν", ¨γνήσιον σώμα", "πνοή ή νοερόν πνεύμα" "Λόγος", "δημιουργός και ταξιθέτης του σύμπαντος", "Ειμαρμένη", "υψίστη ανάγκη", κλπ.
Τέλος οι Στωικοί αρνούνται την προσωπική αθανασία.
Επικουρισμός.
Ο Επικουρισμός σαν θεωρία της "ηδονιστικής τελολογίας" ξεκινάει από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο (435-255 Κυρηναϊκή Σχολή) και κορυφώνεται στον Επίκουρο που το 306 π.χ. ιδρύει τη δική του Σχολή τον "Κήπο".
Συνεχιστής του υπήρξε ο Μητρόδωρος και ο καλύτερος οπαδός του ο λατίνος ποιητής Λουκρήτιος (ποίημα: De retum natura). Η φιλοσοφία του Επίκουρου επηρέασε πολύ ακόμα και χριστιανούς διανοούμενους, ώστε έκανε τον Αγ. Αυγουστίνο να λέει : "Θα είχα μέσα στη σκέψη μου απονείμει τα πρωτεία στον Επίκουρο, αν δεν επίστευα στην επιβίωση της ψυχής και στην ανταμοιβή των πράξεών μας, πίστη την οποία αρνήθηκε ο Επίκουρος" (Confessiones VI, 16).
Το ύψιστο αγαθό για τον Επικουρισμό είναι η ψυχική γαλήνη ( ο δαμασμός του πόνου, η αταραξία, η αλυπία) και η ηδονή σαν βιολογική και σαν πνευματική λειτουργία. "Την ηδονήν αρχήν και τέλος λέγομεν είναι του μακαρίως ζην. Ταύτην γαρ αγαθόν πρώτον και γυγγενικόν έγνωμεν...Συμπεφύκασι γαρ αι αρεταί τω ζην ηδέως και το ζη ηδέως τούτων εστίν αχώριστον" (Διογ. Λαέρ. Χ 129-131).
Κόσμοι υπάρχουν άπειροι όμοιοι με το δικό μας κόσμο και ανόμοιοι. Τον κόσμο πρέπει να τον μελετάμε ξεκινώντας από τις αισθήσεις που είναι πάντα σωστές. Αν κάνουμε λάθη, για αυτό φταίει η κρίση μας. Ο κόσμος αποτελείται από κενό και ύλη. Η ύλη έχει ατομική σύσταση ( ο Επίκουρος είναι οπαδός της ατομικής θεωρίας του Δημόκριτου). Η ψυχή έχει υλική σύσταση όπως και το σώμα απο οποίο δεν μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητη και μετά το θάνατο διαλύεται και αναισθητεί.
Ο Επίκουρος δέχεται την ύπαρξη των θεών αλλά όχι με την μυθική και ανθρωπόμορφη έννοια που υπάρχει στο μυαλό των πολλών και που σχηματίσθηκε από ονειροφαντασίες :"Επίκουρος δε, εκ των κατά τους ύπνους φαντασιών οίεται τους ανθρώπους έννοιαν εσπακέναι θεού μεγάλην γαρ ειδώλων, φησί και ανθρωπόμορφων κατά τους ύπνους προσπιπτόντων υπέλαβον και ταις αληθείαις υπάρχειν τινάς τοιούτους θεούς ανθρωπομόρφους" (Σέξτ. Εμπειρ. προς δόγμ. ΙΙΙ 25, Επίκ. 353).
Μόνο με το λογικό μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε τη φύση του θεού, γιατί οι θεοί είναι "λόγω θεωρητοί".
"Οι θεοί υπάρχουν γιατί έχουμε για αυτούς μια γνώση ολοφάνερη. Δεν είναι όμως τέτοιοι που τα πλήθη τους φαντάζονται. Ασεβής δεν είναι αυτός που απορρίπτει τους θεούς του πλήθους, αλλά εκείνος που αποδίδει σ΄αυτούς ιδιότητες που τους προσάπτει το πλήθος. Γιατί οι γνώμες του πληθους δεν στηρίζονται πάνω σε γνήσιες και σωστές έννοιες, αλλά πάνω σε ψεύτικες φαντασιώσεις.
Από αυτό προέρχεται η πίστη πως οι θεοί τιμωρούν τους κακούς με τα μεγαλύτερα κακά και πως ανταμοίβουν τους καλούς με τα μεγαλύτερα αγαθά.
Ο όχλος επειδή είναι προκατειλημμένος για την ιδέα περί αρετής που έχει σχηματίσει στο μυαλό του, δεν δέχεται παρά τους θεούς που ανταποκρίνονται σε αυτή και θεωρεί ψεύτικους αυτούς που διαφέρουν) Διογ. Λαερ. Χ, 123-124.
Ο Επίκουρος δέχεται ακόμα πως ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τους θεούς και ούτε οι θεοί προνοούν για την εύρυθμη κίνηση και πορεία του.
Ο κόσμος γεννήθηκε από την τυχαία συνάντηση των ατόμων της ύλης που είναι άπειρη και δεν υπάρχει ούτε πρόνοια, ούτε πεπρωμένο σχεδιασμένο από τα πριν για την τύχη αυτού του κόσμου που γεννιέται, φθείρεται και μεταστοιχειώνεται.
Οι θεοί είναι τελείως υπερβατικοί και αμέτοχοι στα "ανθρώπεια" που ρυθμίζονται από τους αιώνιους κοσμικούς νόμους. Ζούν σε μια μακαριότητα στα "μετακόσμια" (χώροι ανάμεσα στους κόσμους) που είναι τόποι γαλήνης, ευτυχίας απρονοησίας και ειρήνης.
Οι αθάνατοι θεοί αποτελούνται από "αιθέρια ουσία" από απείρως μικρά άτομα ύλης, που μόλις ο ανθρώπινος νους μπορεί να αντιληφθεί. (Lucretius II, 148-651).
Αν κατοικούσαν μέσα σ΄αυτό το φθαρτό και συνεχώς μεταμορφούμενο κόσμο θα κινδύνευαν κι αυτοί μαζί του, για αυτό σαν αθάνατοι, βρίσκονται και σε ένα περιβάλλον αιώνιο και υπερχρονικό, έξω και ανάμεσα στους κόσμους, τα μετακόσμια (intermundia).
Τα μετακόσμια που χρησιμεύουν σαν κατοικία των θεών, επιτρέπουν και τη δημιουργία καινούργιων κόσμων.
Συνακόλουθα και οι προσευχές των ανθρώπων προς τους θεούς ή οι πονηρές δωροδοκίες είναι καθαρή ανοησία. Γιατί αν ο θεός αποφάσιζε να ακούσει τις προσευχές των ανθρώπων, θάταν όλοι προ πολλού χαμένοι, αφού ζητούν διαρκώς πολλά πράγματα που είναι βλαβερά για τους ομοίους τους.
Συχνά όμως η προσευχή είναι και μια εκδήλωση τεμπελιάς και είναι ανώφελο να ζητά κανείς από το θεό αυτά που μπορεί να αποκτήσει μόνος του.
Ο Επικουρισμός συμφωνεί με τον Στωικισμό, στο ότι και οι δύο διδάσκουν πως "το ομοφώνως τη φύσει ζην" οδηγεί τον άνθρωπο στην ευτυχία δια μέσου της αρετής. Κι ακόμα, απορρίπτουν κι οι δυό την προσωπική αθανασία.
Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, τόσο οι Στωικοί φιλόσοφοι (Επίκτητος, Μ.Αυρήλιος,κ.α.) όσο και οι Επικούρειοι (Κέλσος, κ.α.) άσκησαν δριμύτατη κρητική κατά της δογματικής φιλοσοφίας του χριστιανισμού, με ορνητήριο τις εξελιγμένες ελληνικές φιλοσοφικές θέσεις για τον θεό, τον κόσμο, την ψυχή,κλπ...
Είναι πολύ διαφωτιστική μια σύγκριση ανάμεσα στην θεότητα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και στο θεό του χριστιανισμού. Και μιλάμε κυρίως για την ελληνική θρησκεία, γιατί αυτή ήταν περισσότερο διαποτισμένη από το ομηρικό πνεύμα και λιγότερο από τον φιλοσοφικό στοχασμό,που αρχίζει με την φυσική φιλοσοφία (κοσμολογία) των προσωκρατικών Ιώνων φιλοσόφων, διακόπτεται με τη σοφιστική και συνεχίζεται με την "ηθική" φιλοσοφία (ανθρωπολογία) των μετασωκρατικών φιλοσόφων.
Ο φιλοσοφικός αυτός στοχασμόςπου επιχείρησε απόμυθοποίηση της θρησκείας συχνά χαρακτηρήστηκε σαν "άθεος".
Ας επισημάνουμε μερικούς χαρακτηριστικούς κόμβους :
A. Οι Έλληνες θεοί δεν διατείνονται ότι έπλασαν τον κόσμο.
Η ελληνική θεότητα είναι μια ζωντανή έκφραση και παράσταση του σύμπαντος κόσμου. Οι διάφορες επικράτειες των θεών του Ολύμπου αντιπροσωπεύουν τις πρωταρχικές πραγματικότητες της ύπαρξης και της ζωής. Για αυτό η θεότητα δεν εμπνέει φόβο και τρόμο με την μυστηριώδη παντοδυναμία της αλλά ταυτίζεται ήρεμα με τη γνωστή φύση, που την εκφράζει και μάλιστα ποτέ δεν ξεπερνά τα όρια της φύσης. Από την κοινή μητέρα την Γη, προέρχονται και οι αθάνατοι θεοί και το γένος των θνητών ανθρώπων "Ομόθεν γεγάασι θεοί, θνητοί τ΄άνθρωποι", λέει ο Ησίοδος (Έργα και Ημέραι 108) και ο Πίνδαρος συμπληρώνει "εν άνδρων, εν θεόν γένος εκ μιας πνέεμεν ματρός αμφότεροι".
Ο χριστιανικός θεός είναι "ο κτίστης της κτίσεως".
Β. Η ελληνική θεότητα βρίσκεται κάτω από την Ειμαρμένη, δηλαδή την συμπαντική νομοτέλεια και τύχη, την αναγκαιότητα, την Μοίρα (Μόρον και Αϊσα), την Ανάγκη (Ανάγκα και θεοί πείθονται) την Δίκη είναι ανίσχηρη απέναντι στη φθορά και τον θάνατο. Για αυτό και δεν μπορούν να λυτρώσουν τον άνθρωπο. Για αυτό και οι θεοί πειθαρχούν στην Μοίρα.
Ο χριστιανικός θεός βρίσκεται πάνω από όλα και εξουσιάζει τον θάνατο.
Γ. Η κοσμική ύλη - για την ελληνική σκέψη - είναι "αίδιος" δηλαδή αιώνια, παντοτινή , άχρονη.
Κατά την χριστιανική αντίληψη ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον θεό "εν χρόνω".
Δ. Η ελληνική θεότητα στέκεται σε μια - υπέροχη - απόσταση από τον άνθρωπο "θεός ανθρώποις ου μίγνυται" σαν τέλειο αγαθό είναι το "ακίνητον" (στατικό) κινούν και έλκον.
Ο χριστιανικός θεός ενανθρωπίζεται και συναναστρέφεται τον άνθρωπο.
Ε. Οι ελληνικοί θεοί είναι αθάνατοι "αιέν εόντες" και ηθικοί στα μέτρα της φύσης που εκπρωσοπούν γιατί και η φύση είναι αθάνατη και ποπτέ οι εκδηλώσεις της δεν είναι ανήθικες. Είναι νέοι και ωραίοι γιατί τέτοια είναι και η φύση στην πιο τέλεια μορφή της. Είναι ατάραχοι, μακάριοι, παντογνώστες. Ένα βασικό χαρακτηριστικό τους είναι πως από αυτούς απουσιάζει η ζηλοτυπία. Δεν είναι ζηλόφθονοι - όπως οι θεοί της ανατολής - απέναντι σε άλλους θεούς και δεν αξιώνουν με νόμους και απειλές την αποκλειστική τους λατρεία. Οι Δελφοί δέχονται όλες τις θεότητες των λαών χωρίς το πάθος της μισσαλοδοξίας.
Ζ. Στην ελληνική θρησκεία η σχέση θεού και ανθρώπου είναι μια σχέση μιας υψηλής και αγαθής δύναμης με έναν ελεύθερο άνθρωπο. Ο Θέογνις λέει στον Δία : "Ζέυ φίλε θαυμάζω σε".
Στη χριστιανική θρησκεία η σχέση θεού και ανθρώπου είναι σχέση κυρίου και δούλου.
Η. Η ελληνική θεότητα δεν θέτει σαν σκοπό στον άνθρωπο την άρνηση του παρόντος για να κερδίσει ένα καλύτερο μέλλον. Στην ελληνική σκέψη οι αρετές δεν έχουν μεταφυσικό αντίκρυσμα ( "μη δια φόβον αλλά για το δέον απέχεσθαι αμαρτημάτων" Δημόκριτος).
Οι έννοιες του άθλιου αμαρτωλού ανθρώπου, του ταπεινού μετανοούντος και αυτοσυντριβόμενου μπροστά στον θεό, δεν υπάρχουν.
Η επιθυμία για απόλαυση και δύναμη θεωρείται "φυσική" κι ότι είναι φυσικό είναι ενάρετο, αφού πρώτα το ρυθμίσει με γνώμονα την κοινωνική συμβίωση, ο νόμος. "Μηδέν τε είναι φύσει δίκαιον ή καλόν ή αισχρόν, αλλά νόμω και έθει" Μελέαγρος (Διογ. Λαερτ. ΙΙ 93).
Αιτία του σφάλματος είναι η άγνοια του καλύτερου ( "αμαρτίης αιτίη : η αμαθίη του κρέσσονος" Δημόκριτος) και η γνώση λυτρώνει.
Στους Έλληνες το αίσθημα της χρηστιανικής "αμαρτίας" δεν υπάρχει. Σαν αμαρτία θεωρούν την αστοχία, την ατέλεια, το λογικό λάθος και για αυτά τα πράγματα η τύψη (μεταφυσικού τύπου) είναι απαράδεκτη.
Μια νέα προσπάθεια βασισμένη στη γνώση και την εμπειρία θα ξεπεράσει και θα επανορθώσει το αμάρτημα. Ενώ στον χριστιανισμό η "αμαρτία" έχει το χαρακτήρα του εφιαλτικού, του ανεπανόρθωτου, της ψυχικής απώλειας, εκτός κι αν η θεία χάρη βοηθήσει τον μετανοούντα.
Θ. Η θεότητα στους Έλληνες γίνεται κατανοητή με τον Λόγο. Οι θεοί κατά τον Επίκουρο είναι "Λόγω θεωρητοί". Ενώ στο χριστιανισμό η θεότητα δεν ελέγχεται από το Λόγο.
"Η θεολογική επιστήμη μη έχουσα έργον, την απόδειξιν και την δικαίωσιν των αληθειών της πίστεως, δεν στηρίζει την πίστιν, αλλά στηρίζεται υπ΄αυτής. Η θεολογία δεν είναι δυνατόν να μεταβάλη τας υπέρ λόγον αληθείας της πίστεως, εις αληθείας του λόγου, διό και ο πλέον βαθυστόχαστος επιστήμων Θεολόγος, δεν διαφέρει κατά την πίστιν του απλού πιστού, τουναντίον υστερεί κατά πολύ εκείνου, οσάκις δε διακρίνεται δια την προσωπικήν του πίστιν. Η σφαλερά αντίληψις, καθ΄ήν η θεολογική έρευνα μεταβάλλει εν μέρει ή εν συνόλω την πίστην εις γνώσιν προσβάλλει την ακλόνητον βάσιν της Εκκλησίας : την πίστιν" (Μ. Σιώτης : Ελληνική διανόησις και χριστιανική πίστις. 1971, σελ. 69).
Ι. Η ελληνική θεότητα δεν μεριμνά για την αθανασία της ψυχής των ανθρώπων. Ο Όμηρος θεωρεί τις ψυχές των νεκρών σκιές αξιοθρήνητες, Ο Αχιλλέας λέει : "Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, παρά ολωνών εδώ των άψυχων νεκρών ο ρήγας νάμαι". ΟΔ. λ 488-491.
Η σκιά του Πάτροκλου δηλώνει πως μετά την ταφή δεν θα ξανάρθει ποτέ πίσω. Και ο Θέογνις λέει πως : "μέσα στη γη θα αναπαυθώ σαν μια άφωνη πέτρα". Ο Ευριπίδης λέει : "Κατθανών δε πας ανήρ γη και σκιά το μηδέν ειςουδέν ρέπει" ( αποσπ. 536). Και ο Πίνδαρος : "Θνατά θνατοίσι πρέπει" (Ίσθμ. Ε, 12).
Αντίθετα, ο χριστιανικός θεός εγγυάται ο ίδιος (με την ανάστασή του) την αθανασία της ψυχής των ανθρώπων.
Κ. Η ματαθανάτια αμοιβή ή τιμωρία των ανθρώπων σε παράδεισο ή κόλαση, είναι μια ιδέα που δεν βρίσκει απήχηση στους Έλληνες.
Ακόμα και ο Πλάτων την ειρωνεύεται (Πολιτεία 363, 387).
Στο χριστιανισμό η ιδέα αυτή είναι βασικό δόγμα.
Είναι γνωστό, πως γενικά ο θεός της θρησκείας είναι ένα μορφοποιημένο συναισθηματικό και ηθικό αίτημα της "θρησκευτικής συνείδησης" του ανθρώπου.
Ένα αίτημα πίστης που πηγάζει από τον ηθικό νόμο (την αρετή) και όχι από την θεωριτική νόηση (την γνώση), αφού βρίσκεται πέρα από το σύνολο του ορθού λόγου (absurdum κατά τον Tertallianus και "die Paralogismen" κατά τον Kant).
Η πίστη σε ένα προσωπικό όν, που είναι ανεξάρτητη από τους κανόνες της λογικής και της επιστήμης, αφού ο θεός είναι απρόσιτος στην ανθρώπινη διάνοια, γίνεται τελικά ένα βίωμα εσωτερικό.
Για αυτό και η θεολογία είναι η φιλοσοφία της πίστης και όχι η απόδειξη της πίστης στον θεό.
Συνακόλουθα και το θρησκευτικό δόγμα στηρίζει και συγκρατεί το μυστήριο, δεν το ερμηνεύει.
Αντίθετα ο θεός της φιλοσοφίας είναι διαφορετικός, τόσο στον χώρο της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας όσο και στο χώρο της υλιστικής φιλοσοφίας.
Για τους ιδεαλιστές φιλοσόφους, θεός είναι μια λογική μεταφυσική αρχή, μια απρόσωπη ιδέα, μια συμπερασματική έννοια που προκύπτει από μια σειρά συλλογισμών και στηρίζεται στα πορίσματα της θεωρητικής σκέψης.
Στην υλιστική φιλοσοφία ο θεός ταυτίζεται με την φύση, το σύμπαν.
Δεν είναι κάτι το μεταφυσικό και υπερβατικό.
Ο θεός - φύση είναι το υλικό εκείνο μέγεθος που ασκεί στον άνθρωπο κυριαρχική επιρροή και παίζει αποφασιστικό ρόλο στην ύπαρξή του.
Χωρίς αυτό το δυναμικό-υπαρκτό μέγεθος-φαινόμενο, η αρχή, η συντήρηση και η διαιώνηση της ζωής του ανθρώπου θάταν αδιανόητη.
Βασικά το περιεχόμενο της θρησκείας είναι "σωτηριολογικό" ενώ της φιλοσοφίας "γνωσιολογικό".
Άν στον θρησκευτικό χώρο κάθε γώση περί θεού στηρίζεται κυρίως στην "θεία" αποκάλυψη, στο φιλοσοφικό χώρο, μια τέτοια συμπερασματική ιδέα στηρίζεται αποκλειστικά στην "ανθρώπινη" ανακάλυψη.
Και πιο γενικά, "για έναν φιλόσοφο, δεν φτάνει να λέει πως ένα πράγμα έγινε με παράξενα μέσα, είναι καθήκον του να εξηγεί πως θα μπορούσε να έχει γίνει με φυσικά μέσα" μας λέει ο E.Condillac.
Για αυτό ένα βασικό έργο της φιλοσοφίας είναι να εκχερσώνει το έδαφος στο οποίο έχουν φυτρώσει τα αγκάθια των μύθων και των δεισιδαιμονιών και να το προσφέρει σαν ζωτικό χώρο στα ελεύθερα πνεύματα.
Και τούτο ακριβώς επισημαίνει ο D.Boenheffer με την φράση του "οπουδήποτε πλησιάζει ο άνθρωπος, υποχωρεί ο θεός".
Η Ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα "ανθρωποκεντρική" με τις ρίζες της στην "φυσιοκρατική" φιλοσοφία της Ιωνίας, δεν ήταν ποτέ δυνατόν να συλλάβει και να ερμηνεύσει το "θείον" σαν οντότητα προσωπική-ανθρωπόμορφημε όλα τα "κατηγορήματα" του χριστιανισμού, όσο κι αν φαίνεται σε μερικά συστήματα (πλατωνικός ιδεαλισμός) ότι προσεγγίζει τις χριστιανικές απόψεις.
Για την εξελιγμένη ελληνική φιλοσοφία των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων, ο θεός ήταν μια απρόσωπη, δυναμική κοσμική έννοια, άγνωστη αλλά υπαρκτή (σαν ιδεατή οντότητα) ξεχωριστή από το φυσικό Σύμπαν ή ταυτιζόταν με το άπειρο υλικό Σύμπαν σαν ενέργεια και εντελέχεια (ιδιότητες σύμφητες με την ύλη).
Ο Ευριπίδης (στις Τρωάδες 884-888) λέει:
Ζευ,
όστις ποτ΄ εί σύ, δυστόπαστος ειδέναι,
είτ΄ανάγκη φύσεως είτε νούς βροτών,
προσηυξάμην σε.
(Δία,
όποιος κι αν είσαι,
δυσκολομάντευτος για να γνωριστείς,
είτε είσαι η ανάγκη που συγκρατεί την φύση,
είτε είσαι η διάνοια των ανθρώπων,
σε σένα προσευχήθηκα).
Με την θρησκεία τους οι Έλληνες είχαν πετύχει την χρυσή τομή ανάμεσα στην έκφραση του θρησκευτικού τους συναισθήματος και στο πάθος τους για ελευθερία.
Είναι ιστορική η διαπίστωση, πως "άνθρωπος ονομάζεται η ύπαρξη που τοποθετεί πάνω από αυτή κάποιον θεό. Έλληνας ονομάζεται ο άνθρωπος που τοποθετεί πάνω από τους θεούς την ελευθερία"...
Ο Λίβινξτον στο βιβλίο του "Το Ελληνικό πνεύμα και η σημασία του για μας" γράφει πως: "ο θεός των Ελλήνων ήταν πάρα πολύ δημιούργημα των πιστών του και δεν μπορούσε να γίνει απόλυτος.
Ήταν ένας συνταγματικός μονάρχης, που οι υπηκοοί του δεν ξεχνούσαν ποτέ εντελώς ότι αυτοί τον έβαλαν στον θρόνο του.
Βασιλιάς τους στην θεωρία, στην πράξη ήταν ο αντιπρόσωπός τους, υποχρεωμένος να εκπληρώνει τις επιθυμίες τους.
Και ανάμεσα σε αυτές ήταν η επιθυμία τους να είναι ελεύθεροι...
Τούτη η ελευθερία η Ελληνική, μπόρεσε να μας δώσει μαθήματα ανεξηθρησκείας ίσαμε σήμερα.
Γιατί η Ελληνική σκέψη είναι τόσο ζωντανή όσο και η δική μας".
Τελικά ο θεός αυτός κατέληξε μια απρόσωπη δύναμη (Κλεάνθης) που όμως δεν δέσμευε καθόλου την ελευθερία του Έλληνα.
Για αυτό και η "παρρησία" είναι γνώρισμά του, παρ΄ όλη την θρησκευτικότητά του...
Πηγή: