Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, με τις συνεχείς νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων, ήταν γνωστός και για τον τσαμπουκά του και την απίστευτη αθυροστομία του.
Τα λόγια του «τσάκιζαν» τους Οθωμανούς.
Οι απαντήσεις που έστελνε στον αντίπαλο είναι μνημειώδεις με πιο γνωστή αυτή:
«Έλα, σκ@τότουρκε… έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, -γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε » από ημάς» συνθήκην με » έναν» κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!» – Άμα ζήσω, θα τους γαμ@σω. Άμα πεθάνω, θα μου κλ@σουν τον πο@τσο!»
Σε μια επιστολή του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γράφει αυτά που ο Νίκος Καλογερόπουλος και ο Β. Παπακωνσταντίνου έκαναν τραγούδι.
Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Μαχμούτ πασάς έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή:
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».
Σε Τούρκο συνομιλητή του λέει «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χ@ζουν και τώρα και πάντα».
Ο Καραϊσκάκης απάντησε με άλλη επιστολή:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτ@ον μου τον ίδιον
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω
κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»
Ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, …είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτ@ος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…».
Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτ@ος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει…».
Λίγο πριν μια επίθεση των Τούρκων στο Μεσολόγγι γίνηκε ο παρακάτω διάλογος :
– Έχει ωρέ ο κοτζαμπάσης κόρη;
– Έχει
– Έχει και ο παπάς κόρη;
– Και ποια είναι η ομορφότερη;
– Κ οι δύο όμορφες είναι.
– Αμέ τότες να τους πεις να πλυθούν.
– Γιατί ωρέ Τούρκε;
– Γιατί αύριο ισαλά θα μπω και δεν θέλω να τις βρω άπλυτες.
Και φυσικά μετά από αυτό άρχισε το τουφεκίδι .
Διάλογος στο Μεσολόγγι :
– Αχ ντουφέκι να το’ χα εγώ καημένε
– Τι το θες ωρέ
– Γιατί εμένα μου πρέπει να τόχω. Ξέρεις Αγά;
– Τι
– Να μου το φυλάξεις και σου χαρίζω τη ζωή άμα σε πιάσω.
– Τι λες μωρέ καημένε ; είσαι παλαβός ;
– Κλ@νε λίγο έτσι να δω τι σημάδια έχεις ;
– Το κεφάλι θα σου πάρω.
– Καλά αγά εγώ έχω τα χέρια μου και δε σ αφήνω .
– Πρώτα θα σου πάρω το τουφέκι κ ύστερα το κεφάλι.
– Αμ έχω και μπιστόλες αγά.
– Και αυτές θα στις πάρω.
– Αμ έχω το γιαταγάνι αγά.
– Με το φτυάρι και το χώμα θα σε κυνηγώ ως τους Κορφούς και τότε στα παίρνω όλα.
– Φύλαξέ μου το τουφέκι, είδα όνειρο πως θα σου το πάρω.
– Να μου φας το σκατ@κερατά
Και άρχισε το τουφεκίδι.
Στο Μεσολόγγι ένας Τουρκοκρητικός πλησίαζε με την βάρκα και φώναζε «Μωρέ θέλω την νύφη του Παπά».
Ο Καραϊσκάκης όταν ήταν άρρωστος προκειμένου να διαπιστώσει τις ιατρικές ικανότητες ενός Ευρωπαίου ιατρού, μέσα στο κρεβάτι του έβαλε ένα από τα παλικαριά του , αυτό λοιπόν έδωσε το χέρι του για να πάρει τον σφυγμό ο ιατρός, ο οποίος μετά από πολύ περίσκεψη έβγαλε την διάγνωση
– Οι δυνάμεις σου στρατηγέ πέσανε πολύ.
Τότε τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός έμεινε ξερός βλέποντας το χέρι του παλικαριού
– Ο πούτ@ος μου έπεσε ωρέ κι όχι οι δυνάμεις μου.
Διήγηση του Μακρυγιάννη :
Πήρα κ’ εγώ καμπόσους του Νοταρά ανθρώπους και του Σισίνη.
Ο Κουντουργιώτης πήγε εις τη Νύδρα κι’ άφησε εις το ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο Νυδραίο.
Του είπα να μου δώση αυτούς τους μιστούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω κι’ ό,τι έδωσα.
Λέγει του Παπαφλέσσα, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μο’ κανε όμως να του χαρίσω τις πιστιόλες μου, ότι τις λιμπίστη.
Του παράγγειλα κ’ εγώ «να του γαμ@σω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ’ άρματά μου, οπού τα ‘χω από δεκοχτώ χρονών παιδί». Τον μούτζωσα και δεν του ξαναμίλησα. Πήγε κι’ ο Κωσταντής Λευκάδιος και του ζήτησε τους μιστούς, και του πήρε τις πιστιόλες του. Κ’ είχε ξύλινες ‘σ το ζουνάρι του τον ρώτησα και μου το είπε. «Ορίστε κι’ Αρβανίτικη αρετή. Ως τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ορίστε κι’ Αρβανίτικη. Να δικαιοσύνη, να κυβερνήται των νέων Ελλήνων»!
Τα λόγια του «τσάκιζαν» τους Οθωμανούς.
Οι απαντήσεις που έστελνε στον αντίπαλο είναι μνημειώδεις με πιο γνωστή αυτή:
«Έλα, σκ@τότουρκε… έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, -γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε » από ημάς» συνθήκην με » έναν» κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!» – Άμα ζήσω, θα τους γαμ@σω. Άμα πεθάνω, θα μου κλ@σουν τον πο@τσο!»
Σε μια επιστολή του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γράφει αυτά που ο Νίκος Καλογερόπουλος και ο Β. Παπακωνσταντίνου έκαναν τραγούδι.
Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Μαχμούτ πασάς έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή:
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».
Σε Τούρκο συνομιλητή του λέει «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χ@ζουν και τώρα και πάντα».
Ο Καραϊσκάκης απάντησε με άλλη επιστολή:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτ@ον μου τον ίδιον
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω
κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»
Ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, …είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτ@ος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…».
Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτ@ος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει…».
Λίγο πριν μια επίθεση των Τούρκων στο Μεσολόγγι γίνηκε ο παρακάτω διάλογος :
– Έχει ωρέ ο κοτζαμπάσης κόρη;
– Έχει
– Έχει και ο παπάς κόρη;
– Και ποια είναι η ομορφότερη;
– Κ οι δύο όμορφες είναι.
– Αμέ τότες να τους πεις να πλυθούν.
– Γιατί ωρέ Τούρκε;
– Γιατί αύριο ισαλά θα μπω και δεν θέλω να τις βρω άπλυτες.
Και φυσικά μετά από αυτό άρχισε το τουφεκίδι .
Διάλογος στο Μεσολόγγι :
– Αχ ντουφέκι να το’ χα εγώ καημένε
– Τι το θες ωρέ
– Γιατί εμένα μου πρέπει να τόχω. Ξέρεις Αγά;
– Τι
– Να μου το φυλάξεις και σου χαρίζω τη ζωή άμα σε πιάσω.
– Τι λες μωρέ καημένε ; είσαι παλαβός ;
– Κλ@νε λίγο έτσι να δω τι σημάδια έχεις ;
– Το κεφάλι θα σου πάρω.
– Καλά αγά εγώ έχω τα χέρια μου και δε σ αφήνω .
– Πρώτα θα σου πάρω το τουφέκι κ ύστερα το κεφάλι.
– Αμ έχω και μπιστόλες αγά.
– Και αυτές θα στις πάρω.
– Αμ έχω το γιαταγάνι αγά.
– Με το φτυάρι και το χώμα θα σε κυνηγώ ως τους Κορφούς και τότε στα παίρνω όλα.
– Φύλαξέ μου το τουφέκι, είδα όνειρο πως θα σου το πάρω.
– Να μου φας το σκατ@κερατά
Και άρχισε το τουφεκίδι.
Στο Μεσολόγγι ένας Τουρκοκρητικός πλησίαζε με την βάρκα και φώναζε «Μωρέ θέλω την νύφη του Παπά».
Ο Καραϊσκάκης όταν ήταν άρρωστος προκειμένου να διαπιστώσει τις ιατρικές ικανότητες ενός Ευρωπαίου ιατρού, μέσα στο κρεβάτι του έβαλε ένα από τα παλικαριά του , αυτό λοιπόν έδωσε το χέρι του για να πάρει τον σφυγμό ο ιατρός, ο οποίος μετά από πολύ περίσκεψη έβγαλε την διάγνωση
– Οι δυνάμεις σου στρατηγέ πέσανε πολύ.
Τότε τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός έμεινε ξερός βλέποντας το χέρι του παλικαριού
– Ο πούτ@ος μου έπεσε ωρέ κι όχι οι δυνάμεις μου.
Διήγηση του Μακρυγιάννη :
Πήρα κ’ εγώ καμπόσους του Νοταρά ανθρώπους και του Σισίνη.
Ο Κουντουργιώτης πήγε εις τη Νύδρα κι’ άφησε εις το ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο Νυδραίο.
Του είπα να μου δώση αυτούς τους μιστούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω κι’ ό,τι έδωσα.
Λέγει του Παπαφλέσσα, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μο’ κανε όμως να του χαρίσω τις πιστιόλες μου, ότι τις λιμπίστη.
Του παράγγειλα κ’ εγώ «να του γαμ@σω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ’ άρματά μου, οπού τα ‘χω από δεκοχτώ χρονών παιδί». Τον μούτζωσα και δεν του ξαναμίλησα. Πήγε κι’ ο Κωσταντής Λευκάδιος και του ζήτησε τους μιστούς, και του πήρε τις πιστιόλες του. Κ’ είχε ξύλινες ‘σ το ζουνάρι του τον ρώτησα και μου το είπε. «Ορίστε κι’ Αρβανίτικη αρετή. Ως τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ορίστε κι’ Αρβανίτικη. Να δικαιοσύνη, να κυβερνήται των νέων Ελλήνων»!
Πηγή:
hellas-now.com