Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

To DNA ξαναγράφει την Ιστορία

Η γενετική ανάλυση δείχνει πολύ μικρά ποσοστά σλαβικού αίματος στις φλέβες των σημερινών Πελοποννησίων και καταρρίπτει τη θεωρία του Φαλμεράιερ

Είστε με τον Φαλμεράιερ ή με τον Παπαρρηγόπουλο; Πιστεύετε ότι οι σημερινοί Πελοποννήσιοι είναι απόγονοι των σλαβικών φύλων που σάρωσαν τα Βαλκάνια στο πέρασμά τους τον 6ο μ.Χ. αιώνα ή τείνετε στην άποψη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας; Η διαμάχη μεταξύ ιστορικών σχετικά με την καταγωγή των σημερινών Πελοποννησίων κρατά εδώ και 170 χρόνια, καθώς οι ιστορικές πηγές δεν φαίνονται να επαρκούν για την επίλυση του θέματος.


Ευτυχώς όμως, η επιστήμη της ιστοριογραφίας βρίσκει συμμάχους και από άλλα πεδία. Με τη συνδρομή της Γενετικής το θέμα της καταγωγής των Πελοποννησίων έχει λήξει, όπως αποδεικνύεται από τη μελέτη με επικεφαλής τον κ. Γεώργιο Σταματογιαννόπουλο, καθηγητή Γενετικής και Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σιάτλ των ΗΠΑ. Τα ευρήματα της μελέτης είναι ξεκάθαρα: τα ποσοστά σλαβικού DNA μεταξύ διαφόρων ομάδων πελοποννησιακών πληθυσμών κυμαίνονται από 0,2 ως 14,4%. Με άλλα λόγια, όχι, οι Σλάβοι δεν εξάλειψαν τους γηγενείς πληθυσμούς και δεν πήραν τη θέση τους, όπως υπέθεσε ο Φαλμεράιερ. Είχε λοιπόν δίκιο ο Παπαρρηγόπουλος; Ισως...

Μπορεί η γενετική να βοηθήσει στη διαλεύκανση ιστορικών γεγονότων; Πριν από μερικά χρόνια, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν αρνητική. Οχι πια! Οπως αποδεικνύεται από πρόσφατο άρθρο, το οποίο δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή έκδοση της επιστημονικής επιθεώρησης «European Journal of Human Genetics», η γενετική μπορεί να παίξει τον ρόλο του «αδέκαστου δικαστή» όταν οι ιστορικές πηγές δεν επαρκούν και οι μελετητές είναι διχασμένοι.
Περισσότερο από 17 δεκαετίες κρατούσε ο διχασμός των ιστορικών σχετικά με την προέλευση των σημερινών Πελοποννησίων. Ολα άρχισαν το 1830, όταν ο γερμανός ιστορικός Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ (Jacob Philip Fallmerayer) διατύπωσε την άποψη ότι κατά τη διάρκεια του 6ου μ.Χ. αιώνα οι επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων ήταν τέτοιας σφοδρότητας ώστε να εξαλείψουν σχεδόν ολοκληρωτικά τους γηγενείς πληθυσμούς της Πελοποννήσου. Οσοι δεν σφαγιάστηκαν, θεωρεί ο Φαλμεράιερ, εξαναγκάστηκαν σε φυγή ή, στην περίπτωση λίγων περιπτώσεων, στην απομόνωση σε δυσπρόσιτες περιοχές. Τη θέση τους πήραν οι επιδρομείς οι οποίοι αρχικά διατήρησαν τη σλαβική ταυτότητά τους, αλλά με το πέρασμα των αιώνων εξελληνίστηκαν υπό την επίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και την εγγύτητά τους με εξελληνισμένους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο από τους Βυζαντινούς.

Ιδιες πηγές - Διαφορετικό συμπέρασμα!

Οι ιστορικές πηγές στις οποίες ο Φαλμεράιερ βάσισε την άποψή του δεν ήταν άφθονες: μικρά σχόλια σε ιστορικά και εκκλησιαστικά κείμενα του 6ου και του 7ου αιώνα, κείμενα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (10ος αιώνας) και πατριαρχικές επιστολές του 11ου αιώνα. Λίγο αργότερα, μελετώντας τις ίδιες ιστορικές πηγές, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος κατέληξε στα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα: ότι στη διάρκεια του 6ου μ.Χ. αιώνα οι Σλάβοι δεν έφτασαν στην κυρίως Ελλάδα και ότι ποτέ δεν σφαγίασαν τους γηγενείς πληθυσμούς. Από τότε μέχρι τις μέρες μας, οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα είτε υιοθετούν την υπόθεση Φαλμεράιερ είτε τάσσονται με το μέρος του Παπαρρηγόπουλου. Πού βρίσκεται όμως η αλήθεια; Πόσο αντικειμενικοί ήταν οι δύο μεγάλοι ιστορικοί; Ο Φαλμεράιερ, ένας φιλελεύθερος διανοητής της εποχής του, ήταν σλαβοφοβικός και δεν έβλεπε με καλό μάτι την ολοένα αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας στα Βαλκάνια και τη μείωση της επιρροής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Παπαρρηγόπουλος είναι ο θεμελιωτής της ιδέας της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα ως σήμερα και έδωσε μάχες για να αρθεί η αντίληψη ότι οι βυζαντινοί χρόνοι ήταν μια περίοδος παρακμής που δεν αποτελούσε μέρος της ελληνικής Ιστορίας.

Εκτός από τις συνήθεις ιστορικές πηγές, αυτές που ανακαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη ή η μελέτη των παλίμψηστων και των αρχαίων κειμένων, υπάρχει και ένα άλλο είδος ιστορικών πηγών, ζωντανών, που τις φέρουμε όλοι μέσα μας. Αν το σκεφτεί κανείς, διαπιστώνει ότι ο καθένας από εμάς φέρει την προσωπική ιστορία του στο DNA του. Το γενετικό υλικό μας είναι ένα μείγμα αυτών της μητέρας και του πατέρα μας, των γιαγιάδων και των παππούδων μας, των προγιαγιάδων και των προπαππούδων μας... Και, όπως η μελέτη του μπορεί να αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τη συγγένειά μας με τους άμεσους προγόνους μας, έτσι ακριβώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διερευνηθεί η σχέση μας (ή μη) με οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο που ζει ή έζησε σε αυτόν τον πλανήτη.
Τη δυνατότητα αυτή, η οποία ήταν αδιανόητη την εποχή του Φαλμεράιερ, του Παπαρρηγόπουλου αλλά και των ιστορικών του 20ού αιώνα, αποφάσισε να αξιοποιήσει μια μεγάλη ερευνητική ομάδα ελλήνων και ξένων επιστημόνων με επικεφαλής τον Καθηγητή Γενετικής και Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σιάτλ των ΗΠΑ Γεώργιο Σταματογιαννόπουλο, προκειμένου να διερευνήσει την προέλευση των σημερινών Πελοποννησίων και να δώσει τέλος στη διαμάχη των ιστορικών. Οι ερευνητές δεν είχαν τίποτε στο πίσω μέρος του μυαλού τους, δεν ήθελαν να υποστηρίξουν ούτε τον Φαλμεράιερ ούτε τον Παπαρρηγόπουλο. Ηθελαν μόνο να αφήσουν το DNA να μιλήσει και οι ίδιοι ήταν έτοιμοι να το ακούσουν προσεκτικά, όπως φαίνεται από το άρθρο τους.

Σχεδιασμός της μελέτης

Προτού όμως δούμε τι ψιθύρισε το DNA στο αφτί των ερευνητών, αξίζει τον κόπο να δούμε τον σχεδιασμό αυτής της μελέτης, η οποία, όπως τόνισε μιλώντας στο ΒΗΜΑScience ο έλληνας καθηγητής, «δεν χρηματοδοτήθηκε ούτε από το ελληνικό ούτε από το αμερικανικό δημόσιο, αλλά από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα». Οι απαντήσεις που παίρνει κανείς μελετώντας το DNA είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το είδος των ερωτημάτων που του θέτει. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στη λεκτική διατύπωση των ερωτημάτων, αλλά κυρίως στο είδος των δειγμάτων που επιλέγει να μελετήσει.

Προφανώς και δεν θα πάρει κανείς δείγματα DNA από τους Αβορίγινες της Αυστραλίας για να μελετήσει την καταγωγή των Πελοποννησίων! Αλλά πόσο κοντά στην αλήθεια θα βρεθεί με τυχαία σημερινά δείγματα; Προκειμένου να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοπιστία, οι ερευνητές συνέλεξαν 241 δείγματα ατόμων ηλικίας 70-90 ετών (υπήρξε και ένας 107 ετών!) από όλες τις περιοχές της Πελοποννήσου, δίνοντας έμφαση στον αγροτικό πληθυσμό. Αλλά για να ενταχθεί κανείς στη μελέτη έπρεπε να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις ως προς την καταγωγή του: και οι τέσσερις παππούδες των εθελοντών θα έπρεπε να κατάγονται από το ίδιο χωριό ή από γειτονικό χωριό (με απόσταση που δεν ξεπερνούσε τα 10 χιλιόμετρα). Οπως εξήγησε μιλώντας στο BHMAScience η αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενετικής Πληθυσμών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης κυρία Περιστέρα Πάσχου, η οποία συμμετείχε στη μελέτη, «τα συγκεκριμένα κριτήρια μας επέτρεψαν να πάμε πίσω στον χρόνο. Ηταν σαν να μελετούσαμε τη χρονική περίοδο μεταξύ του 1860 και του 1880, προτού αρχίσουν οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στην απογραφή του 1861 ο πληθυσμός της Πελοποννήσου ανερχόταν στα 578.598 άτομα, με το 85% αυτών να ζει σε μικρά χωριά». Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η συλλογή δειγμάτων είναι ένα πολύχρονο έργο του καθηγητή Σταματογιαννόπουλου, που εντάσσεται στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας τράπεζας δειγμάτων που αντιπροσωπεύουν την ελληνική κληρονομιά. «Η μελέτη δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί  χωρίς τη βοήθεια ενός μεγάλου δικτύου γιατρών από κέντρα υγείας. Οι γιατροί αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά τους κατοίκους της περιοχής τους και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην συγκέντρωση των δειγμάτων. Τον συντονισμό του δικτύου είχε η κ. Γιαννάκη του Κέντρου Γονιδιακής Θεραπείας του Νοσοκομείου Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης» σημείωσε ο κ. Σταματογιαννόπουλος.

Η μελέτη των δειγμάτων DNA συνίστατο στη διερεύνηση 2,5 εκατομμυρίων γενετικών δεικτών οι οποίοι κάλυπταν ολόκληρη την περιοχή του γονιδιώματος. «Πρόκειται για γονοτύπιση μεγάλης κλίμακας η οποία γίνεται αυτοματοποιημένα με τη βοήθεια μικροσυστοιχιών» εξήγησε η κυρία Πάσχου και προσέθεσε: «Οσο πιο κοντινοί είναι οι προς μελέτη πληθυσμοί τόσο μεγαλύτερος αριθμός γενετικών δεικτών απαιτείται για τον διαχωρισμό τους. Ο πολύ μεγάλος αριθμός των γενετικών δεικτών που αξιοποιήθηκαν για τη μελέτη μας ήταν υπεραρκετός για να εξασφαλίσει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων».

Στην πράξη, μέσα από την ανάλυση των προτύπων ποικιλομορφίας που επιτυγχάνεται με το είδος της μελέτης που διεξήχθη, οι ερευνητές ήταν σε θέση να εντοπίζουν κομμάτια του DNA που κληροδοτήθηκαν άθικτα από γενιά σε γενιά ή και τα οποία χαρακτήριζαν έναν πληθυσμό. Η συγκριτική μελέτη αυτών των κομματιών μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών επιτρέπει, με τη βοήθεια μαθηματικών μοντέλων, την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τον βαθμό συγγενείας τους. Περιττό να πούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση, τα ελληνικά δείγματα συγκρίθηκαν με δείγματα σλαβικού DNA. Οπως εξηγείται στο άρθρο των ερευνητών, η ακριβής γεωγραφική θέση των Σλάβων της εποχής εκείνης δεν είναι ξεκάθαρη, αν και πιθανότατα εκτεινόταν βορείως του Δούναβη και κοντά στον Δνείπερο ποταμό. Ετσι, τα δείγματα DNA προήλθαν από πληθυσμούς που σήμερα ανήκουν στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στη Ρωσία και στη Λευκορωσία.

Ερωτήματα και απαντήσεις

Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι ερευνητές ήταν να συγκρίνουν τα ελληνικά δείγματα μεταξύ τους. Διαπίστωσαν ότι οι Τσάκωνες και οι Μανιάτες αποτελούν ξεχωριστούς πληθυσμούς, ενώ οι υπόλοιποι πληθυσμοί συνδέονται περισσότερο ή λιγότερο μεταξύ τους. Το είδος της ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκε, ονομάζεται ανάλυση βασικών συνιστωσών και πραγματοποιήθηκε από την ομάδα του Καθηγητή Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Purdue των ΗΠΑ κ. Πέτρου Δρινέα, επιτρέπει την παραστατική απεικόνιση των αποτελεσμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, η απεικόνιση μοιάζει με ένα κεφαλαίο λάμδα, όπου στην άκρη του δεξιού ποδιού του εντοπίζονται οι Τσάκωνες (οι οποίοι κατοικούν στην ανατολική πλευρά του Πάρνωνα και τις αντίστοιχες ακτές), ενώ στην άκρη του αριστερού ποδιού του γράμματος εντοπίζονται οι Μανιάτες (κάτοικοι του Ταϋγέτου και της Μέσα Μάνης). Στην κορυφή του Λ όλοι οι υπόλοιποι πληθυσμοί, με τους πληθυσμούς της Κορινθίας και της Αργολίδας να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη μεταξύ τους συγγένεια.  

Ο σαφής διαχωρισμός των Τσακώνων και των Μανιατών από τους υπόλοιπους Πελοποννησίους καθόρισε και την πορεία της μελέτης, κατά τη διάρκεια της οποίας εξετάστηκαν ένας προς έναν οι ισχυρισμοί του Φαλμεράιερ. Ετσι, η συγκριτική μελέτη των σλαβικών και πελοποννησιακών δειγμάτων (πλην Τσακώνων και Μανιατών) έδειξε πολύ μικρά ποσοστά σλαβικού γενετικού υλικού. Ειδικότερα, το ποσοστό σλαβικής καταγωγής μεταξύ των πελοποννησιακών πληθυσμών κυμαίνεται από 0,2% έως 14,4%.

Προκειμένου να διερευνήσουν την υπόθεση του Φαλμεράιερ που ήθελε τον εξελληνισμό των σλάβων αποίκων να επιταχύνεται από τη μεταφορά στην Πελοπόννησο εξελληνισμένων πληθυσμών της Μικράς Ασίας, αλλά και Αρμενίων κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οι ερευνητές προέβησαν σε αντίστοιχες συγκρίσεις: συνέκριναν τους πελοποννησιακούς πληθυσμούς με τρεις διαφορετικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, προερχομένους από την Προποντίδα, τον Πόντο και την Καππαδοκία, αλλά και με αρμενικούς πληθυσμούς. Καμιά από τις παραπάνω συγκρίσεις δεν επιβεβαίωσε την υπόθεση του γερμανού ιστορικού. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο άρθρο της ερευνητικής ομάδας «Συνολικά, τα αποτελέσματα αυτά δεν συνάδουν με τη θεωρία της εξάλειψης των Μεσαιωνικών Πελοποννησίων και της αντικατάστασής τους από σλάβους και μικρασιάτες αποίκους».

Οι ξεχωριστοί Μανιάτες και Τσάκωνες

Οι Μανιάτες διαφέρουν από τους πελοποννησιακούς πληθυσμούς, αλλά φαίνεται πως έχουν μερική κοινή καταγωγή με τους Σικελούς και τους Ιταλούς. Σίγουρα όμως δεν διαθέτουν σλαβική καταγωγή. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Φαλμεράιερ έκανε δύο υποθέσεις για τους Μανιάτες: τους ήθελε ή Σλάβους ή απογόνους των Μαρδαϊτών, μιας μεσαιωνικής φυλής πολεμιστών οι οποίοι προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και τη Συρία και οι οποίοι μετακινήθηκαν από τους Βυζαντινούς σε διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας κατά τον 7ο αιώνα. Καθώς οι σημερινοί Μαρωνίτες του Λιβάνου θεωρούνται απόγονοι των Μαρδαϊτών, οι ερευνητές προέβησαν και σε αυτή τη σύγκριση η οποία απέτυχε να εντοπίσει κοινά σημεία μεταξύ των δύο πληθυσμών. Εξίσου ανεπιτυχής ήταν και η σύγκριση μεταξύ των Σλάβων και των Μανιατών, παρά το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή του Φαλμεράιερ βασίστηκε σε κείμενα του Πορφυρογέννητου στα οποία αναφερόταν η παρουσία δύο σλαβικών φυλών που εκτοπίστηκαν στις πλαγιές του Ταϋγέτου.  

Οι Τσάκωνες διαφέρουν επίσης από όλους τους άλλους πληθυσμούς της Πελοποννήσου, ενώ μιλούσαν και συνεχίζουν να μιλούν μια διάλεκτο για την οποία πιστεύεται ότι έχει δωρική προέλευση. Μεσαιωνικοί μελετητές θεωρούν το όνομά τους παραφθορά της λέξης «Λάκωνες». Ο Φαλμεράιερ δεν αποδέχθηκε ποτέ την πιθανή δωρική καταγωγή των Τσακώνων, τους οποίους θεωρούσε απογόνους των πρώτων σλαβικών φυλών που έφτασαν στην Πελοπόννησο πολύ πριν από τις μεγάλες επιδρομές. Και πάλι όμως η ανάλυση του DNA απέτυχε να υποστηρίξει την υπόθεση του γερμανού ιστορικού.

Η Μεσόγειος που μας ενώνει

Η σύγκριση των πελοποννησιακών πληθυσμών με τους τέσσερις σλαβικούς πληθυσμούς (Λευκορώσους, Ρώσους, Πολωνούς και Ουκρανούς), καθώς και τρεις πληθυσμούς της Νότιας Ευρώπης (Ιταλούς, Ανδαλουσιανούς και Βάσκους) και με τους Γάλλους ολοκλήρωσε την εικόνα της καταγωγής των σημερινών Πελοποννησίων. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι η μέση κοινή καταγωγή με τους Γάλλους είναι της τάξεως του 39%-42%, με τους Ανδαλουσιανούς της τάξεως του 53%-62% και με τους Ιταλούς της τάξεως του 85%-96%. Ενώ η μέση κοινή καταγωγή με τους Σλάβους δεν ξεπερνά σε καμιά περίπτωση το 15%. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν την κοινή καταγωγή των μεσογειακών πληθυσμών της Νότιας Ευρώπης. Οσο για τους Βάσκους, όπως εξηγούν οι ερευνητές, τους περιέλαβαν στη μελέτη τους ως ένα είδος αρνητικού κοντρόλ, καθώς είναι γνωστό ότι είναι ένας ξεχωριστός ευρωπαϊκός πληθυσμός. Πράγματι, η κοινή καταγωγή των Πελοποννησίων με τους Βάσκους δεν ξεπερνά το 4%.


Ολα τα παραπάνω αποκαθιστούν την ιστορική αλήθεια ως προς τη μη προέλευση των σημερινών Πελοποννησίων από τους Σλάβους. Βεβαίως δεν εξηγούν τα πάντα. Πού μπορεί να αποδοθεί η διαφορετικότητα των Τσακώνων και των Μανιατών; Η τελευταία παράγραφος στο άρθρο της ερευνητικής ομάδας του καθηγητή Σταματογιαννόπουλου είναι αποκαλυπτική: «Η εντυπωσιακή διαφορά των Τσακώνων με τους υπόλοιπους Πελοποννησίους μπορεί να αποδοθεί στη γεωγραφική απομόνωση. Στους αρχαίους χρόνους, η γη των Τσακώνων, η οποία ονομαζόταν Κυνουρία, κατοικούνταν από Ιωνες που μιλούσαν μια δωρική διάλεκτο και οι οποίοι παρέμειναν απομονωμένοι λόγω γεωγραφίας. Η απομόνωση λόγω απόστασης μπορεί επίσης να είναι μια πιθανή εξήγηση των ευρημάτων που αφορούν τους πληθυσμούς της Μάνης. Ο Πορφυρογέννητος στα γραπτά του σχετικά με τους Σλάβους του Ταϋγέτου διερωτάται τι απέγιναν οι αρχαίοι κάτοικοι της Λακωνίας, οι Ελληνες, οι οποίοι συνέχισαν να πιστεύουν στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Τους βρίσκει απομονωμένους στην αφιλόξενη, αγροτικά φτωχή και βραχώδη περιοχή του νότιου Ταϋγέτου, στην περιοχή που ορίζουμε ως Μέσα Μάνη. Μελέτες αρχαίου DNA θα μπορούσαν να ελέγξουν αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ Μανιατών και αρχαίων Λακώνων, ή Τσακώνων και αρχαίων Ιώνων». Από ό,τι φαίνεται, έπεται και συνέχεια... 




Πηγή: