Κυριακή 21 Μαΐου 2017

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ: Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (ΠΛΟΥΣΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ)

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ


Μελέτη και πρώτη ανάρτηση ( https://theancientwebgreece.wordpress.com )


ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
Πολύ συχνά, στην περιφερειακή αρχαιολογική έρευνα, το ενδιαφέρον συνοδεύει ή προκαλείται από συγκεκριμένα γεωπολιτικά γεγονότα. Η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο και η ανάδυση της Αιγυπτιολογίας στην Ευρώπη είναι το κλασσικό παράδειγμα μιας τέτοιας σχέσεως, αλλά η ιστορία της ερεύνης είναι γεμάτη από ανάλογες περιπτώσεις, ακόμη και πρόσφατες. Η Μακεδονία δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ιδιαίτερα ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έφεραν στο προσκήνιο αυτή την ιδιόμορφη και ελάχιστα γνωστή περιοχή των Βαλκανίων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες έρευνες πραγματοποιήθηκαν από τα συμμαχικά στρατεύματα που στρατοπέδευαν σε διάφορα σημεία της Μακεδονίας. Ορισμένες φορές δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από το τυχαίο αποτέλεσμα δραστηριοτήτων, όπως η εκσκαφή χαρακωμάτων…

Είχαν προηγηθεί, οπωσδήποτε, το άρθρο του Rey και το χρήσιμο βιβλίο του Casson στις αρχές του αιώνος, που συνόδευσαν το κλασσικό έργο του Wace και Thompson για την Προϊστορική Θεσσαλία, αποτέλεσμα και εκείνο της πρόσφατης τότε προσαρτήσεως της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος. Αλλά η συστηματική έρευνα εγκαινιάζεται μόλις το 1939 με το πολύτιμο βιβλίο του W. Heurtley PrehistoricMacedonia, που αποτελεί θεμέλιο για την προϊστορία αυτής της περιοχής και αναφέρεται σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά την δεκαετία του 1920. Αναμφίβολα, όμως, από τις πρώτες στιγμές της Μακεδονικής Προϊστορικής έρευνας, η περιοχή αντιμετωπίσθηκε σε αντιδιαστολή με το Νότο.
Αυτό ήταν αναμενόμενο: ο νότος της Ελλάδος, ο χώρος του Κλασσικού πολιτισμού και της Προϊστορίας του, ήταν εκείνος που είχε -ήδη από τον ΙΗ΄ αιώνα- αποτελέσει το κεντρικό στερεότυπο της Ευρωπαϊκής ματιάς στην Ελλάδα, γοητεύοντας την φαντασία των Ευρωπαίων με τους περιηγητές, τις λιθογραφικές αποτυπώσεις των τοπίων, τη ρομαντική περιγραφή των τόπων του Κλασσικισμού και βέβαια με τα ίδια τα αρχαιολογικά αντικείμενα. Το βλέμμα της Ευρώπης προσδιόρισε ερευνητικές στάσεις και προσεγγίσεις και διαμόρφωσε επιστημολογικά το είδος της αρχαιολογίας που ασκήθηκε στο Νότο: μιας αρχαιολογίας που δίνει έμφαση στην ιστορία της τέχνης, ως υψηλής μορφής πολιτισμού.
Για την ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα, ο ρόλος της Μακεδονίας -όπως και της Θεσσαλίας, σε μεγάλο βαθμό- ήταν καταλυτικός απέναντι στα στερεότυπα της Νοτιοελλαδικής αρχαιολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο πραγματικά διεπιστημονικό αρχαιολογικό πρόγραμμα στην Ελληνική Προϊστορία, που σηματοδοτεί την αρχή της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας, πραγματοποιήθηκε στη Μακεδονία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και παρ’ όλη την ατυχή εξέλιξή του, αποτέλεσε υπόδειγμα και πρότυπο για πολλές έρευνες που ακολούθησαν σε όλη την Ελλάδα.
Εάν λοιπόν, όπως ο ίδιος ο Heurtley εξηγεί στην εισαγωγή του βιβλίου του, στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι η «Μακεδονία πάει με το Νότο» και όχι με τον «Βορρά», θα πρέπει η βαθύτερη αίσθηση διαφοράς να ήταν διάχυτη την εποχή εκείνη, αίσθηση που την ενίσχυε η πρόσφατη πολιτική ιστορία της περιοχής. Σε μικρότερο βαθμό, μία τέτοια ασυνέχεια συνεχίζει να διαμορφώνει ερευνητικές προσεγγίσεις ακόμη και μέχρι τις μέρες μας.
Η «διαφορά Βορρά – Νότου» έχει επανειλημμένα συζητηθεί σε σχέση με τις εξελίξεις στη Νότιο Ελλάδα που απουσιάζουν από την Μακεδονία, όπως η εμφάνιση ανακτορικών πολιτισμών και η εμφάνιση της «κοινωνικής πολυπλοκότητος», διαμορφώνοντας έτσι ένα είδος γεωγραφικού και πολιτισμικού «ορίου». Ποια είναι η συμμετοχή της αρχαίας πολιτικής σκέψεως στη συγκρότηση αυτής της αντιλήψεως για την διαφορετικότητα που εκδηλώνεται βόρεια και νότια από ένα ιδεατό «όριο», αφορά τους ειδικοτέρους ερευνητές.
Το μόνο, ωστόσο, που θα έπρεπε κανείς να πει για την Προϊστορία της περιοχής, ομολογουμένως σε ένα γενικότερο επίπεδο, είναι ότι μία τέτοια αντίληψη του ορίου μάλλον οδηγεί στην υποστασιοποίηση και στην αντικειμενοποίηση πολυδιαστάτων φαινομένων, όπως η κοινωνική οργάνωση ή η πολυπλοκότητα, τα οποία ούτε έχουν πάντα σταθερό περιεχόμενο ούτε, κατά συνέπεια, εκδηλώνονται υποχρεωτικά με τον ίδιο πάντοτε τρόπο. Για παράδειγμα, η κοινωνική πολυπλοκότητα μπορεί να διαπιστωθεί σε διάφορα πεδία -όχι μόνον στο πεδίο της πολιτικής οργανώσεως- και ιδιαίτερα στον τρόπο διαχύσεως της ισχύος στην κοινωνική δομή.
Το τελευταίο φαίνεται να κυριαρχεί και να χαρακτηρίζει ορισμένες κοινωνίες της Υστεροελλαδικής Εποχής στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, προφανώς μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες και ειδικά δομικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι απαραίτητο να κυριαρχεί και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές με διαφορετικές ιστορικές παραμέτρους. Μία αρχαιολογική συζήτηση που επιμένει σε ανάλογους όρους, καταλήγει να εξετάζει την εμφάνιση συγκεκριμένων αρχαιολογικών μορφών και στις δύο πλευρές του ορίου, τις οποίες συνήθως θεωρεί σταθερές και αναλλοίωτες και τις ονομάζει «τύπους», όπως π.χ. τον τύπο του ανακτόρου ή ειδικών ομάδων κεραμικής.
Η παρουσία του «ανακτόρου», ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημη με την πολιτική ιεραρχία, ούτε εξαντλεί το όποιο περιεχόμενο της τελευταίας, ενώ η απουσία του δε σημαίνει υποχρεωτική απουσία κάθε άλλης μορφής ιεραρχίας. Οι κεραμικές ομάδες δεν είναι δυνατό να συγκριθούν, χωρίς να έχει προηγηθεί η κατανόηση της λειτουργίας των αγγείων και των διαδικασιών παραγωγής τους μέσα στα διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια, στα οποία συμμετέχουν και τα οποία εν μέρει διαμορφώνουν, ως στοιχεία του υλικού πολιτισμού.
Υπάρχει, λοιπόν, μία βαθύτερη δυσκολία να διατυπωθεί αναλυτικός λόγος, ο οποίος να στηρίζεται στις σταθερές κατηγορίες που διαμορφώνονται μέσω της αντιλήψεως του ιδεατού ορίου. Για τον λόγο αυτόν, κάθε φαινόμενο -στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό- θα αντιμετωπισθεί εδώ μέσα από τις δικές του παραμέτρους, χωρίς να προβληθεί σε γενικευτικές κατηγορίες που προϋποθέτουν, εκ των προτέρων, συγκεκριμένο περιεχόμενο, σημασία και ρόλο.
Ανάλογη δυσκολία, απόλυτα συναφής με τα προηγούμενα, προκύπτει από την εφαρμογή εθνοτικών ή πολιτισμικών κατηγοριών, οι οποίες συχνά υιοθετούνται -μάλλον άκριτα- ως προσπάθεια αποκαταστάσεως της Μακεδονικής Προϊστορίας. Η έννοια της πολιτισμικής ομάδος (που κατά βάση δεν αντιπροσωπεύει τίποτε περισσότερο από επιλεγμένες αρχαιολογικές κατηγορίες του υλικού πολιτισμού, κυρίως της κεραμικής), αποτελεί στη σχετική αρχαιολογική βιβλιογραφία δημοφιλές εργαλείο ιστορικής ανασυνθέσεως λαών και ομάδων με υποτιθέμενη διακριτή χωρική συμπεριφορά, ανιχνεύσιμη χάρις στην υλική μαρτυρία των αρχαιολογικών καταλοίπων.
Η αρχαιολογική μαρτυρία αποκαλύπτει, σύμφωνα με την άποψη αυτή, εθνοτικές και πολιτισμικές καταγωγές, μετακινήσεις ακόμη και μεταναστεύσεις ή αποικισμούς. Παραβλέπει, ωστόσο, το γεγονός ότι αυτή καθ’ αυτή η ανιχνεύσιμη κατανομή είναι στην ουσία το αποτέλεσμα της μονοσήμαντης σημασίας που αποδίδεται από την αρχαιολογική έρευνα στον υλικό πολιτισμό και ιδιαίτερα στην κεραμική. Αν η κεραμική και ο υλικός πολιτισμός δεν αποτελούν τεκμήριο πολιτισμικής προελεύσεως αλλά στοιχείο ταυτότητος των ομάδων που κατοικούν στην περιοχή, τότε η εικόνα που αναδύεται είναι αισθητά διαφορετική.
Στη θέση μιας γραμμικής κινήσεως πολιτισμικών ομάδων διαμορφώνεται ένα πυκνό πολυδιάστατο δίκτυο σχέσεων και επαφών μεταξύ των Προϊστορικών κοινοτήτων, το οποίο μπορεί να μην διαθέτει τη σχηματική απλότητα της συμβατικής ανασυνθέσεως, αλλά είναι αναμφίβολα πλουσιότερο και ίσως βρίσκεται πλησιέστερα στην πραγματικότητα της προϊστορικής ζωής. Δεν θα συζητήσουμε, βεβαίως, το θέμα της προελεύσεως γενικώς, θέμα με ιδιαίτερες θεωρητικές σημασιολογικές αποχρώσεις και το οποίο υπερβαίνει τα όρια και τους στόχους αυτής της πραγματεύσεως.
Τέλος, σε σχέση με την ιστορία της έρευνας, θα αναφερθούν δυο λόγια για την γεωγραφία της περιοχής. Ανεξάρτητα από γεωπολιτικές διαδρομές, η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας ορίζεται από τη λεκάνη απορροής του Αξιού, ο οποίος συνδέει αυτό που σήμερα βρίσκεται βόρεια και νότια από το σύγχρονο πολιτικό όριο, από τα σύνορα δηλαδή μεταξύ Ελλάδος και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Στην παρουσίαση της Προϊστορίας της περιοχής, η προσπάθεια δεν θα είναι να υιοθετηθεί ένα νέο, σύγχρονο όριο που θα αντικαταστήσει το ιδεατό μεταξύ Βορρά και Νότου των αρχών του Κ΄ αιώνος, μεταθέτοντας μερικά χιλιόμετρα βορειότερα την διαχωριστική γραμμή, στα σημερινά σύνορα των δύο χωρών. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον και πρέπει να επισημανθεί ότι η ανασυγκρότηση της Προϊστορίας από τις δύο πλευρές των συνόρων, όσον αφορά το διεθνές ενδιαφέρον, δεν ακολούθησε παράλληλες πορείες.
Στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ξένα ερευνητικά προγράμματα, σχετικά πρόσφατα, κινήθηκαν παράλληλα με τα τοπικά, ενώ στην Ελληνική πλευρά, η αρχική εικόνα συγκροτήθηκε σε ένα διεθνές περιβάλλον, ήδη πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμμετοχή της Ελληνικής έρευνας έγινε αισθητή μόλις τις τελευταίες δεκαετίες και πήρε το απόλυτο προβάδισμα από την δεκαετία του 1980 και μετά.


Η ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Η Προϊστορική έρευνα στη Βόρεια Ελλάδα έχει ένα παρελθόν μόλις 100 χρόνων –και αν είναι κανείς λιγότερο γενναιόδωρος, μόλις 85. Όταν δημοσιεύονταν τα πρώτα άρθρα σχετικά με τη Μακεδονία στο Γερμανικό αρχαιολογικό περιοδικό Zeitschrift fur Ethnologie, μεταξύ του 1902 και του 1905, η Προϊστορική έρευνα σε πολλές περιοχές της Ευρώπης όσο και στη Νότια Ελλάδα ήταν ήδη καλά εδραιωμένη. Σημαντικές Προϊστορικές θέσεις είχαν ανασκαφεί από τη Σκανδιναβία μέχρι την Πελοπόννησο και την Κρήτη και από τη Σκοτία μέχρι τη Ρωσία, και οι μεταξύ τους πολιτισμικές σχέσεις ήταν αντικείμενο ζωηρών συζητήσεων.
Πολλοί από τους πολιτισμικούς κύκλους που θα κυριαρχούσαν στη σκέψη των Ευρωπαίων Προϊστοριολόγων του 20ου αιώνα, από τον Μυκηναϊκό μέχρι αυτόν της Bandkeramik στην Κεντρική Ευρώπη και εκείνον του Tripolye στην ανατολική, ήταν ήδη γνωστοί με αυτά τα ονόματα, κάποιοι από την δεκαετία του 1880. Το γεγονός αυτό, ότι η Βόρεια Ελλάδα παρέμενε ένα απόλυτο κενό στον Προϊστορικό χάρτη σε μία εποχή που οι γειτονικές χώρες προς Νότο και Βορρά είχαν ήδη αποκτήσει την Προϊστορική τους ταυτότητα, έμελλε να έχει σημαντικές συνέπειες για τον ρόλο που θα αποδιδόταν στην περιοχή από τη μετέπειτα έρευνα.
Εκτεταμένη έρευνα πεδίου (εξερεύνηση, ανασκαφές και χαρτογραφήσεις) έγινε για πρώτη φορά στην περίοδο 1915 – 19. Οι αρχαιολόγοι ήταν Γάλλοι και Βρετανοί που έτυχε να είναι στρατοπεδευμένοι στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης ως μέλη του στρατού της Αντάντ. Κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν στην περιοχή μετά το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων για να συνεχίσουν. Σύντομα προστέθηκαν και άλλοι, περιλαμβανομένων και Ελλήνων. Έτσι, η Προϊστορική έρευνα στη Βόρεια Ελλάδα από το 1920 και σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου απέκτησε αξιοσημείωτα κανονικότητα. Πρωτεργάτης ήταν η Βρετανική Σχολή των Αθηνών.
Από τις δραστηριότητες αυτές προέκυψαν μερικές δεκάδες δημοσιεύσεις, κυρίως ανασκαφικές εκθέσεις αλλά και πιο συνθετικές εργασίες. Ήδη το 1923 το κεφάλαιο για τον πρώιμο Αιγαιακό πολιτισμό του πολύτομου έργου Cambridge Ancient History περιείχε κάποιες αδρές αναφορές στη Νεολιθική της Μακεδονίας και της Θράκης. Αλλά η μεγάλη στιγμή, τουλάχιστον για τη Μακεδονία δυτικά του Στρυμόνα, ήρθε το 1939 με τη δημοσίευση ενός μνημειώδους τόμου, Prehistoric Macedonia, από τον W (Walter) A. Heurtley.
Το έργο αυτό παρουσίαζε αναλυτικά τα δεδομένα των περισσότερων (μέχρι το 1931) ερευνών και προχωρούσε σε μια λεπτομερειακή ερμηνευτική αποτίμησή τους. Η επιστημονική του αξία παρέμεινε αμείωτη για τα επόμενα 25 χρόνια. Οι συνέπειες της αργοπορίας της έρευνας στη Βόρεια Ελλάδα σε σχέση με τις προς Νότο και Βορρά περιοχές δεν άργησαν να φανούν σε αυτές τις δημοσιεύσεις. Εφόσον οι περιοχές εκείνες είχαν ήδη αποκτήσει την Προϊστορική τους ταυτότητα, θα χρησίμευαν τώρα ως σημεία αναφοράς για την ερμηνεία των νέων ευρημάτων.
Έτσι η προϊστορική ταυτότητα της Βόρειας Ελλάδας θα προσδιοριζόταν σε σχέση με τις αντιστοιχίες εκείνων των περιοχών –πότε σαν μέρος της μιας, πότε της άλλης, αλλά οπωσδήποτε όχι σαν τοπικό πολιτιστικό δημιούργημα. Η περιοχή θα θεωρείτο πολιτιστικά ως περιφέρεια τόσο των προς Νότο χώρων (της Θεσσαλίας και της Μυκηναϊκής σφαίρας) όσο και των προς Βορρά (π.χ. της Μοισίας και της Δακίας). Τέτοιες απόψεις και παραλλαγές τους διατηρούνται βέβαια μέχρι τις μέρες μας, δεν έχουν όμως την αίγλη και απήχηση που είχαν κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930, όταν αποτελούσαν την «τελευταία λέξη» της αρχαιολογικής επιστήμης.
Γενικότερα, η αντίληψη που επικράτησε στο Μεσοπόλεμο ήταν ότι η Βόρεια Ελλάδα, και η Μακεδονία ειδικότερα, θα έπρεπε να ήταν κάτι σαν «συνδετικός κρίκος» ανάμεσα στις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά και του (πολύ πιο πολιτισμένου στην Προϊστορία) Αιγαιακού Νότου: μια «γέφυρα» ανάμεσα στους ήδη γνωστούς Προϊστορικούς πολιτισμούς αυτών των περιοχών και, πιο συγκεκριμένα, ένας «διάδρομος» για τις μετακινήσεις των Προϊστορικών λαών από τη μια περιοχή στην άλλη.
Η αντίληψη αυτή, με γερές θεωρητικές ρίζες στην (Γερμανικής καταγωγής) ανθρωπογεωγραφική προσέγγιση του όψιμου 19ου αιώνα, αποτυπώνεται στις περισσότερες από τις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις του Μεσοπολέμου. Η προσήλωση των ερευνητών στην εν λόγω αντίληψη λειτούργησε σαν δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια, προώθησε σημαντικά την έρευνα πεδίου, εφόσον επιβεβαίωνε ότι ο Βορειοελλαδικός χώρος ήταν μείζονος σημασίας για τον κλάδο της Ευρωπαϊκής προϊστορίας –ένας χώρος που υποσχόταν να επιλύσει το κεντρικό πρόβλημα του κλάδου, την πολιτισμική σχέση ανάμεσα σε Βορρά και Νότο.
Από την άλλη, υπαινισσόταν ότι αυτός ήταν και ο μόνος λόγος για τον οποίο θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς με την Προϊστορία της Βόρειας Ελλάδας – εν πάσει περιπτώσει, όχι γατί είχαν αναπτυχθεί και εκεί κάποιοι αξιόλογοι Προϊστορικοί πολιτισμοί που έπρεπε να μελετηθούν με τους δικούς τους όρους. Η Βόρεια Ελλάδα δεν φαινόταν να έχει την αίγλη της Νότιας και των νησιών: δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι θα ανακαλυπτόταν και εδώ Προϊστορικά ανακτορικά συγκροτήματα, ούτε πλούτος θησαυρισμένος σε τάφους, ούτε συστήματα γραφής.
Έτσι η περιοχή – κλειδί για την κατανόηση της Ευρωπαϊκής προϊστορίας παρουσιαζόταν ταυτόχρονα και ως περιοχή αμέτοχη στις πολιτιστικές εξελίξεις, με κατοίκους από τη φύση τους συντηρητικούς, χωρίς επιχειρηματικό πνεύμα και απαθείς απέναντι στην πρόοδο. Το μνημειώδες έργο του W.A. Heurtley που αναφέρθηκε προηγουμένως προσφέρει, κυρίως στα συμπεράσματά του, πολλά παραδείγματα. Αλλά τέτοιου είδους αντιλήψεις λανθάνουν και σε πολύ πιο πρόσφατες (επιστημονικές πάντα) δημοσιεύσεις.
Η δεύτερη «μεγάλη στιγμή» στην ιστορία της Προϊστορικής έρευνας στη Βόρεια Ελλάδα ήρθε με τη δεκαετία του ’60. Το 1961 μία ομάδα Προϊστοριολόγων και άλλων ερευνητών βρέθηκαν στη Νέα Νικομήδεια, στις νότιες παρυφές της Μακεδονικής πεδιάδας. Οι αρχαιολόγοι προέρχονταν από πανεπιστήμια (Χάρβαρντ και Κέμπριτζ) όπου η Προϊστορική αρχαιολογία διδάσκονταν ως μέρος της ανθρωπολογίας –κάτι ασυνήθιστο για την Ελλάδα όπου η παιδεία των Προϊστοριολόγων, ντόπιων όσο και ξένων, προέρχονταν σχεδόν χωρίς εξαίρεση από τις ανθρωπιστικές και, κυρίως, τις κλασικές σπουδές.
Το ίδιο ασυνήθιστο, τους αρχαιολόγους συνόδευαν στο πεδίο Παλαιοβοτανολόγοι και Ζωολόγοι. Στόχος της ομάδας δεν ήταν η αναζήτηση, για μία ακόμη φορά, της πολιτισμικής ταυτότητας της Προϊστορικής Μακεδονίας, αλλά η διερεύνηση ενός πολύ διαφορετικού ζητήματος, της διάδοσης της Νεολιθικής γεωργίας από τη Μέση Ανατολή στην Ευρώπη: ενός ζητήματος, δηλαδή, για το οποίο οι επιστήμες του φυσικού περιβάλλοντος (οικολογία, γεωμορφολογία κ.ά.) είχαν να πουν εξίσου πολλά με, αν όχι περισσότερο από την ανθρωπιστικά προσανατολισμένη αρχαιολογία.
Η θέση της Νέας Νικομήδειας επελέγη για έρευνα βάσει επιφανειακών ευρημάτων που υπαινίσσονταν μια πολύ πρώιμη αγροτική εγκατάσταση. Τα αποτελέσματα της ανασκαφής ήταν περισσότερο από ικανοποιητικά: εκτός από τα οικιστικά λείψανα, που περιλάμβαναν και ένα μεγάλο κτίσμα με μία περίεργη συλλογή αντικειμένων (οι ανασκαφείς το ονόμασαν “shrine”, δηλαδή «τέμενος»), τα υπολείμματα τροφών που ανασκάφηκαν ανήκαν στα γνωστά από τη Μεση Ανατολή εξημερωμένα ζωικά και φυτικά είδη, επιπλέον ραδιοχρονολογούνταν σε μία πραγματικά πολύ πρώιμη φάση της Ευρωπαϊκής Νεολιθικής, γύρω στο 7000 π,Χ.
Τα νέα αυτά ήταν παγκοσμίου ενδιαφέροντος και ανακοινώθηκαν σε περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας, το Illustated London News και το Scientific American. Όπως γράφτηκε στο τελευταίο, η Νέα Νικομήδεια ήταν «η θέση της παλαιότερης χρονολογημένης Νεολιθικής κοινότητας που είχε μέχρι τότε βρεθεί στην Ευρώπη». Έτσι η Βόρεια Ελλάδα θα αποκτούσε, για λίγο, τη φήμη του «πρώτου σταθμού» στη μακρά ιστορία της εξάπλωσης του τροφοπαραγωγικού σταδίου από την Ασία στην Ευρώπη.
Σύντομα όμως, η πρώιμη χρονολόγηση αμφισβητήθηκε (σήμερα η πρώτη εγκατάσταση στη θέση φαίνεται να χρονολογείται τουλάχιστον 600 χρόνια αργότερα από ό,τι αρχικά είχε υποτεθεί), και μία σειρά συγκυριών, αλλά και ωριμοτέρων σκέψεων, οδήγησαν το άστρο της Νέας Νικομήδειας με το χρόνο στη δύση του. Από την άλλη, η ιστορική σημασία της έρευνας στη Νέα Νικομήδεια δεν πρέπει να ξεχαστεί. Η προσέγγιση της ομάδας που εργάστηκε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60 θα ονομαζόταν αργότερα «Παλαιοοικονομική».

Οι άμεσες θεωρητικές καταβολές της βρισκόταν στην «πολιτισμική οικολογία» (cultural ecology) και στην «οικονομική προσέγγιση» στην προϊστορία , δημιουργήματα και οι δύο της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Ο ίδιος ο J.G.D. (Grahame) Clark, κύριος εισηγητής της οικονομικής προσέγγισης στη δεκαετία του ’50, είχε συμμετάσχει για ένα διάστημα στην ανασκαφή της Νέας Νικομήδειας. Με το τέλος της ανασκαφής (1963), κάποια μέλη της ομάδας μετέφεραν το πεδίο της έρευνάς τους στην Ήπειρο.
Εκεί ανακάλυψαν και ερεύνησαν συστηματικά, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, την τοπική Παλαιολιθική, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα παλαιολιθικά μοντέλα για τη μελέτη της. Σε λίγα χρόνια, οι παλαιοοικονομικές αρχές και προβληματισμοί καθοδηγούσαν πολλές ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες, από την Ιταλία μέχρι το Ισραήλ, περιλαμβανομένης και της ανασκαφής του Φράχθη στην Αργολίδα. Από το 1966 και μετά, η παλαιοοικονομική προσέγγιση αποτελούσε τη θεωρητική και μεθοδολογική ραχοκοκαλιά ενός μείζονος ερευνητικού προγράμματος της Βρετανικής Ακαδημίας για την πρώιμη ιστορία της γεωργίας.
Χάρη στο εύρος και τη μακροβιότητά του, αλλά και την επιστημονική του αρτιότητα, το πρόγραμμα αυτό άγγιξε ένα μεγάλο μέρος της υφηλίου, μεταμορφώνοντας την εξάσκησή της. Η Νέα Νικομήδεια μπορεί να μην ήταν τελικά ο πρώτος Ευρωπαϊκός σταθμός της γεωργίας, είχε βρεθεί όμως στη ροή αυτών των εξελίξεων. Στο μεταξύ στη Βόρεια Ελλάδα, η δεκαετία που ξεκίνησε ευοίωνα με την ανασκαφή στη Νέα Νικομήδεια, θα τελείωνε (1968-70)εξίσου ευοίωνα με την ανασκαφή από ομάδα κυρίως Βρετανών αρχαιολόγων, στους Σιταγρούς, ένα μακρόβιο προϊστορικό οικισμό (6η – 3η χιλιετία π.Χ.) στις όχθες του Αγγίτη.
Η έμφαση στο φυσικό περιβάλλον και η εφαρμογή παλαιοοικονομικών μεθόδων στην περισυλλογή των δεδομένων (ως ένα σημείο και παλαιοοικονομικών μοντέλων στην ερμηνεία τους) αποτέλεσαν από την αρχή ουσιαστικό μέρος της έρευνας. Επιπλέον, χάρη στη βαθιά στρωματογραφία της θέσης και σε μία μακρά σειρά από ραδιοχρονολογήσεις, απλοποιήθηκε και βρήκε τη λύση του ένα πρόβλημα για το οποίο μόνο εικασίες υπήρχαν ως τότε. Συγκεκριμένα έγινε φανερό ότι η μεταλλουργία δεν όφειλε την άνθησή της σε επιδράσεις από το νότιο Αιγαίο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3η χιλιετία), αλλά ήταν πολύ παλαιότερη, και επομένως ανεξάρτητη από την τελευταία –ένα Βαλκανικό φαινόμενο με ρίζες στην 5η χιλιετία π.Χ.
Η Τρίτη «μεγάλη στιγμή» πρέπει να είναι κάπου στο μέλλον, ως η κορύφωση της έντονης δραστηριότητας των τελευταίων δύο δεκαετιών. Τα δημόσια έργα της περιόδου και, γενικότερα, η οικονομική ανάπτυξη έγιναν αφορμή για επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές σε κλίμακα πολλαπλάσια από αυτήν που είχε επιχειρηθεί σε όλο τον προηγούμενο 20ο αιώνα. Τον όγκο των εργασιών αυτών διαχειρίστηκαν οι Εφορείες της Αρχαιολογική Υπηρεσίας, πολύ συχνά σε συνεργασία με πρόσφατους αποφοίτους αρχαιολογίας Ελληνικών πανεπιστημίων.
Ένας μεγάλος αριθμός προϊστορικών θέσεων ανασκάφηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, και η δημοσίευση των αποτελεσμάτων θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τη σημερινή εικόνα της προϊστορίας στη Βόρεια Ελλάδα και τους προβληματισμούς που διέπουν τη μελέτη της –υπό ορισμένες, βέβαια, προϋποθέσεις. Εκτός από υπομονή, η ανάδειξη της σημασίας των νέων ανακαλύψεων θα απαιτήσει αφενός ιδιαίτερα πλατιά παιδεία και οξυδέρκεια από τους μελετητές και, αφετέρου, συλλογικές προσπάθειες, συνεργασίες και μακροχρόνια ερευνητικά προγράμματα προσανατολισμένα σε συγκεκριμένα και σημαντικά ερωτήματα.
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ ΤΟΠΙΟ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ο τόπος και το τοπίο: ορισμένες έννοιες. Την τελευταία δεκαετία ολοένα και περισσότερες ιστορικές, αρχαιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες στρέφονται στη μελέτη του τοπίου. Το ενδιαφέρον αυτό εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε παράλληλα με τους σύγχρονους θεωρητικούς προβληματισμούς των ανθρωπιστικών σπουδών και ωρίμασε μεθοδολογικά μέσω της ανάπτυξης των επιφανειακών ερευνών, κυρίως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Το πρώτο λοιπόν ερώτημα που τίθεται σχετίζεται με το «τι είναι το τοπίο» και πως ή/και γιατί μπορεί να αποτελεί πεδίο έρευνας της αρχαιολογίας.
Οι ανθρώπινες δραστηριότητες -οι οποίες αποτελούν τον κύριο στόχο της αρχαιολογικής έρευνας- συμβαίνουν μέσα στον χώρο όπου ο άνθρωπος ζει, κινείται και ενεργεί. Στην έννοια του χώρου περιλαμβάνεται ο τόπος με το σημασιολογικό περιεχόμενο του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και το τοπίο, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και παρατηρεί τον τόπο στον οποίο ζει, κινείται ή δραστηριοποιείται. Στην πραγματικότητα δηλαδή το τοπίο αποτυπώνει τη μορφή ενός προϋπάρχοντος ή παράλληλα υπάρχοντος χώρου.
Το άτομο λοιπόν αποτελεί υποκείμενο και αντικείμενο ταυτόχρονα, αφού είναι αναπόσπαστο κομμάτι του χώρου και μαζί παρατηρητής του. Το τοπίο πέρα από τις σταθερές «αξίες» που το χαρακτηρίζουν και οι οποίες έχουν να κάνουν με τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου, συναρτάται από μια σειρά υποκειμενικών παραγόντων, όπως οι αισθήσεις, η ψυχική κατάσταση, το κοινωνικό υπόβαθρο, τα βιώματα και οι επιθυμίες του παρατηρητή. Όπως χαρακτηριστικά έχει γραφτεί «ο όρος τοπίο αποτελεί κύημα της φαινομενολογικής προσέγγισης ενός τόπου».
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι -σύμφωνα με τη φαινομενολογική σχολή σκέψης- ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τον τόπο που τον περιβάλλει όχι μόνο είναι απόρροια μιας σειράς μεταβλητών παραγόντων αλλά είναι και ιστορικά προσδιορισμένος με βάση τα ζητούμενα της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής αλλά και την ιστορική μνήμη και γνώση που εμπεριέχει ο κάθε τόπος και η οποία μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Αυτές οι παράμετροι ισχύουν και σε ό,τι αφορά τον αρχαιολογικό χώρο, το μνημείο.
Ιδιαίτερα οι Προϊστορικοί αρχαιολογικοί χώροι και μάλιστα αυτοί της Μακεδονίας, οι οποίοι δεν σώζουν ορατά αρχιτεκτονικά λείψανα, αποτελούν ιδιαίτερα τοπία, πραγματικά κομμάτια του φυσικού χώρου και παράλληλα ανθρώπινα έργα μέσα σε αυτόν. Άλλοτε με τη μορφή χαμηλών ή ψηλών γήλοφων άλλοτε με τη μορφή ασφαλών θέσεων στην κορυφή υψωμάτων και πολλές φορές με τη μορφή απλών χωραφιών μέσα στην απέραντη μακεδονική πεδιάδα υπάρχουν στον χώρο συνθέτοντάς τον. Είπαμε παραπάνω ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του τόπου στον οποίο ζει.
Ίσως όμως αυτή η παρατήρηση μόνη της «αδικεί» τις πραγματικές διαστάσεις της επίδρασης του ανθρώπου στον τόπο, γιατί έχει ιστορικά αποδειχθεί ότι δεν είναι μόνο οι φυσικοί παράγοντες που προσδιορίζουν και συχνά καθορίζουν την πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών αλλά είναι και ο άνθρωπος που επεμβαίνει δραστικά στο φυσικό περιβάλλον και αφήνει ορατά τα σημάδιά του σε αυτό. Έχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανίχνευση του αρχαίου τοπίου μέσα στο σύγχρονο και μέσω αυτού η προσέγγιση της ανθρώπινης παρουσίας στον χώρο.
Άλλωστε η αρχαιολογική επιστήμη έχει στη βάση της ή προϋποθέτει μια τοπογραφική δραστηριότητα «χαρτογράφησης» παρελθουσών χρήσεων σε έναν παρόντα γεωγραφικό χώρο. H εξέταση της μορφολογίας μιας γεωγραφικής περιοχής από την μεριά της αρχαιολογικής έρευνας -με τη βοήθεια φυσικών επιστημών- δεν αποσκοπεί μόνο στην προσέγγιση των φυσικών της χαρακτηριστικών αλλά και στην προσέγγιση χρήσεων του παρελθόντος. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να γίνουν κατανοητά χαρακτηριστικά των κοινωνιών που έδρασαν στην ίδια περιοχή σε προηγούμενες χρονικές περιόδους.
Για παράδειγμα ο εντοπισμός κατασκευών που σχετίζονται με τη χρήση του εδάφους, όπως οι πεζούλες, αποδεικνύουν τη συνέχιση χρήσης μιας περιοχής για αγροτικούς σκοπούς ή -σε αντίθετη περίπτωση- την αλλαγή της χρήσης της γης από αγροτική σε αστική. Εάν δε η έρευνα επικεντρωθεί στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου οικισμού, η μελέτη του χώρου μπορεί να φωτίσει μια σειρά θεμάτων, που ξεκινούν από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και κατ’ επέκταση την οικονομία του οικισμού, την επέμβαση του ανθρώπου στον χώρο, έτσι ώστε να διαμορφωθούν οι καταλληλότερες συνθήκες για τη διαβίωση και φθάνουν στη συμβολική φόρτιση φυσικών και τεχνητών στοιχείων του χώρου από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί.
Θα λέγαμε ότι μόνο μέσω μιας συνθετικής οπτικής που περιλαμβάνει τα φυσικά δεδομένα και τα έργα με τα οποία οι άνθρωποι οργάνωσαν τον χώρο και τον διαχειρίστηκαν, μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια προσέγγιση της πιθανής σχέσης των ανθρώπων με τον τόπο και της θέσης τους μέσα σε αυτόν.

Υπάρχει όμως άλλη μια διάσταση της σημασίας του αρχαιολογικού χώρου ως τμήματος του παρελθόντος τοπίου μέσα στο σύγχρονο: η ένταξη και η ανάπτυξη του αρχαιολογικού χώρου μέσα στο σύγχρονο τοπίο μέσω των δράσεων που αναπτύσσονται γύρω του -ξεκινώντας από τους περιορισμούς χρήσεων, προχωρώντας στην προστασία και τη διατήρησή του και φθάνοντας στην ανάδειξη και στην παρουσίασή του στο κοινό- σχετίζονται με τις ιστορικές, εθνικές, οικονομικές και άλλες αξίες που επενδύει η κοινωνία γενικά στην πολιτιστική κληρονομιά και ειδικότερα σε συγκεκριμένους αρχαιολογικούς χώρους με ιδιαίτερη σημασιοδότηση στη συλλογική μνήμη.
Ας περάσουμε σε ένα άλλο ζήτημα, αυτό της αντίληψης που είχαν για το τοπίο άτομα και κοινωνίες που δεν υπάρχουν πια. Εδώ υπάρχει μια δυσκολία, η οποία καταρχήν έγκειται στον υποκειμενισμό και στη φαινομενολογία του τοπίου, στοιχεία στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Η πιο πρόσφορη πηγή αναζήτησης τέτοιου είδους πληροφοριών βρίσκεται σε τοπιογραφίες, δηλαδή παραστάσεις του τοπίου της υπό μελέτης περιόδου. Και εδώ υπεισέρχεται ένα άλλο ζήτημα: πότε ξεκινούν οι παραστάσεις τοπίων και πώς εξηγείται η παντελής απουσία τοπιογραφιών από συγκεκριμένες χρονολογικές περιόδους ή από την τέχνη συγκεκριμένων πολιτισμών;
Σε ό,τι αφορά την προϊστορική τέχνη είναι γεγονός ότι στη Νεολιθική εποχή και στην εποχή του Χαλκού στη Μακεδονία και στο υπόλοιπο Αιγαίο δεν εμφανίζονται παραστάσεις στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος. Εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα αποτελούν οι τοιχογραφίες των Μινωικών ανακτόρων στην Κρήτη και του Ακρωτηρίου της Θήρας, όπου το φυσικό περιβάλλον αποδίδεται με μάλλον Ιλουζιονιστική διάθεση και συνήθως αποτελεί το «σκηνικό» της ανθρώπινης δράσης. Το γεγονός αυτό της απουσίας παραστάσεων τοπίων από την προϊστορική τέχνη έχει θεωρηθεί ότι σχετίζεται με την απουσία του νατουραλισμού, την αφαίρεση, η οποία την χαρακτηρίζει.
Από την άλλη πλευρά κοινωνιολογικές έρευνες της τοπιογραφίας αντιμετωπίζουν το θέμα του τοπίου και της απεικόνισής του κάτω από το πρίσμα της σχέσης του με τον άνθρωπο και έχουν δείξει ότι η ίδια η έννοια του τοπίου σχετίζεται με την απομάκρυνση του ανθρώπου από τη φύση, της οποίας κάποτε αποτελούσε οργανικό κομμάτι. Υπάρχει μάλιστα η άποψη ότι οι τοπιογραφίες ξεκινούν την περίοδο της Αναγέννησης, εποχή κατά την οποία αναδύεται ο ανθρωποκεντρισμός και ο ατομισμός.
Στην πραγματικότητα παραστάσεις τοπίων εμφανίζονται πολύ νωρίτερα: δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις φυσιοκρατικές παραστάσεις σε Μακεδονικούς τάφους, όπως τα νερολούλουδα στον τάφο των Ανθεμίων στη Νάουσα ή τα τοπία στις τοιχογραφίες του Εσκουιλίνου της Ρώμης από το 40 π.Χ.. Τα τελευταία αποτελούν τις αρχαιότερες τοπιογραφίες της Ευρωπαϊκής τέχνης.
Όποτε και αν θεωρήσουμε ότι ξεκίνησαν οι παραστάσεις τοπίων στη δυτική τέχνη, το βέβαιο είναι ότι η Προϊστορική τέχνη της Μακεδονίας δεν μας φέρνει εικόνες του τοπίου όπως το βίωναν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν αντικείμενα, τα οποία σφύζουν από φυσιοκρατία, από ρεαλιστική απεικόνιση στοιχείων του φυσικού περβάλλοντος, όπως οι βάτραχοι από στεατίτη από τον οικισμό της Νέας Νικομήδειας Ημαθίας.
Το Φυσικό Περιβάλλον της Προϊστορικής Μακεδονίας και η Ανθρώπινη Παρουσία
Από όσες μελέτες έχουν γίνει μέχρι σήμερα για το φυσικό περιβάλλον της Μακεδονίας ιδιαίτερη είναι η σημασία της μελέτης του M. Sivignon στο μνημειώδες έργο του Μμιχαήλ Σακελλαρίου, Μακεδονία, 4000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. Εδώ ο Sivignon καταφέρνει όχι μόνο να διαγράψει ανάγλυφα τη γεωγραφική εικόνα της Μακεδονίας αλλά και να τοποθετήσει τα φυσικά χαρακτηριστικά του τοπίου της στα ευρύτερα πλαίσια του Ελληνικού και Βαλκανικού χώρου.
Παράλληλα μέσω της μελέτης του προτείνεται μια θεώρηση του φυσικού περιβάλλοντος της Μακεδονίας ως του πραγματικού πλαισίου μέσα στο οποίο έδρασε ο άνθρωπος και έτσι πήρε σάρκα και οστά ο υλικός πολιτισμός της άλλοτε υπακούοντας σε φυσικούς περιορισμούς και άλλοτε τιθασεύοντας τις φυσικές αντιξοότητες. Το φυσικό περιβάλλον της Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από την επανάληψη ορισμένων συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, τα οποία διαμορφώνουν τόσο τη γενική γεωφυσική εικόνα όσο και το κλίμα.
Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δύο: τα σχετικά ψηλά βουνά και τα λεκανοπέδια που με ελάχιστες εξαιρέσεις περικλείονται από βουνά. Τα βουνά της Μακεδονίας (Όλυμπος, Άσκιο, Βόρας, Πάικο, Βέρμιο, Πιέρια, Κερκίνη, Όρβηλος, Χολομώντας, Κερδύλλιο, Παγγαίο, Ροδόπη) ανήκουν στις Δειναρίδες και συγκεκριμένα στον κλάδο της οροσειράς των Ελληνίδων. Τα μεγαλύτερα από αυτά αποτελούν τα σύνορά της με τις άλλες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας και ορισμένα χρησίμευσαν ως τα προς βορά σύνορα της σύγχρονης Ελλάδας.
Τα λεκανοπέδια (όπως αυτά της Πτολεμαΐδας, της Αριδαίας, της Δράμας και των Σερρών) άλλοτε βρίσκονται σε πολύ χαμηλό υψόμετρο, ίσο με την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ υπάρχουν λίγες περιπτώσεις λεκανοπεδίων σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Τα λεκανοπέδια και οι κοιλάδες ανάμεσα στα βουνά διατρέχονται από ποτάμια, γεγονός που έχει σημαντικές επιπτώσεις στο κλίμα αυτών των περιοχών. Όσο πιο μακριά βρίσκεται από τη θάλασσα η πεδινή περιοχή τόσο πιο πολύ επηρεάζεται το κλίμα της από τα βουνά και τα ποτάμια.
Κατά το παρελθόν σε αυτές τις λεκάνες υπήρχαν λίμνες, πολύ περισσότερες από αυτές που υπάρχουν σήμερα. Τα λεκανοπέδια που περικλείονται από βουνά, όπως είναι φυσικό, έχουν δυσκολία επικοινωνίας τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλες περιοχές καθώς αυτή είναι δυνατή μόνο μέσω των λιγοστών φυσικών περασμάτων. Οι μοναδικές ανοιχτές, παραλιακές πεδιάδες της Μακεδονίας είναι η κεντρική πεδιάδα με έξοδο στον Θερμαϊκό και η νότια πεδιάδα, της Κατερίνης.
Οι επικοινωνίες φαίνεται ότι είναι ευκολότερες στον άξονα βορά – νότου σε σχέση με τον άξονα ανατολή – δύση, γεγονός που σχετίζεται με τη διάταξη των ορεινών όγκων, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει τη θέση των λεκανών και των περασμάτων των ποταμών. Είναι ενδεικτικό ότι, με εξαίρεση τον Αλιάκμονα, όλοι οι μεγάλοι μακεδονικοί ποταμοί (Αξιός, Στρυμόνας, Νέστος) έχουν πορεία από βορρά προς νότο, ενώ η πορεία τους προς τη θάλασσα γίνεται μέσα από ένα κλιμακωτό ανάγλυφο από φαράγγια, στενωπούς και πεδινές περιοχές.
Το κλίμα της Μακεδονίας έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με βορειότερες περιοχές των Βαλκανίων επηρεάζεται όμως και από το Αιγαίο. Αυτό ισχύει πρώτιστα για τις παράκτιες περιοχές της Θεσσαλονίκης, της Πιερίας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Χαλκιδικής. Η τελευταία άλλωστε, καθώς είναι μια χερσόνησος που εισχωρεί βαθιά στο Αιγαίο, είναι η μοναδική περιοχή της Μακεδονίας που έχει διαφορετικό γεωγραφικό και κλιματολογικό προφίλ, γεγονός που ενισχύεται και από την παρουσία της ελιάς.
Η ελιά που αποτελεί το χαρακτηριστικότερο φυτό των περιοχών με Μεσογειακό κλίμα απουσιάζει παντελώς από τη Μακεδονική ενδοχώρα και εμφανίζεται μόνο στην Πιερία, και συγκεκριμένα στην περιοχή της αρχαίας Πύδνας, στα παράλια της Χαλκιδικής και στην κοιλάδα των Ελαιών κοντά στις Σέρρες, τη μοναδική μη παράλια περιοχή της Μακεδονίας όπου υπάρχει η καλλιέργεια ελιάς. Επιστρέφοντας στο κλίμα της Μακεδονίας βλέπουμε ότι οι βροχοπτώσεις είναι αρκετές τόσο κατά τους χειμερινούς όσο και κατά τους θερινούς μήνες, ενώ είναι σημαντικά περισσότερες στις περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο.
Οι χειμώνες είναι ψυχροί με χιονοπτώσεις, παγετούς και έντονη την επίδραση των βόρειων ανέμων (Βαρδάρης) στην περιοχή του Αξιού, ενώ τα καλοκαίρια η θερμοκρασία παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις. Ωστόσο δε λείπουν οι τοπικές διαφοροποιήσεις που οφείλονται στην επίδραση συγκεκριμένων παραγόντων. Για παράδειγμα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης οι χειμώνες είναι υγροί αλλά σαφώς ηπιότεροι από τις γειτονικές περιοχές, γεγονός που οφείλεται στην επίδραση της θάλασσας. Η σημερινή εικόνα της βλάστησης στη Μακεδονία δεν αναπαριστά αυτή που υπήρχε κατά την αρχαιότητα και μάλιστα στα προϊστορικά χρόνια.

Η συνεχής ανθρώπινη δραστηριότητα είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της βλάστησης και την παράλληλη αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Μιλήσαμε παραπάνω για την παρουσία της ελιάς σε λίγες μόνο περιοχές της Μακεδονίας με Μεσογειακού χαρακτήρα κλίμα και κυρίως στη Χαλκιδική. Στις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής λοιπόν η βλάστηση είναι Μεσογειακή με κυρίαρχα είδη τις ελιές, τα πεύκα και τους σχίνους, ενώ στην ενδοχώρα τη απαντούν δάση δρυός, όπως και στη μεγαλύτερη έκταση της υπόλοιπης Μακεδονίας.
Σε περιοχές με υψόμετρο συνήθως πάνω από 1.000 μ.εμφανίζεται η ζώνη με δέντρα κεντροευρωπαϊκής ή βορειοευρωπαϊκής προέλευσης όπως η οξιά και τα κωνοφόρα με χαρακτηριστικότερα είδη τη μαύρη πεύκη και την ερυθρελάτη. Πιο ψηλά, ανάμεσα στα 1.600 και στα 2.200 μ. η οξιά και τα κωνοφόρα δίνουν τη θέση τους στην πεύκη τη λευκόδερμο. Πάνω από τα 2.000 / 2.200μ. σταδιακά τα δάση μειώνονται, για να εμφανιστούν συστάδες νάνων αρκεύθων, ενώ στη συνέχεια το τοπίο γίνεται αλπικό. Είναι βέβαιο ότι κατά την αρχαιότητα τα δάση καταλάμβαναν μεγαλύτερες εκτάσεις και φιλοξενούσαν πολλά είδη άγριας πανίδας.
Όπως διαβάζουμε στις πηγές, στα δάση της Μακεδονίας ζούσαν -εκτός από τα μικρά ζώα- αρκούδες, βόνασοι, ελάφια, κάπροι, λύγκες αλλά και λιοντάρια. Σήμερα εξακολουθούν στα ίδια δάση να ζουν κάπροι, ελάφια και περιορισμένος αριθμός αρκούδων. Μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας καταλαμβάνονται σήμερα από πεδινές εκτάσεις. Οι καλλιεργήσιμες γαίες είναι εκτεταμένες και σε ένα ποσοστό βρίσκονται σε εκτάσεις που στην αρχαιότητα καταλαμβάνονταν από νερό ή ήταν ελώδεις και έχουν πλέον αποξηρανθεί.
Πλέον η καλλιεργήσιμη γη δεν περιορίζεται στις πεδιάδες αλλά και σε λοφώδεις και ημιορεινές περιοχές, οι οποίες κατά την αρχαιότητα θα καλύπτονταν από δάση, τα οποία έχουν αποψιλωθεί στο πέρασμα των αιώνων. Οι καλλιέργειες στη Μακεδονία περιλαμβάνουν μια μεγάλη σειρά ειδών, όπως δημητριακά, όσπρια, βαμβάκι, καπνός αλλά και κηπευτικά, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξηθεί το ποσοστό των δενδροκαλλιεργειών.
Σε ό,τι αφορά τον ορυκτό πλούτο της Μακεδονίας, η σημερινή κατάσταση φαίνεται να αντικατοπτρίζει την κατάσταση που επικρατούσε και κατά την αρχαιότητα: χρυσός υπάρχει στο Παγγαίο, στη Στρατονίκη της Χαλκιδικής, στον ποταμό Γαλλικό -ο Εχέδωρος των αρχαίων- και στην περιοχή των Σερβίων Κοζάνης. Σίδηρος βρίσκεται στη Θάσο και σιδηροπυρίτες στη Χαλκιδική, όπου υπάρχουν επίσης μόλυβδος και μαγνήσιο. Τέλος αξίζει να σημειώσουμε τους υδρογονάνθρακες της Θάσου και τους λιγνίτες της Πτολεμαϊδας και του Αμυνταίου, που αποτελούν δύο από τις σημαντικότερες ενεργειακές πηγές της Ελλάδας.
Ως προς τη γεωμορφολογία της Μακεδονίας ένα σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα είναι η διαμόρφωση της σημερινής πεδιάδας των Γιαννιτσών και του Θερμαϊκού κόλπου. Οι σχετικές έρευνες που έχουν γίνει, έδειξαν ότι όλη αυτή η περιοχή κατά τους προϊστορικούς χρόνους καταλαμβανόταν από μέτριου βάθους νερά, ενώ στις παρυφές της υπήρχαν αβαθή ύδατα και έλη (θάλασσα ή λίμνη του Λουδία). Η θάλασσα έφθανε κοντά στον οικισμό της Νέας Νικομήδειας Ημαθίας και στο Αρχοντικό Πέλλας.
Οι προσχώσεις των ποταμών είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή επίχωση των υδάτων, διαδικασία η οποία είχε ήδη ξεκινήσει στα κλασικά χρόνια (5ος αιώνας π.Χ.) και οδήγησε πλέον στους όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους (2ος -3ος αιώνας μ.Χ.) στον αποκλεισμό των υδάτων, τα οποία μετατράπηκαν στον Βάλτο των Γιαννιτσών και διαμόρφωσαν την ακτογραμμή του Θερμαϊκού, ο οποίος ακόμη σήμερα δέχεται την προσχωσιγενή επίδραση των ποταμών. Ο βάλτος αποξηράνθηκε τη δεκαετία του ’30, απαλλάσσοντας τους κατοίκους από την ελονοσία και δίνοντας τη θέση της στην εύφορη πεδιάδα Θεσσαλονίκης – Βέροιας – Γιαννιτσών.
Το τελευταίο αυτό σημείο μας οδηγεί στο επόμενο ερώτημα που θα θέσουμε προσπαθώντας να προσεγγίσουμε το τοπίο της προϊστορικής Μακεδονίας και το οποίο έχει να κάνει με το πως έμοιαζε το τοπίο της Μακεδονίας την Προϊστορική εποχή και μάλιστα στις περιοχές που βρίσκονταν στην ακτίνα δράσης των Προϊστορικών οικισμών. Είδαμε ήδη ότι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του σημερινού τοπίου της Μακεδονίας, η κεντρική πεδιάδα, ήταν κατά την Προϊστορία θάλασσα. Το ίδιο συνέβαινε και με άλλες υδάτινες περιοχές, όπως η λίμνη του Αχινού στις Σέρρες και η Κίτρινη λίμνη (Σαριγκιόλ) στην Κοζάνη.
Αναφέραμε επίσης ότι η βλάστηση ήταν πολύ πιο πυκνή από τη σύγχρονη εποχή και δάση κάλυπταν τα βουνά αλλά και μεγάλο μέρος των περιοχών με χαμηλό υψόμετρο. Προκειμένου να πλησιάσουμε περισσότερο στο περιβάλλον ενός προϊστορικού οικισμού είναι απαραίτητη η βοήθεια της Περιβαλλοντικής Αρχαιολογίας και των Θετικών Επιστημών, οι οποίες με τις μεθόδους τους επιτρέπουν την ανασύνθεση του χώρου που περιέβαλε μια Προϊστορική κοινότητα και από τον οποίο ο άνθρωπος αντλούσε αυτά που χρειαζόταν για την επιβίωσή του.
Η Αρχαιοπαλυνολογία (η μελέτη εξέλιξης του αρχαιοπεριβάλλοντος με βάση το σύνολο των γυρεόκοκκων και σπορίων που έχουν μεταφερθεί σε μια θέση με φυσικό τρόπο ή μέσω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων), η Ανθρακολογία (η μελέτη του περιβάλλοντος ενός οικισμού μέσω των καταλοίπων ξυλάνθρακα, δηλαδή απανθρακωμένου ξύλου από κατασκευές, αντικείμενα κ.λ.π., που συλλέγεται κατά την ανασκαφή), η Αρχαιοζωολογία (η μελέτη των ζωικών καταλοίπων ενός οικισμού, δηλαδή οστών και κεράτων), η Αρχαιοβοτανολογία (η μελέτη των καταλοίπων φυτικών προϊόντων που αποθηκεύονταν ή μαγειρεύονταν σε έναν οικισμό), είναι μερικές μόνο από τις επιστήμες που βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ένας από τους λίγους ανασκαμμένους προϊστορικούς οικισμούς της Μακεδονίας στους οποίους έγινε μια τέτοιου τύπου ολιστική προσέγγιση του αρχαιοπεριβάλλοντος είναι ο λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς. Οι ειδικοί που μελέτησαν το υλικό κατέληξαν σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με το οικολογικό περιβάλλον του οικισμού και με την ανθρώπινη δραστηριότητα που αναπτύχθηκε σε αυτό. Διαπιστώθηκε ότι μεγάλα δάση κάλυπταν τη γύρω περιοχή, με κυρίαρχη την παρουσία των μικτών φυλλοβόλων δασών με βελανιδιές, γαύρους, φτελιές, φλαμουριές φουντουκιές και καρυδιές.
Σε μεγαλύτερα υψόμετρα εμφανίζονταν δάση με οξιές και κωνοφόρα, ενώ δεν έλειπαν οι θαμνώδεις εκτάσεις. Στις ρεματιές υπήρχαν είδη όπως κρανιές και σφένδαμοι, στις παρόχθιες ζώνες κυρίαρχη ήταν η παρουσία του σκλήθρου, ενώ οι καλαμιές βρίσκονταν σε περιορισμένες συστάδες. Στις περιοχές που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τον οικισμό διαπιστώθηκε ότι ήταν έντονη η παρουσία των αγρωστωδών και των καλλιεργούμενων δημητριακών, γεγονός που οδήγησε τους ειδικούς στο συμπέρασμα ότι οι γεωργοί του Δισπηλιού είχαν επιλέξει για την καλλιέργεια τις εκτάσεις που βρίσκονταν απολύτως δίπλα στον κατοικημένο χώρο.
Αυτή η επιλογή δεν είχε να κάνει μόνο με τις ευκολίες που προσφέρει στον αγρότη η μικρή απόσταση από το σπίτι στο χωράφι του αλλά κυρίως με τη ευφορία των χωραφιών που βρίσκονταν κοντά στη λίμνη. Τα κύρια γεωργικά προϊόντα που καλλιεργούνταν ήταν το μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι αλλά εντοπίστηκαν και άλλα είδη σιτηρών, όπως το σιτάρι σπέλτα και το κριθάρι, όσπρια όπως η φακή, το μπιζέλι, το λαθούρι, το ρόβι και αρκετά είδη φρούτων και καρπών, όπως το άγριο αχλάδι, το βατόμουρο, το κράνο, ο σαμπούκος, το σταφύλι και η τσικουδιά, τα οποία συνέλεγαν οι κάτοικοι του οικισμού εμπλουτίζοντας έτσι τη διατροφή τους.
Τα πυκνά και κοντινά σε απόσταση δάση πρόσφεραν θήρα και βέβαια το υγρό στοιχείο, η λίμνη, δεν συμπλήρωνε απλώς τη διατροφή των κατοίκων με ψάρια αλλά είχε κυρίαρχη παρουσία καθώς ο ίδιος ο οικισμός ήταν λιμναίος και έτσι η οργάνωση του χώρου του διαμορφωνόταν σε μεγάλο βαθμό από το υγρό στοιχείο. Υπολογίζεται ότι το κλίμα δεν ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό: χειμώνες με χαμηλές θερμοκρασίες και καλοκαίρια υγρά. Το μεγάλο ύψος των βροχοπτώσεων -80 έως 100 χιλιοστά ετησίως- ευνοεί σήμερα όπως και στην προϊστορική εποχή την ανάπτυξη της βλάστησης και κυρίως των πλατύφυλλων φυλλοβόλων δέντρων και των κωνοφόρων σε μεγαλύτερα υψόμετρα.
Η μελέτη των παλυνολογικών και των ανθρακολογικών δεδομένων έδειξε ότι η ανθρωπογενής επίδραση στο φυσικό περιβάλλον ήταν ελάχιστη κατά τη διάρκεια ζωής του οικισμού. Σκιαγραφείται λοιπόν το τοπίο ενός οικισμού, ο οποίος αναπτύσσεται σε ένα φυσικό περιβάλλον κατά πολύ όμοιο με αυτό που αντικρίζουμε σήμερα. Οι κάτοικοι εκμεταλλεύονταν όλες τις δυνατότητες που τους προσέφερε ένα πλούσιο σε πόρους φυσικό περιβάλλον αλλά δεν επενέβησαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να το διαφοροποιήσουν ουσιαστικά.

Ως ένα άλλο παράδειγμα μελέτης, η οποία οδήγησε στη συναγωγή συμπερασμάτων για την οικονομία και το αρχαιοπεριβάλλον ενός προϊστορικού οικισμού, είναι αυτή που έγινε με βάση το αρχαιοζωολογικό υλικό του οικισμού στο Αρχοντικό της Πέλλας. Η μελέτη πέρα από την αναγνώριση των οικόσιτων και άγριων ειδών, τα οποία εμφανίζονται στη θέση, οδήγησε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την οικονομία του οικισμού.
Παρατηρήθηκε ότι κατά τη μετάβαση από τη φάση της Πρώιμης εποχής του Χαλκού στη Μέση υπάρχει αύξηση της οικόσιτης κτηνοτροφίας βοοειδών και χοιροειδών κατά 10% με αντίστοιχη μείωση του κυνηγιού. Οι λόγοι αυτής της αλλαγής αναζητούνται σε παράγοντες, όπως η μείωση του φυσικού αποθέματος άγριας πανίδας λόγω της υπερθήρευσης ή και της αποδάσωσης, ενώ σημαντική επίδραση θα πρέπει να είχε η βελτίωση των μεθόδων της κτηνοτροφίας, η οποία θα είχε ως συνέπεια την κάλυψη ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού διατροφικών αναγκών των κατοίκων από τα οικόσιτα ζώα.
Άλλες παρατηρήσεις έχουν να κάνουν την διαφορετική εκμετάλλευση κάθε είδους: για παράδειγμα διαπιστώθηκε η εκμετάλλευση όλων των ειδών ως προς το δέρμα, ενώ στα αιγοπρόβατα υπάρχει έμφαση στην εκμετάλλευση κρέατος, μυελού και μαλλιού και λιγότερο στην εκμετάλλευση του γάλακτος. Στα βοοειδή, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία του Αρχοντικού, δίνεται έμφαση στην εκμετάλλευση δέρματος και μυελού και επιλεκτικά του κρέατος, ενώ η γαλακτοπαραγωγός χρήση δε φαίνεται σημαντική.
Ανάμεσα στα θηράματα που καταναλώνονταν στον οικισμό, κυρίαρχη είναι η παρουσία των ελαφοειδών, για τα οποία η έρευνα έδειξε ότι θα πρέπει να θηρεύονταν εποχιακά και συγκεκριμένα κατά τη χειμωνιάτικη περίοδο, όταν τα ζώα κατέβαιναν σε χαμηλότερα υψόμετρα, ενώ η εκμετάλλευσή τους ήταν σύνθετη και περιλάμβανε, εκτός βέβαια από το κρέας, το δέρμα, τον μυελό και τα κέρατα για την κατασκευή εργαλείων.
Στο Αγγελοχώρι Ημαθίας, έναν οικισμό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού οι περιβαλλοντικές έρευνες οδήγησαν σε σημαντικές παρατηρήσεις για το αρχαιοπεριβάλλον και την οικονομία: η θέση, η οποία σήμερα βρίσκεται μέσα στον κάμπο Βέροιας – Γιαννιτσών, κατά την Προϊστορική εποχή βρισκόταν πολύ κοντά στη θάλασσα και πιθανότατα περιβαλλόταν από έλη.
Γύρω από τον οικισμό υπήρχαν εκτάσεις πρόσφορες για καλλιέργεια δημητριακών και για βοσκοτόπια, ενώ σε αποστάσεις που μπορούσαν να διανυθούν βρίσκονταν οι λοφοσειρές της Νάουσας, οι οποίες ακόμα σήμερα είναι δασωμένες και έτσι αποτελούσαν πρόσφορους κυνηγότοπους για τους προϊστορικούς κατοίκους της περιοχής. Η μελέτη των αρχαιοζωολογικών καταλοίπων έδειξε τη σημαντική θέση του κυνηγιού στις διατροφικές συνήθειες, χωρίς βέβαια να λείπουν τα εξημερωμένα είδη, όπως τα αιγοπρόβατα, οι χοίροι, τα βοοειδή.
Η παλυνολογική έρευνα επιβεβαίωσε την καλλιέργεια δημητριακών κοντά στον οικισμό αλλά και τη μεταφορά δέντρων ή και κλαδιών πεύκης από το βουνό, ενώ η αρχαιοβοτανολογική μελέτη έδωσε στοιχεία για την επεξεργασία και την κατανάλωση δημητριακών και παραγώγων τους, ανάμεσα στα οποία το πλιγούρι. Πέρα από τις ποικίλες πληροφορίες, που αντλούνται από τις περιβαλλοντικές έρευνες στο Αγγελοχώρι για το περιβάλλον, τη διατροφή και γενικότερα την καθημερινή ζωή, διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση αυτού του οικισμού το φυσικό περιβάλλον επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση του ίδιου του χώρου.
Ο οικισμός ιδρύθηκε σε μια φυσικά επίπεδη περιοχή, η οποία ανυψώθηκε τεχνητά με τη βοήθεια άμμου, που υπήρχε άφθονη λόγω των ποταμών και των ελών. Η άμμος στρώθηκε σε παχιά στρώματα, έτσι ώστε τα σπίτια να κτιστούν σε ένα χαμηλό ύψωμα, με όλες τις θετικές συνέπειες που είχε αυτό τόσο στην προστασία από τις πλημμύρες και άλλες φυσικές απειλές όσο και στην πραγματική και συμβολική σηματοδότηση του ενδοκοινοτικού χώρου σε σχέση με τον εξωκοινοτικό.
Εκτός από την επιχωμάτωση με άμμο το μεγάλο αυτό έργο συμπληρώνεται από ένα ογκώδες άνδηρο, κατασκευασμένο από ξύλο, άμμο, πέτρες και πηλό και περιβάλλει τον οικισμό. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι άνθρωποι που κατοίκησαν το Αγγελοχώρι επένδυσαν χρόνο και κόπο για να δώσουν στο χωριό τους θέση, διάταξη και διάσταση στον χώρο και παράλληλα με αυτόν τον τρόπο διαμόρφωσαν το τοπίο της συγκεκριμένης περιοχής με τρόπο που χαράχθηκε ανεξίτηλα στον χρόνο και στον χώρο.
Αυτή η παρατήρηση μας δίνει τη δυνατότητα να επιστρέψουμε στην αρχή της συζήτησής μας για τον χώρο και τον άνθρωπο. Στη Μακεδονία ο οικισμός -όπως αυτός στο Αγγελοχώρι- που έχει τη μορφή χαμηλού ή ψηλού γηλόφου με απότομες ή ομαλές πλαγιές και με σχήμα που ποικίλει και έχουμε συνηθίσει να τον ονομάζουμε «τούμπα», αποτελεί έναν από τους χαρακτηριστικότερους οικιστικούς τύπους. Συνήθως δεσπόζουν στο τοπίο και είναι ορατοί από μεγάλες αποστάσεις. Σε άλλες όμως περιπτώσεις -εκεί όπου υπάρχουν και φυσικά υψώματα στη γύρω περιοχή ή υπάρχει πολύ πλούσια βλάστηση- δε διακρίνονται εύκολα και δημιουργούν την εντύπωση ότι αποτελούν φυσικούς λοφίσκους.
Βέβαια πολλοί Προϊστορικοί οικισμοί είναι ιδρυμένοι σε επίπεδες θέσεις και γι’ αυτό είναι περισσότερο ευάλωτοι στις σύγχρονες επεμβάσεις και κυρίως στην καλλιέργεια αλλά και δυσκολότερα εντοπίσιμοι. Αυτού του τύπου οι οικισμοί εντοπίζονται τυχαία ή με επιφανειακές έρευνες, όπως και οι οικισμοί που βρίσκονται στις πλαγιές ή στην κορυφή φυσικών υψωμάτων και σε σπήλαια. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα προϊστορικά χωριά αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια του παρελθόντος και σύγχρονου -ας ελπίσουμε και του μελλοντικού- τοπίου της Μακεδονίας. Είναι … «εγγραφές του χρόνου πάνω στον χώρο».
Το φυσικό περιβάλλον
Καμία καταγραφή της ανθρώπινης δραστηριότητος δεν είναι πλήρης, χωρίς την παράμετρο του περιβάλλοντος. Το περιβάλλον, όπως έχει παρατηρηθεί ήδη από τους Προϊστοριολόγους του περασμένου αιώνος, είναι καταρχήν το σύνολο των δυνατοτήτων και των πόρων που έχει στην διάθεσή της κάθε ανθρώπινη ομάδα, ανεξάρτητα από το πόσο και με ποιόν τρόπο το αξιοποιεί. Είναι μία εν δυνάμει παραγωγική δύναμη, η οποία, αντίθετα από την διαδεδομένη αντίληψη της σταθερότητος, βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και μεταλλαγή, εξαιτίας των επαναλαμβανομένων φυσικών διεργασιών και φαινομένων.
Παράλληλα, όμως, ο άνθρωπος στην καθημερινή επαφή του με τον χώρο, μετατρέπει συνεχώς το φυσικό περιβάλλον σε τοπίο και τον χώρο στον τόπο της καθημερινής πρακτικής του. Έτσι, το φυσικό περιβάλλον, καθώς μετασχηματίζεται σε κοινωνικό περιβάλλον, βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με την κοινωνική πραγματικότητα. Για την κατανόηση των παραμέτρων της ζωής του προϊστορικού ανθρώπου, η επάλληλη δημιουργία των προϊστορικών τοπίων είναι κεντρικό θέμα στην ιστορία της ανθρώπινης εγκαταστάσεως.
Σε όλη τη διάρκεια της Προϊστορίας παρακολουθούμε στενά τις περιπέτειες της δημιουργίας αυτών των Προϊστορικών παλιμψήστων, που σημαίνονται στον χώρο από την ανθρώπινη παρέμβαση, άλλοτε μικρότερη και άλλοτε μεγαλύτερη. Οι γνώσεις μας για το Μακεδονικό περιβάλλον δεν είναι τόσο λεπτομερείς ώστε να επιτρέπουν μία πολύ καλή εικόνα, εξειδικευμένη στις κατά τόπους περιοχές. Τις φυσικές μεταβολές τις γνωρίζουμε μάλλον αποσπασματικά σε ορισμένες περιοχές, στις οποίες έχει αναπτυχθεί σχετική φυσική έρευνα. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσχωση του Θερμαϊκού κόλπου.
Η ιστορική υπόθεση του Struck και του Hammond επιβεβαιώθηκε από μεταγενέστερες συστηματικές έρευνες στην περιοχή, οι οποίες υποδεικνύουν ένα εκτεταμένο επεισόδιο προσχώσεων, οι οποίες μετέτρεψαν τον βαθύ Θερμαϊκό κόλπο, κατά τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητος, σε λιμνοθάλασσα και σε ρηχή λίμνη στα νεώτερα χρόνια, σε μία πολύπλοκη αλληλεπίδραση δελταϊκών προσχώσεων και ανόδου της στάθμης της θαλάσσης. Στην περιοχή της Βόρειας Πιερίας, οι σχετικές γεωμορφολογικές μελέτες έχουν αποκαταστήσει υποδειγματικά τα επεισόδια της πολύπλοκης αλληλουχίας προσχώσεων και διαβρώσεων, στα οποία εντάσσεται και η ανθρώπινη δραστηριότητα.

Στην πεδινή περιοχή της Κατερίνης οι αποθέσεις ξεπερνούν τα 10 μέτρα. Στις προσκείμενες ρεματιές, τα διακριτά επεισόδια προσχώσεων χρονολογούνται από την πρώιμη 7η χιλιετία, δηλαδή από την αρχή της Νεολιθικής, ενώ τα τελευταία επεισόδια χρονολογούνται στους μέσους και νεωτέρους ιστορικούς χρόνους. Επομένως, πολλές θέσεις, από τις οποίες ελάχιστες μόνον τυχαία έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα, υποθέτουμε ότι βρίσκονται «θαμμένες» στα χαμηλότερα σημεία του αναγλύφου.
Αντίθετα, οι λόφοι που περιβάλλουν τις πεδιάδες, έχουν υποστεί εκτεταμένη διάβρωση και οι αρχαιολογικές θέσεις στις περιοχές αυτές έχουν, σε μεγάλο βαθμό, καταστραφεί. Ανάλογες δραματικές μεταβολές έχουν υποστεί οι ακτογραμμές της Πιερίας. Το εξαγόμενο συμπέρασμα είναι ότι η εικόνα που διαθέτουμε για την διαχρονική ανθρώπινη εγκατάσταση είναι σε μεγάλο βαθμό παραμορφωμένη από τις φυσικές γεωμορφικές διαδικασίες, ενώ το διαθέσιμο μικροπεριβάλλον των θέσεων ήταν -σε κάθε στιγμή- εντελώς διαφορετικό από εκείνο που υποβάλλει η σημερινή εικόνα του τοπίου.
Το παράδειγμα της Βόρειας Πιερίας καταδεικνύει πόσο σημαντική είναι η ανασύνθεση της ιστορίας του περιβάλλοντος, προκειμένου να κατανοήσουμε τα στοιχεία του τοπίου ανεξαρτήτως εποχής και υπογραμμίζει την ανάγκη για περισσότερες εκτεταμένες γεωμορφολογικές έρευνες. Στο θέμα αυτό, η αίσθηση της «ακινησίας» του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο η κοινή αντίληψη θεωρεί μία σταθερή παράμετρο μέσα στην κίνηση της ιστορίας, αποδεικνύεται επισφαλής και αναξιόπιστη.
Η δυσκολία πολλαπλασιάζεται, όταν στις συνιστώσες του τοπίου προστεθεί η βλάστηση, το στοιχείο εκείνο με το οποίο ο άνθρωπος ανέπτυσσε άμεση και πολυδιάστατη σχέση. Ευτυχώς, σε κάποιον βαθμό, οι αναλύσεις γύρης που καλύπτουν ολόκληρη την περιοχή της Ελληνικής Μακεδονίας, παρέχουν μία εικόνα για τις αυξομειώσεις της δασικής βλάστησης -επαρκέστερη, σε σχέση με την γεωμορφολογική- και επιτρέπουν υποθέσεις τόσο για την μεταβολή του κλίματος όσο, κυρίως, για τη σχέση βλάστησης και ανθρώπινης δραστηριότητος.
Για παράδειγμα, προτείνεται ότι την 5η χιλιετία π.Χ. τα καλοκαίρια στα ορεινά μπορεί να ήταν έως και 4 βαθμούς θερμώτερα απ’ ό,τι σήμερα. Αντίθετα, μόλις στην Εποχή του Χαλκού -και μάλιστα προς το τέλος της- αρχίζει να είναι εμφανής κάποια υποβάθμιση της βλάστησης, αποτέλεσμα μάλλον της εντατικής βόσκησης και του αποικισμού των ημιορεινών περιοχών. Αλλά και γι’ αυτή την πιθανότητα, οι παλαιοβοτανικές μαρτυρίες δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.
Η Πρώιμη Προϊστορία
Στη Μακεδονία πιστοποιείται η αρχαιότερη παρουσία του ανθρώπου στην Ελλάδα. Ο άνθρωπος των Πετραλώνων της Χαλκιδικής συζητήθηκε έντονα τόσο για την ηλικία του όσο και για τον ανθρωπολογικό προσδιορισμό του. Η γενική συμφωνία σήμερα είναι ότι αντιπροσωπεύει ένα διακριτό είδος Ευρωαφρικανικού μεσοπλειστοκαινικού Αρχαϊκού homosapiens, που ονομάζεται homoheidelbergensis, ενώ οι πιο πρόσφατες εργαστηριακές χρονολογήσεις τοποθετούν την παρουσία του στα 150 – 250.000 χρόνια πριν από το παρόν.
Με τον τρόπο αυτό, έχει κλείσει ένα θέμα που προκάλεσε αρκετές αντιγνωμίες και, ορισμένες φορές, έντονες αντιπαραθέσεις, ενώ αποδείχθηκαν υπερβολικές, ως προς την χρονολόγηση, παλαιότερες σχετικές εκτιμήσεις. Η παρουσία του ανθρώπου στην πρωιμότερη περίοδο της Ελληνικής Προϊστορίας που ονομάζεται Κατώτερη Παλαιολιθική, πιστοποιείται τώρα και από την εύρεση επιφανειακών ευρημάτων.
Τα ευρήματα της Ροδιάς στη Θεσσαλία προστίθενται σε εκείνα της Νότιας Πελοποννήσου και πρόσφατα ευρήματα από το Ζαγκλιβέρι Θεσσαλονίκης αποδεικνύουν ότι η παρουσία του ανθρώπου, την περίοδο αυτή, ήταν συχνότερη απ’ όσο υποθέτουμε. Τα εξαιρετικά ελλειπτικά δεδομένα δεν μπορούν προς το παρόν, παρά να υπογραμμίσουν τα κενά της γνώσεώς μας και την αδυναμία μας να συζητήσουμε περισσότερο σύνθετα ερωτήματα που απασχολούν τους ειδικούς των πρώιμων περιόδων, όπως για παράδειγμα το ζήτημα της Αφρικανικής προελεύσεως των Νεαντερταλίων και της εισόδου στην Ελληνική Χερσόνησο του ανθρώπου.
Ανάλογη ένδειξη αποτελεί ο γνωστός χειροπέλεκυς από το Παλαιόκαστρο Κοζάνης, έργο ανθρώπου ανάλογου με εκείνον των Πετραλώνων. Οι θέσεις των ευρημάτων αυτών, σε στρατηγικά περάσματα μεταξύ διακριτών γεωγραφικών ενοτήτων, πιστοποιούν την κινητικότητα των ομάδων της εποχής σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα. Αναμφίβολα, η αρχαιολογική τεκμηρίωση της ανθρώπινης παρουσίας θα απαιτήσει συστηματική και επίπονη έρευνα, η οποία στην Ελλάδα -και ιδιαίτερα στη Μακεδονία- έχει μόλις ξεκινήσει, με μικρές και περιορισμένες δυνάμεις.
Υπάρχει ένα σημαντικό κενό στην πρώιμη Προϊστορία της Μακεδονίας, το οποίο αναφέρεται στο τέλος του Πλειστοκαίνου και στην αρχή του Ολοκαίνου. Πριν και μετά το παγετώνιο μέγιστο της 18ης χιλιετίας, δεν έχουμε συγκεκριμένες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή και το κενό δεν καλύπτεται ούτε από τις περιοχές της Μακεδονίας, που σήμερα βρίσκονται βόρεια από τα Ελληνικά σύνορα. Εξαίρεση αποτελούν τα ορυχεία αιματίτη στα Λιμενάρια της Θάσου, η εκμετάλλευση των οποίων χρονολογείται στην Ανώτερη Παλαιολιθική.
Λογικό είναι να αποδώσουμε κατ’ αρχάς αυτό το κενό τόσο στην έλλειψη προσανατολισμένης ειδικής έρευνας όσο και στην περιορισμένη κατανόηση των Πλειστοκαινικών αποθέσεων και των πολύπλοκων γεωλογικών χαρακτηριστικών τους, όπως επίσης και στη δυσκολία του εντοπισμού και της ερμηνείας των αρχαιολογικών καταλοίπων, που δεν είναι εύκολα ορατά και αναγνωρίσιμα. Προς το παρόν όμως, τα πρώτα σαφή αρχαιολογικά ίχνη του Ολοκαίνου αναφέρονται στο τέλος της 7ης χιλιετίας π.Χ.
Αυτό σημαίνει ότι η κρίσιμη φάση της αρχής της μόνιμης εγκαταστάσεως και του αγροτικού βίου δεν αντιπροσωπεύεται στη Μακεδονία, τουλάχιστον όχι στον βαθμό και με τον τρόπο που αντιπροσωπεύεται στη Θεσσαλία. Η σχετική έρευνα έχει μόλις αρχίσει διστακτικά και είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν στο άμεσο μέλλον νεώτερα στοιχεία, που θα επιτρέψουν περισσότερο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις. Με τα σημερινά δεδομένα, οι πρώτες Νεολιθικές εγκαταστάσεις δεν είναι αρχαιότερες από το τελευταίο τέταρτο της 7ης χιλιετίας, αρκετά δηλαδή νεώτερες από τις ανάλογες θεσσαλικές, που χρονολογούνται στο πρώτο τέταρτο της ιδίας χιλιετίας.
Η διαδικασία διαμορφώσεως των πρώτων τοπίων των Νεολιθικών γεωργο-κτηνοτρόφων μας διαφεύγει, αφού και οι συστηματικές ανασκαφές αυτής της φάσεως δεν είναι ακόμη αρκετές. Μας διαφεύγει συνολικά η διαδικασία αναδύσεως των πρώτων αυτών κοινοτήτων στην αρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα, για την εμφάνιση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες εκδοχές στη σχετική βιβλιογραφία. Σε γενικές γραμμές, η συζήτηση περιστρέφεται είτε γύρω από την ιδέα της «Νεολιθοποιήσεως» είτε του «Νεολιθικού μετασχηματισμού».
Η πρώτη συνήθως δίνει έμφαση στην επιβολή ή την μεταφορά μιας κοινωνικο-οικονομικής δομής, συνήθως μέσω της μετακινήσεως των ανθρώπων και του αποικισμού, ήδη διαμορφωμένης στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ανατολία και εξηγεί έτσι την εμφάνιση των πρώτων Νεολιθικών οικισμών. Η δεύτερη, αντίθετα, χωρίς να αποκλείει τις μετακινήσεις, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη διαδικασία, μέσα από την οποία μετασχηματίζεται το υποθετικό κοινωνικό και οικονομικό αρχέτυπο, καθώς προσαρμόζεται στις πολλαπλές και διαφορετικές αλληλεπιδράσεις του περιβάλλοντος (φυσικού και κοινωνικού), των τοπικών πληθυσμών και των μετακινουμένων ομάδων.
Φυσικά, ο απλοϊκός τρόπος, με τον οποίο τέθηκε το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής από την προηγούμενη γενεά αρχαιολόγων, δηλαδή είτε ως ένα θέμα επιτόπιας εξελίξεως είτε ως άμεσο αποτέλεσμα μεταναστεύσεως, δεν ισχύει πλέον. Και οι δύο σύγχρονες εκδοχές αντιλαμβάνονται ότι το πέρασμα στη Νεολιθική αντιπροσωπεύει μία βαθύτατη κοινωνική μεταβολή που πρέπει να γίνει κατανοητή με τους δικούς της όρους, μέσα σε ένα πλαίσιο που η έρευνα οφείλει να ανασυνθέσει, όσο αυτό είναι εφικτό.

Στην περίπτωση της Θεσσαλίας, κυριαρχεί η άποψη ότι οι πρώιμες εγκαταστάσεις οφείλονται σε μετακινούμενους πληθυσμούς από τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ανατολία. Οι τοπικοί προνεολιθικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας παραμένουν άγνωστοι στην έρευνα, επομένως ο προσδιορισμός της σχέσεώς τους με τους εξωγενείς είναι, προς το παρόν, απλά αδύνατος. Η άποψη της επιτόπιας εξελίξεως της Νεολιθικής, παρόλο που είχε προταθεί στη δεκαετία του 1980, έχει σήμερα πια εγκαταλειφθεί.
Ούτε όμως συζητείται η μετακίνηση των γεωργοκτηνοτροφικών πληθυσμών της Ανατολίας προς τη νοτιότερη Ελλάδα μέσω της Μακεδονίας, καθώς οι πρωιμότερες γνωστές εγκαταστάσεις στη Μακεδονία είναι νεώτερες από εκείνες της Θεσσαλίας. Επιπλέον, θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής, που να χρονολογούνται δηλαδή στην 7η χιλιετία, δεν έχουν εντοπισθεί στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, πράγμα που δυσκολεύει την υποστήριξη μιας διαδρομής μέσω αυτής της περιοχής.
Η κλασσική άποψη για τη θέση που κατέχει η Μακεδονία στην εξάπλωση της Νεολιθικής στην Ευρώπη, ακολουθεί το μοντέλο του Gordon Childe, διατυπωμένο ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η Μακεδονία αποτελεί τον φυσικό δίαυλο για την διείσδυση της Νεολιθικής στην Ευρώπη, μέσω του Αξιού, του Μοράβα και του Δούναβη. Ακολουθώντας τη χρονολόγηση των αρχαιολογικών θέσεων – σταθμών της πορείας αυτής, η μετακίνηση πρέπει να πραγματοποιήθηκε στους τελευταίους αιώνες της 7ης χιλιετίας.
Ωστόσο, αυτή η γραμμική πορεία μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνον όταν περιορισθεί κανείς στις αδρές γραμμές των αρχαιολογικών δεδομένων όπως -από ανάγκη, λόγω ελλείψεως δεδομένων- έκαναν οι παλαιότεροι ερευνητές. Όταν εξετασθούν λεπτομερέστερα οι ειδικότερες εκφάνσεις αυτής της πολιτισμικής πορείας, αναδεικνύεται πλήθος διαφορών που καταστρέφουν την απλουστευτική εικόνα. Για παράδειγμα, οι πρώιμες θέσεις που έχουν εντοπισθεί στην περιοχή της Οχρίδος, μπορεί να μεταβάλλουν την κίνηση της Νεολιθικής, εάν αποδειχθεί ότι είναι πρωιμότερες από τις πρώιμες θέσεις της Ελληνικής Δυτικής Μακεδονίας.
Πράγματι, ορισμένοι μελετητές, όπως η Perlès, θεωρούν ότι ο Νεολιθικός αποικισμός της Ελληνικής Μακεδονίας προέρχεται από τα Βαλκάνια και όχι το αντίστροφο. Η δε Νεολιθική των Βαλκανίων συνδέεται τώρα από κάποιους ερευνητές περισσότερο με την Βορειοδυτική Ανατολία, μέσω του Βοσπόρου και λιγότερο με την Θεσσαλική Νεολιθική, με την οποία οι αναλογίες φαίνονται όντως περισσότερο μακρινές.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε ήδη στην εισαγωγή, η συζήτηση αυτή δέχεται ανεπιφύλακτα την βασική υπόθεση της πολιτισμικής αρχαιολογίας ότι η ομοιότητα του υλικού πολιτισμού μεταξύ περιοχών σημαίνει πολιτισμική συγγένεια και ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο, παρά μόνον με μετακίνηση πληθυσμού και απ’ ευθείας καταγωγή. Στην πραγματικότητα, οι ομοιότητες του υλικού πολιτισμού, οι οποίες στην αρχαιολογία καταλήγουν πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε στην κεραμική και σπανιότερα στην τυπολογία της αρχιτεκτονικής, είναι ένα εξαιρετικά ανασφαλές τεκμήριο, όπως έχουν καταδείξει πολλές εθνογραφικές και ιστορικές έρευνες τις τελευταίες δεκαετίες.
Πολύ περισσότερο που, χωρίς καμία εξαίρεση, οι ομοιότητες αυτές είναι επιλεκτικές, αφήνουν δηλαδή ασχολίαστες τις διαφορές που υπάρχουν πάντοτε στον υλικό πολιτισμό και δεν τον τοποθετούν μέσα στο ειδικό πλαίσιο λειτουργίας, νοημάτων ή συμβολισμού, στο οποίο κάθε φορά εντάσσεται. Και βέβαια, είναι αυτονόητο ότι υπάρχουν πολλές και διάφορες αιτίες, για τις οποίες οι κοινωνίες μπορεί να μοιράζονται ή επιλεκτικά να μιμούνται στοιχεία του υλικού πολιτισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συνδέονται με σχέσεις καταγωγής και απ’ ευθείας προελεύσεως.
Άλλωστε, όπως μας διδάσκει η κοινωνική ανθρωπολογία, αναλυτικές κατηγορίες όπως είναι ο πολιτισμός, η φυλή, ο λαός, η εθνικότητα, χρησιμοποιούνται εύκολα σε γενικευτικά σχήματα, αλλά κάθε άλλο παρά αυταπόδεικτο περιεχόμενο έχουν. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την προέλευση των νεολιθικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ένα ερώτημα, το οποίο έτσι και αλλιώς δεν προσφέρεται για ασφαλή συμπεράσματα, είναι το γεγονός ότι η Μακεδονία τους τελευταίους αιώνες της 7ης χιλιετίας κατοικείται πλέον από γεωργοκτηνοτρόφους.
Η γνωστότερη θέση που μας αποκαλύπτει τη μορφή των πρώιμων Νεολιθικών οικισμών, είναι η Νέα Νικομήδεια. Ο οικισμός, που βρίσκεται στη Δυτική Μακεδονία, κοντά στην πόλη της Βέροιας, χαρακτηρίζεται από τετράγωνα οικήματα χτισμένα με ξύλινους πασσάλους και πηλό. Ένα μεγαλύτερο οίκημα, περίπου στο κέντρο του οικισμού, είχε διαστάσεις 11.78 επί 13.64 μέτρα, ασυνήθιστες για την εποχή και σύμφωνα με τον ανασκαφέα, πρέπει να στέγαζε ένα «ιερό» ή ένα «σπίτι του κοινού», όροι που περιγράφουν καταρχήν ένα οίκημα διαφορετικό από τα υπόλοιπα.
Η διαφορά του έγκειται όχι μόνον στο μέγεθος αλλά και στα περιεχόμενά του: πέντε μεγάλα ειδώλια γυναικών, μικρά κιβώτια από άψητο πηλό, δύο αχρησιμοποίητες λίθινες αξίνες με ίχνη χρώματος και δύο σύνολα από εκατοντάδες πελεκητά εργαλεία, που αντιπροσωπεύουν ενιαία τεχνολογικά σύνολα. Η παρουσία αυτών των αντικειμένων, όσο μπορεί κανείς να συμπεράνει από την περιληπτική αναφορά τους, υποδηλώνει μία χρήση που δεν έχει να κάνει με την καθημερινή οικιακή δραστηριότητα, ενδεχομένως ανάλογη με αυτήν που συναντούμε στα πρώιμα Νεολιθικά κεντρικά κτίρια που γνωρίζουμε από τη Νοτιοανατολική Ανατολία, από την 10η χιλιετία π.Χ.
Σε αντίθεση με εκείνα όμως, απουσιάζει κάθε ένδειξη ταφής ή άλλης μεταχειρίσεως των νεκρών, πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει ότι η παρουσία των προγόνων δεν έπαιζε συμβολικό ρόλο στις όποιες δραστηριότητες πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό του οικήματος αυτού. Ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας έχει έκταση περίπου 24 στρεμμάτων. Στον συγκεκριμένο χώρο, στη διάρκεια της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ανοικοδομούνται οικήματα τρεις φορές διαμορφώνοντας για πρώτη φορά στην περιοχή μία μόνιμη εγκατάσταση, στην οποία οι άνθρωποι επανέρχονται για εκατοντάδες χρόνια.
Η έννοια του τόπου ως μονίμου σημείου αναφοράς, στο οποίο συμπυκνώνονται οι κοινωνικές και οι παραγωγικές σχέσεις και στο οποίο αναπαράγεται το σύνολο του νεολιθικού βίου, εμφανίζεται έτσι για πρώτη φορά στο προσκήνιο. Πρόκειται για έναν χώρο μνήμης και συνέχειας, ένα τμήμα του φυσικού χώρου, στον οποίο αποκτούν υλική υπόσταση οι κεντρικές λειτουργίες κοινωνικής συνοχής, μετασχηματίζοντάς τον στον κατ’ εξοχήν χώρο της κοινωνικής παραγωγής. Αντίστοιχα και η καλλιεργήσιμη γη, το χωράφι, αναδεικνύεται στο ακριβές ανάλογο του οικισμού, ο κύριος χώρος της οικονομικής παραγωγής.
Με τον τρόπο αυτόν, οι νεολιθικοί γεωργοί και κτηνοτρόφοι διαμορφώνουν τα νέα νεολιθικά τοπία, τα οποία σταδιακά θα επικρατήσουν στον χώρο της Μακεδονίας. Η τοποθεσία των οικισμών ή των εγκαταστάσεων αποτελεί, όπως είναι ευνόητο, βασική παράμετρο αυτών των τοπίων και συνδέεται με τις οδούς επικοινωνίας στην τόσο πρώιμη αυτή περίοδο. Η ίδρυση οικισμών στους άξονες επικοινωνίας, όπως για παράδειγμα τα Σέρβια, στην έξοδο των στενών του Σαρανταπόρου, στον ποταμό Αλιάκμονα που αποτελεί τη φυσική δίοδο της Θεσσαλίας προς την Μακεδονία, εικονίζει κατά τον καλύτερο τρόπο αυτό το δίκτυο, το οποίο σταδιακά ενοποιεί τις περιοχές πάνω σε πανάρχαιες διόδους, οι οποίες ήταν εν χρήσει μέχρι το πολύ πρόσφατο παρελθόν.
Χαρακτηριστικά σημεία των τοπίων αποτελούν οι οικισμοί, οι οποίοι με το πέρασμα του χρόνου και την συσσώρευση των οικοδομικών υλικών σχηματίζουν χαρακτηριστικά εξάρματα, τα οποία στις μεταγενέστερες περιόδους γίνονται πραγματικοί γήλοφοι, με ύψος που πλησιάζει ή και ξεπερνά τα 20 μέτρα. Στη Μακεδονία οι γήλοφοι αυτοί ονομάζονται τούμπες και συχνά συγχέονται από τους μη ειδικούς με τους μακεδονικούς τύμβους, τα γνωστά ταφικά μνημεία της Κλασσικής και της Ελληνιστικής Εποχής. Όπως και οι τύμβοι, οι τούμπες καταλήγουν να είναι διακριτά σημεία στον χώρο, που κυριαρχούν στο τοπίο, καθώς είναι ιδιαίτερα ορατές στις περισσότερο πεδινές περιοχές.
Στους οικισμούς αυτής της μορφής, η ανοικοδόμηση κάθε νέου οικήματος γίνεται πάνω στα θεμέλια του παλαιοτέρου, μία πρακτική που έχει ως αποτέλεσμα την γρήγορη ανύψωση της θέσεως. Η εμμονή των κατοίκων για την ανοικοδόμηση στο ίδιο σημείο πρέπει να σχετίζεται με την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται στη θέση του σπιτιού όπως, για παράδειγμα, με την δήλωση της καταγωγής και της αρχαιότητος της συγκεκριμένης ομάδος που κατοικεί στο κτίσμα ή την στενή σχέση με τους προγόνους, που μπορεί να στηρίξει τη μακροβιότητα και την επιτυχία του συγκεκριμένου νοικοκυριού κτλ.

Οπωσδήποτε, πρακτικοί λόγοι όπως η διαθεσιμότητα του χώρου ή η ευκολώτερη θεμελίωση του νέου οικήματος, θα έπαιζαν επίσης ρόλο. αυτό όμως και στη Νεολιθική Εποχή, όπως και στις νεώτερες, δεν αποκλείει άλλες -λιγότερο απτές- σημασίες και κοινωνικά μηνύματα. Τέτοια μηνύματα πάντοτε επηρεάζουν την οικοδόμηση ενός οικήματος και κατά κανόνα περιστρέφονται γύρω από την διαπραγμάτευση της κοινωνικής θέσεως της ομάδος που το κατέχει.
Σε μεγάλο βαθμό οι σημασίες και τα μηνύματα καθόριζαν -και ακόμη καθορίζουν- την μορφή του οικήματος και τα χαρακτηριστικά του. Οι τούμπες, επομένως, εκτός από συγκεντρώσεις ανθρώπων είναι και πεδία ενός κοινωνικού λόγου (discourse), στον οποίο κεντρική θέση κατέχουν οι «οίκοι», που αν και λειτουργούν αναμφίβολα μέσα στα πλαίσια της νεολιθικής συλλογικότητος, φαίνονται να διεκδικούν κάποια μορφή μεγαλύτερης ή μικρότερης αυτονομίας, εάν κρίνουμε από την εμμονή στην κατοίκηση σε διακριτά οικήματα, το καθένα από τα οποία διατηρεί την δική του ιστορία.
Επομένως, η μορφή που καταλήγουν να έχουν οι οικισμοί αυτοί, είναι αποτέλεσμα της έμφασης που δίνεται στον «οίκο» και στην καταγωγή του, μιας έμφασης που προσλαμβάνει τόσο κοινωνικό όσο και οικονομικό περιεχόμενο και σημασία, είναι δηλαδή το αποτέλεσμα μίας ειδικής μορφής κοινωνικής οργανώσεως. Οι Νεολιθικοί οικισμοί, από την άποψη αυτή, συντελούν στη δημιουργία όχι μόνο φυσικών αλλά και κοινωνικών τοπίων. Διαφορετικούς προσανατολισμούς φαίνεται να είχαν οι κάτοικοι της δεύτερης μορφής νεολιθικών οικισμών που γνωρίζουμε από την Μακεδονία, της μορφής δηλαδή των εκτεταμένων, επίπεδων θέσεων.
Στις θέσεις αυτές τα οικήματα δεν οικοδομούνται στο ίδιο σημείο αλλά, αντίθετα, μετακινούνται μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης περιοχής, η οποία, κρίνοντας από το μεταγενέστερο παράδειγμα του Μακρύγιαλου στην Πιερία (τέλος της 6ης χιλιετίας π.Χ.), ορίζονταν από ένα ζεύγος εκτεταμένων σε έκταση και βάθος κυκλικών τάφρων. Στους οικισμούς αυτής της μορφής, η οριζόντια έκταση μπορεί να καταλήξει πολύ μεγάλη (ο Μακρύγιαλος υπερβαίνει τα 600 στρέμματα), αλλά η πυκνότητα των οικημάτων είναι εξαιρετικά χαμηλή, καθώς παρεμβάλλονται εκτεταμένοι κενοί χώροι.
Τα ίδια τα οικήματα δεν έχουν την επιμελημένη κατασκευή που πληρούν εκείνα των γηλόφων και δίνουν την εντύπωση περισσότερο εφήμερων κατασκευών. Συχνά δεν είναι τίποτε περισσότερο από λάκκοι σκαμμένοι στο φυσικό έδαφος με πρόχειρη υπερκατασκευή, που προφανώς αντικαθιστούσαν άλλα λακκοειδή ημιυπόγεια οικήματα, που βρίσκονταν κάπου αλλού μέσα στα όρια του οικισμού. Τέτοιοι οικισμοί είναι γνωστοί στη Μακεδονία αλλά και βορειότερα, στην περιοχή της Σερβίας και αποδίδονται στον κύκλο του πολιτισμού του Starčevo, ενός πολιτισμού που καλύπτει τους δύο τελευταίους αιώνες της 7ης και την αρχή της 6ης χιλιετίας π.Χ.
Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης γνωρίζουμε σήμερα οικισμούς αυτής της μορφής, που έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά. Αρχαιότερος είναι ο οικισμός που βρέθηκε μέσα στα όρια του χώρου της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, ο οποίος μπορεί να χρονολογηθεί πριν από τα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. όπως επίσης και οι οικισμοί της Θέρμης και της Σταυρούπολης, που κατοικήθηκαν μερικούς αιώνες αργότερα.
Είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε αυτή την διαφορά στις οικιστικές πρακτικές, συγκρίνοντάς τες με τις πρακτικές που εντοπίζονται στις τούμπες. Η συμβατική άποψη θα τις ερμήνευε ως εκδήλωση δύο διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων. πριν, ωστόσο, υιοθετήσουμε μία τέτοια ερμηνεία, θα μπορούσαμε να αναλύσουμε προσεκτικότερα το φαινόμενο. Αντιπαραθέτοντας την συνολική αρχιτεκτονική και πολεοδομική εικόνα των δύο μορφών οικισμού, διαπιστώνουμε καταρχήν μία φανερή υποβάθμιση της σημασίας του μεμονωμένου σπιτιού στις εκτεταμένες θέσεις.
Η έλλειψη έμφασης στο ίδιο το οίκημα και στην χωρική του συνέχεια και κατ’ επέκταση στον ρόλο των «οίκων» και στην καταγωγή τους, μπορεί να είναι μία ένδειξη ότι στους οικισμούς αυτούς υπήρχε μεγαλύτερο περιθώριο να επιβληθεί η συλλογικότητα, ως κύριος ιδεολογικός μηχανισμός. Τέτοιες ερμηνείες είναι πάντα επισφαλείς, ευτυχώς όμως τα δεδομένα του Μακρύγιαλου προσφέρουν κάποια πρόσθετη στήριξη. Στον Μακρύγιαλο οι περιμετρικές τάφροι του οικισμού χρησίμευαν ως χώρος ταφής των νεκρών, αν και ο αριθμός τους δηλώνει ότι όλοι οι νεκροί δεν κατέληγαν στις τάφρους.
Ο αδιαφοροποίητος όμως τρόπος της ταφής τους, που δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά η απλή απόρριψη του πτώματος, η αναμόχλευση των οστών και ο σαφής κοινοτικός χαρακτήρας των δύο τάφρων στις οποίες πραγματοποιούνταν συνεχώς καθημερινές δραστηριότητες, μας οδηγεί στην υπόθεση ότι στον οικισμό η ατομική κοινωνική ταυτότητα των νεκρών και η σχέση τους με τους ζωντανούς άμεσους συγγενείς ή συνεταίρους είχε μικρότερη σημασία από εκείνη που προσελάμβανε η σχέση τους με την κοινότητα στο σύνολό της, στην οποία, κατά κάποιον τρόπο, ανήκαν στη ζωή και στο θάνατο. Αυτό υπογραμμιζόταν από την επιλογή των τάφρων, έργων με τονισμένο κοινοτικό χαρακτήρα, πραγματικών μνημείων συλλογικότητος.
Επομένως, τόσο η χωρική ασυνέχεια της κατοικήσεως όσο και οι ταφικές πρακτικές δηλώνουν ότι το κύριο ιδεολογικό υπόβαθρο αυτών των Νεολιθικών κοινοτήτων δεν ήταν η αυτονομία της διακριτής κοινωνικής μονάδος, αλλά η κοινοτική συλλογικότητα. Ανάλογες μορφές συλλογικότητος θα πρέπει να θεωρήσουμε πιθανές και στις παραγωγικές δραστηριότητες του οικισμού, οι οποίες ωστόσο είναι δυσκολώτερο να εντοπισθούν με τα μέσα της αρχαιολογίας. Ειδικά ο οικισμός του Μακρυγιάλου μας δίνει ένα ακόμη παράδειγμα κοινωνικού λόγου συλλογικότητος σε ένα διαφορετικό επίπεδο.
Στο κεντρικό σημείο του σχεδόν κυκλικού οικισμού, μέσα στα όρια ενός μεγάλου και ρηχού λάκκου, διαπιστώθηκαν αρχαιολογικά κατάλοιπα και οστά εκατοντάδων ζώων που πιστοποιούν ένα επεισόδιο μαζικής καταναλώσεως κρέατος σε κλίμακα μοναδική μέχρι σήμερα, σε σύγκριση με τους νεολιθικούς οικισμούς που γνωρίζουμε. Είναι προφανές ότι αυτή η τελετουργική κατανάλωση είχε συλλογικό χαρακτήρα και ότι, όπως πιστοποιεί η ποσότητα κρέατος που είχε καταναλωθεί, συμμετείχαν σε αυτήν όχι μόνον όλοι οι κάτοικοι του οικισμού αλλά ενδεχομένως και οι κάτοικοι άλλων οικισμών της ευρύτερης περιφέρειας.
Στα αρχαιολογικά δεδομένα της Νεολιθικής, είναι η μόνη φορά που μία τελετή τέτοιας κλίμακας και με τόσο προφανή συλλογικό χαρακτήρα τεκμηριώνεται με όση ασφάλεια τα αρχαιολογικά δεδομένα μπορούν να προσφέρουν. Η διαπίστωση αυτή δεν ισχύει μόνο για την Μακεδονία, αλλά ευρύτερα για τη Νεολιθική της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και φωτίζει τον χαρακτήρα των οικισμών αυτής της μορφής.
Το ζήτημα των τελετουργιών και της συμβολικής εκφράσεως στις μικρές κοινότητες της νεολιθικής Μακεδονίας, τελετουργιών που τονίζουν τον ρόλο του οικήματος και της κοινωνικής μονάδος που αυτό αντιπροσωπεύει, φωτίζεται επίσης και από ευρήματα στην περιοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Στην τούμπα Madjari, στην περιοχή των Σκοπίων, αποκαλύφθηκε ένας αριθμός υπέργειων πασσαλόπηκτων οικημάτων, από τα οποία το κεντρικό, με διαστάσεις 9 x 9 μέτρα, περιείχε μεγάλο αριθμό ολοκλήρων αγγείων αποθηκεύσεως και καταναλώσεως τροφής, τοποθετημένων με ιδιαίτερη τάξη κατά μήκος των τοίχων.
Τρεις πήλινες τράπεζες με διαστάσεις περίπου 1 x 1 μέτρο, μικρά πήλινα κιβώτια, ένα μεγάλο ειδώλιο ύψους 39 εκατοστών που εικονίζει οικίσκο, πάνω στον οποίο κάθεται μία επιβλητική γυναικεία μορφή και ένας «θησαυρός» υφαντικών βαρών αποτελούν τα ασυνήθιστα περιεχόμενα αυτού του χώρου, που θεωρήθηκε από τον ανασκαφέα, όπως και ο αντίστοιχος αρχαιότερός του της Νέας Νικομήδειας, ιερό. Η χρονολόγηση γύρω στα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ., φαίνεται πιθανή για την θέση αυτή.
Ένα πρόσφατο εύρημα από τη θέση Govrlevo της περιοχής των Σκοπίων επαναλαμβάνει το ίδιο θέμα, της γυναίκας που κάθεται σε οικίσκο, γνωστό επίσης από παλαιότερες έρευνες στην περιοχή της Πελαγονίας όπως, για παράδειγμα, στη θέση Porodin. Ο «οικιακός» χαρακτήρας των χώρων αυτών (σε τελική ανάλυση πρόκειται για ένα ακόμη οίκημα, αν και μεγαλύτερο) δεν μπορεί παρά να υπογραμμίζει την κοινωνική ορατότητα του «οίκου» αλλά και την «ιδιωτικότητα» της δραστηριότητος που τελούνταν εκεί. Άλλωστε, τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται, περιστρέφονται γύρω από το ίδιο το θέμα του οικήματος.

Μία απλή παραβολή με την μεγάλης κλίμακος δημόσια και υπαίθρια τελετή του Μακρυγιάλου είναι αρκετή για να μας οδηγήσει σε συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά των κοινωνιών που διαμόρφωναν τις τούμπες, όπως φυσικά και τους εκτεταμένους επίπεδους οικισμούς στη Μακεδονία της 6ης χιλιετίας. Ανεξάρτητα από τα ειδικότερα χαρακτηριστικά τους, τα οποία σχετίζονται με την κοινωνική δομή αλλά και με οικονομικές και παραγωγικές πρακτικές, οι οικισμοί στη διάρκεια της Νεολιθικής φαίνεται να καταλαμβάνουν σταδιακά τα τοπία της Μακεδονίας.
Οι εγκαταστάσεις είναι πάντοτε ολιγάνθρωπες, με πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε τους 200 με 300 κατοίκους. Η πεδιάδα των Γιαννιτσών, στην οποία, όπως είδαμε, ιδρύθηκε η Νέα Νικομήδεια, είναι η πρώτη περιοχή που κατοικείται, όπως έχει δείξει πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε μέσα στην πόλη των Γιαννιτσών και η οποία αποκάλυψε την ύπαρξη πρώιμου οικισμού. Πολλά στοιχεία του οικισμού αυτού παραπέμπουν στη Νέα Νικομήδεια αλλά και στη θέση Anza της περιοχής των Σκοπίων, με την οποία, όπως και με τη Νέα Νικομήδεια, ο οικισμός είναι περίπου σύγχρονος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ημιορεινή περιοχή των Γρεβενών στη λεκάνη απορροής του Αλιάκμονα, στην οποία μία σειρά από θέσεις δηλώνει εγκατάσταση για βραχύ χρονικό διάστημα προς το τέλος της Αρχαιότερης Νεολιθικής, γύρω στην αρχή της 6ης χιλιετίας. Η σύντομη περίοδος εγκαταστάσεως θέτει ορισμένα ενδιαφέροντα ερωτήματα για τις επιλογές και τον προσανατολισμό αυτών των πρώιμων αγροτικών πληθυσμών καθώς και για την διερευνητική σχέση τους με τα διαφορετικά τοπία της Μακεδονίας.
Ανάλογη θέση αντιπροσωπεύεται ίσως από τον πρώιμο οικισμό της Δροσιάς, κοντά στον ποταμό Άγρα και τη λίμνη Βεγορίτιδα, μιας περιοχής που βρίσκεται στον φυσικό δρόμο από τις πεδιάδες της Άνω Μακεδονίας προς τα υψίπεδα της Πελαγονίας, βορειότερα. Η χωροθέτηση του οικισμού δείχνει ότι μπορεί να αντιπροσωπεύει έναν σταθμό επικοινωνίας προς τις θέσεις που βρίσκονται γύρω από την σημερινή πόλη Μπίτολα. Οπωσδήποτε μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι το δίκτυο των οικισμών που υπήρχε, πρέπει να ήταν αρκετά πυκνότερο από εκείνο που η αποσπασματική αρχαιολογική έρευνα έχει μέχρι τώρα προσδιορίσει.
Στην Κεντρική και την Ανατολική Μακεδονία δεν έχουμε ακόμη εντοπίσει θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής, πριν δηλαδή από τα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. Οι πρώτες εγκαταστάσεις που γνωρίζουμε σ’ αυτήν την περιοχή, χρονολογούνται μετά το 5.500 π.Χ. και αντιπροσωπεύονται από τις πρώιμες φάσεις της θέσεως Σιταγροί, στην πεδιάδα της Δράμας. Η θέση Ντικιλί Τας, κοντά στους αρχαίους Φιλίππους, αντιπροσωπεύει επίσης μία θέση που χρονολογείται περίπου την ίδια περίοδο, ίσως και λίγο μεταγενέστερα.
Οι θέσεις της περιόδου που οι αρχαιολόγοι αποκαλούν Νεώτερη Νεολιθική (μετά το 5.300 / 5.200 π.Χ.), κυριαρχούν στην περιοχή αυτή και συνοδεύονται από νέες κατηγορίες κεραμικής, με διαφορετικές τεχνολογίες και διαφορετικές μορφές υλικού πολιτισμού. Ανάλογες μεταβολές παρατηρούνται και στη Θεσσαλία, όπου τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά μας είναι καλύτερα γνωστά από την μακρόχρονη και συστηματική έρευνα. Γεγονός είναι ότι στο τέλος της 6ης και στην αρχή της 5ης χιλιετίας π.Χ. σε ολόκληρη την Μακεδονία κυριαρχούν παρόμοιες κατηγορίες, οι οποίες σηματοδοτούν, ενδεχομένως, ευρύτερες διαφορές.
Μία διαφορά που φαίνεται πράγματι κεντρική, είναι η επέκταση του δικτύου των οικισμών, οι οποίοι τώρα καταλαμβάνουν και περιοχές που είτε ήταν προηγουμένως εντελώς ακατοίκητες είτε είχαν πολύ αραιή κατοίκηση. Ορισμένες εγκαταστάσεις επιλέγουν πραγματικά ιδιαίτερα περιβάλλοντα, τα οποία σε προγενέστερες εποχές δεν είχαν κατοικηθεί, όπως η παρόχθια εγκατάσταση στο Δισπηλιό της λίμνης της Καστοριάς. Η παραγωγική διαφοροποίηση φαίνεται να είναι την εποχή αυτή μία πιθανότητα, χωρίς φυσικά να φθάνει ποτέ στο επίπεδο απόλυτα εξειδικευμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Η επέκταση των οικισμών της Νεώτερης Νεολιθικής δεν μπορεί παρά να σημαίνει αύξηση του πληθυσμού και πύκνωση των δικτύων επικοινωνίας μεταξύ των περιοχών αλλά και μεταξύ των ίδιων των οικισμών. Η μεγάλη έκταση του δικτύου πιστοποιείται από ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα: στον οικισμό του Μανδάλου, στους πρόποδες του όρους Πάικο, διαπιστώθηκε η παρουσία οψιανού από τα Καρπάθια, ενώ γνωστά είναι τα κοσμήματα από το όστρεο του Αιγαίου spondylus gaederopous, τα οποία φθάνουν όχι μόνον στα Βαλκάνια αλλά ακόμη και στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, ενώ παράγονται και σε οικισμούς της Νεώτερης Νεολιθικής στη Μακεδονία.
Χάλκινα αντικείμενα εμφανίζονται επίσης αυτή την εποχή. Η ομοιομορφία της κεραμικής σε όλη την περιοχή της Μακεδονίας αλλά και η μεγάλη «ορατότητά» της, ιδιαίτερα των γραπτών διακοσμημένων κατηγοριών που κυριαρχούν, δηλώνει ότι στα δίκτυα αυτά ενεργό ρόλο έπαιζε η κεραμική, όχι τόσο ως αντικείμενο ανταλλαγής -σχετικές συστηματικές μελέτες δεν έχουν ακόμη γίνει- αλλά ως μέσο πολιτισμικής ενοποιήσεως των κοινοτήτων της Νεώτερης Νεολιθικής.
Δείγμα αυτής της ενοποιήσεως αποτελούν και τα σποραδικά ευρήματα με διατάξεις συμβόλων που χαράσσονται σε διαφορετικά υλικά, ξύλο, πέτρα ή πηλό. Τέτοια ευρήματα αναφέρονται μέχρι στιγμής από το Δισπηλιό και τα Γιαννιτσά, αλλά βρίσκουν τα ανάλογά τους σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων αυτή την εποχή. Η έρευνα τα αποκαλεί συνοπτικά «γραφή», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γνωρίζουμε πως τα σύμβολα είχαν συγκεκριμένη φωνητική αξία. Ωστόσο, όλα αυτά τα αρχαιολογικά αντικείμενα δεν πρέπει να θεωρηθούν ανταλλάξιμα αγαθά τα ίδια, αλλά μάλλον χρησίμευαν ως σύμβολα της ανταλλαγής.
Τα πραγματικά ανταλλάξιμα αγαθά διαφεύγουν από την αρχαιολογική έρευνα: υφάσματα, τροφή αλλά και άνθρωποι, με τη μορφή εξωγαμικών ανταλλαγών. Διαφεύγει επίσης η έμφυλη διάσταση αυτών των δικτύων, ο ρόλος των γυναικών και των ανδρών στον οικισμό και στην κίνηση των δικτύων, όπως άλλωστε και στις διαδοχικές μεταβολές της νεολιθικής κοινωνικής πραγματικότητος. Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο «κοσμοπολιτισμός» της εποχής δεν διαρκεί πολύ: καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της 5ης και στην αρχή της 4ης χιλιετίας π.Χ., τα ίχνη των νεολιθικών εγκαταστάσεων σχεδόν χάνονται.
Σε οικισμούς όπως το Μάνδαλο και οι Σιταγροί, διαπιστώνεται μακροχρόνια εγκατάλειψη, που διαρκεί αρκετούς αιώνες, ενώ οι γνωστές θέσεις που ανήκουν στην εποχή αυτή, είναι λίγες. Το Μεγάλο Νησί Γαλάνης στη λεκάνη της Πτολεμαΐδος αποτελεί μία τέτοια θέση, που ερευνήθηκε πρόσφατα. Αναμφίβολα πρόκειται για μία δραματική μεταβολή της διατάξεως και της μορφής των οικισμών, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν κατανοούμε ακόμη. Όπως συχνά καταλήγουν οι αρχαιολογικές ανασυνθέσεις, για το θέμα αυτό χρειάζεται πολύ περισσότερη και συστηματικότερη έρευνα.
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η σημερινή εικόνα για την Παλαιολιθική Εποχή της Μακεδονίας είναι πολύ περιορισμένη και αποσπασματική. Οι έρευνες για την εποχή αυτή άρχισαν τη δεκαετία του 1960, όταν ανακαλύφθηκε τυχαία ένα απολιθωμένο ανθρώπινο κρανίο στο σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, που απέχει οδικώς 60 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη και βρίσκεται στο Βουνό Κατσίκα (υψ. 642 μ.), στους δυτικούς πρόποδές του και σε ύψος 250 μ. Η σπηλιά λέγεται «Κόκκινες πέτρες», αλλά είναι πιο γνωστή ως «Σπήλαιο των Πετραλώνων» από το όνομα του Χωριού Πετράλωνα, που απέχει μόλις 1.000μ.
Το σπήλαιο είναι πολύ μεγάλο (η επιφάνειά του είναι 8.600 τ.μ) και αποτελείται από μεγάλους θαλάμους ύψους 8 – 10 μ., που επικοινωνούν μεταξύ τους με στενές στοές και περικλείει ωραιότατους σταλακτίτες διαφόρων μορφών και σχημάτων. Λευκοί η κοκκινωποί σχηματισμοί που μοιάζουν με κοράλλια, δαντελωτές κολόνες, μανιτάρια, κλαδιά δένδρων διακοσμούν ολόκληρο το σπήλαιο. Το απολιθωμένο κρανίο που βρέθηκε το 1960 ήταν σκεπασμένο σχεδόν ολόκληρο από σταλαγμιτικό υλικό.
Ο προσεκτικός καθαρισμός του επέτρεψε να γίνουν λεπτομερείς παρατηρήσεις και μετρήσεις και να συγκριθεί με άλλα γνωστά κρανία του Homo Erectus και του Homo Sapiens που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη της γης. Θεωρήθηκε ότι είναι μία μεταβατική μορφή από το Ηοmo Έρευνες στο Ηοmο Sapiens. Η κρανιακή του κοιλότητα έχει όγκο 1.190 – 1.210 κ.εκ. Έρευνες Ελλήνων και ξένων ειδικών απέδειξαν ότι το κρανίο αυτό, που είναι το καλύτερα διατηρημένο κρανίο προανθρώπου, που βρέθηκε μέχρι σήμερα -και γι’ αυτό πολύτιμο απόκτημα της επιστήμης- είναι 260.000 ετών.

Η μοναδικότητα του κρανίου είχε ως αποτέλεσμα να γίνει μια σειρά εργασιών μέσα και έξω από το σπήλαιο. Σε προκαταρκτικά δημοσιεύματα που ακολούθησαν γίνεται λόγος για λίθινα και οστέινα εργαλεία, ωστόσο δεν υπάρχει γι’ αυτά συγκεκριμένη εικόνα. Το κύριο ωστόσο εύρημα για μια παλαιολιθική θέση, και κατ’ εξοχήν αντικείμενο μελέτης για τους ειδικούς, είναι τα εργαλεία και σύνολα από πελεκημένη πέτρα που ονομάζονται λιθοτεχνίες.
Δυστυχώς η έρευνα, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, της εποχής αυτής στη Μακεδονία μας δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε ως παλαιολιθικά μόνο τρία λίθινα εργαλεία, τα οποία πιθανολογείται ότι προέρχονται από την περιοχή των Γρεβενών. Το πρώτο εργαλείο είναι ένας χειροπέλεκυς από πράσινο τραχύτη μήκους 15,3 εκ., με αμυγδαλόσχημο περίγραμμα, ακατέργαστη βάση και αδρή κατεργασία στις πλευρές. Θεωρείται τυπικός χειροπέλεκυς της Αρχαιότερης Παλαιολιθικής. Το δεύτερο εργαλείο είναι μια διπρόσωπη φυλλόσχημη αιχμή, μήκους 8 εκ., που χρονολογήθηκε στη Μέση Παλαιολιθική.
Το τρίτο είναι μία αιχμή τεχνικής Λεβαλλουά, μήκους 7,8 εκ., που χρονολογήθηκε επίσης στη Μέση Παλαιολιθική. Τα λιγοστά αυτά ευρήματα δείχνουν ότι η Μακεδονία, όπως και όλη η Ελλάδα, κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή. Το γεγονός ότι στον περίγυρό της υπάρχουν άφθονα παλαιολιθικά ευρήματα μας πείθει ότι η σημερινή πολύ περιορισμένη εικόνα που έχουμε για την εποχή αυτή στη Μακεδονία οφείλεται κυρίως στην απουσία συστηματικής έρευνας.
OΥΡΑΝΟΠΙΘΗΚΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ
Ιστορικό
Η παρουσία απολιθωμένων θηλαστικών ζώων στην ευρύτερη κοιλάδα του Αξιού ποταμού ήταν γνωστή από τις αρχές τού προηγούμενου αιώνα. Τα πρώτα απολιθώματα συλλέχθηκαν από το Γάλλο γεωλόγο C. Arambourg, που ως αξιωματικός του Γαλλικού στρατού, έφθασε στην περιοχή 1915 – 16, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο C. Arambourg, αναγνώρισε αμέσως την παρουσία απολιθωμάτων κοντά στα χωριά Ν. Μεσημβρία, Βαθύλακκος, Αγιονέρι και Δυτικό.
Με τη βοήθεια των στρατιωτών του έκανε μια συλλογή απολιθωμάτων, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού, και το 1929 μαζί με τον J. Piveteau δημοσίευσαν μελέτη με τίτλο “Les Vertebres du Pontien de Salonique”. Το 1973 το Εργαστήριο Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) σε συνεργασία με τα Εργαστήρια Παλαιοντολογίας Σπονδυλωτών του Πανεπιστημίου Paris VI και αργότερα του Πανεπιστημίου του Poitiers άρχισαν μια σειρά ερευνών και συλλογής απολιθωμάτων στην κοιλάδα του Αξιού ποταμού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Οι νέες έρευνες στην περιοχή οδήγησαν στην εύρεση περισσότερων από είκοσι (20) νέων απολιθωματοφόρων θέσεων. Η συλλογή απολιθωμάτων τα 30 αυτά χρόνια είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πλούσιου αρχείου απολιθωμάτων θηλαστικών του Α. Μειοκαίνου. Όλα τα απολιθώματα, που συλλέχθηκαν, βρίσκονται στο Εργαστήριο Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας του Α.Π.Θ. και αποτελούν μια πολύ καλή συγκριτική συλλογή με σαφή στρωματογραφική βάση και χρονολόγηση. Η έρευνα, και συλλογή στην περιοχή συνεχίζεται και συνεχώς βρίσκονται νέα και ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τις πανίδες θηλαστικών του Α. Μειοκαίνου (10-5 εκ. χρόνια).
Απολιθωμένες Πανίδες της Κοιλάδας του Αξιού
Η απολιθωμένη πανίδα της κοιλάδας του Αξιού ποταμού περιλαμβάνει κυρίως θηλαστικά ζώα. Εκτός των θηλαστικών έχει διαπιστωθεί η παρουσία, ερπετών και πτηνών, αλλά τα ευρήματα τους είναι ελάχιστα. Η πανίδα των θηλαστικών αποτελείται από μια πλούσια σύνθεση διαφόρων ομάδων και ειδών ζώων. Οι μαστόδοντες, προβοσκιδωτά ζώα παρόμοια με τους ελέφαντες αφθονούν και περιλαμβάνουν διάφορα είδη. Οι ρινόκεροι είναι άφθονοι και γνωστοί με τρία είδη. Τα ιππάρια, τριδάκτυλα άλογα, αφθονούν στην πανίδα και σ΄ ορισμένες απολιθωματοφόρες θέσεις αποτελούν το 25-30% της συλλογής.
Οι καμηλοπαρδάλεις είναι συχνές και περιλαμβάνουν μικρόσωμες και μεγαλόσωμες μορφές. Οι αντιλόπες και γαζέλες παρουσιάζονται με μια ποικιλία γενών και ειδών, που είναι ιδιαίτερα άφθονα στις πανίδες. Το ποσοστό τους στη σύνθεση των πανίδων ξεπερνά μερικές φορές το 70%. Τα σαρκοφάγα αν και εμφανίζονται με μικρό αριθμό απολιθωμάτων σε σχέση με τις άλλες ομάδες εντούτοις παρουσιάζουν μια ποικιλία ειδών με πολύ μικρόσωμες μορφές (μεγέθους ικτίδας) μέχρι πολύ μεγαλόσωμες (ύαινες, μαχαιρόδοντες).
Πέραν αυτών των σχετικά γνωστών ζώων υπάρχουν και ορισμένα άλλα, όπως τα αγκυλοθήρια (μεγαλόσωμα, φυτοφάγα ζώα), ο ορυκτερόποδας (προγονική μορφή του σημερινού μυρμηγκοφάγου), ο ύστριξ (μια μορφή σκαντζόχοιρου με επιμήκη αγκάθια), καθώς και μερικές μορφές τρωκτικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρουσία πρωτευόντων θηλαστικών, όπως είναι οι πίθηκοι και τα ανθρωποειδή. Το γένος Μεσοπίθηκος (Mesopithecus) είναι ιδιαίτερα άφθονο στην πανίδα και έδωσε πολύ καλά και σημαντικά ευρήματα.
Το πιο σημαντικό όμως εύρημα πρωτευόντων με παγκόσμια σημασία είναι το ανθρωποειδές Ουρανοπίθηκος ο μακεδονικός (Ouranopithecus macedoniensis) για το οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω. Η χρονολόγηση των απολιθωμένων πανίδων γίνεται με δύο τρόπους είτε συγκριτικά μ΄ άλλες και με βάση το εξελικτικό στάδιο, που βρίσκονται, τοποθετούνται χρονικά, είτε απόλυτα με φυσικές μεθόδους. Η μελέτη και σύγκριση των απολιθωμένων πανίδων της κοιλάδας του Αξιού ποταμού έδειξε ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικής ηλικίας πανίδες.
Η πανίδα της Ν. Μεσήμβριας είναι η παλαιότερηκαι χρονολογείται στα 8 – 10 εκ. χρόνια περίπου, η πανίδα του Βαθύλακκου στα 7 – 8 εκ. χρόνια περίπου και η πανίδα του Δυτικού στα 6 – 7 εκ. χρόνια περίπου. Όλες περιλαμβάνουν παρόμοιες ομάδες ζώων, αλλά τα είδη είναι διαφορετικά στις διάφορες πανίδες και επιτρέπουν το διαχωρισμό τους.
Η »Χαράδρα της Βροχής»
Το 1973 μια ομάδα επιστημόνων, που ερευνούσε μια ρεματιά στην περιοχή της Ν. Μεσήμβριας, δέχθηκε μια πολύ δυνατή βροχή. Για την αντιμετώπισή της σταμάτησε σε κάποια δένδρα στο βάθος της ρεματιάς και σε κάποιες προεξοχές των πετρωμάτων στα πρανή της. Μετά το τέλος της καταιγίδας ξεκίνησαν και πάλι την έρευνα και μετά από λίγη ώρα διαπίστωσαν, κοντά στη θέση που βρίσκονταν, την παρουσία ορισμένων απολιθωμένων οστών. Μεταξύ των πρώτων απολιθωμάτων που βρήκαν ήταν και η κάτω γνάθος ενός ανθρωποειδούς.
Μετά από αυτό ονόμασαν την απολιθωματοφόρα θέση «Χαράδρα της Βροχής» και το ανθρωποειδές «Ουρανοπίθηκος ο Μακεδονικός», θεωρώντας ότι τους ήλθε ως δώρο από το Μακεδονικό ουρανό. Στα επόμενα χρόνια συνεχίστηκαν οι έρευνες στη «Χαράδρα της Βροχής» και οδήγησαν στην εύρεση πολλών υπολειμμάτων του Ουρανοπιθήκου. Το 1989 σε μια άλλη ρεματιά της περιοχής κοντά στο χωριό Ξηροχώρι βρέθηκε το κρανίο του Ουρανοπιθήκου ένα πολύ σημαντικό και παγκόσμιας σημασίας εύρημα.
Τέλος, το 1990 διαπιστώθηκε η παρουσία του Ουρανοπιθήκου σε μια απολιθωματοφόρο θέση κοντά στο χωριό Νικήτη της Χαλκιδικής. Πρόκειται για την άνω και κάτω γνάθο ενός γηραίου ατόμου. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι ο Ουρανοπίθηκος έζησε σ΄ όλο το χώρο της Μακεδονίας κατά το Αν. Μειόκαινο και ίσως να είχε και ευρύτερη εξάπλωση στην περιοχή.
Χαρακτηριστικά και Σημασία του Ουρανοπιθήκου
Ο Ουρανοπίθηκος ο Μακεδονικός ήταν ένα ανθρωποειδές σχετικά μεγάλου μεγέθους (είχε το μέγεθος ενός θηλυκού γορίλλα), που το βάρος του υπολογίζεται σε 70 κιλά περίπου. Οι γνάθοι του ήταν ισχυροί με ισχυρούς μύες, που δείχνουν ότι έτρωγε σχετικά σκληρή τροφή. Τα χαρακτηριστικά του είναι πρωτόγονα (ισχυρός προγναθισμός, μεγάλα υπερόφρυα τόξα, μεγάλοι κυνόδοντες, σχετικά παράλληλες οδοντοσειρές κ.ά.).

Ταυτόχρονα όμως συγκριτικά με τα ανθρωποειδή που ζουν σήμερα (γορίλλας, χιμπατζής, ουρακοτάγκος) παρουσιάζεται πιο εξελιγμένος και πλησιέστερα προς τον Αυστραλοπίθηκο Αφαρένσις (Aurstalopithecus afarensis) μια μορφή που έζησε πριν 3,2 – 3,7 εκατ. χρόνια στην Αφρική και έδωσε το γένος Homo(άνθρωπος). Η μελέτη και σύγκριση μιας σειράς χαρακτηριστικών τουΟυρανοπιθήκου με τα αντίστοιχα των απολιθωμένων και ζώντων ανθρωποειδών έδειξε ότι ο Ουρανοπίθηκος μπορεί να θεωρηθεί ως μια προγονική μορφή των Αυστραλοπιθήκων και του ανθρώπου.
Η ηλικία του Ουρανοπιθήκου υπολογίστηκε με παλαιομαγνητικές μεθόδους και βρέθηκε ότι είναι ~ 9,5 εκ. χρόνια. Η ηλικία αυτή συμφωνεί με τα νέα δεδομένα της μελέτης του DNA που θεωρούν ότι ο διαχωρισμός μεταξύ ανθρωποειδών και πιθήκων χρονολογείται ως μεγαλύτερος των 10 εκ. χρόνων. Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι ο πρόγονος του ανθρώπου βρίσκεται μέσα στην ομάδα των Μειοκαινικών ανθρωποειδών και ο Ουρανοπίθηκος φαίνεται ότι ταιριάζει καλλίτερα προς τη μορφή αυτή. Η ομάδα του Ουρανοπιθήκου εξελικτικά έδωσε τους κλάδους των σύγχρονων ανθρωποειδών (γορίλλας, χιμπατζής), καθώς και τον κλάδο των Αυστραλοπιθήκων και του ανθρώπου.
Δυστυχώς η μη εύρεση μέχρι σήμερα σκελετικών υπολειμμάτων του Ουρανοπιθήκου δεν επιτρέπει τη γνώση της μορφολογίας του σκελετού του και του τρόπου κίνησής του. Το πάχος της αδαμαντίνης των δοντιών, η ισχυρή μασητική δομή των γνάθων και η μικροτριβή των δοντιών του Ουρανοπιθήκου δείχνουν ότι έτρωγε σχετικά σκληρή τροφή. Τέτοιου είδους τροφή συναντάται κυρίως σε σχετικά ξηρά περιβάλλοντα, σε αντίθεση με μαλακή τροφή (φρούτα, φρέσκα φύλλα και βλαστοί) που συνήθως είναι άφθονοι σε υγρά και θερμά περιβάλλοντα (τροπικό δάσος).
Η μελέτη και σύγκριση της συνοδής πανίδας που βρέθηκε μαζί με τον Ουρανοπίθηκο,έδειξε ότι αντιπροσωπεύει μια πανίδα ανοικτού τύπου με περιόδους ξηρασίας και βροχοπτώσεων, παρόμοια με τις πανίδες των σημερινών υποτροπικών περιοχών. Ο Ουρανοπίθηκος ήταν αναγκασμένος να τρέφεται με ρίζες, βολβούς, ξηρούς καρπούς και χόρτα που είχαν σκληρούς βλαστούς και φύλλα (αγροστώδη). Για το λόγο αυτό τα δόντια του είχαν παχιά αδαμαντίνη, που αντέχει στην τριβή. Μόνο στην περίοδο των βροχοπτώσεων υπήρχε πιο μαλακή τροφή για μικρό χρονικό διάστημα.
Πριν περίπου 9 εκ. χρόνια το κλίμα στη Μεσόγειο άλλαξε και έγινε ακόμη πιο ξηρό με αποτέλεσμα την εξαφάνιση του Ουρανοπιθήκου και άλλων παρόμοιων ανθρωποειδών που έζησαν στην περιοχή. Ο Ουρανοπίθηκος ζούσε σε μικρές ομάδες, όπως οι σημερινοί γορίλλες, με αρχηγό το κυρίαρχο αρσενικό. Το τελευταίο ήταν υπεύθυνο για την ανεύρεση τροφής, νερού και την προστασία της ομάδας. Στη διάρκεια της ημέρας η ομάδα μετακινείτο για να βρει τροφή και το βράδυ διανυκτέρευε πάνω στα δένδρα για να προστατεύεται από τα σαρκοφάγα, που ήταν ιδιαίτερα άφθονα και επικίνδυνα (μαχαιρόδοντες, ύαινες, αίλουροι).
Ο ουρανοπίθηκος είναι ένα από τα σπουδαιότερα παλαιοανθρωπολογικά ευρήματα του Ελλαδικού χώρου και πιστεύεται ότι η συνεχιζόμενη έρευνα θα φέρει στο φως και άλλα ευρήματα του Ουρανοπιθήκου, τα οποία θα μας επιτρέψουν να γνωρίσουμε την πλήρη μορφολογία του ανθρωποειδούς αυτού και τον τρόπο βάδισής του.
TO KPANIO TΩN ΠETPAΛΩNΩN
Ιστορικό
Το σπήλαιο των Πετραλώνων βρίσκεται κοντά στο χωριό Πετράλωνα, περίπου 50 km από τη Θεσσαλονίκη στις παρυφές του βουνού «Kατσίκα». Το σπήλαιο δημιουργήθηκε μέσα στους τεφρούς ασβεστολίθους του A. Iουρασικού. Η ύπαρξη του σπηλαίου ήταν άγνωστη μέχρι το 1959, όταν ομάδα κατοίκων του χωριού Πετράλωνα στην προσπάθειά τους να βρούν νερό, ανακάλυψαν το σπήλαιο. ‘Ενα χρόνο μετά την ανακάλυψη του σπηλαίου μια ομάδα κατοίκων του χωριού μπήκε στο σπήλαιο για να το εξερευνήσει.
Μεταξύ των ευρημάτων ήταν και το κρανίο του ανθρώπου καλυμμένο πλήρως από σταλαγμιτικό υλικό. Οι κάτοικοι ειδοποίησαν το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το κρανίο παρελήφθη από τους Καθηγητές Π. Kόκκορο και A. Kανέλλη και μεταφέρθηκε στο Mουσείο του Eργαστηρίου Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Πολλοί ερευνητές, επισκέπτονται κάθε χρόνο το Εργαστήριο για να μελετήσουντο κρανίο, που αποτελεί ένα παγκόσμιας σημασίας εύρημα..
Τα Ευρήματα του Σπηλαίου των Πετραλώνων
Μετά την ανακάλυψη του σπηλαίου έγιναν συλλογές απολιθωμάτων και σήμερα υπάρχει μεγάλος αριθμός. Τα απολιθώματα αυτά ανήκουν σε διάφορα ζώα κυρίως θηλαστικά, αλλά υπάρχουν και πολλά υπολείμματα πτηνών. Τα απολιθώματα του σπηλαίου έχουν διαφορετική προέλευση. Σημαντικός αριθμός αυτών ανήκει σε ζώα, που χρησιμοποιούσαν το σπήλαιο ως κατοικία (αρκούδες, ύαινες, νυχτερίδες), αλλά υπάρχουν και απολιθώματα ζώων, που αποτελούσαν την τροφή των παραπάνω, όπως ελάφια, άλογα, βοοειδή, αγριόχοιροι, καθώς και ζώων, που μεταφέρθηκαν από το νερό και αποτέθηκαν μέσα στο σπήλαιο.
Η απολιθωμένη πανίδα του σπηλαίου περιλαμβάνει διάφορα θηλαστικά ζώα, όπως αρκούδες και ύαινες, που είναι ιδιαίτερα άφθονες. Επίσης, τα απολιθώματα των νυχτερίδων αφθονούν, ενώ έχουν βρεθεί και απολιθώματα διαφόρων τρωκτικών και πτηνών. Από τα φυτοφάγα ζώα,που αποτελούσαν την τροφή των διαφόρων σαρκοφάγων, που ζούσαν στο σπήλαιο,έχουν βρεθεί απολιθώματα αλόγων, βοδιών, βισώνων, ελαφιών, αγριόχοιρων και ρινόκερων.
Μορφολογικά Χαρακτηριστικά του Κρανίου
Το κρανίο των Πετραλώνων είναι πολύ καλά διατηρημένο και αποτελεί παγκοσμίως ένα από τα καλλίτερα διατηρημένα της χρονικής περιόδου που αντιπροσωπεύει. Χαρακτηρίζεται από παχιά οστά του κρανίου, έντονα υπερόφρυα τόξα με πολλές αεροφόρες κοιλότητες, σχετικά επίπεδο μετωπικό, μικρό προγναθισμό, πλατύ ρινικό άνοιγμα και μικρή σχετικά αναθόλωση του κρανίου. Ο όγκος της εγκεφαλικής του κάψας υπολογίζεται σε 1200 cm3 περίπου. Ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του κρανίου (παχιά οστά, μεγάλο ινιακό όγκωμα, επίπεδο μέτωπο) είναι πρωτόγονα και μοιάζουν με εκείνα των πλέον εξελιγμένων μορφών του Ηοmo erectus (Άνθρωπος ο όρθιος).
Άλλα χαρακτηριστικά του κρανίου, όπως το μεγάλο ρινικό άνοιγμα, είναι πιο εξελιγμένα και είναι παρόμοια των Νεαντερταλίων. Για το λόγο αυτό το κρανίο των Πετραλώνων θεωρείται ότι ανήκει στις μεταβατικές μορφές από το Homo erectus στο Homo sapiens (Άνθρωπος ο έμφρων). Η ομάδα αυτή των ανθρωπιδών είναι γνωστή ως «Πρώιμοι Homo sapiens».

Ηλικία του Κρανίου
H χρονολόγηση του κρανίου των Πετραλώνων βασίστηκε στο ίδιο το κρανίο δεδομένου ότι η ακριβής θέση εύρεσής του δεν μπορεί να προσδιοριστεί και η πανίδα, που το συνόδευε, δεν είναι γνωστή. Με βάση τα δεδομένα αυτά ο προσδιορισμός της ηλικίας του κρανίου μπορεί να γίνει συγκριτικά με άλλα γνωστής ηλικίας ευρήματα με τα οποία παρουσιάζει παρόμοια μορφολογικά χαρακτηριστικά και βρίσκονται στο ίδιο εξελικτικό στάδιο. Η κάλυψη του κρανίου με σταλαγμιτικό υλικό είναι επίσης ένα στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό της ηλικίας του, δεδομένου ότι μπορεί να χρονολογηθεί με απόλυτες μεθόδους.
Η μορφολογική σύγκριση του κρανίου έδειξε μεγάλη ομοιότητα με το κρανίο του Βrοken Hill (Αφρική), το οποίο χρονολογείται στις 2.000.000 χρόνια. Χρονολογήσεις που έγιναν στο σταλαγμιτικό υλικό του κρανίου έδωσαν ηλικίες 196.000 ±  40.000 και 260.000 χρόνια. Με βάση τα παραπάνω το κρανίο των Πετραλώνων ανήκει στις μορφές του τέλους του Μ. Πλειστοκαίνου ή των αρχών του Α. Πλειστοκαίνου με μια ηλικία 200.000 χρόνων περίπου.
ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (10η – 7η χιλ. π.Χ.)
Θεωρείται μεταβατική περίοδος και τοποθετείται μετά το τέλος της Νεότερης Παλαιολιθικής και πριν από την αρχή της Νεολιθικής. Παραμένει προς το παρόν άγνωστη στη Μακεδονία.
Η Νεώτερη Προϊστορία
Η έρευνα δεν έχει καταλήξει ακόμη για τις ακριβείς διαδικασίες που είναι υπεύθυνες για τους μετασχηματισμούς που χαρακτηρίζουν την επόμενη μακρά περίοδο, την οποία συμβατικά ονομάζουμε Εποχή του Χαλκού (3.500 – 1.100 π.Χ.) στη Μακεδονία. Οι ραγδαίες μεταβολές που παρατηρούνται στην οικονομία και την κοινωνική οργάνωση στην Κρήτη και την Πελοπόννησο αλλά και στις Κυκλάδες, οδηγούν τις κοινωνίες εκείνες σε μία εκρηκτική αύξηση της ιεραρχίας και της κοινωνικής πολυπλοκότητος που καταλήγει στην εμφάνιση των «ανακτορικών» πολιτισμών, όπως είχε παρατηρήσει από την δεκαετία του 1970 ο Colin Renfrew.
Στη Μακεδονία, ωστόσο, αυτό δεν είναι ορατό. Οι πληθυσμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού συνεχίζουν να κατοικούν στις νεολιθικές εγκαταστάσεις ή επανεγκαθίστανται σε παλαιότερες νεολιθικές τούμπες, όπως στο Μάνδαλο και στους Σιταγρούς. Παράλληλα, πολλοί οικισμοί που είχαν κατοικηθεί στη Νεώτερη Νεολιθική και είχαν ήδη εγκαταλειφθεί, δεν επανιδρύονται και η αρχή τουλάχιστον της περιόδου σημειώνει μία γενική κάμψη στον αριθμό των οικισμών. Στην περιοχή του Λαγκαδά, για παράδειγμα, ο αριθμός των θέσεων μειώνεται κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, αλλά ανακάμπτει μέχρι το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Στο τέλος της Εποχής του Χαλκού ο αριθμός των θέσεων αυξάνεται ιδιαίτερα, ενώ η Εποχή του Σιδήρου εμφανίζει μία υψηλή πυκνότητα θέσεων που όμοιά της δεν υπήρξε ξανά, ούτε καν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου. Ανάλογη μείωση των οικισμών εμφανίζεται και στην Ανατολική Μακεδονία, καθώς η γενική εικόνα που διαθέτουμε, αν και είναι σε μεγάλο βαθμό ελλιπής και αποσπασματική, δηλώνει μία δραστική μείωση του πληθυσμού σε σχέση με την ακμή της Νεώτερης Νεολιθικής.
Πριν όμως εξαγάγουμε συμπεράσματα για ενδεχόμενα ιστορικά γεγονότα, καλό είναι να θυμηθούμε ότι ήδη ολόκληρη η 4η χιλιετία π.Χ. αντιπροσωπεύει μία περίοδο πληθυσμιακής υφέσεως, που διαδέχθηκε την κατάρρευση του εκτεταμένου δικτύου των νεολιθικών εγκαταστάσεων και ανταλλαγών ανάμεσα σε περιοχές, σε συμπληρωματικά μικροπεριβάλλοντα και παραγωγικές δυνατότητες. Η ουσιαστικότερη, ωστόσο, αλλαγή που παρατηρείται αυτή την εποχή, είναι η κυριαρχία των οικισμών με μορφή τούμπας.
Όλες οι εκτεταμένες, επίπεδες θέσεις έχουν ήδη εγκαταλειφθεί, ενώ ακόμα και οι μεγαλύτερες σε έκταση θέσεις συρρικνώνονται τώρα στα όρια μιας αισθητά μικρότερης τούμπας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Μεσημεριανή Τούμπα του νομού Θεσσαλονίκης, στην οποία η παλαιότερη νεολιθική εγκατάσταση περιορίζεται στο δυτικό μέρος του αρχικού νεολιθικού οικισμού, καταλαμβάνοντας έκταση μόλις έξι στρεμμάτων και συνεχίζει να κατοικείται και να υψώνεται σε όλη τη διάρκεια της περιόδου. Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, το μακεδονικό τοπίο αποκτά πολλά από τα γνώριμά του σήμερα Προϊστορικά χαρακτηριστικά.
Η σημασία της κυριαρχίας των οικισμών με τη μορφή της τούμπας πρέπει να αξιολογηθεί σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οργανώσεως, που αποδίδονται σε αυτή την πολεοδομική μορφή του οικιστικού χώρου. Όπως είχαμε δει, η διαμόρφωση του τούμπας θεωρείται ως το αποτέλεσμα της παρουσίας του «οίκου», παρουσία που συνεπάγεται κάποια έμφαση στη διάρκεια και στη συνέχεια των διακριτών νοικοκυριών που συναποτελούν τον οικισμό. Η πορεία αυτή φαίνεται τώρα να έχει συντελεσθεί και οι μορφές οργανώσεως του χώρου, που προηγουμένως έδιναν έμφαση στην κοινοτική συλλογικότητα, φαίνεται να εγκαταλείπονται οριστικά.
Αντίθετα, υπάρχουν οι ενδείξεις ότι την εποχή αυτή οι «οίκοι» και τα «νοικοκυριά» τους κυριαρχούν απόλυτα, σε βαθμό που φθάνουν να εκπροσωπούν ή και να υποκαθιστούν το σύνολο της κοινότητος. Έτσι, εμφανίζονται κοινοτικά έργα, εμφανή ιδιαίτερα στις προχωρημένες φάσεις της Εποχής του Χαλκού, που αποκλειστικό σκοπό έχουν να ενισχύσουν την ισχύ των «οίκων» της κοινότητος, καθιστώντας την περισσότερο απτή και αποδίδοντάς της μία κυρίαρχη θέση στο τοπίο, ανυψώνοντας σκόπιμα τον γήλοφο, στο σύνολό του.
Από την άλλη πλευρά, αρχιτεκτονήματα όπως το «καμένο σπίτι» των Σιταγρών, εικονίζουν με εύγλωττο τρόπο αυτή την κυριαρχία, την οποία στη νεολιθική περίοδο συναντούμε προδρομικά μόνον στα γνωστά «μέγαρα» του Διμηνίου και του Σέσκλου της Θεσσαλίας. Μεγάλα κεντρικά κτίρια, στα οποία κυριαρχούν οι αποθηκευτικοί χώροι και οι χώροι καταναλώσεως τροφής (εστίες, σιροί κτλ.), φανερώνουν μία επιδίωξη οικονομικής αυτονομίας που δεν είναι τυχαία.
Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να λάβουμε υπόψη μας την απουσία της γραπτής διακοσμημένης λεπτής κεραμικής και την υποκατάστασή της από μονόχρωμες αδιακόσμητες κατηγορίες. Πολλές κεραμικές τεχνολογίες κατασκευής, διακοσμήσεως και όπτησης της κεραμικής, που είναι γνωστές από την έκρηξη της κεραμικής παραγωγής στη Νεώτερη Νεολιθική, εκλείπουν την περίοδο αυτή και η παραγωγή περιορίζεται σε σκοτεινόχρωμα αγγεία καθημερινής χρήσεως, μαγειρικής και αποθηκευτικά. Μόνο κατά τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. θα εμφανισθεί ξανά κεραμική γραπτή με ανάλογα χαρακτηριστικά.
Αυτή η σημαντική μεταβολή δεν είναι απαραίτητο να συνδέεται με μετακινήσεις προϊστορικών «λαών» και άλλες εξωτερικές, βίαιες ανακατατάξεις του πολιτισμικού χάρτη της Μακεδονίας, ούτε πρέπει να συσχετίζεται με την «πολιτισμική πτώση» ή την «αποτελμάτωση» ή ανάλογες αξιολογικές περιγραφές. Η γραπτή κεραμική της Νεολιθικής αντιπροσωπεύει ένα αντικείμενο υψηλής κοινωνικής ορατότητος, κατασκευασμένο για την προσφορά της τροφής και την δημόσια κατανάλωση σε συνθήκες ανοιχτής κοινωνικότητος.
Η παρουσία και η χρήση της σ’ αυτό το πλαίσιο επιδιώκει να τονίσει την αξία που η κοινωνία αποδίδει στην αναδιανομή της τροφής και -κατ’ επέκταση- στην αμοιβαιότητα, συνιστώντας έτσι έναν κεντρικό ιδεολογικό μηχανισμό. Αυτή η κοινωνική λειτουργία είναι και ο βαθύτερος λόγος που η συγκεκριμένη μορφή του υλικού πολιτισμού αποκτά αυτή την εξέχουσα θέση στις Νεολιθικές κοινότητες. Η ανάδυση του «νοικοκυριού», όμως, σημαίνει απομάκρυνση από την ιδεολογία της αναδιανομής, καθώς ενισχύει την αποθησαύριση και την αυτοδυναμία, όπως άλλωστε τεκμηριώνεται και από τις εκτεταμένες αποθήκες που συνοδεύουν τα οικήματα.
Η κατανάλωση της τροφής μεταφέρεται στον «ιδιωτικό» χώρο, όπως πιστοποιούν οι εστίες και οι κατασκευές προετοιμασίας της τροφής, όπου η συλλογική αναδιανομή δεν είναι ούτε εφικτή ούτε απαραίτητη και μάλλον ούτε επιθυμητή. Η συλλογική κατανάλωση μετατρέπεται έτσι σε ιδιωτική φιλοξενία και τα σκεύη αποκτούν διαφορετικό προορισμό. Στο πλαίσιο της ιδιωτικής φιλοξενίας, ο νεολιθικός κοινόχρηστος χαρακτήρας των σκευών δεν μπορεί να προσφέρει ιδιαίτερο κύρος στον οικοδεσπότη.
Αντίθετα, τα προσωπικά αντικείμενα που ανήκουν μόνο στα μέλη του οίκου και επιδεικνύονται σε κατάλληλες περιστάσεις, μεταφέρουν στους τρίτους ισχυρά μηνύματα κύρους και κοινωνικής υπεροχής. Με τον τρόπο αυτόν τα «νοικοκυριά», τονίζοντας τη σημασία των «προσωπικών» αντικειμένων- τεχνουργημάτων που μπορεί κανείς να φέρει επάνω του, αναδιοργανώνουν την κοινωνική -και την οικονομική- πραγματικότητα προς όφελός τους και στη διαδικασία αυτή χρησιμοποιούν και μετασχηματίζουν τον υλικό πολιτισμό, που παρακολουθεί και στηρίζει αυτή την πραγματικότητα.

Η δήλωση κοινωνικών μηνυμάτων αμοιβαιότητος μεταβάλλεται σταδιακά σε δήλωση μηνυμάτων ισχύος, τα οποία εκφράζονται από την ίδια την παρουσία και τη μορφή των «οίκων» μέσα στο πλαίσιο του ήπιου ανταγωνισμού τους, ενώ η κεραμική περιορίζεται στην απλή χρηστική της λειτουργία. Ορισμένα σχήματα, ωστόσο, της κεραμικής φαίνεται να σχετίζονται με νέες συνήθειες ατομικής καταναλώσεως, όπως με την κατανάλωση κρασιού, για την παρασκευή του οποίου έχουμε ενδείξεις στο Ντικιλί Τας ήδη από το τέλος της Νεολιθικής.
Κάνοντας λόγο για την Εποχή του Χαλκού, κυρίαρχη είναι η άποψη ότι η παρουσία του μετάλλου, με την αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων που αυτό επιφέρει, είναι η κινητήρια δύναμη της κοινωνίας. Και αυτή η άποψη είναι κληρονομιά της αρχαιολογίας του Μεσοπολέμου και του Gordon Childe. Ωστόσο, στην περιοχή της Μακεδονίας, όπως άλλωστε και της Νότιας Ελλάδος, η έρευνα αποδεικνύει ότι η είσοδος των χάλκινων τεχνουργημάτων στο κοινωνικό σύστημα δεν γίνεται από τη μεριά της παραγωγής, όπου δεν παίζουν ενδεχομένως κανέναν απολύτως ρόλο, παρά μόνον προς το τέλος της περιόδου, αλλά από τη μεριά της κοινωνικής δομής.
Όπως είδαμε παραπάνω, τα χάλκινα τεχνουργήματα, ως «προσωπικά» αντικείμενα, εμπλέκονται στον ανταγωνισμό των «οίκων» και χρησιμοποιούνται μεταφορικά ως τεκμήρια της επιτυχίας, της δυνάμεως και της εξουσίας της συλλογικής ταυτότητος του οίκου και των μελών του. Για τον λόγο αυτόν αποκτούν ιδιαίτερη συμβολική αξία, όπως αποδεικνύει μία εγχάρακτη στήλη αυτής της εποχής στη Σκάλα Σωτήρος της Θάσου: Σε χαμηλό ανάγλυφο εικονίζεται ανθρώπινη μορφή που φορά περιδέραιο και κρατά στο δεξί χέρι εγχειρίδιο. στη μέση της έχει περασμένον διπλό πέλεκυ, ενώ ένα δόρυ ακουμπά λοξά στην περιοχή του στήθους.
Χωρίς αμφιβολία, τα αντικείμενα αυτά αποτελούν ισχυρά σύμβολα, που τονίζουν το κύρος και την κοινωνική καθώς και την οικονομική ισχύ του προσώπου ή του «οίκου» που σχετίζεται με την στήλη. Ανάλογη σημασία έχει και το σύνολο των χάλκινων τεχνουργημάτων, που αποθησαυρίσθηκαν σε λάκκο στα Πετράλωνα της Χαλκιδικής και βρέθηκαν τυχαία την δεκαετία του 1970. Για τον άτυχο ιδιοκτήτη τους τα αντικείμενα αυτά πρέπει να είχαν ιδιαίτερα μεγάλη αξία.
Το ζήτημα της κοινωνικής πολυπλοκότητος και της δημιουργίας κοινωνικής ασυμμετρίας είναι, επομένως, κεντρικό για την Εποχή του Χαλκού, χωρίς καθόλου αυτό να σημαίνει ότι οι προγενέστερες κοινωνικές μορφές ήταν απαλλαγμένες από αυτές τις όψεις της κοινωνικής δυναμικής. Ανάλογες τάσεις είναι πάντα παρούσες. απλώς μεταβάλλεται το περιεχόμενο και η μορφή τους. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ο συγκεκριμένος τρόπος, με τον οποίο η μεταβολή αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Εποχής του Χαλκού και ο ρόλος των «οίκων» και των μελών τους, που αναδύονται ως διακριτές κοινωνικές μονάδες.
Κάποια εικόνα προς την κατεύθυνση αυτή μπορούμε να σχηματίσουμε από τα νεκροταφεία της εποχής, ορισμένα από τα οποία έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά, χωρίς ωστόσο να έχουμε ακόμη τις τελικές τους δημοσιεύσεις. Στο νεκροταφείο του Αγίου Μάμαντος Χαλκιδικής, οι ταφικές πρακτικές ποικίλλουν σε χαρακτήρα και πολυπλοκότητα από ταφή σε ταφή, τονίζοντας την ιδιαιτερότητα (είναι τολμηρό να πούμε την προσωπικότητα;) κάθε νεκρού. Ανάλογες γενικές διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν και για τα νεκροταφεία των τύμβων, που έχουν αρχίσει να εντοπίζονται στη Χαλκιδική.
Παρ’ όλες όμως τις ενδείξεις από διάφορες όψεις του υλικού πολιτισμού, οι λεπτομέρειες της πορείας προς την κοινωνική πολυπλοκότητα και τη διαστρωμάτωση εξακολουθούν να παραμένουν ελάχιστα κατανοητές, καθώς η έρευνα και στον τομέα αυτόν έχει μεγάλα κενά, ιδιαίτερα για τις πρώιμες φάσεις, κρίσιμες από την άποψη του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η θέση του Καστανά στην ανατολική όχθη του Αξιού, καλύπτει χρονολογικά την 3η χιλιετία και είναι μία από τις θέσεις αυτής της περιόδου που έχουν ερευνηθεί συστηματικά. Ωστόσο, οι πρώιμες φάσεις του οικισμού δε διασώζουν αρκετά στοιχεία και η εικόνα είναι σε μεγάλο βαθμό ελλειπτική.
Σε άλλες θέσεις της Κεντρικής Μακεδονίας, όπως η Άσσηρος στη λεκάνη του Λαγκαδά και η Τούμπα της Θεσσαλονίκης, που αποτελούν δύο από τις μεγαλύτερες τούμπες της Κεντρικής Μακεδονίας, όταν περάσουμε στη 2η χιλιετία π.Χ., οι ενδείξεις για την εμφάνιση κοινωνικής πολυπλοκότητος γίνονται σημαντικά περισσότερες. Στην Άσσηρο του Λαγκαδά, κατά τον ΙΔ΄ και ΙΓ΄ αιώνα π.Χ., οργανωμένοι αποθηκευτικοί χώροι κατελάμβαναν μεγάλο μέρος του οικισμού. Στους χώρους αυτούς φυλάσσονταν μεγάλες ποσότητες δημητριακών που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, υπερέβαιναν κατά πολύ τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού του οικισμού.
Ένα συμπαγές πήλινο άνδηρο και ένας διπλός τοίχος κατασκευασμένος με την τεχνική κασεμάτ ανακατασκευάζονταν συχνά, διατηρώντας το απότομο πρανές της πλαγιάς του γηλόφου, ενώ η εσωτερική διάταξη του οικισμού παρέμενε η ίδια παρ’ όλες τις ανακατασκευές. Η τούμπα Θεσσαλονίκης, ένας γήλοφος με ύψος επιχώσεων σχεδόν 23 μέτρα, έχει ανάλογη διαμόρφωση, αν και αντιπροσωπεύει μία θέση πολύ μεγαλύτερη σε διαστάσεις.
Σε κάποια στιγμή κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, στο μέσον περίπου της πλαγιάς του γηλόφου κατασκευάσθηκε -και εδώ με την τεχνική κασεμάτ- ένας ιδιαίτερα μεγάλος τοίχος, που περιέβαλε την τούμπα. είχε πλάτος 6 μέτρα και ύψος μεγαλύτερο από 3 μέτρα. Ποιά ήταν η λειτουργία αυτών των μεγάλων κατασκευών, δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί. Για ορισμένους μελετητές είναι απλά οχυρώσεις. φαίνεται όμως πιθανότερη μία συνθετώτερη ερμηνεία, η οποία, χωρίς να αποκλείει την οχύρωση, αναζητά τη σημασία τους στη σκόπιμη πρόθεση να τονισθεί το ύψος του οικισμού.
Μία κεντρική διάσταση αυτής της χωροταξικής συμπεριφοράς έχει ήδη αναλυθεί με αφορμή τις νεολιθικές τούμπες της Μακεδονίας και για την περίοδο που συζητάμε, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να μην ισχύει κάτι ανάλογο. Οπωσδήποτε γίνεται φανερή εδώ η πρόθεση των κατοίκων των μακεδονικών γηλόφων της Εποχής του Χαλκού να τονίσουν την εξέχουσα θέση που κατέχουν στο τοπίο, σε σχέση με τους υπολοίπους οικισμούς της περιοχής, γεγονός που δεν μπορεί παρά να μεταφέρει μηνύματα ισχύος και κυριαρχίας προς τις άλλες κοινότητες και να εντάσσεται σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού και, ενδεχομένως, επιθετικότητος.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι όλες οι θέσεις της εποχής αυτής δεν έχουν ανάλογα χαρακτηριστικά, δηλαδή δεν έχουν το μεγάλο ύψος και τις απότομες παρειές που θεωρούμε ότι είναι το αποτέλεσμα των μεγάλων αναλημματικών έργων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι οικισμοί της εποχής αυτής ήταν οργανωμένοι σε ιεραρχικές διατάξεις, στις οποίες κεντρική θέση κατείχε ένας οικισμός, έδρα πιθανότατα των ισχυροτέρων «οίκων». Η απουσία αναλημματικών έργων στον Καστανά, για παράδειγμα, έχει αποδοθεί στην περιφερειακή θέση του οικισμού σ’ αυτή την τοπική ιεραρχία, το κέντρο της οποίας πρέπει να αντιπροσώπευε η επιβλητική τούμπα του Αξιοχωρίου, μερικά χιλιόμετρα βορειότερα.
Σύμφωνα με την μαρτυρία της Ασσήρου, τα δίκτυα αυτά πρέπει να είχαν έντονα συγκεντρωτικό οικονομικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο του οποίου η κοινωνική αναδιανομή του προϊόντος περνά τώρα στον έλεγχο μιας πολύ μικρότερης, αλλά ισχυρής ομάδος. Εάν λοιπόν οι νεολιθικές τούμπες είναι, όπως τις χαρακτηρίσαμε, μνημεία του ανταγωνισμού των «οίκων», οι τούμπες της Εποχής του Χαλκού είναι πραγματικά μνημεία της τελικής επικρατήσεως των «οίκων» -και αργότερα ενδεχομένως ενός «οίκου», του ισχυροτέρου- που επιβάλλονται στο τοπίο και στις υπόλοιπες θέσεις της άμεσης περιοχής τους.
Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι την εποχή αυτή διαμορφώνονται κάποιες μικρές τοπαρχίες, με τοπική ασφαλώς εμβέλεια, πρόδρομοι ωστόσο κάποιων μορφωμάτων που καταγράφονται πολύ αργότερα από τους αρχαίους ιστορικούς ως ηγεμονίες. Παρόλο που οι ενδείξεις της κοινωνικής μεταβολής πιστοποιούν μία κοινωνία που σταδιακά εντάσσεται στον ευρύτερο περίγυρο, η καθημερινή πραγματικότητα των κατοίκων δεν μεταβάλλεται δραματικά σε σχέση με τις προηγούμενες χρονικές περιόδους.
Η ζωή στις τούμπες της Μακεδονίας της Εποχής του Χαλκού ακολουθεί τους παλαιούς ρυθμούς και η παρουσία του εμπορίου ή της ανεπτυγμένης βιοτεχνίας που γνωρίζουμε από τους πολιτισμούς της Νότιας Ελλάδος της ίδιας περιόδου -δομές οικονομικές, απαραίτητες για την στήριξη μιας ανερχόμενης αριστοκρατίας- δεν φαίνεται να παίζουν εμφανή ρόλο στις μακεδονικές θέσεις. Οι οικισμοί παραμένουν κατά βάση γεωργο-κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, που επικοινωνούν με τον γύρω κόσμο μέσα από δρόμους φυσικούς και μεταφορικούς, που έχουν αποκατασταθεί ήδη από τη Νεολιθική Εποχή.

Ακόμη και η συγκεντρωτική οικονομία που διαπιστώνεται αρχαιολογικά στην Άσσηρο, δεν είναι προσανατολισμένη, σύμφωνα με τους ειδικούς, στην παραγωγή υπερπροϊόντος και δεν καλλιεργεί μεγάλες εκτάσεις, αλλά διατηρεί μία μικρής κλίμακας εντατική γεωργία με συμπληρωματικές μεταξύ τους καλλιέργειες, σε στενή σύνδεση με την κτηνοτροφία, αγροτικές τεχνικές και πρακτικές που έρχονται από πολύ παλιά. Η χρήση του χαλκού, όπως ήδη είδαμε, είναι ιδιαίτερα περιορισμένη ακόμα και στις προχωρημένες φάσεις της Εποχής του Χαλκού, ενώ βασικές παραγωγικές εργασίες, όπως ο θερισμός και η άροση, εξακολουθούν να γίνονται με τις πανάρχαιες τεχνολογίες του λίθου.
Τέλος, άγνωστα παραμένουν τα πολύτιμα τεχνουργήματα και η πολυτελής, σχεδόν «αστική», ζωή. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η μυκηναϊκή κεραμική, που κάνει την δειλή εμφάνισή της είτε με αγγεία που προέρχονται από τη Νοτιότερη Ελλάδα, είτε με τοπικές απομιμήσεις. Η πρώτη κεραμική αυτού του είδους εμφανίζεται στην Τορώνη της Χαλκιδικής και είναι σύγχρονη με τους κάθετους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών. Η κεραμική αυτή, που είναι περιορισμένη, είναι αναμφίβολα εισηγμένη. Κεραμική σύγχρονη της ΥΕΙΙΙ (ΙΓ΄ – ΙΒ΄ αιώνας) σταδιακά γίνεται συχνότερη και είναι συνήθως τοπική απομίμηση.
Για πρώτη φορά στη Μακεδονία διαπιστώνεται η χρήση κεραμικού τροχού για την κατασκευή αυτών των αγγείων. Η τεχνολογία της νέας κεραμικής αντιπροσωπεύει μία σημαντική προσθήκη στις παραδοσιακές μακεδονικές τεχνικές, οι οποίες εξακολουθούν να παράγουν χειροποίητα και όχι τροχήλατα αγγεία και να χρησιμοποιούν την όπτηση σε ανοιχτή φωτιά και όχι σε κλίβανο. Οι υπόλοιπες τεχνολογικές λεπτομέρειες όπως, για παράδειγμα, εκείνες που σχετίζονται με τις βαφές και με το είδος του πηλού, προσθέτουν ενδιαφέρουσες όψεις στον χαρακτηρισμό της νέας τεχνολογίας.
Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι αν οι τοπικές απομιμήσεις παράγονται συγκεντρωτικά σε λίγα κέντρα που ιδρύονται στη Μακεδονία ή αν παράγονται σε κάθε οικισμό χωριστά, από τεχνίτες που γνωρίζουν είτε έχουν μάθει τις νέες τεχνολογίες της κεραμικής. Ειδικές αρχαιομετρικές αναλύσεις, που έχουν πραγματοποιηθεί με αφορμή τις ανασκαφές της Ασσήρου και της τούμπας Θεσσαλονίκης.
Έχουν δείξει ότι η τεχνολογία παραγωγής της κεραμικής αυτής είναι ελάχιστα τυποποιημένη σε όλα τα χαρακτηριστικά της, πράγμα που δεν υποστηρίζει την ερμηνεία της συγκεντρωτικής παραγωγής, αλλά περισσότερο την ύπαρξη ενός αριθμού μικρών κέντρων, από τα οποία το καθένα εφαρμόζει διαφορετικές συνταγές παραγωγής κεραμικής. Αυτή την εικόνα της ανομοιομορφίας δεν τη συναντούμε σε άλλες περιοχές, που συνήθως αποκαλούνται «Μυκηναϊκές περιφέρειες» και στις οποίες έχει εφαρμοσθεί ανάλογη αναλυτική προσέγγιση.
Πρόκειται, λοιπόν, για την μεταφορά στις Μακεδονικές κοινότητες ενός στοιχείου του Μυκηναϊκού υλικού πολιτισμού, το οποίο όμως κάθε κοινότητα το κατασκευάζει με διαφορετικό τρόπο, συχνά διαφορετικό και μέσα στα όρια της ίδιας κοινότητος. Το σύνολο της κεραμικής αυτής, μιμήσεις και εισαγωγές, δηλώνει αναμφίβολα ότι στο δίκτυο των επικοινωνιών της περιοχής βρισκόταν και η Νότια Ελλάδα. Ποιός όμως ήταν ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο αυτής της επικοινωνίας, δεν γνωρίζουμε ακριβώς.
Οπωσδήποτε, θα βοηθούσε στην κατανόηση του φαινομένου να μην υιοθετήσουμε εξ αρχής εύκολες ερμηνείες, όπως για παράδειγμα τον αποικισμό και την εγκατάσταση «Μυκηναίων» και των «εμπορείων» τους, για τα οποία δεν έχουμε καμία σοβαρή αρχαιολογική ένδειξη, παρ’ όλες τις αρχαιολογικές έρευνες και τις ανασκαφές που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες, ούτε καμία επιβεβαίωση από τα πορίσματα της αναλυτικής έρευνας, που μόλις είδαμε παραπάνω.
Για να κατανοήσουμε τη σημασία της μεταφοράς αυτού του στοιχείου του Μυκηναϊκού υλικού πολιτισμού στις τούμπες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού της Μακεδονίας, θα πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα από μια περισσότερο ανθρωπολογική σκοπιά, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ο υλικός πολιτισμός είναι καταρχήν μία σειρά αντικειμένων, τα οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν σε συγκεκριμένες συνθήκες και για συγκεκριμένους σκοπούς.
Το παράδειγμα της εκλείψεως της γραπτής λεπτής κεραμικής στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, που ήδη αναφέρθηκε, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε γενικότερα ότι τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού ενσωματώνονται στις κοινωνικές πρακτικές και τις ακολουθούν καθώς αυτές μετασχηματίζονται, αντί να επιβάλλουν εκείνα κάποιο σταθερό πολιτισμικό περιεχόμενο που εμείς τους αποδίδουμε και το οποίο υποτίθεται ότι έχουν.
Είναι πιθανόν ότι η Μυκηναϊκή κεραμική έπαιζε κεντρικό ρόλο σε επεισόδια κοινωνικής καταναλώσεως τροφής στις Μακεδονικές τούμπες. Η κεντρική σημασία της ενσωματώσεως της κατανάλωσης της τροφής στις κοινωνικές πρακτικές έχει συζητηθεί από πολλούς ερευνητές τα τελευταία χρόνια -με διάφορες αφορμές και σε διαφορετικά πολιτισμικά και χρονολογικά πλαίσια- και θεωρούμε ότι ανάλογες τελετές θα πρέπει να συνέβαιναν και στις μακεδονικές τούμπες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
Σε αντίθεση με τις δημόσιες Νεολιθικές τελετές, ένα σαφές δείγμα των οποίων αποκαλύφθηκε με λεπτομέρεια στον Μακρύγιαλο της Πιερίας, οι τελετές εδώ πρέπει να ελάμβαναν χώρα στο εσωτερικό των «οίκων», κάτι ανάλογο με τα συμπόσια που οργανώνονταν στα Μυκηναϊκά μέγαρα της Νότιας Ελλάδος, φυσικά εκεί σε εντελώς διαφορετική κλίμακα και με ακραία «ανακτορική» εκζήτηση, όπως μπορούμε να κρίνουμε από τα σκεύη που τα συνόδευαν. Πρόκειται δηλαδή για «ιδιωτικές» τελετές, στις οποίες ο διοργανωτής επιδιώκει να αποκτήσει κύρος και κοινωνικό κεφάλαιο επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του στον έμφυλο κοινωνικό ανταγωνισμό.
Η Μυκηναϊκή κεραμική αντικαθιστά τις τοπικές χειροποίητες διακοσμημένες κατηγορίες αγγείων προσφοράς και καταναλώσεως τροφής, η οποία σταδιακά μειώνεται. Αυτό συμπεραίνεται από τα σχήματα των Μυκηναϊκών αγγείων που ανήκουν αποκλειστικά στις κατηγορίες αυτές και από την περιορισμένη παρουσία τους στα κεραμικά σύνολα, δεδομένα που δείχνουν ότι η κεραμική αυτή ποτέ δεν είχε τον κύριο ρόλο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, οι οποίοι συνέχιζαν να μαγειρεύουν, να τρώνε και να αποθηκεύουν στα αγγεία της δικής τους παραδόσεως.
Στον κοινωνικό ανταγωνισμό, όμως, τα «εξωτικά» αγγεία που προέρχονταν ή μιμούνταν την Μυκηναϊκή πολυτέλεια των ηγεμόνων του Νότου, προσέφεραν αναμφίβολα πρόσθετη αίγλη στον ιδιοκτήτη τους, έστω και αν, όπως οι αναλύσεις δείχνουν, είχαν κατασκευασθεί από τεχνίτες της άμεσης περιοχής. Το τέλος της Εποχής του Χαλκού συνδέεται συνήθως από τους ερευνητές με μετακινήσεις πληθυσμών και φύλων και άλλα παρεμφερή φαινόμενα, που ωστόσο είναι δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να αποδειχθούν από την αρχαιολογική έρευνα, όπως ήδη συζητήσαμε στην εισαγωγή.
Αντίθετα, η αρχαιολογική μαρτυρία παρέχει πληθώρα στοιχείων που πιστοποιούν τη συνέχεια αυτών των μικρών τοπαρχιών, που είχαν διαμορφωθεί στη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού και κατά τους επόμενους αιώνες. Η μορφή των οικισμών αλλά και η θέση τους παραμένει ταυτόσημη και τα οικήματά τους, όπως καταδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία το παράδειγμα της τούμπας Θεσσαλονίκης, συνεχίζουν να κατοικούνται χωρίς διακοπή ή να ανοικοδομούνται στο ίδιο σημείο.
Μοναδική σαφής και αναμφισβήτητη μεταβολή αυτή την εποχή είναι η αύξηση του πληθυσμού των οικισμών, ο οποίος, καθώς δε χωρά στον μικρό χώρο της κορυφής των γηλόφων, απλώνεται στη βάση τους, δημιουργώντας για πρώτη φορά εκτεταμένους και πυκνά οικοδομημένους οικισμούς όπως, για παράδειγμα, στην τούμπα Θεσσαλονίκης ή στο Αξιοχώρι. Στο τοπίο εμφανίζεται μία αύξηση των οικισμών, ορισμένοι από τους οποίους καταλαμβάνουν για πρώτη φορά κορυφές των ημιορεινών περιοχών και εποπτεύουν τα χαμηλότερα σημεία.

Ίσως αυτό που αρχαιολογικά παρατηρούμε, να αντιπροσωπεύει αναδιοργανώσεις στα όρια και στις περιοχές των μικρών τοπαρχιών και την δημιουργία περιφερειακών ηγεμονιών, που γρήγορα καταλαμβάνουν το τοπίο. Η εξάπλωση των νεκροταφείων των τύμβων στη Βεργίνα και στον ημιορεινό Όλυμπο μπορεί να σηματοδοτεί ένα τέτοιο επεισόδιο συμβολικής κατοχής του τοπίου, που εντάσσεται σ’ αυτή την διαδικασία. Εννοείται ότι καθόλου δεν είναι απαραίτητο τα επεισόδια αυτά να είχαν αποκλειστικά συμβολικό χαρακτήρα.
Είναι βέβαιο ότι οι υποθέσεις αυτές χρήζουν συστηματικής ερεύνης πεδίου και βαθύτερης θεωρητικής επεξεργασίας για να τεκμηριωθούν. Σε γενικές γραμμές, η προϊστορία της Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από αργές διαδικασίες, που στο πέρασμα του χρόνου μετασχηματίζουν τις τοπικές κοινωνίες οδηγώντας τες προς τα μορφώματα που γνωρίζουμε καλύτερα από τις αναφορές των μεταγενεστέρων αρχαίων συγγραφέων. Έως ένα σημείο, είναι αναμενόμενο οι αρχαίοι συγγραφείς να δίνουν έμφαση στα χαρακτηριστικά εθνοτικής και φυλετικής κινητικότητος που τους ήταν περισσότερο οικεία, επειδή ταίριαζαν με τον τρόπο που προσελάμβανε τον κόσμο η εποχή τους.
Τις μακρές διάρκειες και τις συνέχειες δεν είχαν φυσικά τον τρόπο να τις γνωρίζουν, αντίθετα από εμάς, που διαθέτουμε το εργαλείο της αρχαιολογικής έρευνας. Επεισόδια γοργών μεταβολών, που ενδιαφέρουν ίσως περισσότερο την Ιστορία, αναμφίβολα θα υπήρξαν, είναι όμως περιορισμένη η δυνατότητα της αρχαιολογικής έρευνας να τα εντοπίσει στον υλικό πολιτισμό και -πολύ περισσότερο- να τα ερμηνεύσει. Ωστόσο, στους αιώνες που ακολουθούν, σημαντικό από κάθε άποψη ιστορικό γεγονός αποτελεί η εμφάνιση στον χώρο της Μακεδονίας αποικιών των νοτίων Ελληνικών πόλεων.
Η παρουσία των οργανωμένων άστεων δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα, αναμφίβολα ανταγωνιστική για τους επί χιλιετίες αγροτικούς οικισμούς της Μακεδονίας. Οι επαφές τώρα με τη Νότιο Ελλάδα γίνονται στενώτερες μέσα σ’ έναν Ελληνικό κόσμο που σταδιακά ενοποιείται τόσο πολιτισμικά και ιδεολογικά όσο, κυρίως, οικονομικά.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (7η – 4η χιλ. π.Χ.)
Τρεις επαναστατικές κατακτήσεις σηματοδοτούν την εποχή αυτή:
  • Η καλλιέργεια της γης, η εξημέρωση των ζώων, η οργάνωση της μόνιμης κατοικίας.
  • Τα εργαλεία εξακολουθούν να γίνονται από πέτρα, αλλά ο άνθρωπος μαθαίνει να δουλεύει τον πηλό και να κατασκευάσει σκεύη καθημερινής χρήσης.
  • Η περίοδος αυτή χωρίζεται σε τρεις φάσεις: την Αρχαιότερη, Μέση και Νεότερη.
Στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια τής Νεολιθικής Εποχής ιδρύθηκε ένας σημαντικός αριθμός μόνιμων κυρίως γεωργο-κτηνοτροφικών οικισμών, που ανήκουν συνήθως στον τύπο τής τούμπας ενός χαμηλού δηλ. λόφου που δημιουργήθηκε από τα υπολείμματα μιας αδιάκοπης κατοίκησης στη διάρκεια των αιώνων. Ωστόσο επιφανειακές και συστηματικές έρευνες έδειξαν ότι υπήρχαν και άλλες εγκαταστάσεις, λιγότερο ευδιάκριτες, οι οποίες δε διαφοροποιούνταν από τη μορφολογία του εδάφους. Χαρακτηριστικά αυτών των οικισμών σε σύγκριση με τις τούμπες είναι η μεγάλη έκταση και το μικρό ύψος.
Είναι ανοικτοί οικισμοί, που οφείλονται σε οριζόντια μετακίνηση των κτισμάτων κατά την ανοικοδόμηση και τα οικιστικά τους στρώματα χωρίζονται συχνό από ένα λεπτό στρώμα εγκατάλειψης. Περιβαλλοντικοί παράγοντες σχετικοί με την καταλληλότητα του εδάφους για καλλιέργεια και γειτνίαση με υδροφόρους ορίζοντες και δρόμους επικοινωνίας παίζουν ρόλο για την επιλογή του χώρου της εγκατάστασης. Η ακτίνα της ζωτικής και καλλιεργήσιμης έκτασης γύρω από έναν Προϊστορικό οικισμό κυμαίνεται από 1-5 χλμ, ενώ άλλες δραστηριότητες μπορεί να αναπτύσσονται σε απόσταση έως 10 χλμ. από τον οικισμό.
Οι λίγοι συστηματικά ανασκαμμένοι οικισμοί όπως στη Νέα Νικομήδεια, στα Σέρβια, στο Μάνδαλιο, στον Αρκαδικό Δράμας και στο Δισπηλιό της Καστοριάς συσχετισμό με τα αποσπασματικά στοιχεία που έχουμε από ένα μεγάλο αριθμό θέσεων σ’ όλη τη Μακεδονία μας δίνουν αρκετές πληροφορίες για την κοινωνική οικονομική και ιδεολογική φυσιογνωμία αυτής της εποχής. Οι οικισμοί αυτοί παρουσιάζουν μια οικονομική αυτάρκεια που στηρίζεται στη γεωργία και στην κτηνοτροφία.
Καλλιεργούν μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι, όσπρια (λαθούρι, μπιζέλια, φακή) και εκτρέφουν αιγοπρόβατα και λιγότερα Βοοειδή και Χοίρους. Τα θηράματα και οι άγριοι καρποί συμπληρώνουν τη διατροφή. Ο τύπος του σπιτιού που επικρατεί είναι ο πασσαλόπηκτος. Τα σπίτια κτίζονται ανεξάρτητα, με ξύλινους πασσάλους, πηλό, καλάμια και κλαδιά. Το σχήμα τους είναι τετράγωνο ορθογώνιο ή ελλειψοειδές ενώ χρησιμοποιούνται συχνά στο εσωτερικό τους πάσσαλοι για τη στέγαση. Οι στέγες θα ήταν πιθανόν αμφικλινείς ή τετρακλινείς από πηλό και καλάμια. Εστίες πηλόχριστες βρίσκονται στο εσωτερικό.
Σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να αποκατασταθεί η κάτοψη των σπιτιών αυτών, επειδή οι πηλόκτιστοι τοίχοι είναι διαλυμένοι και οι τρύπες των πασσάλων, που συνήθως σώζονται, δεν παρουσιάζουν συμμετρική διάταξη, επειδή αντικαθίστανται συχνά. Ενδείξεις κάποιας κοινωνικής ιεραρχίας δεν υπάρχουν. Ωστόσο σε κάποιους οικισμούς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα είδος κοινοτικής οργάνωσης. Έκφραση της ιδεολογίας και της αισθητικής αντίληψης της εποχής αποτελούν τα ειδώλια τα οποία βρέθηκαν σε πολλούς Νεολιθικούς οικισμούς.
Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των ειδωλίων, που η ερμηνεία τους παραμένει προβληματική, είναι η πολυτυπία καθώς και η φυσιοκρατική απόδοση του κάτω κυρίως κορμού σε συνδυασμό με μια αφαιρετική και σχηματική διατύπωση του πάνω τμήματος του. Μια άλλη πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τον τρόπο διαβίωσης, την τεχνολογία και την αισθητική αντίληψη των κατοίκων ενός οικισμού μας δίνουν τα αγγεία. Σκεύη καθημερινής χρήσης για το μαγείρεμα, την τροφή, το ποτό και την αποθήκευση αποτελούν το πιο κοινό και συνηθισμένο εύρημα σε μια Προϊστορική ανασκαφή.
Η Μακεδονία, σ’ όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής έδωσε αγγεία που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σε σχήματα και διακόσμηση. Τα χειροποίητα αυτά σκεύη είναι μονόχρωμα, μαύρα, κόκκινα, μερικές φορές με πολύ γυαλιστερή την επιφάνεια και λεπτά τοιχώματα ή διακοσμημένα με εγχάρακτα ζωγραφιστά μοτίβα. Παρατηρείται μεγάλη ποικιλία κεραμικών ρυθμών, οι οποίοι αποτελούν τους πρώτους δείκτες χρονολόγησης και πολιτιστικών συσχετισμών. Στοιχεία για την οικονομία και την τεχνολογία μας δίνουν τα εργαλεία, από πέτρα ή κόκαλο καθώς και τα σύνεργα της υφαντικής όπως π.χ. τα σφοντύλια και τα υφαντικά Βάρη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε μερικούς οικισμούς βρέθηκαν χάλκινα αντικείμενα ή σκεύη κατάλληλα για τη χύτευση του χαλκού. Αυτά υποδηλώνουν ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας ήδη από το τέλος της 5ης χιλ. κατεργάζονταν και χρησιμοποιούσαν, έστω και σε περιορισμένη έκταση, το χαλκό, πολύτιμη και σπάνια πρώτη ύλη για την εποχή. Τέλος θα πρέπει να τονιστεί ότι η Μακεδονία ήδη από τη Νεολιθική Εποχή δεν ήταν απομονωμένη, αλλ’ αντίθετα ενταγμένη στο πλέγμα των διαπολιτιστικών επαφών και ανταλλαγών με τους πολιτισμούς της ευρύτερης περιοχής του Αιγαίου, της Βαλκανικής και της Μ. Ασίας.
Πέρα από την παρουσία επείσακτων αντικειμένων στους Νεολιθικούς οικισμούς, αυτό επιβεβαιώνεται και από τις πρόσφατες χημικές αναλύσεις που έγιναν σε λεπίδες οψιανού και οι οποίες προσδιορίζουν την προέλευση αυτού του υλικού από τη Μήλο, την Τουρκία και τα Καρπάθια. Η καίρια γεωγραφική θέση της Μακεδονίας λοιπόν αποτέλεσε ένα σταυροδρόμι επικοινωνίας και επαφών ανάμεσα στα διάφορα πολιτιστικά ρεύματα. Κάτω από αυτές τις ποικίλες επαφές και αλληλεπιδράσεις δημιουργήθηκε στη Μακεδονική γη ένας ιδιότυπος πολιτισμός, που διαμόρφωσε τη δική του ταυτότητα.
Αρχαιότερη Νεολιθική (6.500 – 5.600 π.Χ.)
Οι ελάχιστες γνωστές θέσεις τής περιόδου συγκεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στη Δυτική Μακεδονία (ανατολικό όριο Αξιός και Θερμαϊκός). Οι περισσότερες Βρίσκονται στα οροπέδια και ελάχιστες στην υπερυψωμένη ζώνη στις υπώρειες των βουνών και ίσως δύο στην πεδινή παραλία. Συστηματική ανασκαφική έρευνα έχει γίνει στη Νέα Νικομήδεια και στον οικισμό των Γιαννιτσών Β. Στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία παντελώς σχεδόν προς το παρόν είναι η απουσία οικισμών τής Αρχαιότερης Νεολιθικής. (Στην Ανατολική Μακεδονία εικάζεται ότι ο προϊστορικός οικισμός τής Τούμπας Σερρών, που η έκτασή του υπολογίζεται σε 60.000 τμ. περίπου, θα πρέπει να είχε κατοικηθεί ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική).

Ο οικισμός τής Νέας Νικομήδειας μας δίνει τις περισσότερες πληροφορίες για την αρχιτεκτονική και την οργάνωση του χώρου κατά την περίοδο αυτή. Βρίσκεται περίπου 10,5 χλμ. ΒΑ από τη Βέροια, κοντά στο Χωριό Νέα Νικομήδεια, σ’ ένα χαμηλό έξαρμα και καλύπτει έκταση περίπου 24 στρεμμάτων. Αποκαλύφθηκαν δύο τουλάχιστον κύριες φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ενώ συμπεραίνεται και μια ακόμα φάση της Νεότερης Νεολιθικής με σποραδικά αρχιτεκτονικά λείψανα. Τα οικήματα της φάσης της Αρχαιότερης Νεολιθικής είναι τετράπλευρα με πλευρές 6 έως 8 μ. και είναι κατασκευασμένα με πασσάλους και στοιβακτό πηλό, με στέγες από καλάμια και κλαδιά.
Τα οικήματα είναι ελεύθερα και φαίνεται ότι όταν κτισμένα γύρω από ένα κεντρικό οίκημα με μεγάλες διαστάσεις (12 x 12), που θα πρέπει κατά τον ανασκαφέα να εξυπηρετούσε κάποια κοινοτικό λειτουργία με ιερό ενδεχόμενα χαρακτήρα. Αυτό είναι πιθανό να υποδηλώνουν τα μοναδικά ευρήματα του οικήματος: 12 γυναικεία ειδώλια, μεγάλες αξίνες από νεφρίτη, πολλά εργαλεία από πυριτόλιθο και οστό κ.λ.π. Στη φάση αυτή τα όρια του οικισμού ορίζονται από δύο ομόκεντρους περιβόλους. Από την 6 φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής αποκαλύφθηκαν 8 οικήματα με 1 – 2 δωμάτια, ενώ τα όρια του οικισμού ορίζονται από μία τάφρο.
Μέσα στον οικισμό, έξω όμως από τα σπίτια βρέθηκε ένας αριθμός τάφων σε αβαθύ ορύγματα. Ραδιοχρονολογήσεις από τη Νέα Νικομήδεια τοποθετούν την αρχή της εγκατάστασης γύρω στο 6.000 π.Χ. Ο Νεολιθικός οικισμός των Γιαννιτσών εκτεινόταν στο νοτιότερο λόφο τής πόλης, στην ευρύτερη περιοχή της «Παλαιάς Αγοράς». Οι ανασκαφές στα οικόπεδα της περιοχής έφεραν στο φως τμήματα πασσαλόκτιστων οικημάτων και πλήθος μικροευρυμάτων. Οι πρώτοι κάτοικοι της Νέας Νικομήδειας κατασκεύαζαν απλές μορφές κεραμικών σκευών.
Τα αγγεία αυτά όταν χειροποίητα, καλοδουλεμένα, στιλβώνονταν και στη συνέχεια ψήνονταν ομοιόμορφα ώστε να αποκτήσουν κόκκινη ή κιτρινωπή επιφάνεια. Τα σχήματα περιλαμβάνουν ημισφαιρικά αγγεία με επίπεδες Βάσεις ή χαμηλό πόδι και μικρά δοχεία με φαρδύ λαιμό. Διάτρητες αποφύσεις εξαρτύσεως ή υποτυπώδεις λοβοί επέτρεπαν να κρέμονται ή να πιάνονται τα αγγεία ευκολότερα. Μερικά είχαν διακόσμηση γραπτή, ενώ σπάνια απαντά και η εγχάρακτη. Προσφιλέστερη είναι η διακόσμηση με ερυθρό χρώμα επάνω στο υπόλευκο ή κιτρινωπό βάθος, όπως στην Άργισσα και σε άλλες θέσεις της Θεσσαλίας.
Μερικά σκεύη της Νέας Νικομήδειας έχουν στη μία πλευρά μία πλαστική προτομή ανθρώπου. Επίσης βρέθηκαν ίνες ψάθινων καλαθιών. Στον οικισμό των Γιαννιτσών Β η κεραμική χαρακτηρίζεται από τις γραπτές κατηγορίες λευκού σε κόκκινο και κόκκινου σε κρεμ καθώς και από εγχάρακτη και εμπίεστη διακόσμηση. Χαρακτηριστική είναι η ποικιλία των εργαλείων της περιόδου αυτής, γνωστή κυρίως από τη Νέα Νικομήδεια. Περιλαμβάνονται λεπίδες μαχαιριών και δρεπάνων από χαλαζία ή πυριτόλιθο, λειασμένοι πελέκεις από ποικιλία σκληρών λίθων, οστέινα εργαλεία, όπως οπείς, βελόνες, εργαλεία στίλβωσης και σπάτουλες.
Ενδείξεις για την υφαντική τέχνη μας δίνουν αποτυπώματα υφάσματος και μάλλινα σφοντύλια για το αδράχτι. Πολυάριθμοι τύποι ειδωλίων ανθρώπων και ζώων βρέθηκαν επίσης στη Νέα Νικομήδεια. Από τα ανθρωπόμορφα ειδώλια χαρακτηριστικότερος είναι ο τύπος εκείνος όπου ο λαιμός και το κεφάλι σχηματίζονται ως ενιαίος κύλινδρος. Η μύτη είναι ραμφοειδής και τα μάτια έχουν τη μορφή σταριού. Στα Ζωόμορφα περιλαμβάνονται ένα κεφάλι μόσχου και ένας βάτραχος από στεατίτη. Χαρακτηριστική ακόμα είναι και η σειρά των πήλινων σφραγίδων.
Μέση Νεολιθική (5.600 – 5.300 π.Χ.)
Στην περίοδο αυτή οι οικισμοί εντοπίζονται σε όλη την Μακεδονία. Αλλά οι σπουδαιότερες θέσεις είναι τα Σέρβια στη Δυτική Μακεδονία, τα Βασιλικά στην Κεντρική (χωριό Βασιλικά Ν. Θεσσαλονίκης), η Δήμητρα και οι Σιταγροί στην Ανατολική. Στις επιχώσεις των Σερβίων (γήλοφος στα δεξιά όχθη του Αλιάκμονα, ΒΔ. του ομώνυμου χωριού) αντιπροσωπεύεται η Μέση Νεολιθική σ’ όλη της τη διάρκεια. Ο οικισμός ιδρύθηκε επάνω σε ύψωμα, το οποίο έλεγχε ένα από τα περάσματα που συνέδεαν τη Δυτική Μακεδονία με τη Θεσσαλία. Στις διαφορετικές φάσεις του οικισμού εντοπίσθηκαν ενδιαφέρουσες κατασκευές.
Στον τρίτο οικισμό (ανασκαφής Heurtley) εντοπίσθηκε περίγραμμα πασσαλόπηκτης οικίας πλάτους 2,80 μ. και μήκους 4 μ., ενώ στον τέταρτο οικισμό βρέθηκε τετράπλευρο ορθογώνιο κτίσμα διαστάσεων 3 x 5,6 μ. οι τοίχοι του οποίου είχαν ως βάση μια ή περισσότερες σειρές ακατέργαστων λίθων. Στις πλευρές του εφάπτονταν μικρότερες λιθοκατασκευές που εξυπηρετούσαν μάλλον οικοτεχνικές δραστηριότητες. Κυκλικές εστίες ήταν διασκορπισμένες στο χώρο, έξω από τα κτίσματα. Σε νεότερες έρευνες (Ridley-Wardley εντοπίσθηκαν στην πρώτη φάση πασσαλόπηκτες κατασκευές, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει κατασκευή επιπέδου από σανίδες.
Σε κτίσματα της τρίτης φάσης αποκαλύφθηκε υπόγειος χώρος, πιθανόν αποθηκευτικός, ενώ στην τρίτη και τέταρτη υπάρχουν ενδείξεις ορόφου. Οι στέγες των οικημάτων ήταν μάλλον δίρριχτες και στηρίζονταν, όπως βεβαιώθηκε σε μια τουλάχιστον περίπτωση, σε σειρά πασσάλων στερεωμένων μέσα σε υποδοχές κατά μήκος του κεντρικού άξονα του κτιρίου. Τα δάπεδα συνήθως κατασκευάζονταν από πηλό ή έμεναν αδιαμόρφωτα. Η διάταξη των κτισμάτων ήταν ελεύθερη στο χώρο με προσανατολισμό Κυρίως ΒΔ – ΝΑ. Ο παλαιότερος οικισμός φαίνεται ότι ορίζονταν από τάφρο.
Οι ανασκαφές στην Κεντρική Μακεδονία δεικνύουν ότι δεν θα πρέπει να υπήρχε διαφορά στα χρήση υλικών και στον τρόπο δόμησης σε σχέση με τα Δυτική Μακεδονία. Στην Ανατολική Μακεδονία, με βάση τα στοιχεία της έρευνας, οι τοίχοι των οικιών αποτελούνταν από ωμό πηλό ή πηλόπλινθους. Στη Δήμητρα (χαμηλός γήλοφος 1,5 χλμ. ΝΑ του Χωριού Δήμητρα και 100 μ. προς Α του δρόμου Σερρών Δράμας) εδράζονταν σε λίθινη υποδομή. Το πλάτος τους φθάνει τα 0,20 μ. περίπου και θα πρέπει να ενισχύονταν με πασσάλους, οι οποίοι έφεραν το βάρος της στέγης.
Το δάπεδο στο εσωτερικό των σπιτιών κατασκευαζόταν από πηλό, που έφθανε σε πάχος 0,0 5 μ. περίπου, ή από χαλίκια. Στην κεραμική, εκτός από τα μονόχρωμα, στα Σέρβια ξεχωρίζει μια μορφή της «περίτεχνης κεραμικής», ερυθρό πάνω σε υπόλευκο, «του Πρωτο-Σέσκλου της Θεσσαλίας» με γραμμικά διακοσμητικά μοτίβα, ταινίες με ασαφή περιγράμματα ή φλογόσχημα θέματα. Τα προσφιλέστερα σχήματα περιλαμβάνουν ανοικτές φιάλες με επίπεδη βάση ή υψηλό πόδι, «κύπελλα» με κατακόρυφες ταινιωτές λαβές και σφαιρικά αγγεία με κωνοειδή ή αποκλίνοντα λαιμό.
Πλούσια διακόσμηση καλύπτει την πλειονότητα των καλής ποιότητας σκευών και την εσωτερική επιφάνεια των αγγείων με ανοικτό σχήμα. Ακόμα και τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία είναι κατασκευασμένα από καλής ποιότητας πηλό και συχνά διακοσμούνται. Την κεραμική της Μέσης Νεολιθικής στην Ανατολική Μακεδονία χαρακτηρίζει η κατηγορία των αγγείων με γκριζόχρωμη στιλβωμένη επιφάνεια με ή χωρίς ραβδώσεις για διακόσμηση. Την επιφάνεια των αγγείων καλύπτει επίχρισμα που περιέχει γραφίτη.
Στο χείλος, στην τροπίδωση, στο άνω μέρος του σώματος των αγγείων ή γύρω από τις μαστοειδείς αποφύσεις αναπτύσσονται αυλακώσεις μεμονωμένες ή σε δέσμες. Παρατηρείται ακόμα εμπίεστη (αποτυπώματα νυχιών ή δακτύλων) και εγχάρακτη διακόσμηση. Στην τελευταία αυτή συχνά οι χαράξεις είναι γεμάτες με λευκόχρωμη ύλη που τονίζει τα διακοσμητικά θέματα πάνω στη συνήθως σκοτεινόχρωμη επιφάνεια. Από τα Χαρακτηριστικά σχήματα της περιόδου είναι οι τριποδικοί «βωμίσκοι» με διακόσμηση στο σώμα και στα πόδια. Ίσως τα σκεύη αυτά να είχαν κάποια ιδιαίτερη, τελετουργική πιθανόν, Χρίση. Αξιοσημείωτη είναι ακόμα η παρουσία γραπτής κεραμικής.
Λίθινα, οστέινα και πήλινα μικροαντικείμενα, εργαλεία κυρίως και κοσμήματα συγκεντρώθηκαν στις περισσότερες θέσεις. Τα ανθρωπόμορφα ειδώλια αυτής της περιόδου είναι περιορισμένα σε αριθμό. Από τα Σέρβια προέρχονται μερικά στα οποία τα άκρα και το κεφάλι αποδίδονται σχηματοποιημένα (ορισμένα είναι πτηνόμορφα). Το σώμα διακοσμείται με εγχαράξεις. Αποσπασματικά διατηρημένα ανθρωπόμορφα -γυναικεία κυρίως- ειδώλια βρέθηκαν στη Δήμητρα και στους Σιταγρούς (γήλοφος 3 χλμ. περίπου ΒΔ του Χωριού Φωτολείβος ή Σιταγροί, γνωστός και ως Τούμπα Αλιστράτης), με πλούσια εγχάρακτη διακόσμηση η οποία κάλυπτε όλο το σώμα.
Νεότερη Νεολιθική (5.300 – 3.500 π.Χ.) 
Η αρχή της χαρακτηρίζεται από πυκνότερη κατοίκηση. Στην περίοδο αυτή εντοπίσθηκε ένας μεγάλος αριθμός νέων οικισμών σ’ όλη τη Μακεδονία. Ως χώροι εγκατάστασης επιλέγονται μικρά υψώματα σε πεδινές περιοχές κοντά σε πηγές και ποταμούς. Ιδιαίτερα δε αυξημένος είναι ο αριθμός των οικισμών που συγκεντρώνονται στην πεδιάδα της Δράμας. Χαρακτηριστικοί οικισμοί της περιόδου αυτής μπορούν ν’ αναφερθούν στη Δυτική Μακεδονία τα Σέρβια, το Μάνδαλο και το Δισπηλιό, στην Κεντρική Μακεδονία τα Βασιλικά και η Όλυνθος και στην Ανατολική οι Σιταγροί, ο Αρκαδικός, το Ντικιλί Τας, το Πολύστυλο, το Καστρί Θεολόγου Θάσου.

Στα Δυτική Μακεδονία τα Σέρβια και το Μάνδαλο (γήλοφος, 1χλμ. έξω από το Χωριό Μάνδαλο, 20 χλμ. περίπου ΒΔ της αρχαίας Πέλλας) έδωσαν πληροφορίες για την αρχιτεκτονική της περιόδου, η οποία δε φαίνεται να διαφέρει από εκείνη των προηγούμενων περιόδων. Εμφανίζονται πασσαλόπηκτες κυρίως κατασκευές τόσο στα Σέρβια, στην αρχή της περιόδου, όσο και στο Μάνδαλο όπου ραδιοχρονολογήσεις τοποθετούν τη φάση στο τέλος της Νεολιθικής (4.600 – 4.000 π.Χ.). Εδώ αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο οικισμός στο τέλος της Νεολιθικής περιβάλλεται από τείχος πλάτους 2,40 μ. και ύψος 1.40 μ., που αποκαλύφθηκε σε μήκος 18 μ..
Η ύπαρξη τείχους, ασυνήθιστη στους οικισμούς της Μακεδονίας, αναμφίβολα υποδηλώνει ένα είδος κοινοτικής οργάνωσης. Στην Κεντρική Μακεδονία τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα είναι περιορισμένα. Στα Βασιλικά Βρέθηκαν υπολείμματα τοίχων από ωμά άμορφα πλιθιά και δάπεδα διαμορφωμένα με κάποια ιδιαίτερη φροντίδα καθώς πάνω στο έδαφος απλωνόταν στρώμα πηλού. Στην Όλυνθο (λόφος επίπεδος κοντά στο Χωριό Μυριόφυτο) βρέθηκαν συστάδες ορθογωνίων ή τραπεζοειδών δωματίων με τοίχους από ακατέργαστες ποτάμιες κροκάλες, δεμένες με λάσπη και ανωδομή πιθανότατα από ωμές πλίνθους.
Από δω προέρχονται και τα λείψανα κλιβάνου με πήλινο δάπεδο υπερυψωμένο επάνω από το όρυγμα της πυράς και με ίχνη αγωγών εξαερισμού, που επέτρεπαν τον έλεγχο του αέρα. Στην Ανατολική Μακεδονία οι τοίχοι των σπιτιών αποτελούνταν είτε από λίθινη κρηπίδα και πηλό (Ντικιλί Τας: χαμηλός γήλοφος λίγο Βορειότερα από το 15ο χλμ. του δρόμου Καβάλας-Δράμας) είτε από πηλό και πασσάλους (Δήμητρα, Σιταγροί, Αρκαδικός). Στο Ντικιλί Τας Βρέθηκε κεραμικός κλίβανος με ημισφαιρική στέγη και παραμορφωμένα αγγεία στο εσωτερικό του. Θεωρείται από τους παλιότερους σωζόμενους κεραμικούς κλίβανους της ΝΑ Ευρώπης.
Φούρνος με κατάλοιπα τροφής και μαγειρικά σκεύη που σώζονταν ολόκληρα βρέθηκε και στον Αρκαδικό Δράμας (χαμηλός γήλοφος, δεξιά από το δρόμο Δράμας προς Νέα Αμισό, στις παρυφές της πόλης). Στη Θάσο, στη θέση «Καστρί, στην περιοχή του Θεολόγου, αποκαλύφθηκε οικισμός σε επίπεδη κορυφή ενός οχυρού λόφου που απέχει 5 χλμ. από τη Θάλασσα. Είναι ο πιο σημαντικός ως τώρα για τη μελέτη της προϊστορίας του νησιού, από τον οποίο υπάρχει στρωματογραφημένο αρχαιολογικό υλικό. Διατηρήθηκαν αποσπασματικά δάπεδα της Ύστερης Νεολιθικής και λιθόστρωτα ίσως αυλών.
Ιδιαίτερα αξιόλογος είναι ο λιμναίος οικισμός στη λίμνη της Καστοριάς κοντά στο Δισπηλιό. Ένα πλήθος από λίθινα και οστέινα αντικείμενα, εξαίρετης κατεργασίας, καθώς και όστρακα χειροποίητης κεραμικής έχουν έλθει στο φως. Μοναδικά ευρήματα αποτελούν μία ψαράδικη Βάρκα, όμοια με τις σημερινές της περιοχής, και μία ξύλινα πινακίδα με χαραγμένα σήματα σε σειρές, χρονολογημένη από το εργαστήριο αρχαιομετρίας του «Δημόκριτου» στα 5260 π.Χ που θεωρείται από τον ανασκαφέα από τα παλαιότερα δείγματα γραφής της Ευρώπης.
Στη Δυτική Μακεδονία, στον τομέα της κεραμικής, πιο χαρακτηριστικά και συχνά είναι η μελανόχρωμη στιλβωμένη κεραμική, αρίστης ποιότητας, που πολλές φορές φέρει διακόσμηση με διάφορες τεχνικές. Συναντάται ωστόσο και γραπτή κεραμική, όπως και κεραμική με εγχάρακτη διακόσμηση. Εδώ μερικές φορές οι εγχαράξεις είναι γεμάτες με λευκή επίθετη ύλη. Η μονόχρωμη κεραμική επικρατεί και στην Κεντρική Μακεδονία, ενώ εμφανίζεται και η γραπτή (από τις χαρακτηριστικές κατηγορίες στα Βασιλικά ερυθρόχρωμη διακόσμηση σε υποκίτρινη επιφάνεια) καθώς και η εγχάρακτη σε πολύ μικρό ποσοστό.
Στην Ανατολική Μακεδονία ξεχωρίζει η γραπτή κεραμική η οποία παρουσιάζει μεγάλα ποικιλία στη διακόσμηση. Τα συνηθέστερα γραπτά θέματα αποτελούνται από πλατιές γραμμές οι οποίες ως καμπύλες η ευθείες μεμονωμένες ή σε δέσμες αναπτύσσονται στην επιφάνεια του αγγείου. Στον οικισμό του Ακροποτάμου (λόφος Αγίου Γεωργίου, 1χλμ. ΝΔ του Χωριού Ακροπόταμος) βρέθηκαν όστρακα με διακόσμηση Θεσσαλικού στυλ. Η διακόσμηση γίνεται με μελανό έως καστανό χρώμα επάνω σε κιτρινόλευκο επίχρισμα που καλύπτει την επιφάνεια του αγγείου και περιλαμβάνει σπείρες και τοξοειδή μοτίβο.
Ωστόσο κι εδώ το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνει η μονόχρωμη κεραμική, όπου διακρίνονται διάφορες κατηγορίες, όπως κεραμικά με μελανόχρωμη ή ερυθρόχρωμη λειασμένη επιφάνεια με ραβδώσεις, μελανοστεφής, με αυλακωτή ή εγχάρακτη διακόσμηση κ.α. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο πολύ συχνή είναι τώρα παρουσία πήλινων (και λίγων λίθινων) ανθρωπόμορφων, γυναικείων κυρίως, ειδωλίων. Στη Δυτική Μακεδονία αξιοσημείωτη είναι η σειρά των ειδωλίων του Μανδάλου, που παρουσιάζουν πολυτυπία (σταυρόσχημα ημικαθιστά, κυλινδρικά).
Σε ορισμένα τονίζονται ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά του φύλου, ενώ αφαιρετικά πλάθεται το πάνω τμήμα του κορμού. Κύριο Χαρακτηριστικό τους είναι η συμπλήρωση του κεφαλιού από άλλο υλικό (ακρόλιθα ειδώλια). Εκπροσωπούν τύπους μοναδικούς στο βορειοελλαδικό χώρο, που πιθανόν σχετίζονται με τη θρησκευτική ιδεολογία. Στην Κεντρική Μακεδονία η παρουσία τους είναι σποραδική. Χαρακτηριστικός ωστόσο είναι ο τονισμός των γλουτών και η σχηματοποιημένη απόδοση των άκρων. Πλούσιο υλικό έχει δώσει και η Ανατολική Μακεδονία με αντιπροσωπευτικότερο το υλικό των Σιταγρών που χαρακτηρίζεται από την ποικιλία των μορφών και τη διακόσμηση τους.
Η απόδοση των γυναικείων μορφών γίνεται συνήθως σχισματικά. Τα χέρια διπλώνονται με τη μορφή προεξοχών από τους ώμους, ενώ σε μερικές περιπτώσεις δε διπλώνονται καθόλου τα πόδια. Ενδιαφέρουσα είναι σε μερικά η πτηνόμορφη απόδοση της κεφαλής, που σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζει διαμόρφωση κόμης. Λίγα είναι τα ζωόμορφα ειδώλια της περιόδου αυτής. Από τα υπόλοιπα μικροαντικείμενα αξίζει να μνημονευτεί η παρουσία σφραγίδων και σφραγιδοκυλίνδρων με εγχάρακτη διακόσμηση καθώς και κοσμημάτων. Χαρακτηριστικές ακόμα είναι οι ορθογώνιες τράπεζες.
Χάλκινες περόνες και θραύσματα πήλινων χωνευτηρίων με ίχνη σκουριάς χαλκού από τους Σιταγρούς καθώς και λεπτά χάλκινα ελάσματα από το Μάνδαλο και ένα πήλινο Χωνευτήριο, δείχνουν την πρώιμη κατεργασία και χρήση του μετάλλου. Τα εργαλεία δεν παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση ούτε ως προς το σχήμα ούτε ως προς την ποικιλία τους, σε σχέση μ’ εκείνα τής προηγούμενης περιόδου.

ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Από το 3.000 π.Χ. και μετά ενεργό ρόλο θα παίξει μια νέα παραγωγική δύναμη, ο χαλκός (γνωστός ήδη από τις προηγούμενες, περιόδους), που θα επιφέρει μια μεγάλη πολιτιστική αλλαγή. Αυτή θα οδηγήσει σταδιακά, ιδιαίτερα στη Νότια Ελλάδα, στη δημιουργία κοινωνιών και στην ανάδειξη μιας κεντρικής εξουσίας, που αντικατοπτρίζεται στην ίδρυση των ανακτόρων, πρώτα στη μινωική Κρήτη και στη συνέχεια στη μυκηναϊκή ηπειρωτική Ελλάδα.
Η Μακεδονία στέκεται στο περιθώριο αυτών των εξελίξεων και αντιγράφει μία άλλη πορεία που η τελική φάση της σφραγίζεται με τη Μυκηναϊκή διείσδυση και την αρχή μιας άλλης εποχής, της Γεωμετρικής ή της Εποχής του Σιδήρου. Η Εποχή του Χαλκού διαρκεί από το 3.000 – 1.000 π.Χ. Ελάχιστα γνωστή είναι η μεταβατική φάση από τη Νεολιθική Εποχή στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στη Μακεδονία, όπως άλλωστε και στη νοτιότερη Ελλάδα.
Ο νεολιθικός τρόπος διαβίωσης παραμένει εδώ σχεδόν αναλλοίωτος και η αυτάρκεια της γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας των οικισμών δεν ευνοεί την ανάπτυξη ενός οικονομικού κέντρου ιδιαίτερα κατά την Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού, αν και η τελευταία είναι επίσης ελάχιστα γνωστή. Ωστόσο σημεία επαφής με τη νοτιότερη Ελλάδα και τη Βορειότερη Βαλκανική ενδοχώρα παρατηρούνται πολλά. Το εμπόριο, ιδιαίτερα με πιο παράλια του Αιγαίου αποτελεί ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά της περιόδου.
Οι οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού σε σύγκριση με τη Νεολιθική είναι λιγότεροι σε αριθμό και μικρότεροι σε έκταση, φαινόμενο που ερμηνεύτηκε ως μια γενική πληθυσμιακή συρρίκνωση. Το μεγαλύτερο μέρος των οικισμών εντοπίζεται στις ίδιες θέσεις όπου προϋπήρχαν οι νεολιθικές εγκαταστάσεις. Στην Ύστερη Εποχή Χαλκού οι οικισμοί της Κεντρικής Μακεδονίας εμφανίζονται με μεγάλη πυκνότητα σε τούμπες και είτε είναι συνέχεια οικισμών προηγουμένων φάσεων είτε πρόκειται για νέους οικισμούς.
Στην Ανατολική Μακεδονία παρατηρήθηκε ένας μεγάλος αριθμός νέων οικισμών Ύστερης Εποχής του Χαλκού και μια προτίμηση για ημιορεινές οχυρές θέσεις, Χαρακτηριστικά που εντοπίστηκαν και στη Δυτική Μακεδονία. Η κεραμική χαρακτηρίζεται από την επάνοδο στη μονοχρωμία και σε απλά σχήματα. Ιδιαίτερα δε πολυάριθμη εμφανίζεται η χονδρή αποθηκευτική κεραμική (πιθάρια) γεγονός που υποδηλώνει αλλαγή στη διαδικασία αποθήκευσης. Από τα λίγα οικιστικό λείψανα, κυρίως της 3ης χιλ., φαίνεται ότι επικρατεί και πάλι ο τύπος του πασσαλόπηκτου σπιτιού. Μεγάλη ανάπτυξη θα πρέπει να είχε η υφαντική, όπως φανερώνει η πολυάριθμη παρουσία των σφοντυλιών και των υφαντικών βαρών.
Τα εργαλεία εξακολούθησαν να γίνονται από ντόπιες πέτρες, ενώ η χρήση του χαλκού παρέμενε περιορισμένη. Τα ειδώλια δεν εμφανίζονται συχνά. Η ύστερη φάση της εποχής αυτής που στη Νότια Ελλάδα συμπίπτει με την ακμή των Μυκηναϊκών ανακτόρων, στη Μακεδονία σηματοδοτεί Μυκηναϊκή διείσδυση και τη συνακόλουθη Μυκηναϊκή επίδραση. Ο τρόπος διαβίωσης στους οικισμούς της Μακεδονίας εξακολουθεί ωστόσο να στηρίζεται στη μεικτά οικονομία. Παρ’ όλα αυτά διαπιστώνονται κάποιες αλλαγές στις καλλιέργειες, στην κτηνοτροφία και τη διατροφή. Καλλιεργούν κεχρί, ελιές, αμπέλια, ενώ αυξάνονται τα ζώα του κυνηγιού στη διατροφή.
Όσον αφορά την κοινωνική οργάνωση, η διαμόρφωση μερικών οικισμών, όπως στην Άσσηρο, στην Τούμπα Θεσσαλονίκης και στον Καστανά, δίνουν τις πρώτες ενδείξεις για κάποιας μορφής ιεραρχική, συγκεντρωτικά οργάνωση. Τα πρώτα δείγματα επικοινωνίας με το Μυκηναϊκό κόσμο σημειώνονται το 16ο αι. με την παρουσία μυκηναϊκής κεραμικής στα παράλια του Θερμαϊκού και την ανεύρεση στον Καστανά χρυσού κοσμήματος που θυμίζει παράλληλα από τις Μυκήνες.
Κυρίως όμως επείσακτη Μυκηναϊκή κεραμικά έχουμε από το 14ο αι. πράγμα που δηλώνει την επέκταση του Μυκηναϊκού εμπορίου και συγχρόνως τις άμεσες επαφές και σχέσεις των Μακεδόνων με το Μυκηναϊκό πολιτισμό. Εγκατάσταση Μυκηναΐων ωστόσο μπορούμε να υποθέσουμε μόνο στην περίπτωση των ευρημάτων που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη στον Όλυμπο.
Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3.500 – 2.200 π.Χ.)
Οικισμοί της φάσης αυτής εντοπίσθηκαν σ’ όλη της Μακεδονία: Σέρβια, Αρμενοχώρι, Μάνδαλο κ.α. στη Δυτική Μακεδονία• Καστανός, Άγιος Μάμας Χαλκιδικής, Καλίνδρια, Κριτσανά, Σέδες, Περιβολάκι, Τούμπα Θεσσαλονίκης, Βαρδαρόφτσα κ.α., στην Κεντρική• Ντικιλί Τας, Γαληψός, Σκάλα Σωτήρος Θάσου, Παράδεισος, Σιταγροί κ.α. στην Ανατολική. Σε πολύ λίγες από τις θέσεις αυτές έγιναν εκτεταμένες και συστηματικές ανασκαφές. Τα λίγα οικιστικά λείψανα της περιόδου αυτής δείχνουν ότι επικρατεί και πάλι ο τύπος του πασσαλόπηκτου σπιτιού.
Στο Μάνδαλο οι επιχώσεις της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (2.900 – 2.200 π.Χ.) έφεραν στο φως λιγοστά λείψανα πασσαλόπηκτων οικημάτων, στα οποία δεν μπορεί κανείς με σιγουριά να αποδώσει ευθύγραμμες ή αψιδωτές κατόψεις. Στον Καστανά (τούμπα δίπλα στον Αξιό ποταμό, περίπου 40 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης) η περιορισμένη έκταση του ανασκαμμένου χώρου επέτρεψε την αποκάλυψη μέρους μόνο των χτισμάτων, τα οποία είχαν τοίχους φτιαγμένους από πηλό και ενισχυμένους με πασσάλους που τοποθετούσαν σε βαθιές οπές ή επιμήκη ορύγματα κατασκευασμένα εκ των προτέρων.
Αποκαλύφθηκε τμήμα αψιδωτής οικίας, όπως και άλλων με σχήμα μάλλον τετράπλευρο. Ένα από αυτά (η οικία Α ή «οικία του Καστανά») έχει διαστάσεις περίπου 3 x 3,5 μ.. Βεβαιώθηκαν οι τρεις από τους τοίχους πλάτους περίπου 15 εκ. κατασκευασμένοι από άψητο πηλό. Από αυτούς ο δυτικός και ο ανατολικός ενισχύονταν με σειρά πασσάλων, οι οποίοι παράλληλα υποβάσταζαν τη στέγη. Στο εσωτερικό διαπιστώθηκαν διάφορες κατασκευές από πηλό. Σε μία από αυτές πιθανώς υπήρχε αργαλειός. Η είσοδος βρισκόταν στη δυτική πλευρά και ενισχυόταν με δύο ισχυρούς πασσάλους.
Η στέγη της οικίας Α προεκτεινόταν στα δυτικά και στηριζόταν σε λεπτούς πασσάλους, ώστε να προστατεύει την είσοδο από τη βροχή. Το σχήμα της στέγης, που ήταν από καλάμια και πηλό, δε διαπιστώθηκε. Στους Σιταγρούς ανασκάφηκε αψιδωτό οίκημα μήκους 8 μ. και πλάτους 5,30 μ. με εγκάρσιο διαχωριστικό τοίχο στο καμπυλόγραμμο πέρας που χώριζε το κύριο δωμάτιο από το μαγειρείο (το τμήμα προς το αψιδωτό άκρο), στο οποίο Βρέθηκαν 2 φούρνοι και 2 θήκες για μεγάλα αγγεία καθώς και άλλα σκεύη σχετικά με την παρασκευή τροφής, όπως π.χ. μυλόπετρες για το άλεσμα των δημητριακών.
Οι τοίχοι ήταν από δοκάρια ή κλαδιά επιχρισμένα με πηλό. Παρόμοια σπίτια είναι γνωστά από θέσεις της Βόρειας Χερσονήσου του Αίμου (Έζερο π.χ.) και είναι χαρακτηριστικό της Πρωτοελλαδικής ΙΙΙ και Μεσοελλαδικής περιόδου τής Νότιας Ελλάδας. Λίθινες θεμελιώσεις τοίχων και κεραμικός κλίβανος πιθανώς αυτής της εποχής, διαπιστώθηκαν στον Άγιο Μάμα (γήλοφος 1 χλμ. Β του ομώνυμου χωριού και 700μ. περίπου Ν του Χωριού Όλυνθος), ενώ ίχνη πήλινων δαπέδων και οικημάτων με ξύλινο σκελετό αναγνωρίστηκαν στα Σέρβια.
Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η περίπτωση του μικρού παράλιου τειχισμένου οικισμού στο λόφο του Προφήτη Ηλία μέσα στο Χωριό Σκάλα Σωτήρος, στη Θάσο, στην οποία επισημάνθηκαν δύο σαφείς οικοδομικές φάσεις. Ο μικρός αυτός οικισμός θυμίζει στα συνολικά του εικόνα αντίστοιχες κυκλαδικές θέσεις, όπως π.χ. την τειχισμένη θέση στην Πάνορμο της Νάξου. Σε ορισμένα σημεία του λιθόκτιστου τείχους εμφανίζεται η τύπου «ψαροκόκαλο» τοιχοδομία, που αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο τοιχοδομίας της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στην Τροία, στο Ανατολικό Αιγαίο και στον Ελλαδικό Χώρο.
Η τοιχοδομία αυτή εμφανίζεται στην αρχαιότερη φάση του περίβολου, ενώ στα νεότερα χρησιμοποιήθηκαν κροκάλες, πέτρες από το άμεσο περιβάλλον του παράλιου οικισμού σε μια πιο άτακτη και ασταθή τοιχοδομία. Λιθόκτιστα αψιδωτά οικοδομήματα βρέθηκαν στο εσωτερικό του περιβόλου και δάπεδα με μεγάλο αριθμό αγγείων αλλά και με μια σειρά από μικροαντικείμενα, όπως λεπίδες πυριτόλιθων, πελέκεις, οστέινες περόνες, Βελόνες, πήλινα σφοντύλια κ.λ.π.

Η εμφάνιση λιθόκτιστου περίβολου και λιθόκτιστων κτισμάτων στο εσωτερικό του, εντάσσει την τειχισμένη αυτή θέση της Θάσου στο γνωστό από τον Αιγιακό και Κυκλαδικό κόσμο πρότυπο των οικισμών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού με την πυκνή και αλλεπάλληλη δόμηση στο εσωτερικό ενός περιβόλου. Η κεραμική όλων των περιοχών χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στη μονοχρωμία και από τα σχετικά απλά σχήματα. Οι πλούσιοι διακοσμητικοί τύποι του μεγαλύτερου μέρους της νεότερης νεολιθικής περιόδου εξαφανίστηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Βόρεια στοιχεία εμφανίζονται στην Ανατολική Μακεδονία καθώς και σχέσεις με την Τροία, ενώ χαρακτηριστικά της Θεσσαλικής κεραμικής συναντώνται στη Δυτική. Υπάρχουν επίσης και αγγεία, σε μικρό ποσοστό, με πλαστικά, εγχάρακτα ή αυλακωτή διακόσμηση. Ιδιαίτερα πολυάριθμη είναι η χοντρή αποθηκευτική κεραμική που συχνά διακοσμείται με την τυπική Μακεδονική και Θεσσαλική τεχνική, το σάρωμα της επιφάνειας του νωπού πηλού με δέσμη από χόρτα ή καλάμια. Η ειδωλοπλαστική δεν παρουσιάζει την ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου.
Λίγα πήλινα ανθρωπόμορφα ειδώλια που βρέθηκαν στο Μάνδαλο αποδίδουν τελείως σχηματοποιημένους τύπους και θυμίζουν ειδώλια από το ΒΑ Αιγαίο και την Τροία. Συχνό εύρημα αποτελούν πήλινα αγκυρόσχημα αντικείμενα («άγκυρες») που η ερμηνεία τους είναι προβληματική, αλλά συνδέουν την Μακεδονία με την Νότια Ελλάδα. Ένα ιδιαίτερα αξιόλογο εύρημα είναι οι ανθρωπόμορφες στάλες από τον οικισμό της Σκάλας Σωτήρος, που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό του περιβόλου και αποτελούν τη αρχαιότερη λαξευμένη στον τοπικό σχιστόλιθο και στο μάρμαρο παραδείγματα μνημειακής γλυπτικής της Θάσου και του Βορειοελλαδικού Χώρου.
Αντιπροσωπεύουν την σύγχρονη Μετακυκλαδική ειδώλια γλυπτική στο Βόρειο Αιγαίο. Μία από τις στήλες είναι του τύπου Menhir από σχιστόλιθο με ανάγλυφη παράσταση πολεμιστή. Το συνολικό ύψος της είναι 1,70 εκ. και δε διασώζει το κεφάλι. Η εικονιζόμενη σε πολύ χαμηλό ανάγλυφο μορφή είναι ένας πολεμιστής με υψωμένο το αριστερό του χέρι στο στήθος, ενώ στο δεξιό κρατά μαχαίρι. Λοξό στο στήθος απεικονίζεται το δόρυ, ενώ στην πλατιά ζώνη έχει περασμένο ένα διπλό πολεμικό πέλεκυ. Ο μεγαλύτερος αριθμός των στηλών βρέθηκε εντοιχισμένος στην αρχαιότερη οικοδομική φάση του οικισμού και χρονολογείται στο 1 μισό της 3ης χιλιετίας.
Ο εργαλειακός εξοπλισμός των οικισμών παραμένει ουσιαστικά ο ίδιος μ’ εκείνον της προηγούμενης περιόδου. Εξακολουθεί η χρήση λίθινων εργαλείων από ντόπιες πέτρες και η πολυάριθμη παρουσία πήλινων σφοντυλιών και υφαντικών βαρών, που δείχνουν ότι η υφαντικά θα πρέπει να είχε μεγάλη ανάπτυξη. Η χρήση του χαλκού παρέμεινε περιορισμένη, συγκριτικά με τη Νότια Ελλάδα. Ανάμεσα στα λιγοστά μεταλλικά αντικείμενα είναι ένας χάλκινος πέλεκυς μήκους 13 εκ. από το Μάνδαλο -ο τύπος του παρουσιάζει ομοιότητες με Αιγιακούς και Βαλκανικούς- και μικρά χάλκινα αντικείμενα από τους Σιταγρούς, όπου διαπιστώθηκε κατεργασία μετάλλων.
Κατεργασία μετάλλων διαπιστώθηκε και στην Καλίνδρια (γήλοφος κοντά στην Καλίνδρια, Ν της λίμνης Δοϊράνης). Ακόμα η μεταλλειολογική μελέτη χρυσού κομβιόσχημου κοσμήματος από τον οικισμό στη Σκάλα Σωτήρος Θάσου αναγνώρισε σ’ αυτό Χαρακτηριστικά του Θασιακού Χρυσού των μεταλλείων των Κοινύρων, σημαντική ένδειξη για την ύπαρξη πρώιμης τοπικής μεταλλουργίας στη Θάσο.
Μέση Εποχή του Χαλκού (2.200 – 1.600 π.Χ.)
Η φάση που στη Νότια Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως Μέση Εποχή του Χαλκού (2.000 – 1.600 π.Χ.) στη Μακεδονία είναι ελάχιστα γνωστή. Στο Μολυβόπυργο της Χαλκιδικής (γήλοφος 6χλμ. περίπου ΝΑ του Μυριόφυτου κοντά στην ακτή) η εισαγωγή τεφρής μινυακής κεραμικής επέτρεψε να αποδοθούν ορισμένα στρώματα με βεβαιότητα σ’ αυτή την περίοδο. Κατά τη φάση αυτή (λίγο ύστερα από το 2.000 π.Χ.) πρέπει να χρονολογηθούν και τα παλαιότερα στρώματα Προϊστορικού οικισμού της Τούμπας της Ασσήρου (γήλοφος του Χωριού Άσσηρος στο λεκανοπέδιο του Λαγκαδά).
Ο πρώτος οικισμός προστατευόταν με παχύ τείχος από πηλομάζα, που ανανεωνόταν κατά διαστήματα, καθώς το ύψος του γηλόφου αύξανε. Πρόσφατα άρχισε μια νέα συστηματική ανασκαφή στην Τούμπα του Αρχοντικού Γιαννιτσών (4 χλμ. προς Α των Γιαννιτσών), όπου αποκαλύφτηκαν λείψανα κτιρίων με λίθινα θεμέλια καθώς και πασσαλόπηκτων οικημάτων. Τα τελευταία διατηρούν πολλά αγγεία στο δάπεδο τους, καθώς και εστίες, θήκες για αποθηκευτικά αγγεία κ.λ.π. Σε δύο από τα πασσαλόπηκτα αυτά οικήματα εντοπίσθηκαν και ισάριθμες ταφές νηπίων μέσα σε πιθάρια.
Οι πρώτες ραδιοχρονολογήσεις του εργαστηρίου αρχαιομετρίας του Δημόκριτου δείχνουν ότι η φάση των πασσαλόπηκτων κτιρίων χρονολογείται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και στην αρχή της Μέσης και αντιπροσωπεύεται από μελανόχρωμα στιλβωμένα σκεύη (κυρίως δίωτους σκύφους με λαιμό)• η φάση των κτιρίων με τα λίθινα θεμέλια χρονολογείται στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας δηλ. στην αρχή της Μέσης Εποχής του Χαλκού της Νότιας Ελλάδας. Χαρακτηριστικό τής φάσης αυτής είναι η ανεύρεση εγχάρακτης κεραμικής με πλούσιο θεματολόγιο. Τρίγωνα, σπείρες, πλέγματα είναι τα κύρια μοτίβα που γεμίζονται με άσπρη πάστα.
Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1.600 – 1.100 π.Χ.)
Τα στοιχεία τής αρχιτεκτονικής της περιόδου αυτής έγιναν γνωστά κυρίως από οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας στους οποίους έγιναν συστηματικές ανασκαφές. Ο οικισμός της Ασσήρου συνεχίζει να κατοικείται και στην περίοδο αυτή. Τα οικοδομήματα στην κορυφή του λόφου εδράζονταν σ’ ένα τεχνητό πλάτωμα που αντιστηριζόταν με τοίχους από ωμές πλίνθους και πηλό και ανυψωνόταν διαρκώς. Είχαν ξύλινο σκελετό νια τη στήριξη τής στέγης και τοίχους από κανονικές ωμές πλίνθους. Σχημάτιζαν μικρά ορθογώνια δωμάτια το ένα δίπλα στο άλλο. Ανάμεσά τους περνούσαν παράλληλοι δρόμοι.
Ανεξάρτητα ωστόσο σπίτια δεν αναγνωρίστηκαν. Αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι σε κάποια φάση του οικισμού γύρω στο 1.300 π.Χ. ανακαλύφθηκαν εκτεταμένες αποθήκες. Βρέθηκαν δηλ. μεγάλες ποσότητες δημητριακών και άλλων γεωργικών προϊόντων υποθηκευμένες σε πιθάρια, πλεκτά καλάθια και λάκκους, γεγονός που υποδηλώνει μια οργανωμένη και ευρείας έκτασης αποθήκευση η οποία είναι ασυνήθιστη στους προϊστορικούς οικισμούς. Όλα αυτά συμβάλλουν ουσιαστικά στην ανασύνθεση της οικονομικής οργάνωσης του οικισμού, εφ’ όσον με τη βοήθεια της παλαιοντολογίας μπορούμε να πληροφορηθούμε για τις καλλιέργειες, τη γεωργική παραγωγή καθώς και τον τρόπο αποθήκευσης.
Η ύπαρξη δε τέτοιων εκτεταμένων αποθηκών υποδηλώνει ότι στην Άσσηρο, κατά το 1.300 π.Χ., θα πρέπει να υπήρχε μια ασυνήθιστη κοινωνική οργάνωση. Ίσως ήταν η έδρα κάποιου τοπικού ηγεμόνα, που έλεγχε και συγκέντρωνε την παραγωγή της ευρύτερης περιοχής ή πιθανώς αποτελούσε το κύριο οικονομικό κέντρο της περιοχής, στο οποίο συγκεντρωνόταν και ασφαλιζόταν η παραγωγή σε κοινούς αποθηκευτικούς χώρους, όπως στην περίπτωση της Μυκηναϊκής ακρόπολης του Γλα στην Κωπαΐδα.
Αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις και συνεχή κατοίκηση από τον 14ο έως τον 8ο αι. π.Χ. παρουσιάζουν δύο ακόμα οικισμοί της Κεντρικής Μακεδονίας στους οποίους έγιναν συστηματικές ανασκαφικές έρευνες, ο Καστανός και η Τούμπα Θεσσαλονίκης. Από τα σπίτια του Καστανό ξεχωρίζει ένα μεγαροειδές οίκημα (5 x 11,30 μ.) το οποίο έχει πλήρως ανασκαφεί. Είναι κτισμένο με πασσάλους και πηλό και σχηματίζει ένα πρόδομο και έναν αψιδωτό οπισθόδομο. Μεγάλο μέρος του προδόμου χρησιμοποιήθηκε για αποθήκευση αγαθών, ενώ από το χώρο αυτό υπάρχει πρόσβαση σε μια υπόγεια αποθήκη. Στο κυρίως δωμάτιο υπήρχαν εστίες, ενώ στο δυτικό τοίχο φυλάσσονταν τα σκεύη.
Κατά την άποψη του ανασκαφέα, το κεντρικό αυτό οίκημα υποδηλώνει μια συγκεντρωτικά τάση, την πορεία δηλ. μιας οικογένειας προς την κατοχή και κυριαρχία ενός τμήματος του λόφου (οικισμού). Μία πορεία που αποτελεί μία ασθενή αντανάκλαση των πολιτικών εξελίξεων στη Νότια Ελλάδα, όπου η εξουσία επικεντρώνεται στο ανάκτορο, ενώ εδώ υποδηλώνεται πιθανόν από το αψιδωτό κτίριο. Στο τέλος του 13ου αιώνα το μέγαρο αυτό καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με άλλα μικρότερα, που αποτέλεσαν κλειστά σύνολα από μικρές οικογένειες με καθορισμένες ίσως την ιεραρχική και κοινωνική τους σχέση.
Στην Τούμπα Θεσσαλονίκης βρέθηκε επίσης αψιδωτό κτίριο μήκους 14μ. και πλάτους 5μ. Δεν είναι ανεξάρτητο, όπως στον Καστανά, αλλά συνδεόταν με 5 τουλάχιστον δωμάτια προς Α. Σχημάτιζε δηλ. ένα είδος οικοδομικού τετραγώνου 160μ2, που περιβαλλόταν από τρεις στενούς δρόμους. Δυο από τα συνδεόμενα δωμάτια εμφάνισαν μια εντυπωσιακή συγκέντρωση πιθαριών, αποθηκευτικών λάκκων και άλλων κατασκευών με παρόμοιο προορισμό, που δηλώνουν μια αποθηκευτική λειτουργία των χώρων

Επίσης στα εξωτερικά δωμάτια συγκεντρώθηκαν αντικείμενα, όπως εργαλεία υφαντικής, λίθινα και οστέινα εργαλεία που συνδέονται με οικοτεχνικές και εργαστηριακές δραστηριότητες. Στο αψιδωτό κτίριο, αντίθετα, δεν παρατηρείται ανάλογη αποθηκευτική εργαστηριακή. Εκεί βρέθηκαν μόνο πολύτιμα αντικείμενα από χαλκό, όπως εγχειρίδια, μαχαίρια, πελέκεις, περόνες και κοσμήματα.
Η παρουσία αυτού του διακεκριμένου αψιδωτού κτιρίου, που συνδεόταν με βοηθητικούς και αποθηκευτικούς Χώρους, σημαντικής έκτασης, πρέπει να υποδηλώνει μία οργάνωση πολυπλοκότερη και οικονομικά ισχυρότερη από τους σύγχρονους οικισμούς του Καστανά και της Ασσήρου, γιατί αυτοί οι οικισμοί αποτελούνταν από μικρό νοικοκυριά.
Παραμένει ωστόσο ακόμα άγνωστο, αν το αψιδωτό κτίριο στην Τούμπα αποτελούσε το μοναδικό κτίριο του οικισμού. Στρώμα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού εντοπίστηκε στη θέση «Καστρί» της Θάσου κάτω από το νεολιθικό. Εδώ βρέθηκε πασσαλόπηκτο αψιδωτό κτίριο με εγκάρσιο Χώρισμα της αψίδας (οπές στο δάπεδο). Στο εσωτερικό του υπάρχουν αγγεία και διάφορα μικροαντικείμενα μεταξύ δε άλλων όστρακα επείσακτης Μυκηναϊκής κεραμικής. Στους λόφους γύρω από τον οικισμό αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου με κτιστούς ταφικούς θαλάμους και πολλαπλές ταφές.
Εκτός όμως από τους οικισμούς πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και ορισμένα νεκροταφεία της εποχής αυτής. Στην περιοχή της Αιανής (νότια της Κοζάνης) στη Θέση Λειβάδια, αρχαίοι τυμβωρύχοι διέλυσαν κιβωτιόσχημους τάφους με πλάκες τής Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Η κεραμική που περισυλλέχθηκε έδωσε ένα σπουδαίο σύνολο αγγείων της λεγόμενης Μακεδονικής αμαυρόχρωμης κεραμικής καθώς και Μυκηναϊκά αγγεία. Η ποιότητα της γραπτής διακόσμησης και η ποικιλία των χρωμάτων και των μοτίβων της αμαυρόχρωμης κεραμικής φανερώνουν ότι ο χώρος της αρχαίας Αιανής υπήρξε ένα αξιόλογο εργαστήριο παραγωγής τέτοιας κεραμικής.
Θεωρείται δε πιθανόν ότι κατάγεται από την αμαυρόχρωμη κεραμική της Νότιας Ελλάδας και εμφανίζεται από τον 15 – 14 αιώνα στους οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας και σχεδόν ταυτόχρονα και στη Δυτική. Η παραγωγή της κεραμικής αυτής συνεχίζεται δυναμικά μέχρι τον 7ο αιώνα στην Άνω Μακεδονία μαζί με την εξίσου δυναμική παραγωγή χάλκινων κοσμημάτων και σιδερένιων όπλων. Από την άλλη πλευρά τα μυκηναϊκά αγγεία, ένα θραύσμα από στόμιο πιθαριού από τη Μεγάλη Ράχη της Αιανής με σύμβολα γραμμικής γραφής και ένα κεφάλι πήλινου Μυκηναϊκού ειδωλίου την Άνω Κώμη της ίδιας περιοχής, δείχνουν την πρώιμη διείσδυση του Μυκηναϊκού πολιτισμού στο εσωτερικό της Δυτικής Μακεδονίας.
Από την Κοζάνη το σύντομο αυτό οδοιπορικό μας στην Προϊστορική Μακεδονία θα μας μεταφέρει στον Όλυμπο, όπου μία πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα, που σχετίζεται άμεσα με το πρόβλημα της Μυκηναϊκής παρουσίας στη Μακεδονία, μας έδωσαν νεκροταφεία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (13ου αιώνα, 12ου αιώνα), με έντονο Μυκηναϊκό χαρακτήρα. Δύο βρίσκονται στους ανατολικούς πρόποδες του όρους, ενώ το σπουδαιότερο αποκαλύφθηκε στη θέση Σπάθες (υψόμ. 1.000 – 1.200 μ.) σε μια από τις ΒΔ πλαγιές του πάνω από το οροπέδιο του Αγίου Δημητρίου. Ανασκάφηκαν εδώ κιβωτιόσχημοι τάφοι, γνωστοί στην Ύστερη Εποχή του στη νοτιότερη Ελλάδα.
Τυπικά Μυκηναϊκά κτερίσματα συνόδευαν τους νεκρούς: Αγγεία, όπλα, λίθινα διάτρητα εξαρτήματα γνωστά ως κομβία, περιδέραια από διάφορα υλικά και λίθινες σφραγίδες που φοριούνταν στο στήθος ως φυλακτά. Η ομοιότητα των ταφικών εθίμων με το νότιο Ελλαδικό χώρο και η παρουσία μυκηναϊκών αγγείων και αντικειμένων στα νεκροταφεία αυτά οδήγησε στην υπόθεση μιας εγκατάστασης Μυκηναΐων σ’ αυτή περιοχή, στοιχείο πολύ σημαντικό για την ιστορία της Μακεδονίας.
Για την αμαυρόχρωμη κεραμική της περιόδου αυτής έγινε ήδη λόγος. Άλλη συνήθης κεραμική αντιπροσωπεύεται από εγχάρακτα καθώς και από ωραία καστανά στιλβωτά αγγεία, τις χαρακτηριστικές λοξότμητες πρόχους και τους σκύφους με τις διχαλωτές λαβές ή τα ηψηλόλαιμα αποθηκευτικά πιθάρια με τέσσερις κατακόρυφες λαβές. Η διακοσμημένη κεραμική των θέσεων ανατολικά του χαρακτηρίζεται από χονδροειδείς εγχάρακτους σπειρομαιάνδρους στην επιφάνεια του αγγείου, που επιστρώνονταν μετά το ψήσιμο με μια αλοιφή σαν κιμωλία, η οποία έδινε την εντύπωση συμπαγών ταινιών λευκού, κόκκινου και υπέρυθρου χρώματος.
Αυτή η τεχνική εφαρμοζόταν κυρίως σε σφαιρικά αγγεία με δύο κατακόρυφες λαβές που συγγενεύουν και ως προς το σχήμα και ως προς τη διακόσμηση με ανάλογα αγγεία της Νότιας Βουλγαρίας και της κοιλάδας του Δούναβη. Από το 14ο – 11ο αιώνα π.Χ. εντοπίζεται σε πολλές θέσεις της Μακεδονίας, από τη Θάσο και τη Χαλκιδική έως την Κοζάνη, επείσακτη μυκηναϊκή κεραμική. Τέτοιου είδους κεραμικά της τάξης του 4% περίπου Βρέθηκε και στα κτίρια της Ασσήρου, του Καστανά και της Τούμπας Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο είναι πολύ πρόωρο να υποθέσουμε εγκατάσταση Μυκηναΐων στις παραπάνω θέσεις, στηριζόμενοι μόνο στην περιορισμένη αριθμητικά παρουσία Μυκηναϊκών αγγείων. Είναι όμως φανερό ότι η ανεύρεση της επείσακτης Μυκηναϊκής κεραμικής, όχι μόνο στα παράλια της Χαλκιδικής, αλλά και στην ενδοχώρα, δηλώνει την επέκταση του Μυκηναϊκού εμπορίου και συγχρόνως τις άμεσες επαφές και σχέσεις των κατοίκων της Μακεδονίας με το Μυκηναϊκό πολιτισμό. Η επίδραση μάλιστα της Μυκηναϊκής κεραμικής ήταν τέτοια ώστε κατά το Β’ μισό του 13ου αιώνα αρχίζουν να φτιάχνουν αγγεία από ντόπιο πηλό, που μιμούνται στο σχήμα και στη διακόσμηση τα Μυκηναϊκά.
Η διακόσμηση περιορίζεται σε απλές ταινίες και κυματιστές γραμμές. Τα μεταλλικά αντικείμενα εξακολουθούν να είναι σπάνια. Περιλαμβάνονται σ’ αυτά κυρτά χάλκινα μαχαίρια, περόνες και απλές χάντρες. Η εξάπλωση όμως της χρήσης του μετάλλου επισημαίνεται από τα σημάδια που αφήνει το μαχαίρι του σφαγέα στα κόκαλα των ζώων και από την παρουσία μικρών ακονόλιθων που φαίνεται ότι φοριούνταν ως περίαπτα. Στα Τελευταία στρώματα τής εποχής αυτής στην Άσσηρο βρέθηκαν κομμάτια λίθινων μητρών για χυτές σμίλες, οπείς και ίσως μία αιχμή δόρατος.
Τα συνηθισμένα γεωργικά εργαλεία πάντως εξακολούθησαν να είναι λίθινοι πελέκεις και κοπίδες δρεπάνων από πυριτόλιθο. Οπείς και Βελόνες κατασκευάζονταν από οστά όπως και περόνες και άλλα διακοσμητικά αντικείμενα. Μυκηναϊκά ξίφη βρέθηκαν στα Γρεβενά και μαρμάρινη λαβή ξίφους νότιου τύπου στην Άσσηρο. Η αρχαιολογική σκαπάνη μέχρι τώρα έδειξε ότι η πορεία του προϊστορικού πολιτισμού της Μακεδονίας υπήρξε συνεχής, χωρίς ριζικές κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές. Η μια εποχή διαδέχεται την άλλη χωρίς τις δραματικές εξελίξεις της Νότιας Ελλάδας.
Οι κάτοικοι της Μακεδονίας παραμένουν σχεδόν σ’ όλη τη διάρκεια τής περιόδου αυτής (προϊστορικής) γεωργοί και κτηνοτρόφοι, ζώντας σε μικρές κοινότητες, πιθανόν με κάποιας μορφής κοινωνική ιεραρχία προς το τέλος της εποχής, μακριά ωστόσο από αυστηρά ιεραρχημένα ανακτορικά συστήματα. Συντηρητικοί και δεμένοι στη δική τους παράδοση συνεχίζουν για αιώνες να κτίζουν με τον ίδιο τρόπο τα σπίτια τους ή ακόμα να αναπαράγουν τους ίδιους τύπους αγγείων, όπως τα αμαυρόχρωμα.
Ακόμα και οι επιδράσεις που δέχονται από τους άλλους πολιτισμούς, και ιδιαίτερα από το Μυκηναϊκό, ενσωματώνονται μ’ ένα ιδιαίτερο και διαφορετικό τρόπο σε κάθε περιοχή, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλουν το χαρακτήρα του ντόπιου πολιτισμού, ο οποίος συνεχίζει την εξέλιξή του και στα γεωμετρικά χρόνια, για να φθάσει με τους δικούς του ρυθμούς στη χρυσή εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΉ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Από τις απαρχές της ιστορίας τους έως και σήμερα οι άνθρωποι οργανώνονται και ζουν σε θεμελιακούς κοινωνικούς σχηματισμούς μεγαλύτερους από το άτομο αλλά μικρότερους από την ευρύτερη κοινωνία – σε νοικοκυριά, οικογένειες, άλλες συγγενικές ομάδες, ομάδες συγκατοίκησης, οικιακές ομάδες. Από όλες τις κοινωνικές μικροομάδες αυτή που παρουσιάζει την εντονότερη διαχρονική και διαπολιτισμική εμφάνιση είναι το νοικοκυριό.
Η έννοια του νοικοκυριού περικλείει ταυτόχρονα μια κοινωνική ομάδα, πιθανόν, αλλά όχι απαραιτήτως, με συγγενικούς δεσμούς, το μέρος όπου αυτή η ομάδα διαμένει και το σύνολο των δραστηριοτήτων με τις οποίες ασχολείται ή στις οποίες συμμετέχει. Φυσικά, οι τύποι νοικοκυριών ποικίλουν από εποχή σε εποχή και από περιοχή σε περιοχή ανάλογα με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Ωστόσο, πολύ περισσότερο από τα τυπολογικά του χαρακτηριστικά, αυτό που βασικά οριοθετεί ένα νοικοκυριό είναι η συνεργασία των μελών του σε ένα σύνολο δραστηριοτήτων.

Οι δραστηριότητες αυτές είναι κοινωνικού, οικονομικού και ιδεολογικού χαρακτήρα και περιλαμβάνουν την παραγωγή, την εσωτερική κατανομή / αναδιανομή, αποθήκευση και κοινή κατανάλωση των προϊόντων, και τη φυσική, κοινωνική και ιδεολογική αναπαραγωγή. Παρά τις ιστορικές διαφορές στις μορφές των δραστηριοτήτων τα βασικά είδη τους εμπίπτουν στα πλαίσια του παραπάνω γενικού ορισμού, ενώ ο ρόλος και η σημασία του νοικοκυριού παραμένουν κεντρικά σε όλες τις κοινωνίες, διαπολιτισμικά και διαχρονικά.
Ουσιαστικά το νοικοκυριό είναι μια πολυδιάστατη και πολυσύνθετη κοινωνική οντότητα, μια μικροκοινωνία όπου μέσα από τη δυναμική της καθημερινής πρακτικής και συνεργασίας συναντούνται διαλεκτικά δεμένα τα χαρακτηριστικά του ευρύτερου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, του ευρύτερου πλέγματος κοινωνικών σχέσεων και πολιτισμικών θεσμών. Ως τέτοιες δυναμικές και πολύμορφες κοινωνικές οντότητες θα πρέπει να θεωρήσουμε και τα νοικοκυριά της προϊστορίας.
Πολλές φορές, επηρεασμένοι ίσως από το σύγχρονο, Δυτικό τρόπο ζωής και τη μεγάλη χρονική απόσταση που μεσολαβεί, θεωρούμε ότι τα προϊστορικά νοικοκυριά ήταν κάποιες απλοϊκές ομάδες χαλαρά δεμένες μεταξύ τους που απασχολούνταν αποκλειστικά και εξ ολοκλήρου με τη φυσική τους επιβίωση. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Η καθημερινή ζωή ήταν πολύ πιο πολύπλευρη, οι κοινωνίες πιο σύνθετες και τα νοικοκυριά πιο πολυδιάστατα, ήδη από τη Νεολιθική και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, στις οποίες επικεντρώνει το κείμενο που ακολουθεί.
Οικισμοί και Οικήματα
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των προϊστορικών οικισμών είναι η ποικιλία των τύπων, μεγεθών και θέσεών τους. Περιλαμβάνουν περισσότερο ή λιγότερο μόνιμες κοινότητες, μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης, πληθυσμού και διάρκειας, με πυκνότερη ή αραιότερη δόμηση, πάνω ή σε πλαγιές χαμηλών λόφων, σε πεδιάδες, κοιλάδες, κοντά σε ποτάμια, λίμνες (ακόμα και πάνω σε λίμνες, όπως ο λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς) ή θάλασσα.
Οι δυο βασικοί τύποι είναι:
  • Μακράς διάρκειας και πιο περιορισμένης έκτασης οικισμοί που διαμορφώνονται με το πέρασμα του χρόνου, την επάλληλη αντικατάσταση των σπιτιών και τη σώρευση επιχώσεων κατοίκησης σε υψηλούς λόφους (τούμπες) (π.χ. Μεσημεριανή τούμπα Τριλόφου Θεσσαλονίκης, με ζωή από τη Νεολιθική έως και τους ιστορικούς χρόνους και ύψος 16 μ., και τούμπα Σιταγρών Δράμας με ζωή από το 5400 – 2200 / 2000 π.Χ. και ύψος 10,5 μ.), και
  • Μικρότερης διάρκειας εκτεταμένοι επίπεδοι οικισμοί, με σχετικά αραιή δόμηση ή και κάποιες ασυνέχειες στην χρήση τους, που χαρακτηρίζονται από την οριζόντια αντικατάσταση ή μετατόπιση των σπιτιών σε κάθε οικοδομική φάση, πρακτική που συντελεί μερικές φορές στην πολύ μεγάλη συνολική έκταση των οικισμών αυτών (από 8 – 50 εκτάρια) (π.χ. Σταυρούπολη, Θέρμη και Βασιλικά Θεσσαλονίκης, Χώρος κάτω από τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, Μακρύγιαλος Πιερίας).
Αυτός ο δεύτερος τύπος οικισμού είναι ο επικρατέστερος στη Νεολιθική κεντρική Μακεδονία και φαίνεται πως οι χαρακτηριστικές τούμπες άρχισαν να δημιουργούνται από την Εποχή του Χαλκού και εξής. Ανάλογη ποικιλομορφία στο χώρο και το χρόνο παρουσιάζουν και οι κατόψεις, η εσωτερική διαρρύθμιση και η τεχνική οικοδομής των οικημάτων, παρότι σαφώς υπάρχουν αντιπροσωπευτικές τάσεις για κάθε περιοχή και περίοδο. Ένα γενικό χαρακτηριστικό είναι ότι τα κτίρια συνήθως είναι ελεύθερα στο χώρο, δηλαδή δεν έχουν εφαπτόμενους τοίχους και δε δημιουργούν πυκνά οικοδομικά συμπλέγματα, όπως, για παράδειγμα, οι οικιστικοί τύποι που προσιδιάζουν στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή.
Το αρχαιότερο μέχρι τώρα παράδειγμα οικιστικής διάταξης και μεγέθους προσφέρει ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας Βέροιας, που παραμένει ο ανασκαφικά πιο εκτεταμένος οικισμός της Αρχαιότερης Νεολιθικής σε ολόκληρη την Ελλάδα. Έχει αποκαλυφθεί ένα σύνολο εικοσιτεσσάρων κτιρίων σε τρεις οικιστικές φάσεις και σε έκταση σχεδόν 1700 τ.μ. από τα 24 στρέμματα στα οποία υπολογίζεται η συνολική έκταση του οικισμού. Το συνολικό μέγεθος της κοινότητας εκτιμάται γύρω στα 100 κτίρια και 500-700 άτομα στην πρώτη και τη δεύτερη φάση, και 75 κτίρια και 300 – 375 άτομα στην τρίτη και τελευταία φάση.
Τα οικήματα είναι τετράγωνα ή ορθογώνια σε κάτοψη (μέσες διαστάσεις 8,40 x 6,65 μ.) αναπτύσσονται ελεύθερα στο χώρο σε απόσταση 2 – 5 μ. το ένα από το άλλο και έχουν όλα κοινό προσανατολισμό ανατολικά – δυτικά, στοιχεία που υποδηλώνουν σχεδιασμό του χώρου. Αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι οικισμοί έχουν αποκαλυφθεί σε οριζόντια έκταση επαρκή για τέτοιες παρατηρήσεις, η γενική διάταξή τους φανερώνει οργάνωση και σχεδιασμό.
Είτε πρόκειται για ορθογώνια οικοδομήματα είτε για επιμήκη που χτίζονται παράλληλα το ένα στο άλλο και με κοινό προσανατολισμό (π.χ. Μάνδαλο και Αρχοντικό Γιαννιτσών, Ντικιλί Τας (Φίλιπποι) Καβάλας) ή ακόμα και για κυκλικές κατοικίες με μεγάλους ελεύθερους χώρους μεταξύ τους (π.χ. Σταυρούπολη, Θέρμη, Μακρύγιαλος). Το μέγεθος των προϊστορικών οικημάτων γενικά ποικίλλει από 20 τ.μ. μέχρι 160 τ.μ., η κάτοψη τους μπορεί να είναι ορθογώνια, κυκλική, ελλειπτική ή αψιδωτή.
Το εσωτερικό τους είναι συνήθως μονόχωρο, αλλά υπάρχουν και αρκετά παραδείγματα με δυο ή και τρία δωμάτια ή άλλους εσωτερικούς διαχωρισμούς, προστώα ή σκεπαστές εισόδους και ενδείξεις για ύπαρξη υπογείων και παταριών ή δεύτερων ορόφων (π.χ. Σέρβια Κοζάνης). Τα δάπεδα των σπιτιών είναι συνήθως φτιαγμένα από σκληρό πατημένο χώμα ή πηλό, μερικές φορές πάνω σε υπόστρωμα από χαλίκια, θραύσματα κεραμεικής ή ακόμα και ξύλινες σανίδες. Οι τοίχοι, τα δάπεδα και οι βοηθητικές κατασκευές συχνά επαλείφονται με λεπτό επίχρισμα πηλού ή κονίαμα, μερικές φορές λευκό ή ερυθρό.
Σύμφωνα με τα παρόντα αρχιτεκτονικά δεδομένα, φαίνεται ότι ο συνήθης τύπος στέγης ήταν η επικλινής, δίρριχτη ή ίσως και τετράρριχτη, από άχυρα ή άχυρα και πηλό, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν αποκλείεται και η οριζόντια οροφή (π.χ. στο Ντικιλί Τας). Σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχιτεκτονική της ανωδομής αποτελούν τα τμήματα τοίχων και στέγης που αρκετές φορές βρίσκονται πεσμένα μέσα στα σπίτια, συχνά ως αποτέλεσμα κατάρρευσης μετά από πυρκαγιά.
Έμμεσες ενδείξεις προσφέρουν επίσης και τα πήλινα ομοιώματα σπιτιών, αν και αυτά πιθανόν αποτελούν περισσότερο συμβολικές παρά πιστές αρχιτεκτονικές αναπαραστάσεις. Η επικρατέστερη και πιο διαδεδομένη οικοδομική τεχνική στη Μακεδονία είναι η πασσαλόπηξη, με βασικά υλικά το ξύλο και τον πηλό, η κατασκευή δηλαδή των τοίχων από στοιβαχτό πηλό αναμεμειγμένο με άχυρα πακτωμένο γύρω από ξύλινο σκελετό από κάθετους πασσάλους κορμών δένδρων και πλεχτά κλαδιά ανάμεσά τους.
Πασσαλόπηκτα οικοδομήματα με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές στην κάτοψη, το μέγεθος και την τεχνική (π.χ. τετράπλευρα ή κυκλικά, με πυκνότερη ή αραιότερη διάταξη των πασσάλων, θεμελιωμένα σε τάφρους ή χτισμένα κατευθείαν στο έδαφος) χαρακτηρίζουν πληθώρα οικισμών – π.χ. νεολιθικοί οικισμοί της Θέρμης, Σταυρούπολης, Μακρυγιάλου, Σερβίων, Νέας Νικομήδειας, πόλης των Γιαννιτσών (Γιαννιτσά Β) και Ντικιλί Τας, και της Μεσημεριανής τούμπας, των Σιταγρών, του Μανδάλου και του Αρχοντικού Γιαννιτσών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι άλλα υλικά και τρόποι κατασκευής ήταν άγνωστα.
Πολλές φορές, μάλιστα, διαφορετικές οικοδομικές τεχνικέςκαι υλικά χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα ή με μικρή χρονική διαφορά μεταξύ τους στον ίδιο οικισμό. Στη Θέρμη και τη Μεσημεριανή τούμπα Τριλόφου Θεσσαλονίκης πασσαλόπηκτες οικίες και οικίες πηλόκτιστες με λίθινη υποδομή συνυπάρχουν. Στη Σταυρούπολη τα ελαφρά, πασσαλόπηκτα υπόσκαφα κυκλικά οικοδομήματα της πρώτης οικιστικής φάσης αντικαθίστανται στις αμέσως επόμενες φάσεις από επίγεια, τετράπλευρα, πλινθόκτιστα σπίτια με ή χωρίς λίθινα θεμέλια.

Επιπλέον, τα εκτεταμένα λιθόστρωτα μεταξύ οικιών ή και η ύπαρξη μεμονωμένων συμπαγών λίθινων τοίχων, περιμετρικών ή άγνωστης προς το παρόν κατεύθυνσης (π.χ. στη Θέρμη, τη Σταυρούπολη, το Μακρύγιαλο, το Μάνδαλο, τα Παλιάμπελα Κολινδρού, τα Σέρβια κλπ.) μαρτυρούν ότι η διαθεσιμότητα και η χρήση του λίθου στην αρχιτεκτονική δεν απουσίαζαν, αλλά μάλλον είχαν να κάνουν με συγκεκριμένες επιλογές για διαφορετικές κατασκευές.
Συνολικά, η σημαντική ποικιλομορφία της οικιστικής αρχιτεκτονικής δεν είναι πάντα ή μόνο απόρροια διαφοράς περιοχών, χρονικών περιόδων ή διαθεσιμότητας των πρώτων υλών, όπως αυτή υπαγορεύεται από το φυσικό περιβάλλον, αλλά αντανακλά εξίσου ενσυνείδητες επιλογές, προτιμήσεις και πρότυπα που υπαγορεύονται από το κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον. Τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά της οικιστικής αρχιτεκτονικής αμφισβητούν την υποτιθέμενη ομοιομορφία των προϊστορικών νοικοκυριών στο χώρο και το χρόνο και κάνουν πιθανή την ύπαρξη διαφοροποίησης όχι μόνο των τύπων τους αλλά και κάποιων από τις λειτουργίες τους.
Στο παράδειγμα της Νέας Νικομήδειας που αναφέρθηκε παραπάνω η ποικιλία των διαστάσεων των κτιρίων (από 20 τ.μ. έως 161 τ.μ.) και της εσωτερικής τους διαρρύθμισης (μονόχωρα, δίχωρα ή τριμερή) υποδηλώνει λειτουργική διαφοροποίηση εντός και μεταξύ κτιρίων ή και διαφοροποίηση στη σύνθεση της οικιακής ομάδας. Στο Ντικιλί Τας ένα επίμηκες οίκημα σχετικά μεγάλων διαστάσεων (11 x 6 μ., εμβαδόν 66 τ.μ.) ήταν χωρισμένο με ενδιάμεσους τοίχους σε τρία ισομεγέθη δωμάτια χωρίς ενδιάμεση επικοινωνία μεταξύ τους.
Κάθε χώρος είχε ανεξάρτητη είσοδο, παρόμοια εσωτερική οργάνωση και αντίστοιχο εξοπλισμό (κτιστές βοηθητικές κατασκευές και κινητά ευρήματα), μια αυτοτέλεια δηλαδή που υποδεικνύει ότι πιθανόν το οίκημα συστέγαζε τρία ανεξάρτητα νοικοκυριά. Από την άλλη, οι μικρές κυκλικές ή ελλειπτικές οικίες εμβαδού μικρότερου από 25 τ. μ. σε άλλους οικισμούς, όπως αυτοί της Σταυρούπολης, της Θέρμης και του Μακρυγιάλου, με τις βοηθητικές κατασκευές συνήθως ανάμεσα, και όχι μέσα, στα σπίτια, ίσως αντανακλούν διαφορετική σύνθεση νοικοκυριού, πιθανόν μικρότερα σε μέγεθος, με περισσότερους κοινόχρηστους χώρους ή λιγότερο αυτάρκη.
Ωστόσο, η ποικιλομορφία αυτή δεν υποδηλώνει απαραιτήτως κοινωνικές και οικονομικές διαφορές μεταξύ νοικοκυριών ή διαφορές στις βασικές τους σημασίες και ρόλους, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι ευρύτερες κοινωκοπολιτισμικές σταθερές και δομές οργάνωσης είναι δυνατό να κατανοούνται διαφορετικά σε τοπικό επίπεδο και να εκφράζουν ξεχωριστές κοινωνικές και χωροταξικές «ταυτότητες».
Καθημερινές Δραστηριότητες
Ήδη από τις αρχές της νεολιθικής περιόδου η ποικιλία, η ποσότητα και τα είδη οικιακού εξοπλισμού (φούρνοι, εστίες, πλατφόρμες, έδρανα-πάγκοι, αποθηκευτικές κατασκευές, απορριμματικοί λάκκοι), του υλικού πολιτισμού και των διατροφικών καταλοίπων μαρτυρούν ένα ευρύ φάσμα άμεσα και έμμεσα ορατών δραστηριοτήτων και πρακτικών. Μερικές μόνο από αυτές, εκτός της αρχιτεκτονικής που συζητήθηκε παραπάνω, είναι: γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, κυνήγι, παρασκευή και κατανάλωση τροφής, αποθήκευση, κεραμική παραγωγή, υφαντική και καλαθοπλεκτική.
Παραγωγή εργαλείων από λειασμένο λίθο (π.χ. πελέκεις, σμίλες, αξίνες), από αποκρουσμένο λίθο (π.χ. λεπίδες, αιχμές, τρυπάνια, ξέστρα από χαλαζία, πυριτόλιθο και οψιανό), από οστό και κέρατο ζώων (π.χ. οπείς, βελόνες, σπάτουλες, αγκίστρια, χτένια), κατασκευή σφραγίδων και κοσμημάτων από λίθο, οστό και όστρεο, ειδωλίων, πήλινων τραπεζών, ομοιωμάτων σπιτιών και μικρογραφιών επίπλων και άλλης οικοσκευής, και αργότερα, από τα τέλη της Νεολιθικής και εξής, μεταλλοτεχνία.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα κατάλοιπα όλων αυτών των δραστηριοτήτων προέρχονται από οικισμούς, και κυρίως από οικιακά σύνολα (σπίτια, αυλές, βοηθητικοί χώροι), γεγονός που φανερώνει με τον καλύτερο τρόπο την κεντρική κοινωνική σημασία της οικιακής οργάνωσης. Κανένα από τα οικιακά σύνολα που έχουν έρθει στο φως μέχρι τώρα, έστω και τα μερικώς διατηρημένα, δεν υστερεί σε ευρύτητα καθημερινών πρακτικών. Η γενική εντύπωση είναι ότι τα προϊστορικά νοικοκυριά ήταν θεμελιακές μονάδες παραγωγής, ελέγχου και αναδιανομής του πλεονάσματος, και κοινωνικής αναπαραγωγής.
Για παράδειγμα, η αγροτική οικονομία – γεωργία, κτηνοτροφία αλλά και όλες οι δευτερεύουσες σχετικές παραγωγικές διαδικασίες – μαρτυρώνται πλήρως ήδη από τη Νεολιθική εποχή μέσα από από τους χτιστούς αποθηκευτικούς χώρους ή τα αποθηκευτικά σκεύη όπως τα πιθάρια που συχνά έρχονται στο φως γεμάτα ακόμα από καρπό, από άλλα διάσπαρτα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα (δημητριακά και όσπρια, φρούτα και άλλοι καρποί) και οστά οικόσιτων ζώων (κυρίως αιγοπρόβατα, βοοειδή και χοίρος), καθώς και από το πλήθος σχετικών εργαλείων από λίθο, οστό, ξύλο ή μέταλλο (π.χ. ξέστρα, δρεπάνια και αξίνες).
Η παρασκευή, το μαγείρεμα και η (κοινή) κατανάλωση τροφής είναι ίσως η σημαντικότερη διαχρονικά και διαπολιτισμικά πρακτική και κοινωνική δραστηριότητα, καθώς συντελεί στη συνοχή κάθε κοινωνικής ομάδας. Έχει έντονη παρουσία σε όλους τους οικισμούς μέσα από το πλήθος σχετικών κατασκευών (φούρνοι, πλατφόρμες, εστίες), τα εργαλεία (μυλόλιθοι, τριπτήρες κλπ.), τα μαγειρικά και ‘επιτραπέζια’ σκεύη, τις πήλινες τράπεζες, τα πήλινα κουτάλια και τα διατροφικά κατάλοιπα.
Οι παραγωγικές δραστηριότητες εκτείνονται επίσης στην υφαντική, με πολύ πιθανή τη χρήση του όρθιου αργαλειού, ακόμα μια από τις αρχαιότερες και πιο έντονα ανεπτυγμένες τέχνες, όπως είναι εμφανές από την πληθώρα και την ποικιλία σφονδυλιών αδραχτιού, πηνίων ή και υφαντικών βαρών σε όλους τους οικισμούς, αλλά και την καλαθοπλεκτική ψαθοπλεκτική, που μαρτυράται συνήθως έμμεσα από τα αποτυπώματα καλαθιών και ψάθινων στρωμάτων στα πήλινα δάπεδα των σπιτιών ή στη βάση πήλινων αγγείων.
Στις καθημερινές πρακτικές του νοικοκυριού θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η καλή διατήρηση και συντήρηση του χώρου διαβίωσής του, όπως υποδηλώνεται από τις συχνές επιδιορθώσεις ή ανακατασκευές των τοίχων, των δαπέδων, των εισόδων και των αυλών του σπιτιού, τις επάλληλες στρώσεις επιχρισμάτων και κονιαμάτων σε τοίχους, δάπεδα, εστίες, φούρνους και αποθηκευτικές κατασκευές, τις ενδείξεις για παρουσία ραφιών, θηκών, ερμαρίων και άλλης επίπλωσης μέσα στα σπίτια, αλλά και την παρουσία απορριματικών χώρων συνήθως έξω από αυτά.
Τέλος, οι παραγωγικές διαδικασίες περιλαμβάνουν και την παραγωγή, ειδικευμένη ή ανειδίκευτη, όλου του τεχνικού εξοπλισμού ενός νοικοκυριού ή μιας κοινότητας (κεραμική και εργαλεία), αλλά και των ειδών υλικού πολιτισμού που σχετίζονται ίσως πιο άμεσα με στοιχεία ιδεολογίας και συμβολισμού ή με εκφράσεις κοινωνικής, πολιτισμικής ή ατομικής ταυτότητας (κοσμήματα, ειδώλια, σφραγίδες και άλλα μικροαντικείμενα). Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται όλες αυτές οι δραστηριότητες στο χώρο, η θέση εύρεσης των αρχαιολογικών δεδομένων, η διάταξη και οι συσχετισμοί αντικειμένων και κατασκευών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα.
Αποκαλύπτουν πολλά και σημαντικά στοιχεία για τις οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αντιλήψεις, τις πτυχές της καθημερινής ζωής και τα ευρύτερα κοινωνικο-πολιτισμικά πρότυπα των προϊστορικών κοινοτήτων και των νοικοκυριών τους. Η πληρέστερη εικόνα συνήθως προέρχεται από οικήματα που έχουν καταστραφεί ολοσχερώς από πυρκαγιά, η οποία συνέτεινε στη σχετικά γρήγορη κατάρρευση της ανωδομής σπιτιού στο εσωτερικό του και στην κάλυψη και σχετική διατήρηση των περιεχομένων και των καταλοίπων χρήσης του δαπέδου του.
Κεντρικό ρόλο στην καθημερινή ζωή, κατέχει η εστία ή και ο φούρνος. Πρόκειται για πηλόκτιστες, κατά κανόνα, κατασκευές – κυκλικές ή ορθογώνιες οι πρώτες και κυκλικές θολωτές ή ανοιχτές, με ή χωρίς συμφυή πλατφόρμα μπροστά στο στόμιο οι δεύτερες – που χρησιμεύουν για την προετοιμασία τροφής (π.χ. επεξεργασία σιτηρών, αποξήρανση καρπών), το μαγείρεμα, τη θέρμανση και το φωτισμό.

Γύρω, από την εστία συγκεντρώνονται άλλες κατασκευές όπως πήλινες πλατφόρμες ή έδρανα, που θα μπορούσαν να χρησιμεύουν ως πάγκοι εργασίας ή και ως χώροι ύπνου, λεκανόσχημες κατασκευές και χτιστοί αποθηκευτικοί χώροι (θήκες ή σιροί), αποθηκευτικά αγγεία, μικρότερες βοηθητικές εστίες και φουρνάκια, μυλόπετρες, τριπτήρες, και πληθώρα κινητών ευρημάτων – από μαγειρικά σκεύη, πήλινες τράπεζες και εργαλεία μέχρι σφονδύλια αδραχτιού, ειδώλια και κοσμήματα.
Έτσι, η εστία κυρίως, αλλά και ο φούρνος, δεν είναι μόνο σημεία αναφοράς της οργάνωσης του χώρου και των δραστηριοτήτων, αλλά και της κοινωνικής και ιδεολογικής ζωής (π.χ. φιλοξενία και κοινή κατανάλωση τροφής). Η αδιαμφισβήτητη σημασία τους και σε συμβολικό επίπεδο υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο από άλλα ιδεολογικά στοιχεία, όπως οι παιδικές ταφές μέσα στα σπίτια. Αλλά και η υπόλοιπη διαρρύθμιση του σπιτιού και των δραστηριοτήτων μέσα σε αυτό ήταν κάθε άλλο από τυχαία.
Σε όλες τις περιπτώσεις όπου τα δεδομένα είναι επαρκή για τέτοιες παρατηρήσεις, δηλαδή όπου οικισμοί έχουν αποκαλυφθεί σε ικανοποιητική έκταση ή και όπου υπάρχουν ολοκληρωμένες κατόψεις οικιών, είναι εμφανές ότι διαφορετικοί χώροι των κτιρίων είχαν διαφορετικές χρήσεις, και πιθανόν και σημασίες. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η Καμμένη Οικία των Σιταγρών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Πρόκειται για ένα πασσαλόπηκτο επίμηκες αψιδωτό κτίριο, εμβδού 55 τ.μ., με εγκάρσιους ενδιάμεσους τοίχους που ορίζουν τρεις χώρους διαφορετικής χρήσης οι οποίοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Το μικρότερο, αψιδωτό άκρο προφανώς λειτουργούσε ως κουζίνα, εφόσον εκεί βρέθηκαν συγκεντρωμένα: μεγάλος κυκλικός θολωτός φούρνος, μικρότερο πεταλόσχημο φουρνάκι, δυο κυκλικοί πηλόκτιστοι σιροί και μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία, καθώς και δέκα μυλόπετρες, τριπτήρες και κρουστήρες, είκοσι τέσσερα αγγεία διαφόρων ειδών, οστέινα εργαλεία, τέσσερα σφονδύλια αδραχτιού, και κατάλοιπα τροφής (καρποί και οστά ζώων). Η διάταξη όλης της οικοσκευής κατά μήκος της καμπύλης του εξωτερικού τοίχου μαρτυρά σχεδιασμό ώστε να υπάρχει επαρκής ελεύθερος χώρος για κίνηση και εργασία μπροστά.
Ανάλογα επιμελημένη οργάνωση παρατηρείται και στο μεσαίο, κύριο δωμάτιο. Περίπου στο κέντρο του βρίσκεται η εστία και γύρω από αυτήν συγκεντρώνονται τα περισσότερα ευρήματα από αυτό το δωμάτιο: δεκαεφτά αγγεία, πάνω από δεκαπέντε λίθινα εργαλεία, τρία σφονδύλια αδραχτιού κλπ. Κοντά στην εστία μια μικρή σειρά πασσάλων θα εξυπηρετούσε ίσως για την τοποθέτηση διαφόρων ειδών (τροφής, υφαντών, δερμάτων, σκεπασμάτων κλπ.) και τη διατήρηση της τάξης και του ελεύθερου χώρου μέσα στο σπίτι.
Η όλη διαρρύθμιση του δωματίου επιτρέπει αρκετό ελεύθερο χώρο για πληθώρα δραστηριοτήτων – από ύπνο και διάφορες οικοτεχνικές εργασίες μέχρι φιλοξενία και κοινή κατανάλωση τροφής γύρω από την εστία. Ανάλογες δραστηριότητες, όταν ο καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, θα πρέπει να συνέβαιναν και στο προστώο ή μπροστινή στεγασμένη αυλή, όπου κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν η κεντρική είσοδός του κτιρίου και όπου η απουσία μόνιμων κατασκευών και η σπανιότητα ευρημάτων υποδηλώνει μια πιο περιοδική χρήση.
Στον οικισμό του Αρχοντικού Γιαννιτσών μόνο κατά την παλαιότερη οικιστική φάση (2200 – 1980 π.Χ.), έκτασης περίπου 200 τ.μ., κατασκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν περίπου εξήντα πήλινες κατασκευές. Καμία δεν τοποθετήθηκε τυχαία στο χώρο. Όλες οργανώνονται σε συστάδες σε διάφορα σημεία του οικισμού, επαναλαμβάνοντας λίγο πολύ το ίδιο μοτίβο συνδυασμών (φούρνος -πλατφόρμα – Ε μικρές και μεγάλες κυκλικές κατασκευές), και όλες σχετίζονται στο χώρο με αγγεία, μυλόπετρες, αγνύθες, αγγεία από άψητο πηλό και άλλα μικροευρήματα.
Κάθε σπίτι φαίνεται πως περιλαμβάνει κατά κανόνα δυο συστάδες κατασκευών, μια στο ανατολικό και μια στο δυτικό τμήμα του. Οι φούρνοι και ο βοηθητικός τους εξοπλισμός τοποθετούνται κατά μήκος των μακρών τοίχων του σπιτιού και όχι στο μέσον του, ενώ οι αποθηκευτικοί χώροι διατάσσονται συνήθως κατά τον εγκάρσιο άξονα. Αλλά και χιλιετίες νωρίτερα, στη Νέα Νικομήδεια Βέροιας αρκετά κτίρια ήταν διαχωρισμένα με εσωτερικούς τοίχους σε δυο ανισομεγέθεις χώρους – έναν μεγάλο ορθογώνιο και έναν μικρό στενόμακρο. Οι φούρνοι, οι πλατφόρμες και οι αποθηκευτικές κατασκευές, όταν είναι μέσα στα σπίτια, τείνουν να βρίσκονται συνήθως στους μικρούς χώρους ή στις γωνίες.
Σε ένα τέτοιο χώρο ενός σπιτιού βρέθηκαν μια εστία και ένας σιρός ενσωματωμένος μέσα σε πήλινη πλατφόρμα υποδεικνύοντας πιθανή μαγειρική και αποθηκευτική περιοχή. Εμφανής και ενσυνείδητη οργάνωση του οικιακού χώρου συναντάται και στο Ντικιλί Τας – για παράδειγμα, στο τριμερές σπίτι που αναφέρθηκε παραπάνω: κάθε δωμάτιο είχε από έναν πήλινο φούρνο, τουλάχιστον ένα πήλινο έδρανο-πλατφόρμα, μια πήλινη λεκανόσχημη κατασκευή, μεγάλα χτιστά αποθηκευτικά αγγεία από ωμό αχυροπηλό, και πληθώρα άλλων αγγείων, εργαλείων και άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης.
Σε κάθε δωμάτιο, οι περισσότερες κατασκευές βρίσκονται κοντά η μια στην άλλη και κατά μήκος του τοίχου απέναντι από την είσοδο, με το στόμιο των φούρνων στραμμένο προς αυτήν. Άλλοι Νεολιθικοί οικισμοί, ιδιαίτερα αυτοί με τις κυκλικές υπόσκαφες οικίες, όπως της Σταυρούπολης, της Θέρμης και του Μακρυγιάλου φαίνεται να ακολουθούν διαφορετική, ωστόσο το ίδιο σταθερά επαναλαμβανόμενη σε ενδοκοινοτικό επίπεδο, αντίληψη για την οργάνωση του χώρου: οι εστίες, οι φούρνοι, οι χώροι αποθήκευσης, εργασίας, απορριμμάτων κλπ. βρίσκονται συνήθως σε μικρούς λάκκους γύρω και σε μικρή απόσταση, ωστόσο έξω, από την οικία, η οποία πιθανόν λειτουργούσε κυρίως ως χώρος διαμονής.
Στη Σταυρούπολη έχουν αποκαλυφθεί τουλάχιστον τρία ασφαλή παραδείγματα αυτού του κοινωνικού προτύπου οικιακής οργάνωσης, με τον μεγαλύτερο λάκκο, ο οποίος οριοθετεί την οικία, να περιβάλλεται από δυο-τρεις μικρότερους που περιείχαν το φούρνο ή την εστία, ένα αποθηκευτικό πιθάρι και άλλες βοηθητικές κατασκευές αντίστοιχα. Το ότι το νοικοκυριό ήταν βασική μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης δεν εξυποννοεί αυτομάτως τον Οικιακό Τρόπο Παραγωγής, το μοντέλο δηλαδή σύμφωνα με το οποίο κάθε νοικοκυριό παρήγαγε και κατανάλωνε μόνο του όλα τα υλικά του αγαθά, από τα είδη διατροφής μέχρι τον υλικό του εξοπλισμό, και από το χτίσιμο του σπιτιού μέχρι και την κατασκευή κοσμημάτων, όντας έτσι απόλυτα αύταρκες και αυτόνομο.
Ούτε και εξαντλείται στις λεγόμενες «οικιακές δραστηριότητες», αυτές δηλαδή που λαμβάνουν χώρα συνήθως μέσα στο σπίτι. Αναμφίβολα, πολλές από τις καθημερινές δραστηριότητες συνέβαιναν έξω από τα σπίτια, σε αυλές, πλατείες, δρόμους και γενικά σε περισσότερο δημόσιους χώρους, ή ακόμα και έξω από τον οικισμό (π.χ. αλώνισμα και λίχνισμα της σοδειάς, ξυλουργική, ίσως σφαγή οικόσιτων ζώων). Δεν θα πρέπει επίσης να παραγνωρίζουμε τη σημασία του εξωτερικού, περισσότερο δημόσιου χώρου και στην κοινωνική και ιδεολογική ζωή.
Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό στοιχείο είναι οι έντονες ενδείξεις για πρώιμη εμφάνιση και ανάπτυξη εξειδικευμένης παραγωγής σε αρκετά είδη υλικού πολιτισμού (π.χ. στην κεραμική, τη λιθοτεχνία, την παραγωγή κοσμημάτων από όστρεο, και ίσως και την υφαντική), καθώς και επικοινωνίας και ανταλλαγών – ιδεών και αντικειμένων – σε σημαντικές γεωγραφικές αποστάσεις.
Στη νεολιθική Σταυρούπολη τα αντικείμενα λιθοτεχνικής παραγωγής ξεπερνούν τα χίλια και μαρτυρούν ολοκληρωμένη και οργανωμένη παραγωγή και απόρριψη εργαλειακού εξοπλισμού εντός του οικισμού και πολλαπλά συστήματα προμήθειας, εκμετάλλευσης, επεξεργασίας και χρήσης των διαφορετικών πρώτων υλών, ενώ στα Βασιλικά και τη Θέρμη η λιθοτεχνία έχει χαρακτηριστικά »εργαστηριακής» παραγωγής, υποδεικνύοντας πιθανή λειτουργία αυτών των οικισμών ως κέντρα διακίνησης εργαλειακού εξοπλισμού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Θέρμη μεγάλη ποσότητα προϊόντων καθώς και όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας εντοπίζονται στα εκτεταμένα λιθόστρωτα ανάμεσα στα σπίτια τα οποία φαίνεται ότι λειτουργούσαν ως εξωτερικοί χώροι εργαστηριακής δραστηριότητας. Στο Ντικιλί Τας αποκαλύφθηκε πήλινος θολωτός φούρνος για το ψήσιμο κεραμικής με τα αγγεία ακόμα στο εσωτερικό του, τοποθετημένα πάνω σε πέτρες, ανάμεσα σε στάχτες και υπολείμματα άνθρακα, και παραμορφωμένα από την πυρκαγιά που κατέστρεψε τον οικισμό αυτής της φάσης.
Στη Σταυρούπολη, επίσης, ένας σχετικά μεγάλος πήλινος κυλινδρικός φούρνος μέσα σε λάκκο και συσχετισμένος με μεγάλη ποσότητα κεραμικής πιθανόν να χρησίμευε για το ψήσιμο αγγείων. Στο Μάνδαλο και τους Σιταγρούς η παρουσία πήλινων χωνευτηριών και μερικών χάλκινων αντικειμένων μαρτυρά χρήση και επεξεργασία μετάλλων ήδη πριν τα τέλη της Νεολιθικής.
Τέλος, η παρουσία σε πολλούς οικισμούς κοσμημάτων, και ιδιαίτερα βραχιολιών, από όστρεο Spondylus του Αιγαίου υποδηλώνει επιτόπια κατασκευή και πιθανόν συμμετοχή σε δίκτυα ανταλλαγών, δεδομένης της ευρείας γεωγραφικής διάδοσης των αντικειμένων αυτών στη νοτιοανατολική και την κεντρική Ευρώπη. Κάποιοι οικισμοί μάλιστα φαίνεται ότι ήταν κέντρα ειδικευμένης παραγωγής κοσμημάτων από σπόνδυλο (Διμήνι Μαγνησίας και Σιταγροί). Είναι απίθανο ότι όλα τα μέλη ενός νοικοκυριού ή μιας κοινότητας κατείχαν την απαραίτητη τεχνική γνώση, εμπειρία, επιδεξιότητα και χρόνο ώστε να συμμετέχουν εξίσου σε όλα τα είδη παραγωγής.
Αντίθετα, η πρώιμη ανάπτυξη τεχνικής ειδίκευσης υποδηλώνει την ύπαρξη ειδικευμένων ατόμων ή ομάδων, καταμερισμού της εργασίας, και γενικά σύνθετες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και κατανομής μεταξύ των μελών ενός νοικοκυριού, μεταξύ διαφορετικών νοικοκυριών και μεταξύ νοικοκυριού και κοινότητας. Ιδεολογία, Συμβολισμός και Κοινωνική Αναπαραγωγή Ιδεολογικές αντιλήψεις, στοιχεία συμβολισμού και πρακτικές κοινωνικής αναπαραγωγής μπορούν εξίσου να ανιχνευθούν στα αρχαιολογικά δεδομένα και στους συσχετισμούς των ευρημάτων στο χώρο και είναι τόσο ευρείες και ποικίλες όσο και οι υπόλοιπες δραστηριότητες των νοικοκυριών.
Αρκετές από αυτές εμπεριέχονται σε πολλές από τις πτυχές που έχουν ήδη συζητηθεί παραπάνω, όπως ο κεντρικός ρόλος της εστίας στην καθημερινή κοινωνική και ιδεολογική ζωή. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι περισσότερες υλικές κατηγορίες που η παγκόσμια έρευνα συσχετίζει με συμβολισμό είτε ως ενδείξεις ιδεολογίας ή ως αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου (ειδώλια, κοσμήματα, σφραγίδες, ομοιώματα σπιτιών, παιδικές ταφές) στην Προϊστορική Ελλάδα απαντώνται κατά κανόνα σε οικιακά σύνολα και σε στενό χωρικό συσχετισμό με τις καθημερινές δραστηριότητες.
Οι συμβολικές αρχιτεκτονικές διατυπώσεις (π.χ. η συχνή διάταξη των ορθογώνιων σπιτιών με τις τέσσερες γωνίες τους προσανατολισμένες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και η τοποθέτηση της εστίας στο κέντρο), ο προσεκτικός σχεδιασμός, η επιμελημένη κατασκευή, διακόσμηση και συντήρηση των σπιτιών αποδεικνύει την επένδυση χρόνου, ενέργειας και κοινωνικής και συμβολικής αξίας στο σπίτι.
Στο Ντικιλί Τας ανάμεσα σε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βρέθηκε ένα αληθινό κρανίο βοοειδούς επιχρισμένο με ωμό πηλό το οποίο φαίνεται ότι αρχικά ήταν προσαρτημένο σε κάποιο τοίχο του σπιτιού και πιθανόν, συνδεόταν με κάποια συμβολική σημασία. Στη Μεσημεριανή Τούμπα Θεσσαλονίκης μέσα στους πεσμένους τοίχους ενός καμμένου σπιτιού βρέθηκαν μεγάλα τμήματα πλαστικής διακόσμησης από πηλό που πιθανόν κοσμούσαν τους τοίχους, εσωτερικά ή εξωτερικά.
Η συνέχεια στην κατοίκηση και χρήση του ίδιου χώρου, η επαναλαμβανόμενη στο χρόνο ροή των καθημερινών δραστηριοτήτων, οι πρακτικές αντικατάστασης ή εγκατάλειψης σπιτιών σχετίζονται επίσης με την ιδεολογία και τις στρατηγικές κοινωνικής αναπαραγωγής του νοικοκυριού. Τελετουργική εγκατάλειψη με συμβολικό »σφράγισμα» των σπιτιών με όλα τα περιεχόμενα τους μέσα ή ακόμα και η σκόπιμη καύση των οικιών έχουν πρόσφατα προταθεί σε σχέση με οικιστικά δεδομένα των Βαλκανίων.
Οι δυο βασικοί τρόποι αντικατάστασης σπιτιών είναι
  • Η κάθετη, όπου δηλαδή κάθε νεότερο σπίτι κτίζεται ολικά ή μερικά επάνω στο παλαιότερο, ενσωματώνοντάς το φυσικά και συμβολικά (π.χ. Νέα Νικομήδεια), και
  • Η οριζόντια, όπου δηλαδή κάθε νεότερο σπίτι κτίζεται δίπλα, και μερικές φορές σε αρκετή απόσταση, από το παλαιότερο, δηλαδή η οριζόντια μετατόπιση σπιτιών και συχνά ολόκληρου του οικισμού σε επόμενες φάσεις (π.χ. Σταυρούπολη και Μακρύγιαλος).
Ανεξάρτητα από τις διαφορές στον τρόπο αντικατάστασης των σπιτιών, οι οποίες πιθανόν αντανακλούν διαφορές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης μεταξύ οικισμών ή απλώς διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις σχετικά με τη δημιουργία κοινωνικής μνήμης, η συνέχεια στο χρόνο είναι πολύ σημαντική. Συντελεί στην κοινωνική και οικονομική σταθερότητα, τη συνοχή, την ιδεολογική μετατροπή του δομημένου περιβάλλοντος σε κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο, και γενικά στην κοινωνική και ιδεολογική αναπαραγωγή του νοικοκυριού και της κοινότητας.
Δεν είναι τυχαίο ότι πάρα πολλές φορές στην ίδια ή την ευρύτερη περιοχή των Προϊστορικών οικισμών παρατηρείται χρήση, έστω και με κάποιες διακοπές, για πολλούς αιώνες αργότερα, ακόμα και μέχρι και τα Βυζαντινά χρόνια. Οι παιδικές ταφές μέσα στα Προϊστορικά σπίτια, κοντά ή κάτω από εστίες, ανάμεσα σε άλλες οικιακές κατασκευές ή κάτω από τα δάπεδα, είναι ακόμα ένα σύνηθες και σύνθετο φαινόμενο.
Γενικά, η σπανιότητα ξεχωριστών νεκροταφείων, εκτός οικισμού, κατά τη Νεολιθική υποδηλώνει ότι δεν δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στη διακριτότητα των νεκρών ή και ότι οι ανεξάρτητες ταφικές πρακτικές ή τελετουργίες δεν αποτελούσαν ιδιαίτερα σημαντικό μηχανισμό κοινωνικής συνοχής ή κοινωνικής διάκρισης. Για τους λόγους αυτούς, οι ενταφιασμοί μέσα στα όρια του οικισμού, όσο μικρός και αν είναι ο αριθμός τους συγκριτικά με τον πληθυσμό ολόκληρης της κοινότητας, αποτελούν μια κοινωνική και συμβολική πράξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνολική διακριτότητα των παιδικών ταφών, συγκριτικά με εκείνες των ενηλίκων, οι οποίες βρίσκονται έξω από τα σπίτια και συχνά είναι δευτερογενείς, αξίζει ιδιαίτερης προσοχής.
Παραδείγματα παιδικών ταφών προέρχονται από πολλούς οικισμούς, όπως της Νέας Νικομήδειας Βέροιας, του Αξού Α, Γιαννιτσών Β, Μανδάλου και Αρχοντικού Γιαννιτσών, του Μακρυγιάλου Πιερίας και της Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης. Στο Αρχοντικό έχουν βρεθεί μέχρι τώρα πέντε ταφές βρεφών περίπου ενός έτους, όλες μέσα σε σπίτια και σε στενή σχέση με τους χώρους καθημερινών δραστηριοτήτων – π.χ. μέσα σε αγγεία ανάμεσα σε εστίες, φούρνους και αποθηκευτικούς χώρους, κάτω από πήλινη πλατφόρμα ή κάτω από το δάπεδο του σπιτιού.
Σε κάθε οίκημα φαίνεται να αντιστοιχεί μια ταφή, που κατά κανόνα εντοπίζεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του. Στον Αξό Α η ταφή νεογνού κάτω από το δάπεδο πασσαλόπηκτης οικίας μέσα σε αγγείο σκεπασμένο στο στόμιο με τμήμα άλλου αγγείου αποτελεί την αρχαιότερη ως τώρα γνωστή ταφή αυτού του είδους (εγχυτρισμός) στον Ελλαδικό χώρο. Στη Νέα Νικομήδεια μια πρωτογενής ταφή σε λάκκο που περιλάμβανε τρία ανήλικα παιδιά, και μια άλλη με δυο παιδιά και μια ενήλικα γυναίκα ίσως στόχευαν να τονίσουν συμβολικά την πρωταρχική σχέση μητέρα – παιδί ή και τη σημαντικότητα παιδιών και γυναικών στις Νεολιθικές κοινωνίες.
Γενικά, ο διαχωρισμός των παιδιών από την υπόλοιπη συγγενική ομάδα μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ιδιαίτερης θέσης και στενής συμβολικής σύνδεσής τους με το νοικοκυριό. Υποδηλώνει τη σημασία τους για τη φυσική και κοινωνική αναπαραγωγή του νοικοκυριού, μια σημασία στην οποία δίνεται έμφαση μέσω της συμβολικής »φύλαξής» των παιδιών μετά θάνατον μέσα στον κόσμο των ζωντανών και της καθημερινής ζωής.
Νοικοκυριό και Κοινότητα
Τα νοικοκυριά γενικά δρουν, ως ένα βαθμό, ως ανεξάρτητες και αυτάρκεις μονάδες παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Ωστόσο σε καμία κοινωνία, ούτε στις Προϊστορικές, τα νοικοκυριά ή οι άλλες κοινωνικές μικροομάδες, δεν είναι απολύτως αυτόνομα ή αυτάρκη. Πάντα συνδέονται μεταξύ τους ενδοκοινοτικά ή και διακοινοτικά μέσα από κοινές ή συλλογικές δραστηριότητες, κοινωνικούς κανόνες και πρότυπα, συνεργασίες ή ανταγωνισμούς, και δίκτυα συμμαχιών και ανταλλαγών.

Τέτοιες ενδείξεις είναι άφθονες, ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, για παράδειγμα στην παρουσία έργων μεγαλύτερης κλίμακας όπως οι περιμετρικές τάφροι και οι λίθινοι περίβολοι, οι κοινόχρηστοι ή πιο δημόσιοι χώροι μεταξύ σπιτιών και οι αναδιαμορφώσεις της χωροταξίας οικισμών (π.χ. οριζόντια μετατόπιση ολόκληρου του οικισμού σε επόμενη οικοδομική φάση ή καθαρισμός, ισοπέδωση και νέο οικοδομικό πρόγραμμα μετά από εκτεταμένη πυρκαγιά).
Αλλά και η ίδια η οικιστική αρχιτεκτονική εμπεριέχει πολλές ευρύτερες κοινωνικές δομές και πρότυπα, όπως φαίνεται στον κοινό προσανατολισμό, τις παρόμοιες κατόψεις και υλικά οικοδομής, και τον κοινό τρόπο αντικατάστασης -οριζόντια ή κάθετη- των σπιτιών του ίδιου οικισμού. Η σχετική ομοιογένεια σε επίπεδο οικισμού (σε αντίθεση με την ιδιαιτερότητα σε επίπεδο νοικοκυριού) συντελεί ώστε ολόκληρος ο οικισμός να λειτουργεί ως ενιαίος κοινωνικο-πολιτισμικός χώρος.
Συνεργασία μεταξύ νοικοκυριών, οικονομική ή κοινωνική, μπορεί να υποτεθεί και για μια σειρά άλλων δραστηριοτήτων – για παράδειγμα σε κάποιες αγροτικές εργασίες, σε ορισμένα στάδια της τεχνικής παραγωγής (π.χ. απόκτηση πρώτων υλών, ψήσιμο κεραμεικής, κοινή χρήση εργαλείων). Επιπλέον, η παρουσία εξωτερικών εργασιακών και αποθηκευτικών χώρων σε κάποιους οικισμούς πιθανόν αντανακλά συνεργασία ή προσπάθειες συλλογικής αποθήκευσης αντίστοιχα.
Εξίσου σημαντική είναι η παρουσία χώρων και κτιρίων με ειδικό χαρακτήρα που διαπερνούν τα φυσικά και κοινωνικά όρια των ατομικών νοικοκυριών ενός οικισμού. Στη Νέα Νικομήδεια ένα κτίριο πιθανόν κεντρικό, έχει ασυνήθιστη, τριμερή κάτοψη, ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθος (πάνω από 160 τ.μ.) και συγκέντρωση κοινών αλλά και ασυνήθιστων ευρημάτων, μεταξύ των οποίων δυο μεγάλοι λίθινοι πελέκεις, πάνω από τετρακόσιες αχρησιμοποίητες λεπίδες από πυριτόλιθο, εκατοντάδες πήλινα διάτρητα δισκία, σφαιρίδια και άλλα μικροαντικείμενα άγνωστης χρήσης, και πολλά ειδώλια.
Ο ανασκαφέας (Rodden 1964) αρχικά το ερμήνευσε ως »ιερό», κατόπιν όμως πρότεινε κοινοτική λειτουργία πιθανόν για κοινωνική συνάθροιση ή και ψυχαγωγία. Άλλες προτάσεις περιλαμβάνουν τη χρήση του κτιρίου ως χώρου παραγωγής ήκοινής αποθήκευσης εργαλείων και ασυνήθιστων αντικειμένων, ως κατοικία νοικοκυριού διακεκριμένου στις διακοινοτικές ανταλλαγές ή γενικά ως κοινοτικού κτιρίου. Όποια και αν ήταν η συγκεκριμένη χρήση του, η ύπαρξη και μόνο ενός τέτοιου κτιρίου υποδηλώνει κοινωνική οργάνωση και αμφισβητεί την άποψη περί μη συνεκτικά δεμένων ή πλήρως αυτόνομων νοικοκυριών.
Πιθανότατα συνδεόταν με κοινωνικά δρώμενα, ή ακόμα και συλλογικές τελετουργίες, οι οποίες είχαν στόχο την προώθηση της συλλογικής (έναντι της ατομικής) ταυτότητας, της σταθερότητας και της κοινωνικής συνοχής. Στο Μακρύγιαλο, ένας εξαιρετικά μεγάλος λάκκος (περίπου 500 τ.μ.), ο οποίος βρίσκεται περίπου στο κέντρο της περιοχής που περιβάλλεται από κυκλική τάφρο, περιείχε πάρα πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις οστών ζώων (κυρίως βοοειδή, χοίροι και αιγοπρόβατα), αγγεία πολλών ειδών και χρήσεων, η πλειονότητα των οποίων είναι μαγειρικά και »επιτραπέζια», καρπούς και εργαλεία παρασκευής τροφής.
Σύμφωνα με τους μελετητές, το αρχαιολογικό σύνολο αυτό αντιπροσωπεύει συλλογικό γεύμα μεγάλης κλίμακας, στο οποίο συμμετείχαν όλα τα νοικοκυριά του οικισμού, αν όχι και γύρω οικισμών, μια μαρτυρία της σημασίας της συλλογικής κατανάλωσης τροφής για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και την εξομάλυνση ανταγωνισμών. Ανάλογο όρυγμα που φαίνεται να διαφοροποιείται από τα συνηθισμένα λοιπά οικοδομήματα του οικισμού και να σχετίζεται με κοινοτικές και συμβολικές διαδικασίες έρχεται στο φως με τις ανασκαφές στον Προμαχώνα – Τοpolniča.
Περιέχει επάλληλα αρχαιολογικά στρώματα με οστά ζώων, ολόκληρα βούκρανα και κρανία μικρότερων κερασφόρων ζώων, »επιτραπέζια» αγγεία, εργαλεία, μυλόλιθους, ομοιώματα σπιτιών, ειδώλια και κοσμήματα. Ακόμα μια ένδειξη ευρύτερης κοινωνικής οργάνωσης αποτελούν οι ταφές μέσα στα όρια ολόκληρων των οικισμών, δηλαδή πέρα από τα όρια των ατομικών σπιτιών, στα οποία συνήθως προσιδιάζουν οι παιδικές ταφές, όπως συζητήθηκε παραπάνω. Πρόκειται για πρωτογενείς και δευτερογενείς ταφές, συχνά για διάσπαρτα ανθρώπινα οστά, που βρίσκονται ανάμεσα στα σπίτια, σε περιμετρικές τάφρους, στις άκρες του οικιστικού χώρου ή γενικά στις επιχώσεις του οικισμού.
Στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης έχουν αποκαλυφθεί συνολικά έξι ταφές – πέντε μέσα σε αβαθείς λάκκους και μια καύση τοποθετημένη μέσα σε μεγάλο κλειστό αγγείο – και πάνω από 100 διάσπαρτα ανθρώπινα οστά, τα οποία προέρχονται από τουλάχιστον δώδεκα άτομα. Στη Νέα Νικομήδεια πάνω από είκοσι ταφές σε λάκκους ανάμεσα στα σπίτια περιλαμβάνουν ανήλικα και ενήλικα άτομα, γυναίκες και άνδρες. Οι νεκροί ήταν τοποθετημένοι σε συνεσταλμένη στάση, σε προσανατολισμό συνήθως Β-Ν, με το κεφάλι στο νότο.
Στο Μακρύγιαλο τουλάχιστον 50 – 60 άτομα αντιπροσωπεύονται μέσα από πρωτογενείς και δευτερογενείς ταφές, οι περισσότερες από τις οποίες εντοπίζονται μέσα στη μεγάλη περιμετρική τάφρο. Εάν υποτεθεί ότι οι παιδικές ταφές στα σπίτια αποτελούν στρατηγικές κοινωνικής αναπαραγωγής και μνήμης ατομικών νοικοκυριών, οι ταφές, κυρίως ενηλίκων, έξω από αυτά, δηλαδή σε χώρους περισσότερο κοινούς, γνωστούς ή προσιτούς στα μέλη όλης της κοινότητας, σχετίζονται με στρατηγικές συλλογικής κοινωνικής αναπαραγωγής και μνήμης.
Η γενική έλλειψη διάκρισης ή προτίμησης σε φύλο, ηλικιακή ομάδα ή μέρος του σώματος, επιμελημένου ενταφιασμού ή ειδικής μεταχείρισης (π.χ. κτερίσματα) και ειδικών ταφικών, λατρευτικών ή τελετουργικών, κτιρίων ενισχύουν την έμφαση στη σχέση όχι μεταξύ ατόμων, νεκρών ή ζωντανών, αλλά μεταξύ των νεκρών ως όλον και των ζωντανών ως όλον. Φαίνεται πιθανό ότι οι ενταφιασμοί μέσα στον οικισμό αποτελούσαν ακόμα ένα από τα πεδία έκφρασης ευρύτερων κοινωνικών δομών, πρακτικών, αντιλήψεων και σχέσεων.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Εισαγωγή
Πληροφορίες σχετικά µε ενδεχόµενα συστήµατα (κατα)γραφής, σηµείωσης ή αριθµητικής πριν από τις αρχαιότερες αποκρυπτογραφηµένες γραφές βασίζονται σε υλικά κατάλοιπα και στη µελέτη της ανθρώπινης νόησης και των συµβολικών συµπεριφορών. Η « αρχαιολογία της νόησης» (cognitive archaology) εξετάζει µαρτυρίες ήδη της Παλαιολιθικής εποχής και, εκτός από τα αρχαιολογικά δεδοµένα και την κοινωνική ανθρωπολογία, στηρίζεται και σε άλλες επιστήµες (βιολογία, νευρολογία, ψυχολογία…).
Τα δεδοµένα άρχισαν να υλοποιούνται σε συστήµατα σηµείων, απαραίτητα σε κώδικες επικοινωνίας, όπως είναι η καταγραφή, η αριθµητική ή η γραφή. Με την έννοια αυτή, ένα σηµείο αποτελείται από δύο µέρη, το σηµαίνον (σύµβολο) και το σηµαινόµενο, των οποίων η σχέση είναι αυθαίρετη και έχει νόηµα µόνο µέσα στο συγκεκριµένο σηµειακό σύστηµα και για όσους γνωρίζουν τον κώδικα αντιστοιχίας.
Συγκεκριµένα, ορισµένα ραβδοειδή αντικείµενα από οστό, κέρατο ή ελεφαντόδοντο µε σειρές εγκοπών ή εγχαράξεων που χρονολογούνται από την Ανώτερη Παλαιολιθική της Ευρώπης (που αρχίζει πριν από περίπου 35.000 χρόνια) και εξής -παρόµοιας µορφολογίας αντικείµενα από άλλες ύλες χρησιµοποιούνται ακόµη, µε βάση εθνογραφικές µαρτυρίες-, έχουν ερµηνευθεί κατά καιρούς ως τα παλαιότερα διατηρούµενα επινοήµατα για τη µέτρηση και την καταγραφή (tallies, σηµαδεµένες ράβδοι): µέτρηση επιδόσεων στο κυνήγι (από τις πρώτες ερµηνείες), ή σηµείωση ρυθµών, έννοιας εγγενούς στον άνθρωπο.
Δηλαδή χρονικών περιόδων (ηµερολόγια βασισµένα στις φάσεις της σελήνης) ή ενοτήτων απαγγελίας ή ασµάτων που αντιστοιχούσαν στο ρυθµό του λόγου. Τα σηµεία (σηµάδια) µπορούν να οµαδοποιηθούν, χωρίς να µπορεί όµως να γίνει διάκριση σε ποιοτικές υποκατηγορίες µονάδων, εφόσον τα επαναλαµβανόµενα σηµεία είναι όµοια, και χωρίς να µπορεί να αλλάξει ό,τι έχει ήδη καταγραφεί. Στη Μεσολιθική εποχή της Ευρώπης (Αzilien, περίπου 11.000 – 9.000 χρόνια πριν από σήµερα), επιµήκη βότσαλα φέρουν και αυτά οµάδες γραπτών ή εγχάρακτων σηµείων και ερµηνεύθηκαν πάλι ως σεληνιακά ηµερολόγια ή ως καταγραφές θηραµάτων, ερµηνεία που δεν έγινε δεκτή από άλλους.

Πιστεύεται ωστόσο ότι, τουλάχιστον από την Ανώτερη Παλαιολιθική και εξής, ο άνθρωπος είχε εφεύρει τεχνητά (εξωσωµατικά) µνηµονικά συστήµατα, έστω και αν οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους θα είχαν χρησιµοποιηθεί µας είναι άγνωστοι. Την σηµείωση, επεξεργασία και ανάκτηση των συστηµάτων αυτών διέπουν οι ακόλουθοι παράγοντες: η µορφολογία των στοιχείων τους, η διάταξή τους στον χώρο, η σσσώρευσή τους στη διάρκεια του χρόνου και ο αριθµός τους.
Νεολιθική Εποχή
Στη Νεολιθική εποχή η σωρεία πληροφοριών απαιτούσε αποτελεσµατικότερο σύστηµα αποµνηµόνευσης και εξωτερικής (εξωσωµατικής) αποθήκευσης, µε την χρησιµοποίηση συµβολικών αντικειµένων που χαρακτηρίζουν τις πρώϊµες αγροτικές κοινωνίες µετά τη «νεολιθική επανάσταση» (µετάβαση στο παραγωγικό στάδιο τροφής) και πριν τη µετάβαση προς την διανοητική φάση της ανθρώπινης εξέλιξης «που χρησιµοποιεί πολύπλοκα συστήµατα ανάκτησης των πληροφοριών για εξωτερική συµβολική αποθήκευση, συνήθως υπό µορφή γραφής, συχνή στις αστικές κοινωνίες».
Τα διατηρούµενα υλικά κατάλοιπα, τα υλοποιηµένα σηµεία, περιλαµβάνουν:
Α) Τρισδιάστατα µικρά τέχνεργα «άγνωστης χρήσης» και
Β) Δισδιάστατα σηµεία (σηµάδια) πάνω σε τέχνεργα γνωστής ή άγνωστης χρήσης. Οι σχετικές µαρτυρίες από την Ελλάδα είναι λίγες και θα εξετασθούν µαζί µε τα διαθέσιµα δεδοµένα των γειτονικών περιοχών.
»Πιόνια» – »Κουπόνια» (tokens) και Σηµαδεµένες Ράβδοι (tallies)
Ο απλούστερος τρόπος (κατα)µέτρησης βασίζεται στην αντιστοιχία ένα προς ένα, σε αντιπαραβολή δηλαδή ανάµεσα στις ενότητες που πρέπει να µετρηθούν (π.χ. ζώα κοπαδιού) και τα υλοποιηµένα σηµεία (δάχτυλα, βότσαλα, απλά µικροσκοπικά τέχνεργα, κλπ). Δεν αφήνει απαραίτητα ίχνη, εξακολουθεί να χρησιµοποιείται και σήµερα και πρέπει να είχε εφευρεθεί και χρησιµοποιηθει σε διαφορετικές περιοχές και εποχές από το απώτατο παρελθόν.
Απλές αριθµητικές πράξεις, πρόσθεση και αφαίρεση, είναι δυνατές, καθώς και η οµαδοποίηση, και άρα η δηµιουργία (υπο)συνόλων, το δε σύστηµα, αφού αποτελείται από κινητά αντικείµενα, επιτρέπει µεταγενέστερες τροποποιήσεις, αλλά είναι δύσκολη η διαχείριση πολύ µεγάλων αριθµών. Πήλινα κυρίως, µικρά «κουπόνια»/ «πιόνια» (tokens) απλών γεωµετρικών σχηµάτων µαρτυρούνται στην Εγγύς και Μέση Ανατολή (σηµερινά Ιράκ, Ιράν, Συροπαλαιστίνη, Τουρκία), τουλάχιστον από την 8η έως την 4η χιλιετία.
Σε αυτά η D. Schmand-Besserat συµπεριλαµβάνει και τα σύνθετα σχήµατα (ζωόµορφα, αγγεία, εργαλεία), που θα µπορούσαν όµως να ανήκουν και σε άλλα σηµειακά συστήµατα (π.χ. κοσµήµατα, παιχνίδι). Η θεωρία της για την προέλευση της γραφής από τα αρχαιότερα ήδη αντικείµενα κθώς και για την ένταξη όλων των tokens στην ίδια κατηγορία ανεξαρτήτως περιόδου έχει υποστεί κριτικές. Ενώ δεν υπάρχει µέχρι στιγµής βεβαιότητα για τα πρωϊµότερα, οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ωστόσο την ερµηνεία των νεότερων tokens (4η χιλιετία) ως µέσων καταµέτρησης ποσοσήτων σε οικονοµικές διαδικασίες που αφορούσαν προϊόντα.
Με τη διαφοροποίηση των σχηµάτων και των µεγεθών των «κουπονιών» µπορούσαν να µεταδοθούν ειδικότερες ποιοτικές πληροφορίες, όσον αφορά κατηγορίες προϊόντων. Την τοποθέτηση κουπονιών σε πήλινα (ή φθαρτά) δοχεία, πιθανόν στο πλαίσιο οικονοµικού ελέγχου ή νοµικής επίβλεψης και καταγραφής οικονοµικών συναλλαγών, συνόδευε η αποτύπωση της εικόνας των κουπονιών και του αθροίσµατός τους πάνω στον πήλινο «φάκελό» τους (bulla), η οποία δείχνει κατανόηση της έννοιας των αριθµών που εκφράζουν σύνολα.
Η εκπόνηση του κώδικα της σφηνοειδούς γραφής που αναγράφεται σε µία ή και δύο όψεις πινακίδων πιθανόν προέκυψε από τους µηχανισµούς καταγραφής σε πήλινους φακέλους και από τα «κουπόνια». Η αναπαράσταση των «κουπονιών» µε ορισµένη σειρά οδήγησε στην απόδοση αριθµητικής τιµής µε βάση τη σχετική θέση και όχι µόνο το µέγεθος των συµβόλων, και άρα µεταγενέστερα στην εφεύρεση των αβάκων.
Η µέθοδος των «κουπονιών» και bullae µάλλον συνεχίσθηκε παράλληλα µε τη γραφή και µετά την εφεύρεσή της. Νεολιθικά πήλινα tokens έχουν βρεθεί στην Ελλάδα και τις Βαλκανικές χώρες και χρονολογούνται από τα τέλη της 7ης χιλιετίας (Αρχαιότερη Νεολιθική) µέχρι και την 4η χιλιετία (Νεότερη και Τελική Νεολιθική). Μέχρι στιγµής, τα πρωϊµότερα (Αρχαιότερη Νεολιθική) προέρχονται από τη Θεσσαλία, τη Δυτική Μακεδονία και την Κεντρική Ελλάδα, αλλά µαρτυρούνται και στη Μέση Νεολιθική και Νεότερη Νεολιθική της Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης και τη Νεότερη Νεολιθική των νήσων του Αιγαίου.
Είναι σφαιρικά, κυλινδρικά και ωοειδή αντικείµενα, αλλά και δακτύλιοι, δισκάρια, κώνοι, ράβδοι και αντικείµενα µε σχήµα «µπουκαλιού» ή σπόρου. Σχετικά µεγαλύτερα πλακίδια, παραλλληλεπίπεδα ή αντικείµενα σε σχήµα ψωµιού, ενδεχοµένως µε σειρές παρόµοιων εγκοπών, σηµείων ή µε άλλα απλά µοτίβα, θα µπορούσαν, εκτός από tokens να είναι tallies, σηµαδεµένες ράβδοι. Συγκεκριµένα:
α) Μερικές εκατοντάδες «κουπόνια» δύο κυρίως σχηµάτων, κυκλικά και ωοειδή, βρέθηκαν µαζί µε πάνω από 400 λεπίδες πυριτολίθου, δύο ιδιαίτερα µεγάλου µεγέθους λίθινες αξίνες, µερικά ιδιότυπα αγγεία και πέντε ανθρωπόµορφα ειδώλια µέσα σε ένα µεγάλο, πιθανόν κοινό κτίριο («ιερό») στη Νέα Νικοµήδεια (Αρχαιότερη Νεολιθική). Δισκοειδή αντικείµενα και ή αποστρογγυλεµένα όστρακα χωρίς διάτρηση προέρχονται, µεταξύ άλλων, από το Αχίλλειο (βρέθηκαν κυρίως σε µικρές οµάδες, µέσα σε σπίτια, Αρχαιότερη Νεολιθική – Μέση Νεολιθική) και τη Νέα Μάκρη (Αρχαιότερη Νεολιθική).
Μεµονωµένα «κουπόνια» αλλά και «ενώτια», που ίσως θα µπορούσαν να ενταχθούν και αυτά στην ίδια κατηγορία, ή µικρές οµάδες τους προέρχονται ακόµη, µεταξύ άλλων, από τη Νέα Νικοµήδεια, το Σέσκλο, το Αχίλλειο, την Άργισσα και το Divostin (Αρχαιότερη Νεολιθική), και παραλληλεπίπεδα από το (Αρχαιότερη Νεολιθική – Μέση Νεολιθική) Αχίλλειο.
Κωνικοί δίσκοι έχουν βρεθεί στους Σιταγρούς, ακανόνιστοι κύλινδροι στο Σάλιαγκο (Νεότερη Νεολιθική) και το Εµποριό (τέλος Νεότερη Νεολιθική και Πρώιµη Χαλκοκρατία), εγχάρακτοι κύλινδροι στους Σιταγρούς, το Δοξάτο και το Μaliq, σφαιρίδια στο Ντικιλί Τας, τα Σέρβια και τους Σιταγρούς και δακτύλιοι στο Ντικιλί Τας, το Goljamo Delcevo, το Ezero και το Vucedol, ένα ραβδόσχηµο αντικείµενο στη Θέρµη και δισκοειδή αντικείµενα µε ή χωρίς διακόσµηση στο Ντικιλί Τας, τους Σιταγρούς, τα Σέρβια, το Suplevec, το Medvenjak, την Ploskata Mogila (Νεότερη Νεολιθική – Τελική Νεολιθική).
Άλλα αντικείµενα σε σχήµα αγγείου ή µπουκαλιού χωρίς άνοιγµα προέρχονται (Νεότερη Νεολιθική) από το Ντικιλί Τας, τους Σιταγρούς, τη Βουλγαρία (Plovdiv, Bikovo, Ruse, Kapitan Dimitrievo, Baniata) και τη Ρουµανία (πολιτισµός Cucuteni) –ορισµένες όµως φορές, όταν είναι κενά στο εσωτερικό, περιέχουν µικρά αντικείµενα («κουδουνίστρες»).
Διακοσµηµένα τέχνεργα ποικίλων σχηµάτων (κυρίως κυλινδρικά) έχουν βρεθεί στους Σιταγρούς και στη Βουλγαρία (Plovdiv, Bikovo, Ruse, Kapitan Dimitrievo, Baniata). Πήλινα µικροσκοπικά αντικείµενα διαφόρων σχηµάτων, καθώς και ανθρωπόµορφα ειδώλια και οµοιώµατα, ανήκουν σε ένα σύνολο που βρίσκεται στο Μουσείο του Μονάχου, το οποίο προερχόταν αρχικά «από τη Βόρεια Ελλάδα» (Αρχαιότερη Νεολιθική ή Μέση Νεολιθική).

β) Πήλινα παραλληλεπίπεδα επιµήκη πλακίδια και ράβδοι σε σχήµα ψωµιού (tallies;) προέρχονται από τη Θεσσαλία (µάλλον Μέση Νεολιθική παρά Αρχαιότερη Νεολιθική), το Σέσκλο, τον Πρόδροµο, το Οτζάκι και την περιοχή των Φαρσάλων, και ορισµένα τουλάχιστον ίσως ψήθηκαν τυχαία. Φέρουν συχνά σειρές σηµείων, και µερικά υποδιαιρούνται σε διαµερίσµατα. Έχει θεωρηθεί ότι ίσως ανήκουν σε σύστηµα «πρωτογραφής», αντίστοιχο µε εκείνο των ειδωλίων.
Πολλά παρόµοια αντικείµενα σε σχήµα παραλληλεπιπέδου ή φραντζόλας, µεγαλύτερα από τα «κουπόνια» περιλαµβάνονται και στο σύνολο του Μονάχου, ενώ µερικές πήλινες πλάκες µε εγχάρακτη διακόσµηση χρονολογούνται από τη Νεότερη Νεολιθική και προέρχονται από την Ανατολική Μακεδονία (Δήµητρα, Δοξάτο, Σιταγρούς, ίσως Ντικιλί Τας), και τις Βαλκανικές χώρες (Bikovo, Baniata, Ruse, Tangiru, Cascioarele, Glavanesti Vechi).
Οι πλάκες της Νεότερης Νεολιθικής θα µπορούσαν να θεωρηθούν και ως πινακίδες της κατηγορίας Β, ιδιαίτερα όταν δηλώνεται κάποια προσπάθεια «σελιδοποίησης», ίσως εξάλλου τα µεγαλύτερα tallies αποτελούν ενδιάµεση κατηγορία πριν τις πινακίδες. Ένα µοτίβο «σκακιέρας» που έχει χαραχθεί κάτω από τη βάση οµοιώµατος φούρνου από το Slatino έχει ερµηνευθεί ως ηµερολόγιο.
Τα «κουπόνια» υπάρχουν από την Αρχαιότερη Νεολιθική, τα πλακίδια και τα παραλληλεπίπεδα εµφανίζονται τουλάχιστον από την Μέση Νεολιθική και εξής. Και οι δύο κατηγορίες συνεχίζονται αργότερα, αλλά υπάρχει µεγαλύτερη ποικιλία τύπων στη Νεότερη Νεολιθική, οπότε τα περισσότερα αντικείµενα ήσαν από καλά ψηµένο πηλό, ενώ ορισµένες πλάκες ή παραλληλεπίπεδα µε πολύπλοκα µοτίβα ίσως είχαν διαφορετική συµβολική χρήση.
Σηµεία (σηµάδια) Εγχάρακτα σε Τέχνεργα
Δισδιάστατα σηµεία πρέπει να είχαν χρησιµοποιηθεί πολύ νωρίς (µέχρι και σήµερα) χωρίς να αφήσουν ίχνη, όπως οι εφήµερες χαράξεις πάνω στην άµµο, και πιθανόν µε ποικίλους συµβολικούς σκοπούς, καταγραφή, αριθµητική, τυπικό (ίσως και τελετουργία) στο πλαίσιο λατρείας ή µαγείας, αφήγηση και µετάδοση συλλογικών γνώσεων και παραδόσεων κλπ, όπως δείχνουν εθνογραφικές µαρτυρίες.
Με εξαίρεση ένα παλαιολιθικό κεράτινο αντικείµενο µε ζωόµορφες εικόνες και σηµεία τεχνητού µνηµονικού συστήµατος, τα πρώτα εικονογραφικά µηνύµατα, όπου συνδυάζονται σχηµατοποιηµένες µορφές ζώων, αφηρηµένα, απλά ή συνδυασµένα σηµεία, και σειρές όµοιων σηµείων πάνω σε φορητά αντικείµενα, εµφανίζονται στην Εγγύς Ανατολή στην Προκεραµεική Νεολιθική Α (περίπου 9.000 π.Χ.), σε εγχάρακτα λίθινα πλακίδια που φέρουν ίχνη µακρόχρονων χειρισµών. Κατά τον J. Cauvin δεν πρόκειται για εµπορική διαχείριση, αλλά για εντυπωσιακή διανοητική πρόοδο που προηγείται των οικονοµικών αλλαγών.
«Εικονογράµµατα» ίσως συνδυάζονται µε αριθµητικά σηµεία σε εγχάρακτο πήλινο, πεπλατυσµένο κύλινδρο από την Παραδηµή (Θράκη, Νεότερη Νεολιθική). Δύο ζωόµορφες εγχαράξεις φαίνεται ότι έχουν σχέση µε επαναλαµβανόµενα αφηρηµένα σηµεία (ρόµβοι, τατράγωνα και Χ), ορισµένα από τα οποία έχουν χαραχθεί λιγότερο έντονα, συχνά σε οµάδες δύο έως τεσσάρων, γεγονός που επέτρεψε την υπόθεση ότι ίσως πρόκειται για τετραδικό αριθµητικό σύστηµα. Συνδυασµός «εικονογραµµάτων» και επαναλαµβανόµενων αφηρηµένων σηµείων µπορεί να δείχνει συνδυασµό ποιοτικών και ποσοτικών καταγραφών, όπως σε πρώϊµες κατηγορίες κειµένων Uruk IV (τέλη 4ης χιλιετίας).
Στις πινακίδες αυτές υπάρχει και υποδιαίρεση σε στήλες και διαµερίσµατα, µε το σύνολο να σηµειώνεται µερικές φορές στην πίσω όψη. Ίσως η ανακάλυψη της γραφής έγινε ξαφνικά, όταν συνειδητοποιήθηκε ότι ένα σηµείο που χρησίµευε για την ένδειξη αριθµών µπορούσε να αντικαταστήσει και µια λέξη ή έννοια. Αν η γραπτή γλώσσα προέρχεται από συνδυασµό αριθµητικών σηµείων µε στοιχεία από την εικονογραφία, και αν η γραφή εξελίσσεται µε την κοινή χρήση και συνύπαρξη περισσότερων από ένα συστηµάτων γραφικής αναπαράστασης, όπως έχει λεχθεί για τα µεσοαµερικανικά συστήµατα, τότε µόνο η αριθµητική θα µπορούσε να επιτρέψει αυτή την εξέλιξη.
Στο αρχικό της στάδιο, η γραφή καταγράφει µόνο πολύ χαρακτηριστικά στοιχεία, ηµερολόγια και αποστάσεις (π.χ. Αίγυπτος, Μεσοποταµία, Κίνα ή Αµερική), έννοιες που ήσαν γνωστές νωρίτερα, αλλά απέκτησαν νέο νόηµα µε την αλλαγή του οικονοµικού συστήµατος. Η σηµασία των σηµείων είναι κατανοητή µόνο από τα άτοµα που ενέχονται άµεσα. Οι πρώϊµες γραφές δεν πρέπει να διέφεραν πολύ από τις προδροµικές µορφές σηµείωσης, αφού ο αναγνώστης θα είχε αποθηκεύσει τα περισσότερα δεδοµένα στην εσωτερική του µνήµη, και η εξωτερική αποθήκευση ήταν απλά βοηθητική.
Αρχικά οι πρώϊµες γραφικές αναπαραστάσεις ήσαν ίσως απλά σηµεία που υπενθύµιζαν µονάδες ενός συνόλου εννοιών, τις οποίες ο αναγνώστης ή ο αφηγούµενος γνώριζε ήδη απέξω, αλλά υπήρχε δυνατότητα αυτοσχεδιασµών και ποικιλίας. Το γραπτό µήνυµα δεν αντιστοιχούσε ακριβώς στις µορφές του λόγου και µπορούσε να διαβασθεί µε πολλούς τρόπους, ακόµη και σε διαφορετικές γλώσσες: η γραφή φαίνεται ότι εφευρέθηκε σε πολύγλωσσα περιβάλλοντα ως σύστηµα καταγραφής και επικοινωνίας πολυεθνικών οµάδων, όπως στη Νότια Μεσοποταµία στα τέλη της 4ης χιλιετίας.
Εάν υπήρξε πρωϊµότερη της Uruk IV γραφή, µάλλον εξαφανίσθηκε λίγο µετά την εφεύρεσή της, όπως ίσως και η λεγόµενη «αρχαία ευρωπαϊκή γραφή», δηλαδή τα σηµεία που είχαν χαραχθεί σε τέχνεργα κυρίως του πολιτισµού Vinca. Ο J. Makkay εξέτασε µερικές εκατοντάδες σηµείων που προωτοεµφανίσθηκαν σε αγγεία, ειδώλια και βαρίδια από το Tordos (Vinca A-B, που αντιστοιχεί στην Νεότερη Νεολιθική Ι – ΙΙ στην Ελλάδα). Τα σηµεία αυτά απαντώνται και σε πολλές άλλες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στα τέλη της 6ης και την 5η κυρίως χιλιετία, αν και έχει υποστηριχθεί µερικές φορές ότι µαρτυρούνται και ενωρίτερα.
Πρόκειται κυρίως για αφηρηµένα σηµεία, αλλά συνδυάζονται µε µερικά «εικονογράµµατα» πολύ νωρίς και ίσως συνδυάζουν ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες, όπως τα «κουπόνια» διαφορετικών κατηγοριών. Το σύστηµα Vinca δεν είναι πραγµατική γραφή: δεν επαναλαµβάνονται αρκετά οι οµάδες σηµείων, που άλλωστε είναι πολύ λίγες. Κατά τον Sh. Winn, το σύστηµα θα µπορούσε να είναι εν µέρει λογογραφικό, µερικά σηµεία µπορεί να αντιπροσώπευαν λέξεις ή έννοιες, και µπορούσαν να συνδυασθούν µε διαφορετική σειρά.
Ο Winn µελέτησε, κατατάσσοντάς τα ανάλογα µε τον φορέα τους, τα σηµεία που είχαν χαραχθεί, συνήθως πριν το ψήσιµο, τόσο σε χρηστικά αντικείµενα (κεραµεική, βαρίδια αργαλειού, σφονδύλια), όσο και σε συµβολικά ή άγνωστης χρήσης τέχνεργα (ειδώλια, «πινακίδες» και άλλα ασυνήθη αντικείµενα) Vinca.
α) Όσον αφορά την κεραµεική, ο Winn ταξινόµησε τα σηµεία ανάλογα µε τη θέση τους πάνω στα αγγεία. Τα ευθύγραµµα και απλούστερα σηµεία απαντώνται συνήθως µεµονωµένα, ή ανά δύο ή περισσότερα µαζί, και µερικά από αυτά, πάνω στη βάση ή κοντά στη βάση του αγγείου, θα µπορούσαν να είναι αριθµητικά ή να έχουν µαγική λειτουργία, ενώ οι µακρές σειρές είναι σπάνιες και δυσερµήνευτες. Στην Ελλάδα, υπάρχουν ανάλογα εγχάρακτα σηµεία στην κεραµεική σε πολλές θέσεις (Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, νησιά Αιγαίου), αλλά το θέµα δεν έχει µελετηθεί συστηµατικά σε µεγάλη κλίµακα.
β) Μολονότι ο διαθέσιµος χώρος είναι περιορισµένος, µεγαλύτερες οµάδες σηµείων (µέχρι 12) εµφανίζονται πάνω σε σφονδύλια, και µάλιστα στη µία µόνο όψη τους, κατ’εξαίρεση και στις δύο. Το σφονδύλι του Ντικιλί Τας, συνήθους τύπου, µάλλον κατάλληλο για το γνέσιµο µαλλιού, φέρει σειρά εγχάρακτων σηµείων, ίσως χωρισµένων µε κάθετες διαχωριστικές γραµµές ή µε αριθµητικά σηµεία. Μερικά σφονδύλια φέρουν λίγα γραµµικά σηµεία που θα µπορούσαν να είναι σηµάδια καταγραφής, αρίθµησης ή µαγείας, όπως µερικά σφονδύλια από το Διµήνι (και Ρουµανία) µε διακόσµηση όχι οργανικά δεµένη µε την επιφάνεια.

Σφονδύλια και βαρίδια αργαλειού που είχαν και πρακτική χρήση θα µπορούσαν, κατά τον Winn, να χρησιµοποιούνται δευτερευόντως κατά τη διάρκεια της χρήσης αυτής, είτε ως µνηµονικά επινοήµατα όπου καταγραφόταν η ποσότητα µιας ύλης (µαλλιού;) ή ο αριθµός επαναλήψεων µιας µηχανικής πράξης, είτε, περισσότερο πιστευτό, µε αποτροπαϊκό σκοπό που αφορούσε την εν λόγω δραστηριότητα, ή ως σύµβολα βάρους, ιδιοκτησίας, κλπ. Ο διττός -πρακτικός και συµβολικός- χαρακτήρας των σφονδυλιών και των βαριδίων ίσως υποδηλώνεται και από το γεγονός ότι έχουν βρεθεί επανειληµµένως (Νεότερη Νεολιθική) κοντά σε ειδώλια ή ότι ορισµένα βαρίδια φέρουν ανθρωπόµορφη παράσταση.
γ) Μερικές φορές απαντώνται και κλειστά, διακοσµηµένα µικρογραφικά αγγεία µαζί µε ειδώλια και/ή σφονδύλια (Νεότερη Νεολιθική, Ντικιλί Τας). Τα αγγεία φέρουν µεµονωµένα σηµεία αλλά και οµάδες σηµείων (π.χ. ιδιότυπα αγγεία από το Ντικιλί Τας και το Ovcarovo, Νεότερη Νεολιθική), κάποτε σε σειρές (θέση Vinca), ορισµένες φορές σε ζώνες. Είναι δύσκολο να θεωρηθούν ως αριθµητικά σύµβολα: ο στόχος τους ήταν ίσως αποτροπαϊκός, υπόθεση πιστευτή, ιδίως αν τα αγγεία είχαν πολύτιµο περιεχόµενο ή συµβολική µόνο λειτουργία.
δ) Τα ανθρωπόµορφα ειδώλια φέρουν συνήθως µεµονωµένα σηµεία ή µικρούς συνδυασµούς στο στέρνο, την πλάτη, την κοιλιά, ή το κεφάλι, που είναι δύσκολο να διακριθούν από τη διακόσµηση, πρόβληµα που θέτουν και διάφορα σηµεία, µάλλον διακοσµητικά, πάνω σε πήλινες «τράπεζες προσφορών» διαφόρων περιόδων από την Νοτιοανατολική Ευρώπη. Φαίνεται πάντως ότι η επίθεση ορισµένων σηµείων σε συγκεκριµένες θέσεις πάνω σε ειδώλια είχε συµβολική φόρτιση.
ε) «Ενεπίγραφες» πήλινες πινακίδες έχουν βρεθεί σε βαλκανικές θέσεις, όπως στην Tartaria (Ρουµανία, Vinca Α) και την Gradesnica (Karanovo V, Νεότερη Νεολιθική ΙΙ). Δύο πινακίδες της Gradesnica βρέθηκαν µαζί, η τρίτη βρέθηκε µαζί µε ένα ειδώλιο και δύο αγγεία. Η επιφάνειά της διαχωρίζεται οριζόντια σε τέσσερις ζώνες, µε τρία ή περισσότερα σηµεία στην κάθε µία (24 – 30 σηµεία συνολικά, ανάλογα µε την «ανάγνωση»).
Δύο από τις ζώνες χωρίζονται και µε µερικές κάθετες γραµµές, αν δεν πρόκειται για αριθµητικά σύµβολα. Η «σελιδοποίησή» της και το γεγονός ότι η απόσταση µεταξύ των διαχωριστικών γραµµών καθώς και τα ίδια τα σηµεία µικραίνουν προς το κάτω µέρος, χρησιµοποιήθηκαν ως επιχείρηµα για την ερµηνεία της ως γραπτού κειµένου.
Παρατηρείται επίσης και υποδιαίρεση σε τετράπλευρα διαµερίσµατα ή ταταρτηµόρια σε µια ωοειδή πινακίδα της Tartaria και στην διακοσµηµένη, αλλά µάλλον όχι ενεπίγραφη, κυκλική σφραγίδα του Karanovo. Σε δύο από τις τρεις συνολικά πινακίδες της Tartaria υπάρχει συνδυασµός εικονογραφικών και αφηρηµένων σηµείων, ενώ η τρίτη είναι µόνο εικονογραφική. Ίσως η σπανιότητα των πινακίδων οφείλεται στο ότι συνηθιζόντουσαν πινακίδες από φθαρτές ύλες, όπως πιθανόν δείχνει η ξύλινη πινακίδα από το Δισπηλιό (περίπου 5260 π.Χ.).
στ) Ένα λίθινο αντικείµενο µε εγχάρακτα γραµµικά σηµεία στην κοίλη εσωτερική του επιφάνεια από τα Γιαννιτσά (πινακίδες της Tartaria Ι, αρχές της 5ης χιλιετίας) έχει ερµηνευθεί ως µήτρα µε διατρήσεις που θα εφάρµοζε σε ένα δεύτερο, συµµετρικό κινητό µέρος, και θα επέθετε αµφίκυρτα σφραγίσµατα µε ανάγλυφα στοιχεία και στις δύο όψεις.
Η κοίλη επιφάνεια διαιρείται σε τρεις ζώνες που περιέχουν άνισα σε µέγεθος, διαφορετικής διάταξης, επαναλαµβανόµενα συµπλέγµατα ευθύγραµµων χαράξεων, σε λοξή διευθέτηση προς τα αριστερά ή τα δεξιά, που συνδυάζονται µε ακιδωτά σηµεία. Υπάρχει σαφώς µια οργάνωση, πράγµα που επέτρεψε την υπόθεση του ανασκαφέα ότι πρόκειται για σηµεία «πρωτογραφής», µε σφραγίσµατα – φορείς µηνύµατος.
ζ) Ένα µοναδικό δακτυλιόσχηµο χρυσό περίαπτο (Τελική Νεολιθική) του «Νεολιθικού Θησαυρού» του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου φέρει και στις δύο όψεις εγχάρακτα σηµεία που θα µπορούσαν να ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, µολονότι ορισµένες κατηγορίες «κουπονιών» εξακολουθούν να απαντώνται, πολλά σφονδύλια φέρουν πλούσια, εγχάρακτη διακόσµηση (πολυάριθµα στην Τροία), και «σηµεία κεραµέων» µαρτυρούνται συχνά (π.χ. Κέος), τα σηµεία Vinca εκλείπουν.
Το σύστηµα µάλλον δεν εξελίχθηκε ποτέ σε πλήρες σύστηµα γραφής. Ίσως αυτό δεν χρειάσθηκε, αν η ανάγκη για την εξέλιξη αυτή δεν εµφανίσθηκε στο τέλος της Νεολιθικής εποχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ώστε η γλωσσική πληροφορία να εισχωρήσει στην διαδικασία της κατασκευής του κώδικα και της αποκρυπτογράφησης της εννοιολογικής πληροφορίας. Όταν η δυνητική τάση για τη γένεση γραφής εµφανισθεί, είτε εξελίσσεται σε πλήρες, βιώσιµο σύστηµα, είτε φθίνει και εξαφανίζεται.
Υποθέσεις και Προβλήματα Χρήσης 
Αν τα εκατοντάδες «κουπόνια» που βρέθηκαν στο κτίριο της Νέας Νικοµήδειας αφορούσαν συναλλαγές, και µάλιστα καταγραφή / καταµέτρηση, µε συµπέρασµα την ύπαρξη µηχανισµών ελέγχου, δεν φαίνεται πιθανό ότι τα όργανα καταµέτρησης ή τα τεκµήρια συναλλαγής φυλασσόντουσαν µαζί µε τα αντικείµενα που καταµετρούσαν (π.χ. λεπίδες πυριτολίθου). Προφανώς οι δύο τύποι tokens αντιστοιχούσαν σε δύο κατηγορίες δεδοµένων.
Τα 473 «κουπόνια» γεωµετρικών σχηµάτων, πάλι δύο τύπων, που βρέθηκαν µαζί µε µικροσκοπικά ζωόµορφα και ανθρωπόµορφα ειδώλια στην Es-Sifiya (Προκεραµεική Β, Ιορδανία) θεωρήθηκε ότι είχαν κατασκευασθεί ταυτόχρονα για συγκεκριµένο σκοπό, ίσως για µεµονωµένη συναλλαγή που χρειαζόταν κάποιου είδους συµβολική καταγραφή. Το σύνολο του Μονάχου, δυστυχώς χωρίς ακριβή προέλευση, περιλαµβάνει διαφορετικών τύπων, αλλά και διαφορετικών µεγεθών, ανθρωπόµορφα ειδώλια, οµοιώµατα, «κουπόνια» και tallies που θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι παρείχαν, εκτός τις ποσοτικές, και ποιοτικές πληροφορίες.
Συµπεριλαµβάνονται κατάλοιπα πλασίµατος µάλλον από την κατασκευή ειδωλίων που ίσως υποδηλώνουν και εδώ ταυτόχρονη παραγωγή ειδωλίων και «κουπονιών». Τίθεται εποµένως το ερώτηµα της ενδεχόµενης ταυτόχρονης παρουσίας µικροσκοπικών ειδωλίων της Αρχαιότερη Νεολιθική κατά τη διεξαγωγή µετρήσεων ή συναλλαγών, όπως έχει υποστηριχθεί όσον αφορά τα πολυάριθµα µικρογραφικά ανθρωπόµορφα και ζωόµορφα ειδώλια που βρέθηκαν µαζί µε σφραγίσµατα σε κτίρια «αρχείων» στο Tell Sabi Abyad (Συρία, αρχές 6ης χιλιετίας ).
Το κτίριο της Νέας Νικοµήδειας περιλάµβανε, εκτός τα πολυπληθή «κουπόνια», µερικά ειδώλια, όχι σε µικροσκοπικό µέγεθος, που µάλλον είχαν άλλη λειτουργία, ίσως αποτροπαϊκή. Η συνύπαρξη σηµαντικών συµβολικών αντικειµένων (ειδωλίων) µε τα «κουπόνια» ίσως δείχνει λοιπόν ότι τα τελευταία ίσαν άξια προστασίας, ή εναλλακτικά, ότι διάφορα σηµαντικά συµβολικά αντικείµενα (ειδώλια, «κουπόνια», µεγάλες αξίνες…) και µεγάλες ποσότητες πολύτιµων χρηστικών αντικειµένων (λεπίδες) φυλασσόντουσαν στον ίδιο χώρο, πιθανόν κοινό.
Τα «κουπόνια» θα µπορούσαν να έχουν συγκεντρωθεί εκεί πριν την χρήση για την οποία προοριζόντουσαν –αφού στις περισσότερες περιπτώσεις «κουπόνια» βρίσκονται σε µικρές οµάδες, και απορρίπτονται µετά τη χρήση τους-, είτε ήσαν στη διάθεση ατόµων ή νοικοκυριών, είτε όλης της κοινότητας. Στη Νεότερη Νεολιθική (Ντικιλί Τας), η συνεύρεση µερικών ειδωλίων, σφονδυλιών και tokens θα µπορούσε πάλι να σηµαίνει παράλληλες ασχολίες γυναικών (γνέσιµο) και παιδιών (παιχνίδια).

Ο Winn πιστεύει ότι η εµφάνιση των σηµείων Vinca συνδέεται µε την ανάπτυξη της µεταλλουργίας στην περιοχή Tordos, όπου εµφανίσθηκαν ξαφνικά, και µε την αύξηση των δυνατοτήτων εµπορικών δικτύων. Η τεχνολογική – οικονοµική ανάπτυξη συνοδευόταν από διαµόρφωση λατρείας µε χρήση σηµείων, ενώ από την αύξηση της προσωπικής ιδιοκτησίας προέκυψε η ανάγκη µέτρησης της αυξανόµενης ποσότητας πληροφοριών. Η H. Todorova αντίθετα νοµίζει ότι, όταν παρουσιάσθηκε η ανάγκη µέτρησης για κοινωνικοοικονοµικούς λόγους, χρησιµοποιήθηκαν προϋπάρχοντα σηµεία από τη λατρεία και µαγεία. Αγνοούµε φυσικά αν η υποτιθέµενη καταγραφή θα αφορούσε ποσότητες, αποστάσεις, βάρος κλπ.
Η διάταξη («σελιδοποίηση») σε πινακίδες δεν αποτελεί ωστόσο απόδειξη του οικονοµικού ρόλου των σηµείων και η σηµείωση σε σφονδύλια, έστω και σε ζώνες, δεν συνιστά πιστευτό λογιστικό σύστηµα. Οι οµάδες σηµείων σε µικρογραφικά αγγεία και ειδώλια ίσως πάλι συνδέονται µε κάποια τυπικά, µαγεία ή λατρεία. Η διχοτόµηση σε σηµεία κεραµεικής και χρηστικών αντικειµένων που συνδέονται µε ειδικές δραστηριότητες (γνέσιµο, αποθήκευση) και σηµεία πάνω σε συµβολικά αντικείµενα υποδηλώνει πάντως διαφορετικά επίπεδα χρήσης.
Οι συµβολικές συµπεριφορές οι οποίες ενέπλεκαν δισδιάστατα σηµεία φαίνεται ότι είχαν σχέση, σε ορισµένες περιπτώσεις τουλάχιστον, µε συγκεκριµένες τέχνες ή επιτηδεύµατα, όπως είναι το γνέσιµο και η ύφανση αλλά και η αποθήκευση (σηµεία πάνω σε αγγεία). Κατά συνέπεια οι τοµείς στους οποίους ήταν εφαρµόσιµα αυτά τα συστήµατα ίσως περιλάµβαναν την παραγωγή τεχνέργων, την ανταλλαγή και γενικά τη διαχείριση πρώτων υλών, βασικών προϊόντων και τεχνέργων (µαλλί, υφαντά, ζωϊκά και γερωργικά προϊόντα).
Αντίθετα από την ευελιξία των «κουπονιών» (δυνατότητα αλλαγής σειράς και συνόλων), και ενώ στα (άψητα) tallies µπορούν µεν να προστεθούν σηµεία, αλλά µέχρι ένα βαθµό, ανάλογα µε τον διαθέσιµο χώρο, τα σηµεία που είχαν χαραχθεί σε τέχνεργα πριν το ψήσιµο (κυρίως Νεότερη Νεολιθική – Τελική Νεολιθική) δεν µπορούσαν να µεταβληθούν. Δεν µπορεί λοιπόν να αποκλεισθεί το ενδεχόµενο, αν πρόκειται για καταγραφή δεδοµένων, να αφορούσε ιδιοκτησία, όπως προκειµένου για σφονδύλια και βαρίδια.
Αν πάλι πρόκειται για άϋλες επιδιώξεις, κυρίως όσον αφορά τα σηµεία που είχαν χαραχθεί σε ειδώλια, µικρογραφικά αγγεία και αντικείµενα άγνωστης χρήσης, είναι πιθανή η συµπαθητική µαγεία (ή λατρεία). Οι άλλες ερµηνείες δεν µπορούν να αποκλεισθούν, όπως η καταγραφή χρονικών περιόδων, συµπεριλαµβανοµένων συµβολικών σταδίων, ή ενοτήτων ρυθµικής απαγγελίας, ή το παιχνίδι, που µερικές φορές εµπεριέχει και άλλες χροιές, π.χ. την εξάσκηση στη µέτρηση.
Έχει ακόµη προταθεί ότι τα θραύσµατα οστράκων αγγείων µε σηµεία µπορούσαν να ανταλλαγούν σε µια αλυσίδα κοινωνικών σχέσεων. Εν πάσει περιπτώσει, εφόσον στη Νεολιθική εποχή υπήρχαν περισσότερα από ένα σηµειακά συστήµατα (π.χ. ειδώλια, κοσµήµατα κλπ), δεν είναι απαραίτητο ότι τα συµβολικά αντικείµενα που εξετάζουµε εδώ ανήκαν όλα σε ένα µόνο σύστηµα. Ούτε µπορούµε άλλωστε να αποκλείσουµε ότι υπήρχε πολυλειτουργικότητα: ίσως τα ίδια δισδιάστατα ή τρισδιάστατα σηµεία να εξυπηρετούσαν πολλούς σκοπούς, χωρίς να γίνεται στεγανή διάκριση.
Η συγκέντρωση µεγάλων αριθµών «κουπονιών» αφενός, και η άνιση κατανοµή µεµονωµένων ή µικρών οµάδων αφετέρου, δείχνουν µάλλον συγκεντρωτική διαχείρισή τους (Αρχαιότερη Νεολιθική) για συλλογικές διαδικασίες που ίσως οδηγούσαν σε επίδοση σε ορισµένους αποδέκτες. Ο µικρός σχετικά αριθµός διατηρηθέντων αντικειµένων που φέρουν σηµεία (Νεότερη Νεολιθική – Τελική Νεολιθική) δείχνει είτε ότι λίγα άτοµα ή νοικοκυριά τα χρησιµοποιούσαν, λίγοι εποµένως τα χρειαζόντουσαν ή είχαν το δικαίωµα ή την υποχρέωση να ακολουθούν τις διαδικασίες καταγραφής / µέτρησης ή µαγείας / λατρείας, είτε ότι οι περιπτώσεις στις οποίες τα χρησιµοποιούσαν ήταν σπάνιες.
Ήταν πάντως απαραίτητη η γνώση του αντίστοιχου κώδικα και άρα του συστήµατος από κάποιους -γνώστες- που υποχρεωτικά θα την µετέδιδαν σε άλλα µέλη της κοινωνικής οµάδας, τουλάχιστον κατά περιόδους (µύηση), και τα οποία συνεπώς θα είχαν ίσως κάποιο ειδικό καθεστώς και γόητρο. Τίθεται µοιραία το αναπάντητο ερώτηµα εάν τα ίδια άτοµασυγκέντρωναν τη γνώση και άλλων σηµειακών συστηµάτων και τον έλεγχο και άλλων συµβολικών συµπεριφορών.
ΤΑΦΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Η γνώση μας για τις Προϊστορικές ταφικές πρακτικές στην περιοχή της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας έχει εμπλουτιστεί ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια εξαιτίας της τεράστιας ανασκαφικής δραστηριότητας που έχει σημειωθεί στην ευρύτερη περιοχή με την ευκαιρία της κατασκευής των μεγάλων δημόσιων έργων. Πέρα από την αύξηση των νεκροταφείων και των θέσεων που παρέχουν στοιχεία ταφικής δραστηριότητας, η σημασία των τελευταίων ευρημάτων αφορά κυρίως την εικόνα που διαθέτουμε για τις πρωιμότερες περιόδους δηλαδή τη Νεολιθική και την πρώιμη εποχή του Χαλκού.
Η πιο συνηθισμένη ταφική πρακτική στη Νεολιθική εποχή είναι η ταφή εντός οικισμού όπως συναντάται για παράδειγμα στη Νέα Νικομήδεια, στο Μάνδαλο, στο Μακρύγιαλο Πιερίας, στη Δ. Ε. Θεσσαλονίκης, στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, Γιαννιτσά Β και αλλού. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για απλούς ενταφιασμούς σε ρηχά ορύγματα σκαμμένα στο έδαφος, οι οποίοι σπάνια, συνοδεύονται από ταφικά κτερίσματα. Τα ταφικά αυτά κτερίσματα είναι αντικείμενα καθημερινής χρήσης, συνήθως ένα χειροποίητο αγγείο, οστέινο ή λίθινο εργαλείο ή κάποιο κόσμημα από όστρεο.
Οι ταφές είναι μονές σε συνεσταλμένη στάση με μοναδική εξαίρεση τη διπλή ταφή της Νέας Νικομήδειας που ανήκει στη «μητέρα με το παιδί». Μερικές φορές ωστόσο, όπως συμβαίνει στη Δ. Ε. Θεσσαλονίκης και στο Μακρύγιαλο Πιερίας, οι νεκροί τοποθετήθηκαν χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα σε λάκκους μέσα στα όρια του οικισμού. Σπανιότερα, στο τέλος της Νεολιθικής, όπως συμβαίνει στη φάση ΙΙ στο Μακρύγιαλο Πιερίας αλλά και στην τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας Κοζάνης, έχει παρατηρηθεί η πρακτική της καύσης, η οποία στην περίπτωση του Μακρύγιαλου ανήκει σε ανήλικο άτομο που είχε τοποθετηθεί σε τεφροδόχο αγγείο.
Πέρα από τη συνηθισμένη πρακτική του ενταφιασμού στα όρια του οικισμού, τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της συστηματικής μελέτης του αρχαιοζωολογικού υλικού έχει σημειωθεί σε ευρεία κλίμακα η παρουσία διάσπαρτων ανθρώπινων οστών στις οικιστικές επιχώσεις όπως για παράδειγμα συμβαίνει στη Νέα Νικομήδεια και στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης ή σε τάφρους που περιτρέχουν τον οικισμό (Μακρύγιαλος και Παλιάμπελα Πιερίας).
Η συχνή παρουσία των διάσπαρτων ανθρώπινων οστών στα οικιστικά στρώματα χωρίς κάποια ιδιαίτερη προτίμηση σε ανατομικό μέρος τείνει στην ιδέα ότι πρόκειται μάλλον για ενδείξεις σκόπιμης μεταχείρισης των νεκρών παρά για τυχαία ευρήματα. Το θέμα μένει ανοιχτό προς συζήτηση σε σχέση μάλιστα με τα νεώτερα δεδομένα που προκύπτουν από τις τελευταίες ανασκαφές για την οργάνωση της Νεολιθικής κοινωνίας. Γενικά, η μεταχείριση των νεκρών στη Νεολιθική περίοδο στη Μακεδονία μέχρι πρόσφατα συνηγορούσε στην εικόνα των ταφών εντός οικισμού ως αποκλειστικής ταφικής πρακτικής οργανωμένης αυστηρά στα πλαίσια του νοικοκυριού.

Τα ευρήματα ωστόσο της τελευταίας δεκαετίας έχουν προσθέσει νέα στοιχεία στο χαρακτήρα και στην οργάνωση των ταφικών πρακτικών, όπως είναι η διαφοροποίηση της μεταχείρισης των νεκρών, η οποία δεν περιορίζεται στις απλές ταφές εντός οικισμού και η χρήση τάφρων και λάκκων ως ταφικών χώρων που βρίσκονται σε ελεύθερη πρόσβαση από το σύνολο της Νεολιθικής κοινότητας και δεν αποτελούν χώρους αποκλειστικού ελέγχου μίας πυρηνικής οικογένειας. Η εικόνα που διαθέτουμε από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού διαφέρει σημαντικά από τη Νεολιθική σε δύο βασικά σημεία:
  • Εμφανίζονται οργανωμένοι χώροι εκτός οικισμού οι οποίοι συνιστούν οργανωμένα νεκροταφεία για την αποκλειστική διάθεση των νεκρών, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η παράδοση των ταφών εντός οικισμού όπως συμβαίνει στο Αρχοντικό Πέλλας.
  • Εκτός από τον απλό ενταφιασμό εμφανίζεται σε μεγαλύτερη συχνότητα η πρακτική της καύσης όπως συμβαίνει στον Άγιο Μάμα και στη Συκιά Χαλκιδικής, στις Γούλες Αλιάκμωνα και στο Ξηροπήγαδο Κοζάνης.
Επιπλέον, διακρίνονται κάποια καινούρια στοιχεία τα οποία έχουν να κάνουν τόσο με τη μεταχείριση των νεκρών αλλά και με την οργάνωση του χώρου των νεκροταφείων:
1. Τάση προς υιοθέτηση σταθερών κανόνων στη μεταχείριση των νεκρών. Καταρχήν, στις περισσότερες περιπτώσεις επικρατεί ο απλός ενταφιασμός σε ισχυρά συνεσταλμένη στάση με εξαίρεση δύο διπλές ταφές στο Ξηροπήγαδο Κοζάνης και μια περίπτωση δευτερεύουσας ταφής στις Γούλες Κοζάνης. Συχνά παρατηρείται η τήρηση κοινού προσανατολισμού στα νεκροταφεία όπως για παράδειγμα Ανατολή/ Δύση στις Γούλες, Νότος / Βορράς στο Ξηροπήγαδο Κοζάνης.
Επίσης, συχνά οι ταφές στις Γούλες και στο Ξηροπήγαδο Κοζάνης συνοδεύονται από συγκεκριμένα ταφικά κτερίσματα όπως συγκεκριμένους τύπους χειροποίητων αγγείων τοποθετημένων σε συγκεκριμένες θέσεις σε σχέση με το νεκρό άλλοτε στο κεφάλι (Γούλες) ή στο κεφάλι και τα πόδια (Ξηροπήγαδο).
2. Διαφοροποίηση στους ταφικούς τύπους. Εκτός λοιπόν από τα απλά ορύγματα σκαμμένα στο φυσικό έδαφος (Μακρύγιαλος Πιερίας, Άγιος Μάμας Χαλκιδικής, Ξηροπήγαδο Κοζάνης), τα οποία αποτελούσαν τον επικρατέστερο τύπο τάφου στη Νεολιθική περίοδο, στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού εμφανίζονται επιπλέον κιβωτιόσχημοι τάφοι (Γούλες, Ξηροπήγαδο Κοζάνης), κτιστοί τάφοι (Ξηροπήγαδο Κοζάνης) καθώς και ταφές σε αγγεία ή πίθους (Άγιος Μάμας Χαλκιδικής, Γούλες και Ξηροπήγαδο Κοζάνης).
3. Διαφοροποίηση στη μεταχείριση των νεκρών σε σχέση με την ηλικία ή το φύλο του νεκρού. Σε σχέση με την ηλικία του νεκρού, φαίνεται πως συχνά οι ταφές σε αγγεία σχετίζονται με παιδιά (Γούλες, Ξηροπήγαδο) ενώ οι ταφές σε πίθους με ταφές ενηλίκων (Γούλες), οι κιβωτιόσχημοι τάφοι στο Ξηροπήγαδο περιείχαν στην πλειοψηφία τους ανήλικα άτομα ενώ οι σχετικά πιο πλούσιες ταφές φαίνεται να ανήκουν σε παιδιά και νήπια (Άγιος Μάμας, Γούλες, Ξηροπήγαδο).
Σε ό,τι αφορά το φύλο, οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από το Ξηροπήγαδο Κοζάνης, όπου υπάρχει σαφής διαφοροποίηση στην τοποθέτηση των νεκρών στον τάφο καθώς και στη χρήση συγκεκριμένου τύπου τάφου. Ειδικότερα, οι άνδρες τοποθετούνται στηδεξιά τους πλευρά και οι γυναίκες στην αριστερή ενώ φαίνεται να υπάρχει μια έντονη προτίμηση σε απλά ορύγματα για τις γυναίκες και σε κτιστούς τάφους για τους άνδρες.
4. Παρουσία ταφικών κτερισμάτων. Σε αντίθεση με τη Νεολιθική περίοδο όπου η παρουσία ταφικών κτερισμάτων ήταν σχετικά σπάνια, στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού παρατηρούνται αρκετά συχνότερα αντικείμενα καθημερινής χρήσης κυρίως κεραμικά αγγεία αλλά σε μεμονωμένες ταφές πλέον κάνουν την εμφάνιση τους κοσμήματα ή εργαλεία από πέτρα, χαλκό ή ακόμη και χρυσό ή φαγεντιανή.
5. Παρουσία ιδιαίτερων χαρακτηριστικών στοιχείων στην κατασκευή του τάφου. Ενώ λοιπόν στη Νεολιθική περίοδο, οι τάφοι αποτελούν απλές κατασκευές, στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού κατά περίπτωση εμφανίζονται κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία που συνοδεύουν την κατασκευή τους όπως είναι η κάλυψη του τάφου ή το δάπεδο συνήθως στρωμένο με βότσαλα. Σε ό,τι έχει σχέση με την κάλυψη του τάφου παρουσιάζεται μια μεγάλη ποικιλία που περιλαμβάνει απλές συσσωρεύσεις χώματος ή την τοποθέτηση καλυπτήριας πλάκας ή ακόμη τη συσσώρευση αργών λίθων ή σπασμένων οστράκων.
6. Πιθανή παρουσία ταφικών σημάτων. Πρόκειται για σηματοδότηση των τάφων που γίνεται συχνά με σωρούς ή σειρές αργών λίθων στην κορυφή του τάφου ή τοποθετημένων περιμετρικά του (Άγιος Μάμας, Ξηροπήγαδο).
7. Ομαδοποίηση των ταφών πιθανότατα με κριτήρια συγγενικών / οικογενειακών δεσμών. Η υιοθέτηση των συστάδων είναι ιδιαίτερα έντονη στην περίπτωση των τεφροδόχων αγγείων στο Κριαρίτσι Συκιάς ενώ στο Ξηροπήγαδο Κοζάνης κάποιοι τάφοι βρέθηκαν τοποθετημένοι επάνω σε προηγούμενες ταφές χωρίς να προκαλέσουν αντίστοιχη διαταραχή καθώς οι πρώτοι φαίνεται πως ήταν ορατοί στο χώρο του νεκροταφείου με τη συσσώρευση αργών λίθων στην κορυφή τους.
Η εικόνα στην ταφική συμπεριφορά αυτής της περιόδου περιλαμβάνει πρώτον, τη σχεδόν αποκλειστική χρήση οργανωμένων νεκροταφείων τοποθετημένων σε απόσταση από τον αντίστοιχο οικισμό, δεύτερον, την έντονη παρουσία πολλαπλών ταφών στον ίδιο τάφο και τρίτον, την ολοένα και συχνότερη υιοθέτηση σταθερών κανόνων στη μεταχείριση των νεκρών.

Σε ό,τι αφορά την ακολουθία σταθερών κανόνων στο τυπικό ταφής στα όρια του νεκροταφείου, μπορούν να παρατηρηθούν τα εξής:
1. Παρουσία συγκεκριμένων ταφικών τύπων σε κάθε νεκροταφείο, σε αντίθεση με την πρώιμη εποχή του χαλκού όπου εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία ταφικών τύπων. Για παράδειγμα, στις Σπάθες Ολύμπου και στο Ρύμνιο Κοζάνης υιοθετείται ο κιβωτιόσχημος τάφος ενώ στον Κορινό Πιερίας παρατηρούνται οι απλοί λάκκοι-ορύγματα στο φυσικό έδαφος.
2. Επικράτηση του απλού ενταφιασμού σε συνεσταλμένη στάση. Σε αντίθεση με τη Νεολιθική και την πρώιμη εποχή του Χαλκού, η πρακτική της καύσης φαίνεται να απουσιάζει από την περιοχή της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας κατά την Ύστερη εποχή του χαλκού.
3. Παρουσία σταθερών τύπων ταφικών κτερισμάτων τα οποία φαίνεται να συνοδεύουν συστηματικά τους νεκρούς. Για παράδειγμα, εμφανίζονται συγκεκριμένοι τύποι ντόπιας ή Μυκηναϊκής κεραμικής, εργαλείων, κοσμημάτων, οπλισμού κλπ. Συχνά, συγκεκριμένοι τύποι αντικειμένων σχετίζονται με το φύλο του νεκρού, κοσμήματα από πέτρα, οστό ή μέταλλο συνοδεύουν γυναικείες ταφές ενώ όπλα ή εργαλεία από μέταλλο και πέτρα βρίσκονται σε ανδρικές ταφές.
4. Συσσώρευση αντικειμένων που σχετίζονται με την ταυτότητα του νεκρού. Πρόκειται για προσωπικά αντικείμενα όπως σφραγίδες, εξαρτήματα ρουχισμού, κοσμήματα από πολύτιμα υλικά (ήλεκτρο, υαλόμαζα), λίθινα ή πήλινα «κομβία», χάλκινα όπλα (σπαθί, εγχειρίδιο, μήλο ξίφους, αιχμές) που παραπέμπουν σε Μυκηναϊκά πρότυπα και τα οποία βρίσκονται σε μεγάλεςσχετικά ποσότητες στα νεκροταφεία στις Σπάθες Ολύμπου και Ρύμνιο Κοζάνης.
Στην εποχή του Σιδήρου διακρίνεται καταρχήν μια αύξηση στον αριθμό των νεκροταφείων και μάλιστα σε θέσεις οι οποίες συνεχίζουν συστηματικά να χρησιμοποιούνται και στα ιστορικά χρόνια. Η γενική εικόνα συμφωνεί με τα χαρακτηριστικά στοιχεία που παρατηρήθηκαν σε προηγούμενες περιόδους με τη διαφορά ότι ενώ συνεχίζουν να ακολουθούνται συγκεκριμένοι κανόνες στο τυπικό μέρος της ταφής, από την άλλη πλευρά υπάρχουν έντονες διαφορές σε επίπεδο νεκροταφείου από περιοχή σε περιοχή.
Η εποχή του Σιδήρου χαρακτηρίζεται από την παρουσία των τύμβων μεμονωμένων ή σε συστάδες σε διάφορες παραλλαγές ως προς την κατασκευή τους. Παράλληλα, υπάρχουν αρκετά στοιχεία όπως η παρουσία σπασμένων αγγείων, οστών ζώων κλπ. που φανερώνουν την τέλεση ταφικών γευμάτων καθώς και μνημόσυνων προς τιμή των νεκρών συνήθως πάνω από τον τάφο με την ευκαιρία κάποιας νεώτερης ταφής.
Συνοπτικά, τα χαρακτηριστικά εκείνα που σηματοδοτούν την περίοδο αυτή περιλαμβάνουν:
1. Ομαδοποίηση των τάφων σε συστάδες. Υπάρχουν για παράδειγμα τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, στους τύμβους του Ολύμπου και στη Βεργίνα, όπου έχουν παρατηρηθεί συστάδες τύμβων. Ενδείξεις για συστάδες τάφων σημειώνονται στο νεκροταφείο της Πύδνας. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του Γυναικόκαστρου στο Κιλκίς, όπου εμφανίζονται συστάδες τεφροδόχων αγγείων τοποθετημένων σε τετράγωνες πλατφόρμες. Ακόμη και η παρουσία των θαλαμωτών τάφων στην Πύδνα υποδηλώνει την έντονη επιθυμία προς ομαδοποίηση των ταφών.
2. Έντονη παρουσία σημάτων στους ταφικών χώρους ή σε μεμονωμένες ταφές. Στην πλειοψηφία τους τα νεκροταφεία αυτής της περιόδου δίνουν σαφείς ενδείξεις σηματοδότησης είτε συστάδων τάφων είτε μεμονωμένων τάφων. Χαρακτηριστικοί για την εποχή του Σιδήρου είναι οι τύμβοι. Πρόκειται για κατασκευές που συχνά θεμελιώνονται σε λίθινο θεμέλιο ποικιλοτρόπως κτισμένο (τύμβοι Ολύμπου, Βεργίνα, Θέρμη Θεσσαλονίκης, Αγριοσυκιά Γιαννιτσών) ενώ η κάλυψη τους συνήθως είναι από χώμα το οποίο συχνά μεταφέρεται από αλλού, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στους τύμβους του Ολύμπου και της Βεργίνας.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κάλυψη αποτελείται από απλή συσσώρευση αργών λίθων (λιθοσωροί) (Γυναικόκαστρο Κιλκίς). Παραλλαγή των τύμβων είναι οι ταφικοί περίβολοι, οι οποίοι αποτελούν σειρά λίθων που είτε περικλείουν συστάδες τάφων (Κούκο Χαλκιδικής, Τζαμάλα Ημαθίας, Νέα Φιλαδέλφεια Θεσσαλονίκης) είτε ένα τεφροδόχο αγγείο με καύση (Γυναικόκαστρο Κιλκίς). Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις, σειρά λίθων περικλείει ολόκληρη την περιοχή του νεκροταφείου όπως στο Κούκο Χαλκιδικής και το νεκροταφείο της μεταβατικής περιόδου στις Τρεις Ελιές Ολύμπου.
Σηματοδότηση του χώρου υπάρχει και σε μεμονωμένους τάφους με τη μορφή λιθοσωρών (Τζαμάλα Ημαθίας) ή μικρών τύμβων στην κορυφή των τάφων (π. χ. τύμβοι Ολύμπου, νεκροταφείου Πύδνας) ή χαμηλών περιβόλων (π.χ. Αη Γιάννη Χαλκιδικής) ή ακόμη και με πιθανά ταφικά σήματα (π. χ. τύμβοι Ολύμπου και πιθανόν κάποιες περιπτώσεις στην Πύδνα).
3. Συνύπαρξη μονών και πολλαπλών ταφών. Παράλληλα με τις μονές ταφές παρατηρείται ευρέως η πρακτική των πολλαπλών ταφών (τύμβοι Ολύμπου, νεκροταφείο Πύδνας κλπ.) με την οποία δίνεται σαφώς μεγάλη έμφαση στην οικογένεια και τους συγγενικούς δεσμούς.
4. Συνύπαρξη ενταφιασμών και καύσεων. Η πρακτική της καύσης εμφανίζεται σημαντικά συχνότερα από ό,τι στις προηγούμενες περιόδους. Για παράδειγμα αποτελεί τον αποκλειστικό τρόπο μεταχείρισης των νεκρών στο Γυναικόκαστρο και την Τορώνη ενώ συναντάται σε πολλές ταφές στο Κούκο Χαλκιδικής, στην Πύδνα, στη Νέα Φιλαδέλφεια και σε μικρότερο βαθμό στη Βεργίνα.
5. Μεγάλη ποικιλομορφία στους ταφικούς τύπους, οι οποίοι εμφανίζουν και διαφοροποιήσεις σε κατασκευαστικά χαρακτηριστικά. Βασικοί ταφικοί τύποι είναι οι απλοί λάκκοι (Βεργίνα, τύμβοι Ολύμπου, Νέα Φιλαδέλφεια κ. α), κιβωτιόσχημοι τάφοι (Βεργίνα, Πύδνα, Νέα Φιλαδέλφεια κ. α.), κτιστοί τάφοι (τύμβοι Ολύμπου, Τζαμάλα), ταφές σε αγγεία (Βεργίνα, Πύδνα, Κούκο, Τορώνη κ. α.) ενώ οι θαλαμωτοί τάφοι συναντώνται μόνο στην Πύδνα.
6. Υιοθέτηση σταθερών κανόνων στη μεταχείριση των νεκρών σε ό,τι αφορά τη θέση του νεκρού – εκτεταμένη σε αντίθεση με τις πρωιμότερες περιόδους που επικράτησε η συνεσταλμένη – και τον προσανατολισμό του στον τάφο, τον προσανατολισμό του ίδιου του τάφου, την παρουσία συγκεκριμένων τύπων κατηγοριών ταφικών κτερισμάτων που συχνά τοποθετούνται σε συγκεκριμένες θέσεις σε σχέση με το νεκρό και που σχετίζονται με το φύλο ή την ηλικία του. Σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό των τάφων, στους τύμβους συχνά οι τάφοι τοποθετούνταν ακτινωτά σε σχέση με το κέντρο (Βεργίνα, Αγριοσυκιά).
7. Διαφοροποίηση των ταφικών συνόλων που περιέχονται στους τάφους, σε ό,τι αφορά κυρίως την ποσότητα και την ποικιλία των κτερισμάτων. Οι πιο πλούσιες ταφές παρουσιάζουν μια τεράστια ποικιλία κτερισμάτων από διαφορετικά υλικά που συχνά συμπεριλαμβάνουν εισηγμένες πρώτες ύλες που απαιτούν εξειδικευμένη γνώση στην επεξεργασία τους όπως είναι το ασήμι, χρυσός, φαγεντιανή, υαλόμαζα κλπ.

Συνοπτικά, σε ό,τι αφορά τις προϊστορικές ταφικές πρακτικές στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας μπορούμε να παρατηρήσουμε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία που συνδέονται με την κοινωνική οργάνωση. Συγκεκριμένα ενώ η Νεολιθική περίοδος χαρακτηρίζεται γενικά, εξαιτίας των ταφών εντός οικισμού, από μια τάση ανάδειξης της πυρηνικής οικογένειας ως βασικής μονάδας του νοικοκυριού με τα νεώτερα ευρήματα εμφανίζονται κάποια στοιχεία όπως είναι οι ταφές μέσα σε τάφρους και γενικά σε δημόσιους χώρους που υποδηλώνουν τη συμμετοχή κάποιου μεγάλου μέρους της κοινότητας στη ταφική διαδικασία.
Στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού εμφανίζονται τα πρώτα οργανωμένα νεκροταφεία εκτός οικισμού όπου είναι σαφής ο διαχωρισμός των νεκρών από τα ζωντανά μέλη της προϊστορικής κοινότητας. Ταυτόχρονα, ενώ υπάρχει μια ποικιλία στους ταφικούς τύπους και μια μεγαλύτερη φροντίδα στην μεταχείριση των νεκρών σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο παρουσιάζεται μια τάση που φανερώνει την υιοθέτηση σταθερών κανόνων ταφής στο επίπεδο του νεκροταφείου.
Σημαντικό είναι επίσης ότι από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού ουσιαστικά εμφανίζονται οι πρώτες συστάδες τάφων που υποδηλώνουν πιθανότατα μία έντονη επιθυμία προς ανάδειξη του νοικοκυριού αντί της πυρηνικής οικογένειας, φαινόμενο που συνεχίζεται μέσα στην Ύστερη εποχή του Χαλκού με την συνήθη πρακτική των πολλαπλών ταφών και κορυφώνεται με την εμφάνιση των τύμβων καθώς και των λίγων θαλαμωτών τάφων της Πύδνας στη εποχή του Σιδήρου. Η κατασκευή των τελευταίων δείχνει σαφέστατα την έμφαση προς την ευρύτερη οικογένεια και μάλιστα με σχετικά μνημειακό τρόπο.
ΧΑΡΤΕΣ





ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
















ΠΗΓΕΣ :
(1) :
(2) :
(3) :
(4) :
(5) :
(6) :
(7) :
(8) :
(9) :
(10) :