Ραμνός, δηλαδή θάμνος στα αρχαία ελληνικά. Από αυτή τη λέξη πήρε και το όνομα της η περιοχή του Ραμνούντα. Ο Ραμνούς ήταν ο πιο απομακρυσμένος από τους αρχαίους δήμους της Αττικής ο οποίος λόγω της θέσης του προς το Νότιο Ευβοϊκό κόλπο, παρείχε ένα ασφαλές αγκυροβόλιο για τα αρχαία πλοία κοντά στα σημερινά χωριά Σέσι και Αγία Μαρίνα.
Στην κοιλάδα του Λιμικού στο βορειοανατολικό άκρο της Αττικής δίπλα από τον Ευβοϊκό κόλπο σώζονται τα ερείπια του αρχαίου δήμου του Ραμνούντος που ανήκε στην Αιαντίδα φυλή ενώ αποτελούνταν από πολλούς συνοικισμούς. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται το περίφημο ιερό της Νεμέσεως που αποτελεί το σημαντικότερο ιερό της θεότητος της Θείας Δίκης, στον ελλαδικό χώρο.
Ως θεότητα η Νέμεσις απέδιδε στον καθένα την ευτυχία ή δυστυχία που αντιστοιχούσε στην αξία του. Τιμωρούσε τους υπερόπτες και προσπαθούσε να φέρει την ισορροπία ανάμεσα στην τύχη των ανθρώπων.
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Μαρία Οικονομάκου, η θεά μοιάζει πολύ με την Άρτεμη και ίσως να αντιπροσώπευε μια τοπική της μορφή. Για να την κάνει δική του ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο ενώ εκείνη είχε πάρει τη μορφή χήνας. Μετά την ένωση τους η Νέμεσις γέννησε ένα αυγό το οποίο δόθηκε στη Λήδα η οποία εκκολάπτει μέσα από αυτό την Ωραία Ελένη και τους Διόσκουρους. Το ιερό προς τιμή της Νεμέσεως πρέπει να ιδρύθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Η ακμή του τοποθετείται στον 4ο και 5ο αι. π.Χ.
Η ετυμολογία, η ρίζα του ονόματός της "νέμω", δήλωνε αρχικά τη δίκαιη διανομή, τη μοιρασιά που γίνεται βάσει νόμιμης εξουσίας. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου και τον Παυσανία, ήταν η νύχτα, που δίχως σύντροφο αρσενικό γέννησε τη Νέμεση για να κρατά σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Ονομαζόταν Ραμνουσία, λόγω του αγάλματος και του ναού στον Ραμνούντα.
Η Νέμεσις ως θεότητα προσωποποιούσε, μαζί με άλλες - όπως η Θέμιδα και η Ειμαρμένη, την έννοια της δικαιοσύνης και αποκαθιστούσε την τάξη - της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, του κόσμου, όταν αυτή διασαλευόταν. Τότε τιμωρούσε την υπεροψία και την αλαζονεία των ανθρώπων (την ύβρη). Εάν κάποιος αδικεί τους άλλους συνεχώς, κάποια στιγμή η ίδια η ζωή του θέτει οδυνηρό φρένο στη στρεβλή πορεία του και τότε μιλάμε για "θεία δίκη".
Η περιοχή του Ραμνούντα κατοικείται συνεχώς από τη νεολιθική περίοδο. Ο Ραμνούς αναφέρεται από τον γεωγράφο Σκύλακα ως σημαντικό οχυρό. Το ιερό του είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη. Ο αρχαϊκός ναός της Νεμέσεως καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά την εισβολή του 480/479 π.Χ. όπως και τόσα άλλα κτίσματα της Αττικής.
Το άγαλμα της θεάς το είχε σμιλεύσει ο Φειδίας από μάρμαρο της Πάρου, που είχαν φέρει οι Πέρσες στο Μαραθώνα και το προόριζαν για να στήσουν τρόπαιο για τη νίκη που θα πραγματοποιούσαν ενάντια στους Αθηναίους.
Βέβαια οι Πέρσες δεν κατέλαβαν ποτέ την Αθήνα και αυτή η ύβρη τους τιμωρήθηκε. Το ιερό της Νέμεσης του Ραμνούντα είχε υποκινήσει τον αθηναϊκό στρατό να πολεμήσει στον Μαραθώνα. Το δε φρούριο του Ραμνούντα, όπως και αυτό του Σουνίου στη νότια ακτή της Αττικής, πιστεύεται πως κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου για τον έλεγχο των πλοίων που μετέφεραν σιτηρά προς την Αθήνα.
Η συμμετοχή του δήμου στην αρχαία Βουλή
Ο δήμος, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται και από διάφορες επιγραφές ως μέλος της Αιαντίδας φυλής όπως αναφέραμε και παραπάνω, συμμετείχε με 8 βουλευτές στην αρχαία Βουλή των 500, κατά την πρώτη περίοδο (508 – 307/306 π.Χ.). Κατά τη δεύτερη περίοδο (307/306 – 224/223 π.Χ.) ο δήμος αντιπροσωπευόταν επίσης με 8 βουλευτές ενώ την τρίτη περίοδο (224/223 – 201/200 π.Χ.) αντιπροσωπευόταν με 13 βουλευτές στη Βουλή των 600. Κατά την τέταρτη (201/200 π.Χ. – 126/127) και την πέμπτη περίοδο (126/127 – 3ος αιώνας) είναι άγνωστος ο αριθμός βουλευτών – αντιπροσώπων του δήμου.
Το 322 π.Χ. ο ναύαρχος του Μακεδονικού στρατού Κλείτος αποβίβασε στρατό στο Ραμνούντα. Από εκεί τον εκδίωξε ο Φωκίων που κατέλαβε το φρούριο. Το 296 π.Χ. το φρούριο το κατέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Στους ελληνιστικούς χρόνους αρχίζει η παρακμή. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι επισκέφτηκε το Δήμο του Ραμνούντα στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Για το ναό του Ραμνούντα ενδιαφέρθηκε και ο Ηρώδης ο Αττικός που ίσως χρηματοδότησε την επισκευή του. Ο τόπος εγκαταλείπεται σταδιακά, αλλά μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. οι ναοί της Νέμεσης εξακολουθούν να διατηρούνται. Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. τοποθετείται η καταστροφή του αγάλματος της θεάς από τους χριστιανούς.
Η πρώτη διερευνητική ανασκαφή στο Ραμνούντα έγινε από τους Dilettanti το 1813, ενώ το 1880 ανασκαφές πραγματοποίησε ο Δημήτριος Φίλιος. Μεταξύ των ετών 1890-1892 συνέχισε το ανασκαφικό έργο ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Βαλέριο Στάη, η οποία ανακάλυψε το ιερό της Νέμεσης, το φρούριο και πολλούς ταφικούς περιβόλους.
Το 1958 έγινε σύντομη ανασκαφική έρευνα από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα, ενώ από το 1975 ως σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα ανασκάπτεται και μελετάται συστηματικά με χρηματοδότηση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας με επικεφαλής στη διεύθυνση τον αρχαιολόγο και ακαδημαϊκό Βασίλειο Πετράκο.
Σημειώνεται πως κάτω από το ιερό, βρίσκονται οι περίφημες παραλίες που προτιμούν εδώ και χρόνια οι γυμνιστές, μιας και είναι αρκετά απομακρυσμένες από το κέντρο της Αθήνας και συγκεντρώνουν λίγο κόσμο.
Στην κοιλάδα του Λιμικού στο βορειοανατολικό άκρο της Αττικής δίπλα από τον Ευβοϊκό κόλπο σώζονται τα ερείπια του αρχαίου δήμου του Ραμνούντος που ανήκε στην Αιαντίδα φυλή ενώ αποτελούνταν από πολλούς συνοικισμούς. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται το περίφημο ιερό της Νεμέσεως που αποτελεί το σημαντικότερο ιερό της θεότητος της Θείας Δίκης, στον ελλαδικό χώρο.
Ως θεότητα η Νέμεσις απέδιδε στον καθένα την ευτυχία ή δυστυχία που αντιστοιχούσε στην αξία του. Τιμωρούσε τους υπερόπτες και προσπαθούσε να φέρει την ισορροπία ανάμεσα στην τύχη των ανθρώπων.
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Μαρία Οικονομάκου, η θεά μοιάζει πολύ με την Άρτεμη και ίσως να αντιπροσώπευε μια τοπική της μορφή. Για να την κάνει δική του ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο ενώ εκείνη είχε πάρει τη μορφή χήνας. Μετά την ένωση τους η Νέμεσις γέννησε ένα αυγό το οποίο δόθηκε στη Λήδα η οποία εκκολάπτει μέσα από αυτό την Ωραία Ελένη και τους Διόσκουρους. Το ιερό προς τιμή της Νεμέσεως πρέπει να ιδρύθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Η ακμή του τοποθετείται στον 4ο και 5ο αι. π.Χ.
Η Νέμεσις ως θεότητα προσωποποιούσε, μαζί με άλλες - όπως η Θέμιδα και η Ειμαρμένη, την έννοια της δικαιοσύνης και αποκαθιστούσε την τάξη - της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, του κόσμου, όταν αυτή διασαλευόταν. Τότε τιμωρούσε την υπεροψία και την αλαζονεία των ανθρώπων (την ύβρη). Εάν κάποιος αδικεί τους άλλους συνεχώς, κάποια στιγμή η ίδια η ζωή του θέτει οδυνηρό φρένο στη στρεβλή πορεία του και τότε μιλάμε για "θεία δίκη".
Η περιοχή του Ραμνούντα κατοικείται συνεχώς από τη νεολιθική περίοδο. Ο Ραμνούς αναφέρεται από τον γεωγράφο Σκύλακα ως σημαντικό οχυρό. Το ιερό του είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη. Ο αρχαϊκός ναός της Νεμέσεως καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά την εισβολή του 480/479 π.Χ. όπως και τόσα άλλα κτίσματα της Αττικής.
Το άγαλμα της θεάς το είχε σμιλεύσει ο Φειδίας από μάρμαρο της Πάρου, που είχαν φέρει οι Πέρσες στο Μαραθώνα και το προόριζαν για να στήσουν τρόπαιο για τη νίκη που θα πραγματοποιούσαν ενάντια στους Αθηναίους.
Βέβαια οι Πέρσες δεν κατέλαβαν ποτέ την Αθήνα και αυτή η ύβρη τους τιμωρήθηκε. Το ιερό της Νέμεσης του Ραμνούντα είχε υποκινήσει τον αθηναϊκό στρατό να πολεμήσει στον Μαραθώνα. Το δε φρούριο του Ραμνούντα, όπως και αυτό του Σουνίου στη νότια ακτή της Αττικής, πιστεύεται πως κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου για τον έλεγχο των πλοίων που μετέφεραν σιτηρά προς την Αθήνα.
Η συμμετοχή του δήμου στην αρχαία Βουλή
Ο δήμος, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται και από διάφορες επιγραφές ως μέλος της Αιαντίδας φυλής όπως αναφέραμε και παραπάνω, συμμετείχε με 8 βουλευτές στην αρχαία Βουλή των 500, κατά την πρώτη περίοδο (508 – 307/306 π.Χ.). Κατά τη δεύτερη περίοδο (307/306 – 224/223 π.Χ.) ο δήμος αντιπροσωπευόταν επίσης με 8 βουλευτές ενώ την τρίτη περίοδο (224/223 – 201/200 π.Χ.) αντιπροσωπευόταν με 13 βουλευτές στη Βουλή των 600. Κατά την τέταρτη (201/200 π.Χ. – 126/127) και την πέμπτη περίοδο (126/127 – 3ος αιώνας) είναι άγνωστος ο αριθμός βουλευτών – αντιπροσώπων του δήμου.
Το 322 π.Χ. ο ναύαρχος του Μακεδονικού στρατού Κλείτος αποβίβασε στρατό στο Ραμνούντα. Από εκεί τον εκδίωξε ο Φωκίων που κατέλαβε το φρούριο. Το 296 π.Χ. το φρούριο το κατέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Στους ελληνιστικούς χρόνους αρχίζει η παρακμή. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι επισκέφτηκε το Δήμο του Ραμνούντα στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Για το ναό του Ραμνούντα ενδιαφέρθηκε και ο Ηρώδης ο Αττικός που ίσως χρηματοδότησε την επισκευή του. Ο τόπος εγκαταλείπεται σταδιακά, αλλά μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. οι ναοί της Νέμεσης εξακολουθούν να διατηρούνται. Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. τοποθετείται η καταστροφή του αγάλματος της θεάς από τους χριστιανούς.
Η πρώτη διερευνητική ανασκαφή στο Ραμνούντα έγινε από τους Dilettanti το 1813, ενώ το 1880 ανασκαφές πραγματοποίησε ο Δημήτριος Φίλιος. Μεταξύ των ετών 1890-1892 συνέχισε το ανασκαφικό έργο ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Βαλέριο Στάη, η οποία ανακάλυψε το ιερό της Νέμεσης, το φρούριο και πολλούς ταφικούς περιβόλους.
Το 1958 έγινε σύντομη ανασκαφική έρευνα από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα, ενώ από το 1975 ως σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα ανασκάπτεται και μελετάται συστηματικά με χρηματοδότηση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας με επικεφαλής στη διεύθυνση τον αρχαιολόγο και ακαδημαϊκό Βασίλειο Πετράκο.
Σημειώνεται πως κάτω από το ιερό, βρίσκονται οι περίφημες παραλίες που προτιμούν εδώ και χρόνια οι γυμνιστές, μιας και είναι αρκετά απομακρυσμένες από το κέντρο της Αθήνας και συγκεντρώνουν λίγο κόσμο.