Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

ΙΕΡΟΝ ΚΑΛΕΣΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΕΡΩΤΑ!!!! (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ "ΙΕΡΟΝ ΚΑΛΕΣΜΑ")

...Πρόβαλες ΠάνΧρυσος
Στο Κατώφλι Του Ναού Μου
Κι Οι Πύλες Άνοιξαν Διάπλατα.
Άστρα Κοσμούσαν Τα Φτερά Σου
Ο Ουρανός Ανέτειλε Στα Μάτια Σου.
Έλαμψες Στο Άβατο Υιέ Της Αστραπής!

Στον Ιερό Δώμα Της Θεάς,
Στης Γαίας Την Αρχαία Τελετή
Στο Εαρινό Κάλεσμα Της Δήμητρας
Φορούσες Στέφανο Με Στάχυα Χρυσά
Σου Χάριζα Μήλα Των Εσπερίδων
Θυσία Στο Βωμό Της Γονιμότητας.

Στο Αρχοντικό Του Θανάτου
Στο Μαγικό Καλειδοσκόπιο
Γοητευμένοι Προβάραμε Ανέμελα
Άπειρα Μοντέλα Ζωής
Εκεί Το Φως Σε Άρπαξε Στον Οίκο Του
Κι Εγώ Θρηνούσα Σε Ζοφερά Σκοτάδια.

Ο Χρόνος Κάλπαζε Αμέτοχος
Στις Ράχες Των Αιώνων
Το Παρελθόν Καταβρόχθιζε Το Παρόν
Ντυνόμουν Τον Ιερό Μανδύα Και Σε Καλούσα
Έψαχνα Απεγνωσμένα Τη Μορφή Σου
Αλώνιζα Τους Πλανήτες Αγγελέ Μου!

Στις Όχθες Του Νείλου Τριγυρνούσα
Με Ξέπλεκα Μαλλιά Και Ματωμένα Μετάξια
Κρατούσα Στις Χούφτες Την Καρδιά Μου
Χτυπούσε Πάντα Στο Ρυθμό Σου
Σου Χαρίστηκε Στους Αιώνες !
Σε Καλούσα Καρδιά Μου!

Στο Θρόισμα Των Καλαμιών
Ένιωθα Θερμή Την Ανάσα Σου
Μυθική Σειρήνα Με Καλούσε
Έτρεχα Γεμάτη Προσμονή
Κάρφωνα Το Βλέμμα, Τρυπούσα Το Κενό
Αδημονούσα Για Σένα Ουρανέ Μου!

Σπαρταρούσα Στο Άγγιγμα Του Ανέμου
Που Σημάδευε Καυτό Το Κορμί Μου
Άπλωνα Μάταια Τα Χέρια Μου
Μέχρι Τα Βάθη Του Ορίζοντα
Ν’ Αγγίξω Τη Γαλάζια Σκιά Σου
Σε Ποθούσα Όνειρό Μου !

Γύρευα Τη Θωριά Σου
Στον Πράσινο Καθρέφτη Του Νερού
Έστρωνα Κρίνα Μυρωδάτα
Και Το Χρυσό Του Ηλιου
Να ‘Βρεις Δρόμο Γυρισμού
Λαχταρούσα Το Φως Σου Φως Μου!

Ξόδευα Ζωές Σ’ Ατέρμονα Ταξίδια
Σταυροφόρος Στα Ίχνη Της Σκιάς Σου
Βούλιαζα Στο Κενό Της Απουσίας Σου
Αποζητούσα Λήθη Σε Συνευρέσεις Θνητών
Ξέπλενα Το Στίγμα Τους Σε Λίμνες Δακρύων
Έπνιγα Την Απόγνωση Έρωτά Μου!

Στον Όρθρο Γονάτιζα Στο Βωμό
Στο Δένδρο Της Ελπίδας
Η Νύχτα Το Απομυζούσε
Κι Η Αυγή Πάσχιζε Να Αναστήσει
Με Ασπασμούς Δροσιάς
Με Ωδές Εωθινές
Τελούσα Ιερό Κάλεσμα Στο Φώς Σου Φώς Μου

Πουλιά μ' Απόκοσμες Λαλιές
Υμνούσαν Μαζί Μου
Ξυπνούσαν Τους Αγγέλους Σε Χορό.
Τα Δένδρα Θρόϊζαν
Με Κλαδιά Υψωμένα Σε Στάση Προσευχής
Κι Ο Άνεμος Ταξιδευτής Απ' Τη Χώρα Του Ονείρου
Κόμιζε Μύρα Της Ανάσας Σου Ζωή Μου!

Σε Σκοτεινά Κι Ανήλιαγα Δώματα
Σκάλιζα Όνειρα Που Δεν Έζησα
Και Λαχταρούσα Να Ζήσω Μαζί Σου
Γύρευα Το Μαγικό Κλειδί
Να Ξεκλειδώσω Το Όραμα
Που Χάραξες Στην Καρδιά Μου Ήλιε Μου!

Βούλιαζα Στο Γαλάζιο Της Θάλασσας
Ορφανό Παιδί Στον Αρμυρό Της Κόρφο
Μεθούσα Στα Υγρά Φιλιά Της
Νάρκωνα Το Πόνο Μου
Πότιζα Την Απέλπιδα Ελπίδα
Έπνεε Τα Λοίσθια Ω! Ζωοδότα!

Ο Ήλιος Ανέτειλε Ξανά
Με Θερμές Φωτεινές Υποσχέσεις.
Οι Ιερείς Τελούν Χοές Επικήδειες
Ένιωσα Ή Φαντάστηκα
Τον Κύκνειο Θερμό Ασπασμό Σου
Στα Παγωμένα Χείλη Μου;
Η Ανάσα Του Κόσμου Σώπασε Έρωτα Θεέ Μου!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΖΕΥΓΑΡΑ

ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΡΩΤΟΣ
Κικλήσκω μέγαν, ἁγνόν, ἐράσμιον, ἡδὺν
Ἔρωτα, τοξαλκῆ, πτερόεντα, πυρίδρομον,
εὔδρομον ὁρμῆι, συμπαίζοντα θεοῖς ἠ δὲ
θνητοῖς ἀνθρώποις, εὐπάλαμον, διφυῆ,
πάντων κληῖδας ἔχοντα, αἰθέρος οὐρανίου,
πόντου, χθονός, ἠδ᾽ ὅσα θνητοῖς πνεύματα
παντογένεθλα θεὰ βόσκει χλοόκαρπος,
ἠδ᾽ ὅσα Τάρταρος εὐρὺς ἔχει πόντος•
θ᾽ἁλίδουπος• μοῦνος γὰρ τούτων πάντων
οἴηκα κρατύνεις. ἀλλά, μάκαρ, καθαραῖς
γνώμαις μύσταισι συνέρχου, φαύλους δ᾽
ἐκτοπίους θ᾽ ὁρμὰς ἀπὸ τῶν δ'ἀπόπεμπε.
Επικαλούμαι τον μεγάλον, τον αγνόν τον
περιπόθητον, τον γλυκύν Ερωτα, τον
ισχυρόν τοξότην τον πτερωτόν πού
φλογίζει με δύναμιν τους ανθρώπους, τον
ταχύν και ορμητικόν που παίζει μαζί με
τους θεούς και με τους θνητούς
ανθρώπους τον έξυπνον τον εφευρετικόν
με τάς δύο φύσεις, πού κρατεί τα κλειδιά
των πάντων, τα κλειδιά του επουρανίου
αιθέρος, της θαλάσσης και της γης και
όσα πνεύματα, πού γεννούν τα πάντα εις
τους ανθρώπους, τρέφει ή θεά,
παράγουσα χλωρούς καρπούς και όσα
έχει ο ευρύς Τάρταρος και η θορυβώδης
θάλασσα διότι μόνον εσύ κρατείς το
πηδάλιον (είσαι, κυρίαρχος) όλων αυτών.
Αλλά ώ μακάριε, με καθαρές διαθέσεις
έλα μαζί με τους μύστας και απομάκρυνε
από αυτούς τις φαύλες και παράδοξες
ορμές