Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Η μάχη της Μαντινείας (4 Ιουλίου 362 π.Χ.)

Διευκρινίζεται ότι στην Μαντίνεια διεξήχθησαν τρεις μάχες με την κάτωθι χρονολογική σειρά:
Το 418 π.Χ στην οποία πολέμησαν Σπαρτιάτες και Αρκάδες εναντίον Αργείων – Μαντινείων και Αθηναίων και νίκησε ο συνασπισμός των Σπαρτιατών. Η μάχη έγινε στα πλαίσια του Πελοποννησιακού πολέμου και θεωρείται στρατηγικής σημασίας για την μετέπειτα έκβαση του πολέμου.
Το 362 π.Χ στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο.
Το 207 π.Χ μεταξύ Σπαρτιατών με αρχηγό τον βασιλέα Μαχανίδα και Αχαιών με αρχηγό τον Φιλοποίμενα, κατά την οποίαν επεκράτησαν οι Αχαιοί.

_________________________________________
Ο Επαμεινώνδας ως ηγέτης της Θήβας κατά την διάρκεια της Θηβαϊκής ηγεμονίας είχε ως στόχο να πλήξει το Σπαρτιατικό κύρος, κάτι το οποίο είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς όταν επεχείρησε να αλώσει τη Σπάρτη. Έτσι στράφηκε προς την Μαντίνεια, επειδή εκεί υπήρχε συγκεντρωμένος στρατός Σπαρτιατών, Αθηναίων και Μαντινείων. Ήταν προς το συμφέρον της Θήβας να στηρίξει τις Αρκαδικές πόλεις εναντίον της Σπάρτης, ώστε να αποδείξει ότι η Βοιωτία ήταν σε θέση να παράσχει προστασία στους συμμάχους της και άρα μπορούσε να αναλάβει την ηγεμονία της Ελλάδας. Στη συμμαχία της Θήβας ανήκαν τότε οι Αργείοι, αρκετοί Αρκάδες, οι Σικυώνιοι, οι Θεσσαλοί, οι Βοιωτοί, οι Ευβοείς, οι Λοκροί και οι Μαλιείς. Στη συμμαχία της Σπάρτης ανήκαν οι Αθηναίοι, οι Ηλείοι, αρκετές πόλεις της Αχαϊας και οι Μαντίνειοι.


Η Ελλάδα κατά την Θηβαϊκή ηγεμονία

Φθάνοντας στην ευρύτερη περιοχή ο Επαμεινώνδας έδωσε εντολή σε ένα τμήμα ιππικού να διατηρήσει όλη τη νύκτα φωτιές σε ένα ύψωμα ορατό από την Σπάρτη και οδήγησε τον κύριο όγκο του στρατού του με μεγάλη ταχύτητα πίσω στην Τεγέα. Φθάνοντας εκεί, επέτρεψε στους πεζούς να αναπαυθούν και διέταξε τους ιππείς να συνεχίσουν την προέλασή τους ως τη Μαντίνεια, για να κατακόψουν τα βοσκήματα, να καταστρέψουν τα σπαρτά και να αιχμαλωτίσουν, ή να σκοτώσουν τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην ύπαιθρο (ήταν εποχή θερισμού).
Οι Θηβαίοι ιππείς έφθασαν στα σύνορα της Μαντινείας σχεδόν ταυτόχρονα με την είσοδο στην πόλη των Αθηναίων ιππέων, οι οποίοι διήνυσαν με μεγάλη σπουδή την απόσταση από την Ελευσίνα ως εκεί. Οι Αθηναίοι, παρόλο που δεν είχαν ακόμη γευματίσει ούτε είχαν δώσει τροφή στα άλογα τους, δέχθηκαν να αντιπαραταχθούν στους αριθμητικά και ποιοτικά υπέρτερους Βοιωτούς και Θεσσαλούς…………..εξόρμησαν από τις πύλες, απώθησαν τους εχθρούς και έσωσαν τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην ύπαιθρο, καθώς και τα ζώα και τα γεννήματα των Μαντινέων.
Σε λίγο έφθασαν στη Μαντίνεια και οι Αθηναίοι οπλίτες (6.000 άνδρες) και συνολικά οι συγκεντρωμένες αντιβοιωτικές δυνάμεις ανήλθαν σε 20.000 πεζούς και ως 2.000 ιππείς με αρχηγό τον Αγησίλαο Β’.
Η είσοδος των Αθηναίων πεζών στη Μαντίνεια απετέλεσε μίαν ακόμη αποτυχία του Επαμεινώνδα, που από την αρχή της εκστρατείας δεν είχε κάποια επιτυχία. Εν τω μεταξύ πλησίαζε η λήξη της προθεσμίας που του είχε δοθεί, για να περατώσει την εκστρατεία, λόγω αντίδρασης των Βοιωτών που είχαν κηρυχθεί εναντίον της νέας πολεμικής περιπέτειας και επέτυχαν να περιορίσουν τη διάρκειά της. Έτσι ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί το ταχύτερο εναντίον των εχθρών και να τους πλήξει όσο γινόταν πιο συντριπτικά και να διατηρήσει το κύρος του μεταξύ των Βοιωτών και των συμμάχων τους.
Η Τεγέα και η Μαντίνεια βρίσκονται σε μία πεδιάδα του Αρκαδικού υψιπέδου που έχει μήκος 29 χιλιόμετρα και πλάτος που ποικίλλει από 18 χιλιόμετρα ως 1.800 μέτρα (ανάμεσα στις υψομετρικές καμπύλες των 640 μέτρων). Οι δύο πόλεις απείχαν μόλις 17,5 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή. Το στενότερο μέρος της πεδιάδος βρίσκεται σε απόσταση 11 χιλιομέτρων βόρεια από την Τεγέα και 6,5 νότια από τη Μαντίνεια. Ανατολικά και δυτικά από το στενό υψώνονται απότομα δύο βουνά ανατολικά  η Καπνίστρα, που αποτελεί ένα αντέρεισμα του Παρθενίου, δυτικά ο Μύτικας, ένας πρόβολος του Μαινάλου. Βόρεια από το στενό εκτεινόταν ένα δάσος. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούσαν αυτή τη θέση μια θαυμάσια γραμμή άμυνας της Μαντινείας.
Οι αμυνόμενοι μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την κάλυψη του δάσους, για να αποκρύψουν τις κινήσεις τους, τη στενότητα του χώρου, για να εξουδετερώσουν ενδεχόμενη αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, τα υψώματα από τις δύο μεριές του στενού, για να στηρίξουν τις πτέρυγές τους και για να αποφύγουν κύκλωση.
Ό Επαμεινώνδας έθεσε σε κίνηση τα τμήματά του το πρωινό της 27ης Ιουνίου (ή της 4ης Ιουλίου) με κατεύθυνση προς βορρά. Όταν έφθασε περίπου στη θέση που σήμερα λέγεται Άγιος Βασίλειος σταμάτησε την προέλασή του και παρέταξε τις δυνάμεις του με μέτωπο προς βορρά, με την ακόλουθη σειρά: αριστερά τους Βοιωτούς, στη συνέχεια τους Αρκάδες, έπειτα άλλους Πελοποννησίους, κατόπιν τους Στερεοελλαδίτες και τέλος τους Αργείους στις υπώρειες της Καπνίστρας. Μπροστά από τα κέρατα τοποθετήθηκαν αποσπάσματα ιππικού. Άλλοι ιππείς, ψιλοί και οπλίτες προωθήθηκαν λίγο βορειότερα, για να αποτελέσουν προκάλυψη του κυρίου σώματος.
Τα στρατεύματα του αντίπαλου συνασπισμού κατέλαβαν το στενό: δεξιά οι Μαντινείς και άλλοι Αρκάδες, έπειτα οι Λακεδαιμόνιοι και οι μισθοφόροι τους, στη συνέχεια οι Ηλείοι, οι Αχαιοί, διάφορα μικρά τμήματα και τέλος οι Αθηναίοι. Οι ιππείς τοποθετήθηκαν μπροστά από τους πεζούς: οι Σπαρτιάτες και οι Ηλείοι στο δεξιό, οι Αθηναίοι στο αριστερό. Οι Λακεδαιμόνιοι που έλαβαν μέρος στη μάχη ήταν εκείνοι που έφθασαν στη Μαντίνεια πριν από την εισβολή του Επαμεινώνδα στη Σπάρτη. Οι εννέα λόχοι που αποπειράθηκε να οδηγήσει στη Μαντίνεια ο Αγησίλαος επέστρεψαν στη Σπάρτη και την υπερασπίσθηκαν εναντίον του Επαμεινώνδα.
Έπειτα από αυτή τη δράση τους δεν γίνεται λόγος γι’ αυτούς ούτε για τον Αγησίλαο. Φαίνεται λοιπόν ότι έμειναν στη Σπάρτη όχι μόνο με σκοπό να προλάβουν νέα επιδρομή του Επαμεινώνδα, αλλά και διότι η Σπαρτιατική κυβέρνηση ήξερε πλέον τον όγκο των εχθρικών δυνάμεων που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στη Λακωνία και στη Μαντίνεια.
Ό Επαμεινώνδας δεν άφησε τον στρατό στην θέση που τον παρέταξε αρχικά, αλλά τον μετακίνησε ΒΔ στις υπώρειες του Μύτικα. Δεν γνωρίζουμε αν είχε προμελετήσει τις διαδοχικές κινήσεις του ή αν τις αποφάσισε έπειτα από επιτόπια μελέτη των τοπογραφικών και τακτικών δεδομένων. Πάντως είναι βέβαιο ότι η αλλαγή θέσεως του προσέφερε σημαντικά πλεονεκτήματα, η διαπίστωση των όποιων μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη σκέψη του Θηβαίου στρατηγού.
Στην μάχη της Μαντινείας ο Επαμεινώνδας διέρρηξε την εχθρική παράταξη ρίχνοντας επάνω της ένα ογκώδες τμήμα του στρατού του με στενό μέτωπο και μεγάλο βάθος. Πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί ως απόλυτα βέβαιο ότι αυτό το στοιχείο απετέλεσε από την αρχή αφετηρία και βάση των σχεδίων του. Στην παράταξη που αντιμετώπιζε τώρα ο Επαμεινώνδας υπήρχαν δύο ισχυρά σημεία…….η αριστερή πλευρά του εχθρού, όπου παρατάσσονταν οι Αθηναίοι και η δεξιά, όπου είχαν λάβει θέση οι Μαντινείς και άλλοι βόρειοι Αρκάδες, οι λίγοι Λακεδαιμόνιοι και οι μισθοφόροι των Λακεδαιμονίων.
Ο Επαμεινώνδας προτίμησε να κλονίσει το δεύτερο, επειδή όπως έχει εύλογα υποθέσει, βρισκόταν πολύ κοντά στον δρόμο της Μαντινείας και πλησιέστερα προς την πόλη ώστε αν διέλυε το αριστερό άκρο της εχθρικής παρατάξεως, δεν θα απέκοπτε την υποχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος του εχθρού προς τη Μαντίνεια ενώ, αν διέλυε το δεξιό, θα παρεμβαλλόταν ανάμεσα στους υπόλοιπους εχθρούς και στο καταφύγιό τους.
Ο πρώτος λοιπόν λόγος που έκαμε τον Επαμεινώνδα να μετακινήσει την παράταξή του προς τα δυτικά ήταν η πρόθεσή του να φέρει τους Βοιωτούς, που θα χρησιμοποιούσε ως δύναμη κρούσεως, απέναντι στο δεξιό των έχθρων και πιο κοντά τους. Συγχρόνως αυτή η μετακίνηση του έδωσε τη δυνατότητα να προσδώσει στο αριστερό της παρατάξεώς του το βάθος που ήθελε, χωρίς τούτο να γίνει αντιληπτό από τους αντιπάλους, αφού μάλιστα τους απάτησε ως προς τις προθέσεις του με ένα πρόσθετο στρατήγημα. Συγκεκριμένα ο στρατός του Επαμεινώνδα εξετέλεσε τις ακόλουθες κινήσεις. Η όλη παράταξη έστρεψε επ’ αριστερά και βάδισε προς τα ΒΔ. Όταν η κεφαλή της φάλαγγας έφθασε στους πρόποδες του Μύτικα, οι πρώτοι λόχοι των Βοιωτών κατέθεσαν τα όπλα και υποκρίθηκαν ότι ετοιμάζονταν να καταυλισθούν. Οι επόμενοι λόχοι προχωρούσαν και αυτοί προς τις υπώρειες του βουνού, αριστερά από τους προηγουμένους, σαν να πήγαιναν και αυτοί να στρατοπεδεύσουν. Οι εχθροί, βλέποντας αυτές τις κινήσεις, πείσθηκαν ότι ο Επαμεινώνδας δεν σκόπευε να επιτεθεί εκείνη την ημέρα και έτσι έλυσαν τους ζυγούς, αφοπλίστηκαν και ετοιμάσθηκαν να γευματίσουν.
Οι Αρκάδες πήραν θέση αμέσως πίσω από τους Βοιωτούς που φαίνονταν από τον εχθρό και στη συνέχεια τα άλλα συμμαχικά τμήματα. Όταν σταμάτησαν και οι Αργείοι, που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή, όλος ο στρατός του Επαμεινώνδα εξετέλεσε στροφή προς τα δεξιά. Τώρα όμως η παράταξή του παρουσίαζε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: δεν ήταν πια παράλληλη με την αντίπαλη, αλλά σχημάτιζε μαζί της μια γωνία, το ενισχυμένο κέρας της ήταν κοντά στο τμήμα της εχθρικής παρατάξεως που επρόκειτο να πλήξη και παρουσίαζε μια αιχμή προς την κατεύθυνσή του. Αν ο Επαμεινώνδας έδιδε στο ενισχυμένο κέρας βάθος 50 στοίχων, όπως στα Λεύκτρα, αυτό θα είχε μέτωπο 140 ασπίδων.
Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με το βάθος και το μήκος του κέντρου και του δεξιού στηρίζονται σε παραδοχές εξαιρετικά ελαστικές και επί πλέον έχουν αγνοήσει το γεγονός ότι ο Επαμεινώνδας χρησιμοποίησε άγνωστο αριθμό οπλιτών έκτός από τη φάλαγγα. Μπροστά από την παράταξη των οπλιτών πήρε θέση ο κύριος όγκος του ιππικού μαζί με «αμίππους», δηλαδή πεζούς με ελαφρύ οπλισμό, ειδικά εκπαιδευμένους να συνεργάζονται στενά με το ιππικό. Τέλος κάπου παράμερα περίμενε το τμήμα προκαλύψεως που όπως ελέχθη αποτελούσαν ιππείς, ψιλοί και οπλίτες.
Ή διαγώνια διάταξη που έδωσε ο Επαμεινώνδας στη φάλαγγα των οπλιτών του σε σχέση με την αντιμέτωπη αποτελεί μιαν από τις διαφορές που παρουσιάζει ή μάχη της Μαντινείας σε σύγκριση μέ τη μάχη των Λεύκτρων. Αυτή ή διάταξη εκφράζεται κυριολεκτικά με τον όρο «λοξή φάλαγξ», η χρησιμοποίηση του οποίου στη μάχη των Λεύκτρων από τον Διόδωρο είναι αδικαιολόγητη και πρέπει να θεωρηθεί ως μία από τις συνηθισμένες ανακρίβειες που έχουν οι περιγραφές μαχών από τον Διόδωρο (παρασύρεται από τον Έφoρo αρχαίο ιστορικό από την Κύμη που έζησε από το 400 π.Χ – 330 π.Χ, από τον οποίον και αντλεί στοιχεία).
Η ιδέα της λοξής φάλαγγας προεκτείνει μιαν άλλη ιδέα του Επαμεινώνδα, περισσότερο βασική: την μη εμπλοκή στη μάχη του κέντρου και του δεξιού της παρατάξεώς του, η οποία υπαγορευόταν από διάφορους λόγους, με πρωταρχικό την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πίστη ή στις μαχητικές ικανότητες των συμμάχων. Χωρίς να συγκρούονται με τα αντίπαλα τμήματα, το κέντρο και το δεξιό τα κρατούσαν στη θέση τους εκπνέοντας τους τον φόβο ότι θα τα προσέβαλλαν και μάλιστα από τα πλάγια, αν επιχειρούσαν να μετακινηθούν για να βοηθήσουν το φίλιο κέρας που υπέφερε.
Δεύτερη διαφορά ανάμεσα στις μάχες των Λεύκτρων και της Μαντινείας είναι ή αιχμηρότητα του ενισχυμένου κέρατος. Ωστόσο δεν πρόκειται για νεωτερισμό του Επαμεινώνδα, διότι ο Πελοπίδας διέρρηξε κοντά στην Τεγύρα παράταξη Λακεδαιμονίων με τον ιερό λόχο σε σχήμα σφήνας και ακόμη παλαιότερα ο Ιάσων των Φερών είχε πειραματιστεί με ρομβοειδείς συντάξεις ιππικού. Επίσης οι άμιπποι είχαν κάποιο παρελθόν.
Τρίτη διαφορά ανάμεσα στις δύο μεγάλες μάχες του Επαμεινώνδα είναι η χρησιμοποίηση στη δεύτερη από αυτές μεικτού αποσπάσματος προκαλύψεως. Με αυτό είχε σκοπό να παρεμποδίσει τούς Αθηναίους να βοηθήσουν το τμήμα της φιλίας παρατάξεως πού θα δεινοπαθούσε από τη δράση του ενισχυμένου εχθρικού κέρατος.
Τέταρτη διαφορά ήταν ότι ο Επαμεινώνδας μεταχειρίσθηκε στη Μαντίνεια τέχνασμα, για να εξαπατήσει τους εχθρούς ως προς τις προθέσεις του. Έτσι τούς έκαμε να λύσουν τις γραμμές τους πριν την επίθεσή και να χαλαρώσουν ψυχικά και πνευματικά.


Διάταξη μάχης

Μόλις συμπληρώθηκαν οι μετακινήσεις και αναδιατάξεις των τμημάτων του, ο Επαμεινώνδας έδωσε το σύνθημα της επιθέσεως αιφνιδιάζοντας τούς εχθρούς. Όσοι δεν είχαν ακόμη αφοπλισθεί έτρεχαν στις θέσεις τους οι άλλοι φορούσαν βιαστικά τις πανοπλίες τους οι ιππείς χαλίνωναν τα άλογα και «όλοι έμοιαζαν με ανθρώπους πού μάλλον περίμεναν να πάθουν παρά να προξενήσουν κακό». Εν τω μεταξύ τα τμήματα του Επαμεινώνδα ξεκινούσαν. Στο αριστερό προπορευόταν ένα ισχυρό απόσπασμα ιππικού, ίσως από 1.500 άνδρες, σε σχήμα εμβόλου που συνοδευόταν από ισάριθμους άμιππους. Πίσω βάδιζε το ενισχυμένο αριστερό της φάλαγγας των οπλιτών, επίσης σαν έμβολο τα τμήματα που σχημάτιζαν το κέντρο και το δεξιό διατάχθηκαν κλιμακωτά και προχωρούσαν διατηρώντας τη λοξότητα της παρατάξεώς τους. Συγχρόνως το μικτό απόσπασμα προκαλύψεως εξορμούσε προς την κατεύθυνση των Αθηναίων με εντολή να τούς εμποδίσει να βοηθήσουν το δεξιό της φιλίας παρατάξεως, πού επρόκειτο να δεχθεί το κύριο βάρος της επιθέσεως.
Αυτό το απόσπασμα χωρίσθηκε σε δύο ομάδες : η μία, πού είχε πολλούς ιππείς, ίσως περισσότερους από 1.000, και ισάριθμους άμίππους, εξαπέλυσε μετωπική επίθεση εναντίον του αθηναϊκού ιππικού η άλλη, πού είχε κυρίως ψιλούς (Αινιάνες, Μαλιείς και άλλους ορεσίβιους) και οπλίτες (Ευβοείς) και λιγότερους ιππείς, έσπευσε να καταλάβει υψώματα στο αριστερό των Αθηναίων.
Οι αντίπαλοι διέθεταν συνολικά 2.000 ιππείς, εκ των οποίων καλύτεροι ήταν οι Αθηναίοι ενώ οι υπόλοιποι ήταν πολύ κατώτεροι από τούς Θεσσαλούς και τους Βοιωτούς. Επιπλέον δεν είχαν την υποστήριξη αμίππων και δεν ήταν εξασκημένοι να αντιμετωπίζουν συνδυασμένες επιθέσεις ιππέων και ψιλών. Τέλος είχαν παραταχθεί, μπροστά από τα δύο κέρατα της φάλαγγας των οπλιτών, κατά τον συνηθισμένο τρόπο, δηλαδή σε βάθος έξι ίππων. Για όλους αυτούς τούς λόγους υπέκυψαν στις επιθέσεις των Βοιωτών και των Θεσσαλών. Για τούς Αθηναίους πού κάλυπταν τους πεζούς συμπολίτες τους, στο αριστερό, αναφέρεται ότι υποχώρησαν με τάξη. Οι δε Βοιωτοί ιππείς στράφηκαν εναντίον των Αθηναίων οπλιτών, επιδιώκοντας να τούς υπερφαλαγγίσουν.
Συγχρόνως κινήθηκαν με τον ίδιο σκοπό οι ψιλοί, οι οπλίτες και οι ιππείς που είχαν προκαταλάβει τα υψώματα. Οι αμυνόμενοι άρχιζαν να κάμπτονται, όταν κατέφθασε απόσπασμα Ηλείων ιππέων, που φαίνεται ότι εκτελούσε χρέη εφεδρείας. Αυτοί απέκρουσαν τους Βοιωτούς, αφού τους προκάλεσαν απώλειες. Τον ίδιο καιρό το αθηναϊκό ιππικό επενέβαινε πάλι στη μάχη και εξόντωνε τα εχθρικά τμήματα που έρχονταν από τα υψώματα.
Ενώ οι Αθηναίοι, ενισχυμένοι από το ιππικό των Ηλείων, απέκρουαν τελικά την εναντίον τους επίθεση, οι  Αρκάδες και οι Λακεδαιμόνιοι οπλίτες, στο άλλο άκρο της παρατάξεως, υπέκυπταν, αφού δέχθηκαν πρώτα το βάρος του εχθρικού ιππικού, που είχε πια απωθήσει το φίλιο, και στη συνέχεια των Βοιωτών οπλιτών που κατέφθασαν πυκνά συνταγμένοι σε σχήμα εμβόλου. Οι τάξεις των αμυνόμενων αραίωσαν από την ώθηση, τις διεισδύσεις των επιτιθεμένων, τους βαρείς τραυματισμούς, τους θανάτους, τις υποχωρήσεις και στο τέλος υπέκυψαν παρασύροντας το κέντρο της παρατάξεώς τους που δεν είχε υποστεί καμία επίθεση ως τώρα.

Θάνατος του Επαμεινώνδα

Εκείνη όμως τη στιγμή τραυματίσθηκε θανάσιμα ο Επαμεινώνδας και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο, όπου εξέπνευσε. Οι άνδρες του έχασαν το θάρρος τους μόλις έμαθαν το δυσάρεστο γεγονός  και σταμάτησαν τη δίωξη των αντιπάλων επιστρέφοντας στο στρατόπεδο ως να είχαν ηττηθεί. Ορισμένα τμήματα αμίππων που προχώρησαν πολύ βαθιά στα νώτα του εχθρού δεν αντελήφθησαν τι γινόταν, απομονώθηκαν ενώ προσήγγιζαν τους Αθηναίους και οι πιο πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν .
Έτσι καμία παράταξη δεν νίκησε στο σύνολό της. Νικητές και ηττημένοι υπήρχαν και στις δύο πλευρές. Οι Θηβαίοι από τη μία και οι Αθηναίοι από την άλλη θεώρησαν τους εαυτούς των νικητές, επειδή έμειναν κύριοι του πεδίου, όπου έστησαν μάλιστα και τρόπαια. Οι ίδιοι όμως είχαν αφήσει νεκρούς σε σημεία του πεδίου της μάχης που εγκατέλειψαν. Σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις, αίτηση ανακωχής για την ταφή των νεκρών σήμαινε αναγνώριση της ήττας.

Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδ. Αθηνών)





Πηγή: