Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

31 Ιουλίου 1920, - "H δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη από βενιζελική σφαίρα"

Ο Ιων Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1878, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές και πανεπιστημιακές του σπουδές αποφοιτώντας από τη
Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1899 προσελήφθη στη Διπλωματική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών και το 1902 διορίστηκε για πρώτη φορά υποπρόξενος στο Μοναστήρι.

Εκεί συνέβαλε αποφασιστικά στην οργάνωση των ορθόδοξων ελληνικών κοινοτήτων της Δυτικής Μακεδονίας και για αυτό θεωρείται και ένας από τους βασικούς εμπνευστές και συντονιστές της έναρξης του Μακεδονικού Αγώνα. 
Στην προσπάθειά του αυτή είχε τη συμπαράσταση του πατέρα του Στέφανου Δραγούμη αλλά και του Παύλου Μελά, συζύγου της αδελφής του Ναταλίας.


Ο Δραγούμης, εκτός από το Μοναστήρι, υπηρέτησε σε διάφορα προξενεία στην Ανατολική Μα- κεδονία, στη Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Σέρρες, Πύργο και Φιλιππούπολη). 
Μετατέθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1905 και στη συνέχεια στην Αλεξανδρούπολη. Υπηρέτησε σε σημαντικές διπλωματικές θέσεις, όπως στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρώμη, στο Λονδίνο, στην Αγία Πετρούπολη. 
Στην Κωνσταντινούπολη συνεργάστηκε στενά με το φίλο του και αξιωματικό του Πεζικού Αθανάσιο Σουλιώτη, γνωστό με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης, για την οργάνωση των ελληνικών πληθυσμών της Πόλης. Αποτέλεσμα των προσπαθειών τους ήταν να δημιουργηθεί η μυστική εθνική «Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως». 
Το 1911, κατά την κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία, ο Δραγούμης συμμετείχε στην οργάνωση συνεδρίου με κύριο σκοπό την ένωση των νησιών με την Ελλάδα ή την πλήρη αυτονομία τους.


Με το ξέσπασμα του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, κατατάχθηκε στο στρατό και αμέσως αποσπάσθηκε στο γραφείο του βασιλιά Κωνσταντίνου. 
Συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Θεσσαλονίκης το 1912 και ήταν ο πρώτος που σήκωσε την ελληνική σημαία στην πόλη. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους τοποθετήθηκε πρώτα στην πρεσβεία της Αγίας Πετρούπολης και εν συνεχεία στη Βιέννη και το Βερολίνο. 
Τον Μάιο του 1915 παραιτήθηκε από το υπουργείο των Εξωτερικών για να πολιτευθεί στο Νομό Φλώρινας, που τότε συμπεριελάμβανε και το Νομό Καστοριάς. 
Η οικογένεια Δραγούμη καταγόταν από την περιοχή και συγκεκριμένα από το χωριό Βογατσικό της Καστοριάς. 
Στις εκλογές του 1915 εκλέχθηκε ανεξάρτητος βουλευτής Φλωρίνης. 
Στη Βουλή ανέπτυξε τις θέσεις του, χωρίς όμως να ενταχθεί στις πολιτικές των δύο μεγάλων κομμάτων. Πεποίθησή του, αντίθετα από τους υπόλοιπους αντιβενιζελικούς, ήταν πως η Ελλάδα έπρεπε να εισέλθει στον πόλεμο στην πλευρά των Δυνάμεων της Αντάντ, υπό ορισμένους όμως όρους. Υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του «Εκπαιδευτικού Ομίλου».

Συνέγραψε πλήθος πολιτικών μελετών και άρθρων και δημοσίευσε λογοτεχνικά έργα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» (1907), «Σαμοθράκη» (1908), «Οσοι ζωντανοί» (1911). 
Ο αδελφός του, Φίλιππος Δραγούμης, διαφύλαξε το έργο του και δημοσίευσε μετά το θάνατό του Ιωνος ορισμένα από τα ανέκδοτα έργα του, όπως το «Μονοπάτι» (1902) και το «Σταμάτημα» (1917).

Η σχέση του Δραγούμη με την Πηνελόπη Δέλτα

Το 1905 ο Δραγούμης διορίστηκε Α ́ Γραμματέας στο Γενικό Προξενείο της Αλεξάνδρειας και έτσι είχε την ευκαιρία να συνδεθεί φιλικά με τη γεννημένη στην Αλεξάνδρεια Πηνελόπη Δέλτα, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη. 
Ο γεννημένος στη Σύρο Μπενάκης σπούδασε στη Βρετανία και μετά εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια, στην εταιρία εμπορίας βάμβακος Χωρέμη. 
Παντρεύτηκε την κόρη του Χωρέμη, ιδιοκτήτη της εταιρίας, και απέκτησε πολύ μεγάλη περιουσία. 
Η Πηνελόπη Δέλτα το 1895 παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. 
Τα κοινά φιλολογικά ενδιαφέροντα της Δέλτα με τον Δραγούμη,ιδίως η ταύτισή τους με τους δημοτικιστές, σε συνδυασμό με την έντονα ρομαντική τους ιδιοσυγκρασία, οδήγησε γρήγορα στην ανάπτυξη μιας έντονης ερωτικής σχέσης, η οποία φαίνεται ότι έμεινε ανολοκλήρωτη. 
Η Δέλτα αντιμετώπισε πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την οικογένειά της για τον Δραγούμη, κάτι που όμως τελικά δεν έκανε.
Ο Δραγούμης γράφει το 1908 (18 Ιανουαρίου) στο ημερολόγιό του:

«Θέλει να ζήσει κοντά στον άντρα της και στα παιδιά της. Δεν έχω ίσως δικαίωμα να την ταράξω εγώ όσο κι αν την αγαπώ. Με λέει να πιστεύω και να ελπίζω».

Από το 1908 που διέκοψε τη σχέση της με τον Ιωνα, η Δέλτα φορούσε πάντα μαύρα ρούχα «για να θρηνεί τον έρωτά της» και δεν τα έβγαλε από πάνω της μέχρι τη μέρα της αυτοκτονίας της, την 27η Απριλίου 1941, ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. 
Αν και σταμάτησαν να αλληλογραφούν το 1908, ο Δραγούμης συχνά αναφέρεται στη Δέλτα στα ημερολόγιά του ως Φίλη (με φ κεφαλαίο) και φαίνεται ότι παρέμεινε και για αυτόν,αν όχι ο μεγαλύτερος, σίγουρα ένας από τους πιο σημαντικούς έρωτες της ζωής του. 
Ο έρωτας της Δέλτα με τον Δραγούμη έγινε γνωστός σε όλη την κοινωνία της εποχής και συζητιόταν για πολλά χρόνια στα σαλόνια της αλεξανδρινής και της αθηναϊκής αριστοκρατίας. 
Ο Δραγούμης το 1908 συνήψε ερωτικό δεσμό με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της εποχής της. 
Η σχέση τους κράτησε από το 1908 έως τον Αύγουστο του 1920 (οπότε δολοφονήθηκε ο Ιων) και θεωρήθηκε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής, καθώς το ζευγάρι συζούσε χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου.



Η κλιμάκωση των γεγονότων του Διχασμού

Στις 16 Αυγούστου 1916, με την υποστήριξη του στρατού της Αντάντ που είχε αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη, έγινε το κίνημα της Εθνικής Αμύνης, το οποίο ήταν ουσιαστικά ένα πραξικόπημα εναντίον του επίσημου καθεστώτος. 
Τον Οκτώβριο του 1916 ο Βενιζέλος έφυγε από την Αθήνα (αποκλείοντας έτσι πλέον κάθε προοπτική διαπραγμάτευσης με το βασιλιά) και μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου και σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με μέλη τον ίδιο, το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και το στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή. 
Η νέα κυβέρνηση αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κυβέρνησης της Αθήνας και κατήγγειλε το βασιλιά ότι με την πολιτική που ακολουθούσε απομάκρυνε την Ελλάδα από τους παραδοσιακούς φίλους της και οδηγούσε τη χώρα σε «εθνική συμφορά».

Στις 24 Νοεμβρίου 1916, η Προσωρινή Κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις.

Ουσιαστικά, οι τελευταίοι μήνες του 1916 βρήκαν την Ελλάδα χωρισμένη σε δύο κράτη. 
Από τη μια μεριά, το κράτος της Θεσσαλονίκης, που περιλάμβανε τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, αποφάσισε στρατολόγηση σε μεγάλη κλίμακα στις περιοχές που ήλεγχε και οργάνωνε το στρατό που θα πολεμούσε στο πλευρό της Αντάντ. 
Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση των Αθηνών, που εξακολούθησε να έχει τον έλεγχο της υπόλοιπης χώρας, έμεινε πιστή στην πολιτική της ουδετερότητας.

Οι φήμες ότι επίκειται βενιζελικό πραξικόπημα στην Αθήνα οδήγησαν στα λεγόμενα «Νοεμβρι- ανά», δηλαδή σε μαζικές διώξεις εναντίον των βενιζελικών, με αποτέλεσμα πολλές δολοφονίες, λεηλασίες καταστημάτων και σπιτιών, ξυλοδαρμούς, εξορίες επώνυμων βενιζελικών και καταστροφές βενιζελικών εφημερίδων. 
Ως απάντηση στο πογκρόμ εναντίον των βενιζελικών συμμάχων τους, οι δυνάμεις της Αντάντ κλιμάκωσαν την πίεσή τους αποκλείοντας εντελώς όλα τα λιμάνια της Παλαιάς Ελλάδας, με συνέπεια να σημειωθούν δραματικές ελλείψεις σε τρόφιμα και βασικά εφόδια. 
Ηταν η σειρά των αντιβενιζελικών να κατηγορήσουν τους αντιπάλους τους για «εθνική προδοσία» αφού εξαιτίας τους οι δυνάμεις της Αντάντ με το ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών έμπρακτα αμφισβητούσαν την ελληνική εθνική κυριαρχία.


Τον Δεκέμβριο του 1916, σε συνθήκες ναυτικού αποκλεισμού και δραματικής πτώσης του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της χώρας, ο φανατισμός και οι διώξεις εναντίον των βενιζελικών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. 
Καθαιρέθηκαν οι δημοτικές αρχές της Αθήνας, της Πάτρας και άλλων πόλεων που πρόσκεινταν στους βενιζελικούς και διώχθηκαν οι βενιζελικοί δημόσιοι υπάλληλοι.

Παράλληλα, χιλιάδες άνθρωποι σε μικρές και μεγάλες πόλεις σε όλη την Ελλάδα συγκεντρώ- νονταν προκειμένου να αποκηρύξουν δημόσια τον Βενιζέλο. Στις εκδηλώσεις πρωτοστατούσε ο Προκαθήμενος και πολλοί επίσκοποι της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (η οποία ήταν ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα του βασιλιά σε όλη τη διάρκεια του Διχασμού). Σε αυτή την, κατά τον ιστορικό Γιώργο Μαυρογορδάτο, «έκρηξη θρησκόληπτης μισαλλοδοξίας», διακηρυσσόταν ο «αναθεματισμός» του «πουλημένου προδότη Βενιζέλου», για τον οποίο γινόταν παράκληση στον Θεό «όπως ενσκήψωσι οι πληγές του Ιώβ», «η λέπρα του Ιεχωβά», «οι κεραυνοί της κολάσεως»,ενώ όσοι τον ψήφιζαν στις επόμενες εκλογές έγινε έκκληση να «μαραθώσιν αι χέραι, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και κωφαθώσι τα ώτα τους».

Ο βιομήχανος και υπουργός του Βενιζέλου Εμμανουήλ Μπενάκης ξυλοκοπήθηκε κατά τη διάρκεια των «Νοεμβριανών» από αντιβενιζελικούς.
Ο βιομήχανος και υπουργός του Βενιζέλου
Εμμανουήλ Μπενάκης ξυλοκοπήθηκε κατά τη
διάρκεια των «Νοεμβριανών» από αντιβενιζελικούς.
Ανάμεσα σε αυτούς που ξυλοκοπήθηκαν και ταλαιπωρήθηκαν κατά τα «Νοεμβριανά» ήταν και ο δήμαρχος της Αθήνας (και πρώην υπουργός Ναυτιλίας, Γεωργίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας στις βενιζελικές κυβερνήσεις) Εμμανουήλ Μπενάκης, στενός φίλος του Βενιζέλου, με το κόμμα του οποίου εκλέχτηκε το 1910 βουλευτής. 
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία της Πηνελόπης Δέλτα σχετικά με τη συμπεριφορά των αντιβενιζελικών στο (δήμαρχο Αθηναίων και πρώην υπουργό) Εμμανουήλ Μπενάκη: «Με τα κοντάκια χτυπούσαν τον Μπενάκη, με τις χειρότερες βλαστήμιες τον έβριζαν τον καρδιακό, γέρο, άοπλο άνθρωπο. Τον έβγαλαν απ’ το σπίτι, τον τράβηξαν κάτω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια και τον έσυραν έξω. 
Τον πήγαιναν χτυπώντας τον στα δέντρα εδώ κι εκεί, του σκίσαν το κεφάλι με μια κοντακιά, του άνοιξαν τη μύτη με γροθιές στο πρόσωπο. 
“Φτου σου, προδότη της πατρίδας”, του είπε κάποιος. 
Eνας λοχαγός, μια από τις σαβούρες του στρατού, σήκωσε το καμτσίκι του να τον χτυπήσει. 
Κάποιος τον σταμάτησε και τότε ο αξιωματικός έβγαλε το πιστόλι του να τον πυροβολήσει. 
“Τράβα”, του είπε ο Μπενάκης. 
“Είναι ευγενέστερο να με σκοτώσετε παρά να μ’ εξευτελίζετε έτσι”»

Η επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία

Στις 11 Ιουνίου 1917, τελεσίγραφο της Αντάντ καλούσε τον Κωνσταντίνο να «αποσυρθεί» (χωρίς να παραιτηθεί) από το θρόνο και από την Ελλάδα και να αφήσει το θρόνο στο δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο. Πράγματι, ο Κωνσταντίνος, προκειμένου να μην μπει η χώρα στην περιπέτεια ενός εκ των προτέρων χαμένου πολέμου με την Αντάντ, προτίμησε να φύγει κρυφά από την Ελλάδα ώστε να αποφευχθούν ταραχές από υποστηρικτές του, που πιθανότατα θα παρέμβαιναν βίαια για να τον εμποδίσουν.

Τελικά το αποτέλεσμα του Μεγάλου Πολέμου δικαίωσε τις επιλογές του Βενιζέλου και η Ελλάδα βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών. 
Ετσι, κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν τον πόλεμο, ο Βενιζέλος κατοχύρωσε με τη συνθήκη του Νεϊγύ, το 1919, την ελληνική κυριαρχία στη Δυτική Θράκη, ενώ πολύ μεγαλύτερα ήταν για την Ελλάδα τα κέρδη από τη Συνθήκη των Σεβρών,

Παρά την ιδεαλιστική πίστη του στις
δυνατότητες του Ελληνικού Εθνους, ο Ιων
Δραγούμης είχε διαμορφώσει περιφρονητική
εικόνα για το ελληνικό κράτος.
το 1920, με την οποία ουσιαστικά διαλυόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. 
Εκτός από την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα, αποφασίστηκε ότι η περιοχή της Σμύρνης θα περνούσε στην ελληνική κυριαρχία, αν αποφάσιζε έτσι ο πληθυσμός της στο δημοψήφισμα που θα ακολουθούσε έπειτα από πέντε χρόνια.
Παράλληλα, ο Βενιζέλος έλαβε την εντολή από τους Συμμάχους να προελάσει ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία έτσι ώστε να είναι προστατευμένες οι μικρές βρετανικές δυνάμεις που ήλεγχαν τα Στενά από το σταθερά ενισχυόμενο αντάρτικο κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ, που δεν αναγνώριζε την εξουσία του Σουλτάνου (ο οποίος ήταν πρόθυμος να δεχθεί τη συμφωνία των Σεβρών, αρκεί να διατηρούνταν τα προνόμιά του). 
Ετσι, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να προελαύνουν στην ημιάναρχη και υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία μαστιζόταν από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Σουλτάνου και των Κεμαλιστών.

Το πολιτικό όραμα του Δραγούμη

Ο Ιων Δραγούμης ανήκε στη γενιά που βίωσε τραυματικά τη στρατιωτική ήττα του 1897 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Eλέγχου. 
O νεαρός διανοούμενος διαμόρφωσε μια περιφρονητική εικόνα για το ελληνικό κράτος, σε αντίθεση με την πίστη του στις δυνατότητες του Εθνους, οι τύχες του οποίου θεωρούσε ότι έπρεπε να αποσυνδεθούν από την πορεία του μικρού βασιλείου.

Με άλλα λόγια, πίστευε, αντίθετα από τον Βενιζέλο, ότι θα ήταν αποτελεσματικότερη και επωφελέστερη για τους Ελληνες η εκ των έσω «κατάκτηση» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 
Οι μεγάλες επιτυχίες των Βαλκανικών Πολέμων έφεραν τον Δραγούμη σε μια αντιφατική θέση. Από τη μια, είχε να αντιμετωπίσει τις πολύ αξιόλογες επιτυχίες που διπλασίασαν τα εδάφη της Ελλάδας και, από την άλλη, την κατάρρευση του οράματός του για την ελληνική «Ανατολική Αυτοκρατορία», που θα διαδεχόταν την παρηκμασμένη Οθωμανική.

Ο Ιων Δραγούμης στάθηκε πολύ πιο διορατικός από τους υπόλοιπους αντιβενιζελικούς, όταν ήδη από το 1915 πήγε κόντρα στην άποψη της πολιτικής παράταξης που ανήκε και στην ίδια του την οικογένεια, υποστηρίζοντας τη βενιζελική άποψη για συμμαχία με την Αντάντ, με παράλληλη εγκατάλειψη της γερμανόφιλης πολιτικής.

Μάλιστα, όταν η ορισμένη από το βασιλιά κυβέρνηση παρέδωσε αμαχητί το οχυρό Ρούπελ στους Γερμανούς, δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την πράξη αυτή προδοσία μέσα σε μια εχθρική Βουλή. 
Ομως, η αντιπάθειά του για τον Βενιζέλο απέκλειε οποιαδήποτε πιθανότητα συνεργασίας με τους βενιζελικούς. 
Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Πολιτική Επιθεώρηση» που είχε αρχίσει να εκδίδει από τον Ιανουάριο του 1916, ο Δραγούμης διαμαρτυρήθηκε έντονα, τον Ιούνιο του 1917, για την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας και την παραβίαση της ουδετερότητας. 
Αμεση συνέπεια της αντίδρασής του αυτής υπήρξε η εξορία του μαζί με άλλους αντιφρονούντες πολιτικούς (όπως ο Μεταξάς, ο Γούναρης κ.ά.) στην Κορσική τον Ιούλιο του 1917.

Εως τον Μάιο του 1919 παρέμεινε στην Κορσική και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σκόπελο, από όπου και επέστρεψε τελικά στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1919. 
Στην Κορσική ο Δραγούμης συνέταξε και υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι υπόμνημα για τη συμβολή και τις θέσεις της Ελλάδας. 
Στη Σκόπελο συνέταξε και απέστειλε δεύτερο υπόμνημα σχετικά με τη θέση της Ελλάδος στο Ανατολικό Ζήτημα, τις εδαφικές της διεκδικήσεις, καθώς και τη στάση που θα έπρεπε να ακολουθήσει στο ζήτημα της Μικράς Ασίας.

Οταν επέστρεψε από τη Σκόπελο, διέθεσε όλες του τις δυνάμεις στη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου της Αντιπολίτευσης ενάντια στον Βενιζέλο.

Οπως γράφει ο Φίλιππος Δραγούμης στο ημερολόγιό του (σ. 16), στις 8 Νοεμβρίου 1919, λίγες μέρες αφότου ήρθε από την εξορία: «Ερχονται πολλοί για να ιδούν τον Ιωνα. 
Ολοι οι πολιτευόμενοι τον περίμεναν ωσάν απαραίτητο παράγοντα. 
Ολοι ελπίζουν πως ο Ιων θα καταφέρει να συνασπίσει τους αντιπολιτευομένους».

Δύομισι μήνες αργότερα, στις 31/1/1920, ο Ιων «δεν έχει ελεύθερες στιγμές. 
Ολη μέρα βλέπει αν- θρώπους όλων των ειδών για τα πολιτικά ή γράφει ή μελετά σχετικά. Και τις στιγμές που του μένουν είτε έχει ανάγκη απομονώσεως ή αδιαφορίας είτε απορροφάται από τη Μαρίκα».

Οι προσπάθειες του Δραγούμη φαίνεται ότι καρποφόρησαν και την άνοιξη του 1920 συμφώνησαν οι αντιβενιζελικοί να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο, την «Ηνωμένη Αντιπολίτευση», ώστε να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τον Βενιζέλο στις εκλογές που αναμενόταν σύντομα να γίνουν.


Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου και τα «Ιουλιανά»

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα επέστρεφε στις 30 Ιουλίου 1920 από τη Γαλλία στην Ελλάδα με το τρένο από το σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών. 
Εκεί, την ώρα της επιβίβασης, δύο απότακτοι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί -ο υπολοχαγός Μηχανικού Γεώργιος Κυριάκης και ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης- αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ελληνα πρωθυπουργό, πυροβολώντας με τα περίστροφά τους από κοντινή απόσταση. 
Εριξαν πάνω από 10 σφαίρες συνολικά, με τον Βενιζέλο να τραυματίζεται ελαφρά στον αριστερό ώμο και χέρι. 
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος νοσηλεύτηκε για μία μέρα σε γαλλικό νοσοκομείο και, όταν ανάρρωσε, παρέστη ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των δύο επίδοξων δολοφόνων του. Στην κατάθεσή του άφησε σαφείς υπαινιγμούς για συνωμοσία κατά της ζωής του από τον εξόριστο βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές, μένοντας για πολλά χρόνια στις γαλλικές φυλακές.

Η είδηση της απόπειρας δεν έγινε αμέσως γνωστή στην Αθήνα, παρά μόνο το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου του 1920. 
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Εμμανουήλ Ρέπουλη, αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Βενιζέλου, προσπάθησε ο ίδιος να κρύψει την είδηση, προκειμένου να μη γίνουν επεισόδια. 
Ομως γρήγορα κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Βενιζέλος δολοφονήθηκε Οπως γράφει ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός:

«Ο ψίθυρος είχε κυκλοφορήσει σαν σπινθήρας απ’ τη μια άκρη της Αθήνας στην άλλη: 
“Σκοτώσανε τον Βενιζέλο στο Παρίσι”. 
Hταν αρκετός για να πάρει η πόλη φωτιά. 
Αγριεμένοι άνθρωποι, όρθιοι σε ανοιχτά αυτοκίνητα, γύριζαν από πάνω ως κάτω στην Αθήνα και κουνούσαν τα μπαστούνια τους στον αέρα φωνάζοντας: 
“Οι δεκάξι είναι οι φονιάδες! 
Οι δεκάξι το κάνανε!”». 
Οι δεκάξι ήταν οι αρχηγοί της Αντιπολίτευσης, που θα αντιμετώπιζε τον Βενιζέλο στις εκλογές που θα γίνονταν ύστερα από τρεις μήνες.

Πράγματι, αμέσως μετά την κυκλοφορία της φήμης για το θάνατο του Βενιζέλου, ένα οργισμένο πλήθος βενιζελικών παρακρατικών ξεχύθηκε στους αθηναϊκούς δρόμους ζητώντας εκδίκηση, κρατώντας ρόπαλα και λοστούς. Επιτέθηκαν αρχικά κατά των γραφείων όλων των αντιβενιζελικών εφημερίδων καταστρέφοντάς τα σχεδόν ολοσχερώς.
Οι εφημερίδες «Πολιτεία», «Καθημερινή», «Σκριπ» και «Εσπερινή» ανέστειλαν την έκδοσή τους για ένα εικοσαήμερο περίπου λόγω της καταστροφής των εγκαταστάσεών τους. 
Αντίστοιχη ήταν και η τύχη της εφημερίδας «Ριζοσπάστης».

Οι εξαγριωμένοι βενιζελικοί επιτέθηκαν στις οικίες των συγγενών των αντιβενιζελικών που θεωρούσαν ως πιθανούς δολοφόνους, προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στο θέατρο της συντρόφου του Δραγούμη, Μαρίκας Κοτοπούλη (γνωστής οπαδού του εξόριστου βασιλιά), αρκετές ζημιές σε ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλα καταστήματα γνωστών αντιβενιζελικών πολιτών, ενώ λεηλάτησαν και τις οικίες των ηγετών της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης», καταστρέφοντας σχεδόν ολοσχερώς το σπίτι του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη.

Το βενιζελικό κύμα εκδικητικής βίας είχε μικρή διάρκεια, αλλά ήταν καταστροφικό. Ξεκίνησε στις 12.00 το μεσημέρι και σταμάτησε στις 19.00, όταν ξεκίνησε η δοξολογία στη Μητρόπολη για τη σωτηρία του Ελευθερίου Βενιζέλου. 
Ολα τα στελέχη της Αντιπολίτευσης κρύβονταν κατατρομοκρατημένα, κανείς αντιβενιζελικός δεν αντίδρασε, ενώ τα όργανα της τάξης του κράτους παρακολουθούσαν διακριτικά την κατάλυση κάθε έννοιας έννομης τάξης. 
Οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν ήταν σοβαρές, αλλά το σημαντικότερο συμβάν των «Ιουλιανών» ήταν η δολοφονία του Ιωνος Δραγούμη.

Η δολοφονία του Ιωνος Δραγούμη

Ο Δραγούμης ήταν ένας εκ των 16 ηγετών της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης», οι περισσότεροι εκ των οποίων συνελήφθησαν προκειμένου να εξεταστεί η εμπλοκή τους στη σχεδιαζόμενη δολοφονία του Βενιζέλου. 
Πληροφορήθηκε την είδηση της απόπειρας εναντίον του Βενιζέλου όταν ήταν στην Αθήνα μαζί με την Κοτοπούλη. 
Με το αυτοκίνητό του οδήγησε τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο σπίτι της στην Κηφισιά για να την προστατεύσει από τυχόν βιαιοπραγίες εις βάρος της λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. 
Αν και θα μπορούσε να καθίσει στην ασφάλεια της Κηφισιάς μαζί της, επέλεξε να ξαναγυρίσει στα γραφεία του περιοδικού του, ώστε να επιμεληθεί την έκδοσή του. 
Ενιωθε την υποχρέωση να μην κρυφτεί, αλλά να αναλάβει τις ευθύνες του ως ένας εκ των ηγετών της Αντιπολίτευσης. 
Πρόθεσή του, σύμφωνα με τον Φρέντυ Γερμανό, ήταν να γράψει ένα άρθρο που θα καταδίκαζε την απόπειρα εκτέλεσης του Βενιζέλου ώστε να σταματήσει «το ποτάμι της βίας». 
Κατέβηκε με το αμάξι του την οδό Κηφισίας ως το ύψος των Αμπελοκήπων στην τότε έπαυλη Θων. 
Εκεί τον σταμάτησε μια ομάδα ενόπλων που άνηκαν σε ένα ειδικό σώμα με σκοπό την προστασία του Βενιζέλου με το όνομα Τάγματα Ασφαλείας. 
Οι ένοπλοι ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, συνέλαβαν τον Δραγούμη, τον χτύπησαν στο πρόσωπο και τον οδήγησαν βίαια στο στρατώνα του τάγματός τους. 
Στο προαύλιο του στρατώνα βρίσκονταν ο Παύλος Γύπαρης, διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας, παλαιός γνώριμος του Δραγούμη από τον Μακεδονικό Αγώνα, και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, επίσης γνώριμος του Δραγούμη από τη θητεία του στην πρεσβεία της Αλεξάνδρειας. Υστερα από λίγα λεπτά ο Γύπαρης διέταξε 8 στρατιώτες με οπλισμένα τα ντουφέκια να οδηγήσουν τον Δραγούμη αιχμάλωτο, πεζή, ως το Φρουραρχείο.

Κατά τη διαδρομή ένας δεύτερος λοχίας ήρθε βιαστικά και κάτι είπε στο αφτί του πρώτου λοχία που συνόδευε το απόσπασμα. Υστερα ο λοχίας διέταξε: «Εδώ, εδώ». 
Ποτέ δεν μαθεύτηκε ποιος ήταν αυτός ο δεύτερος λοχίας ο οποίος τους υπέδειξε το σημείο όπου θα τον εκτελέσουν και μετά εξαφανίστηκε.

Ακολουθεί η μαρτυρία του Ρώσου Λεμπέντιεφ αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας:

«Είδα τους στρατιώτες να στήνουν τον άνθρωπο με το άσπρο κουστούμι εμπρός σε έναν τοίχο. 
Υστερα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. 
Τότε μόνο κατάλαβα ότι ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν. 
Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος, εκατό μέτρα πιο κάτω, περίμενε το θάνατο».

Ο Δραγούμης δεν αντιστάθηκε, ούτε και προσπάθησε να ξεφύγει από τους δολοφόνους του.Μάλιστα, φαίνεται ότι το τράνταγμα της πρώτης σφαίρας τον έκανε να στριφογυρίσει και να δεχτεί τις περισσότερες σφαίρες στην πλάτη του. «Ευρέθησαν πέντε έως εξ τραύματα εκ των όπισθεν», έγραψε στην έκθεσή του ο νεαρός ανθυπίατρος, που εξέτασε πρώτος το κουφάρι του στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Εκθεση του αυτόπτη μάρτυρα, Ρώσου αξιωματικού Λεμπέντιεφ

«Περί την 4ην απογευματινήν ανέμενον μεθ’ ομάδας εκ τριών ή τεσσάρων προσώπων την άφιξιν του τραμ παρά την γωνίαν της λεωφόρου Κηφισίας και της οδού Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, πλησίον του υπ’ αριθμόν 907 στύλου των ηλεκτρικών συρμάτων. 
Την προσοχή μου επέσυρεν ομάς στρατιωτών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτην καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντος μετά πολλής αξιοπρεπείας. Δεξιόθεν και αριστερά αυτού εβάδιζον δύο στρατιώται, δεκάς δε ετέρων στρατιωτών είπετο εκ του συνέγγυς.

Πάντες έφερον ντουφέκια. Μόλις το απόσπασμα επλησίασεν εις τον υπαριθμόν 905 στύλον του τραμ μετέβαλεν κατεύθυνσιν προς αριστερά και εσταμάτησε παρά το πεζοδρόμιον, αφήνοντας τον αιχμάλωτο πολίτη εις απόστασιν τεσσάρων βημάτων. 
Οι στρατιώται αφού εσταμάτησαν, επυροβόλησαν. Ερρίφθησαν παρ’ αυτών περί τους δέκα πυροβολισμοί. Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. 
Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους, χωρίς να βγάλει κραυγή, χωρίς να είπη τι…».

Η επομένη ημέρα

Την επόμενη μέρα δεν κυκλοφόρησε (εξαιτίας της καταστροφικής λαίλαπας της προηγούμενης ημέρας) καμία εφημερίδα της Αντιπολίτευσης. Ολες οι βενιζελικές εφημερίδες φιλοξενούσαν την είδηση της απόπειρας κατά του Βενιζέλου, αφιερώνοντας λίγες μόνο λέξεις για τη δολοφονία του Δραγούμη. Αρκετές μάλιστα υποστήριζαν ότι ο Δραγούμης σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει. Κάποιες άλλες υποστήριξαν ότι οι εκτελεστές ήταν σε αυτοάμυνα γιατί τους άνοιξε πυρ ο Δραγούμης με το περίστροφό του.

Ενδεικτικά αναφέρεται δημοσίευμα της βενιζελικής εφημερίδας «Εμπρός» μετίτλο «Πώς εφονεύθη ο Ιων Δραγούμης»: 
«Κατ’ επισήμους πληροφορίας ο θάνατος του Δραγούμη εγένετο ως εξής: Επανερχόμενος ούτος εκ Κηφισίας επ’ αυτοκινήτου όπου κατά τινάς πληροφορίας είχε συνοδεύσει τη δίδα Μαρίκαν Κοτοπούλη, και ενώ διήρχετο εις τους Αμπελόκηπους, παρά την έπαυλιν Θων, συνελήφθη υπό ομάδος πολιτών, απειλούντων να τον λυντσάρωσι. 
Προς σωτηρίαν του έσπευσε περίπολος στρατιωτών του Τάγματος Ασφαλείας. 
Τον πρώτον πλησιάσαντα αυτόν εκ των στρατιωτών, ο Δραγούμης απεπειράθη να πυροβολήση διά πιστολίου, αλλ’ ο στρατιώτης προλαβών τον ελόγχισε».

Η κηδεία του έγινε πολύ νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας, με παρουσία μόνο των άμεσα συγγε- νών του προκειμένου να αποφευχθούν επεισόδια. 
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα,μερίμνησε προσωπικά για την ανεύρεση των δολοφόνων. 
Σύμφωνα με τις βενιζελικές εφημερίδες, ο Βενιζέλος έδωσε εντολή να γίνουν «αυστηραί ανακρίσεις ανατεθείσαι στον υποστράτηγο Πραντούναν», ενώ παύτηκε ο στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας.


Τα οκτώ μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος φυγαδεύτηκαν αμέσως μετά τη δολοφονία στην Κρήτη και, σύμφωνα με έναν από τους εκτελεστές που μίλησε με τον Φρέντυ Γερμανό, κρύβονταν στο χωριό του Γύπαρη. 
Ομως, η επιμονή του Βενιζέλου για τιμωρία των ενόχων οδήγησε σε δίκη στην οποία δικάστηκαν και καταδικάστηκαν, μένοντας φυλακισμένοι μέχρι το 1924, οπότε και πήραν αμνηστία. 
Οι εφημερίδες, τόσο οι αντιβενιζελικές όσο και ακόμη και οι βενιζελικές, έγραψαν υμνητικά άρθρα για τον Δραγούμη μετά την εκτέλεσή του και καταφέρονταν κατά των ανθρώπων του Γύπαρη και της κυβερνητικής ανικανότητας να επιβάλει την τάξη.

Ενδεικτικά, ο «Ριζοσπάστης» στο πρώτο φύλλο που κυκλοφόρησε μετά την καταστροφή των εγκαταστάσεών του κάλεσε με άρθρο του την κυβέρνηση να βρει τους πραγματικούς ενόχους της δολοφονίας του Δραγούμη, «ενός εκ των πλέον εντίμων, των πλέον ηθικών και των πλέον μετριοπαθών εκ των πολιτικών της αντιπάλων». 
Η βενιζελική παράταξη έχασε πολιτικά από την υπόθεση των «Ιουλιανών» και τη δολοφονία του Δραγούμη, αφού οι βενιζελικοί από θύματα (μετά την απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου) μετατράπηκαν σε θύτες. 
Η καταστροφή που έσπειραν στα «Ιουλιανά» πιθανόν να έπαιξε ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα του 1920, που είχε ως αποτέλεσμα την αποπομπή του Βενιζέλου και την επάνοδο του βασιλιά.

Ποιος ευθύνεται για τη δολοφονία του Δραγούμη;

Σε συζήτηση στην ελληνική Βουλή για τα γεγονότα των «Ιουλιανών», ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, αντικαταστάτης του πρωθυπουργού κατά την απουσία του στο εξωτερικό, προσπάθησε να πείσει πως η κυβέρνηση πήρε όλα τα αναγκαία μέτρα για να αποφευχθούν επεισόδια. 
Τόσο ο Ρέπουλης όσο και ο Γύπαρης θεωρήθηκε ότι έχουν ευθύνη για το θάνατο του Δραγούμη, χωρίς όμως ποτέ να αποδειχθεί κάποια κατηγορία.

Σύμφωνα με την κατάθεση της αδερφής του Ιωνος, ο Γύπαρης φώναξε την επόμενη μέρα της δολοφονίας τον εργάτη Κυριάκο Κούλη, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας του συμβάντος και του είπε: «Μην πεις τίποτε απ’ όσα είδες, γιατί θα πάρεις στο λαιμό σου αθώους ανθρώπους»17. 
Ο Γύπαρης φέρεται ότι προσπάθησε να πείσει το μάρτυρα να καταθέσει ότι ο Δραγούμης αντιστάθηκε και για αυτό εκτελέστηκε. 
Γιατί το έκανε αυτό ο Γύπαρης; 
Για να καλύψει τους στρατιώτες του, να καλύψει τον εαυτό του ή να καλύψει τον εαυτό του και τον Μπενάκη;


Δεκαπέντε χρόνια μετά τη δολοφονία, ο Γύπαρης, που δικαζόταν ως ένας από τους υπεύθυνους του πραξικοπήματος του 1935, κατέθεσε πως βαρέθηκε να ρίχνουν πάνω του το αίμα του Δραγούμη και ότι ο Μπενάκης είπε να τον σκοτώσουν ενώ εκείνος ετοιμαζόταν να στείλει τον κρατούμενο στο Φρουραρχείο: Συγκεκριμένα η μαρτυρία του είναι η εξής:

«…Ηλθεν ένα τηλεγράφημα ότι έγινεν απόπειρα κατά του Βενιζέλου εις την Λυών. 
Εγώ είχα ένα τηλεγράφημα ότι δεν εκινδύνευεν η ζωή του …{…}… Εξεκίνησα και επέστρεψα εις το τάγμα, όταν έξω είδα ένα αυτοκίνητον σταματημένο και κόσμον μαζεμένον γύρω και μαινόμενον. 
Με το πιστόλι εις το χέρι άνοιξα δρόμο και επήγα κοντά. 
Μέσα εις το αυτοκίνητον ήτο ο Ιων Δραγούμης. 
Τον παρέλαβα και τον ωδήγησα μέσα και έκαμα ένα τηλεφώνημα εις το Φρουραρχείον διά να τον στείλω εκεί όπως είχα στείλει και τους άλλους που είχαν συλληφθή. 
Οταν εσχηματίσθη το απόσπασμα που θα τον συνώδευε, και τον παρέλαβε, παρουσιάσθη ένας κύριος μεγαλόσχημος και τους εφώναξε: “Σκοτώστε τον! Τι τον φυλάτε”. 
Πρέπει να σας πω ότι ήτο άνθρωπος μεγάλης επιρροής και ηκούετο πολύ, διότι εις το σπίτι του έμενε πάντοτε ο Βενιζέλος στην Κηφισιάν. 
Και οι στρατιώται τον υπήκουσαν. Και… έγινε το δυστύχημα. 
Οι στρατιώται δεν ετολμούσαν μετά την πράξιν των να πλησιάσουν εις το τάγμα, διότι έμαθαν ότι είχα γίνει έξω φρενών, αλλά μου έστειλαν ένα άλλον στρατιώτην. 
“Πήγαινε”, είπα, “και πες στον επιλοχία σου να ρθουν εδώ”. 
Αλλά αυτοί δεν ήλθαν ούτε τότε. Επήγαν εις τον κ. Εκείνον στην Κηφισιάν, ο οποίος τους έδωσε 20.000 δραχμάς, τους υπεσχέθη να επέμβη στον Βενιζέλο για να μην τιμωρηθούν και να τους στείλη στην Αίγυπτο. 
Δεν ετήρησεν όμως τον λόγον του και δεν τους έστειλεν εις την Αίγυπτον και οι στρατιώται επήγαν στην Κρήτη, όπου εφυγοδικούσαν. 
Εστειλα ένα απόσπασμα στην Κρήτη με επί κεφαλής αξιωματικόν, ο οποίος τους ευρήκε και τους συνέλαβε, τους έφερε στο τάγμα και τους παρέδωσε στας αρχάς. 
Το 1920 μετά την 1ην Νοεμβρίου, ενώ εγώ έφυγα εις την Γαλλίαν, οι στρατιώται εδικάσθησαν και είπαν ποίος υπέβαλε να σκοτώσουν τον Δραγούμη. 
Εγώ τότε ήμουν μακρυά από την Ελλάδα και οι στρατιώται δεν ήσαν υπό την επιρροήν μου. 
Αν τους είχα βάλει εγώ να σκοτώσουν τον Δραγούμη θα το έλεγαν εις την δίκην των.


Πρέπει να σας πω ακόμη, κύριοι στρατοδίκαι, ότι την ημέραν που συνέβη ο φόνος του Δραγούμη εμπήκα στο αυτοκίνητο να πάω στην Κηφισιά να τον σκοτώσω τον κ. Εκείνον. 
Επεσαν όμως όλοι οι αξιωματικοί του τάγματος και με εκράτησαν. 
Οταν ήλθεν ο Βενιζέλος επήγα και του είπα ότι θα έκαμνα δημοσίευμα να αποκαλύψω τον κ. Εκείνον, αλλά ο Βενιζέλος μου είπε: 
“Αφησε, δεν πειράζει”. Από τότε γεννήθηκε η κατακραυγή εναντίον μου και γι’ αυτό εδημοσίευσα μίαν επιστολήν στην ελληνικήν εφημερίδα “Μέλλον” των Παρισίων και ήθελα να την στείλω και στας αθηναϊκάς εφημερίδας, αλλά και πάλιν με ημπόδισεν ο Βενιζέλος…».

Ηταν ο Μπενάκης ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Ιωνος Δραγούμη; Μπορεί η παλιά αντιπαράθεση του Μπενάκη με τον Δραγούμη, λόγω του σκανδάλου της σχέσης του με τη Δέλτα, να αποτέλεσε το κίνητρο για τη δολοφονία του;

Αναζητούσε άραγε εκδίκηση ο Μπενάκης γιατί εκτέθηκε το όνομά του από το παράνομο φλερτ του Δραγούμη; 
Ή μήπως ο Μπενάκης, ο οποίος είχε ζήσει έμπρακτα τη βία των αντιβενιζελικών κατά τα «Νοεμβριανά», βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί έναν από τους ισχυρότερους πολιτικούς του αντιπάλους;


Ερωτήματα που θα παραμείνουν αναπάντητα. 
Επίσης, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο Μπενάκης είχε την αρμοδιότητα και τη δυνατότητα να διατάξει οπλίτες που λογικά έπαιρναν διαταγές μόνο από τον Γύπαρη. 
Ο ίδιος ισχυρίζεται πως έδωσε εντολή να πάνε τον Δραγούμη στο Φρουραρχείο και τίποτε άλλο. Αν ήταν ο Γύπαρης εκείνος που ήθελε νεκρό τον Δραγούμη, γιατί δεν τον συνέλαβε όταν ανέβαινε με το αυτοκίνητό του προς την Κηφισιά μαζί με τη σύντροφό του; 
Ομως δεν το έκανε. 
Τον συνέλαβε στην επιστροφή του από την Κηφισιά, όταν ο Δραγούμης γύριζε για να πάει να επιμεληθεί την έκδοση της εφημερίδας του. Μήπως το γεγονός ότι ο Μπενάκης ήταν παρών τη δεύτερη φορά που επέστρεψε ο Δραγούμης ήταν γεγονός καθοριστικό για τη μοίρα του τελευταίου;

Πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τις πιθανές ευθύνες του πανίσχυρου εκείνη την εποχή γηραιού (73 χρόνων) βενιζελικού Εμμανουήλ Μπενάκη. 
Το 1922, σε περίοδο βενιζελικής διακυβέρνησης, ο Μπενάκης παραπέμφθηκε σε δίκη για ηθική αυτουργία για το φόνο του Δραγούμη, αλλά απαλλάχθηκε.Ισως να έπαιξαν ρόλο στην αθώωσή του οι καταθέσεις των αδερφών του Ιωνος, της Ναταλίας Μελά και της Εφης Καλλέργη, που κατέθεσαν στον ανακριτή πως ο Μπενάκης δεν θα μπορούσε ποτέ να διατάξει την εκτέλεση του Ιωνος. 
Ομως είχε δείξει την ώρα της σύλληψης αδιαφορία και ίσως θα μπορούσε να αποσοβήσει το έγκλημα. Αντίστοιχα, αθωώνει τον Μπενάκη η μαρτυρία ενός από τους οπλίτες που εκτέλεσαν τον Δραγούμη, με τον οποίο μίλησε ο Φρέντυ Γερμανός και του είπε ότι δεν πήραν ούτε μία δραχμή από τον Μπενάκη, τον οποίον καλά καλά δεν γνώριζαν. 
Τέλος, κατηγορηματική ήταν η Πηνελόπη Δέλτα για την αθωότητα του πατέρα της. Μάλιστα, γράφει στο ημερολόγιό της πως ο πατέρας της διαμαρτυρήθηκε στον Γύπαρη για την κακομεταχείριση του Δραγούμη και τον έθεσε υπεύθυνο για την ασφάλειά του.

Ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Ιωνος η οικογένεια Δραγούμη θεωρούσε τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, παρά το γεγονός ότι εκείνος εκτιμούσε πολύ το δολοφονημένο πολιτικό του αντίπαλο, για τον οποίο πίστευε και ήλπιζε ότι θα γινόταν αρχηγός μιας «τίμιας αντιπολιτεύσεως». 
Η εκτίμηση του Βενιζέλου στο πρόσωπο του Δραγούμη φαίνεται και από το θερμό συλλυπητήριο τηλεγράφημα που έστειλε την επόμενη μέρα της εκτέλεσης στον Στέφανο Δραγούμη:

«Μανθάνω μετά της πλέον οδυνηράς συγκινήσεως, το δυστύχημα το οποίον σας πλήττει και σας παρακαλώ καθώς και την οικογένειάν σας, να δεχθείτε την έκφρασιν της βαθείας μου συμπα- θείας. 
Δεν δύναμαι να λησμονήσω τας υπερόχους υπηρεσίας τας οποίας ο υιός σας προσέφερεν από της νεότητός του εις την πατρίδα. 
Ετρεφον ανέκαθεν την ελπίδα ότι επί τω μέλλοντι, θα ηδύνατο να παράσχει και πλέον επιφανείς υπηρεσίας. 
Ο φρικώδης θάνατός του με βυθίζει εις λύπην».

Ο Φίλιππος Δραγούμης γράφει στο ημερολόγιό του: «Ντρέπομαι ότι όλα αυτά έγιναν από Ελληνες και μάλιστα από τα όργανα της εξουσίας, από τους μισθοφόρους σωματοφύλακες του Βενιζέλου. 
Αυτός ο κωμωδός ετηλεγράφησε στο σπίτι να συλυπηθή!!!».

Αντίστοιχα, το 1925, η Ναταλία Μελά, αδερφή του Ιωνος και σύζυγος του Παύλου Μελά, θα συ- ναντούσε τυχαία τον Βενιζέλο στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα. 
Δεν του έδωσε το χέρι και, «μετά από μια παγωμένη παύση, θα του γυρίσει την πλάτη και θα βγει απ’ το δωμάτιο».


Επίλογος

95 χρόνια μετά τη δολοφονία του Ιωνος Δραγούμη, το ερώτημα του ποιος έδωσε τελικά την εντολή της εκτέλεσής του ίσως δεν έχει μεγάλη σημασία πλέον. 
Η ύπαρξη των Ταγμάτων Ασφαλείας του Γύπαρη, που ήταν οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Δραγούμη, οδηγεί στο συμπέρασμα πως αναμφισβήτητος δολοφόνος ήταν ο Εθνικός Διχασμός και όλο το κλίμα που αυτός δημιούρ- γησε. 
Βέβαια, τα Τάγματα Ασφαλείας δεν ήταν ο μόνος στρατιωτικός-παρακρατικός μηχανισμός που υπήρχε στην Ελλάδα. 4 χρόνια νωρίτερα, το 1916, οι Επίστρατοι, αντιβενιζελική οργάνωση ελεγχόμενη από τον Ιωάννη Μεταξά, έκανε αντίστοιχα εγκλήματα κατά τα «Νοεμβριανά».

Και οι δύο αντίπαλοι του Διχασμού χρησιμοποιούσαν τη βία ως εναλλακτική στρατηγική επικράτησης των απόψεών τους. 
Ο γεννημένος το 1882 Παύλος Γύπαρης με τους άντρες του έχουν χαρακτηριστεί ως «οι ειδικές δυνάμεις της εποχής εκείνης. 
Ο,τι διπλωματικά ή πολιτικά δεν έπρεπε να εμφανιστεί με ταυτότητα κρατικής εξουσίας, ο Βενιζέλος το πραγματοποιούσε προηγουμένως ή παράλληλα με ενέργειες μέσω του Γύπαρη».



Ο αδερφός του Ιωνος, Φίλιππος Δραγούμης, έγραψε στο ημερολόγιό του (σ. 219) την 1ηΑυγούστου 1920, μόλις πληροφορήθηκε την απόπειρα κατά του Βενιζέλου και πριν ακόμη μάθει για την εκτέλεση του αδερφού του: 
«Τι ευθύνη ανάλαβαν! [εννοεί οι δύο αξιωματικοί που αποπειράθηκαν τη δολοφονία] Και τι ευτύχημα ότι απότυχαν. 
Είναι αδύνατο με πολιτικά μεμονωμένα εγκλήματα να πάγη εμπρός ένας αγώνας. 
Μόνο ένας λαός ολόκληρος, ή τουλάχιστο μια πλειοψηφία τυραννημένη, έχει τη δύναμη ν’ αναλάβη την ευθύνη της βίας. 
Και η βία είναι πάντα επικίνδυνη, γιατί μια φορά που απολυθή είναι άγνωστο πού και πότε θα σταματήση. 
Ο αγώνας μας απαιτεί ακριβώς να μη μεταχειρι- ζόμαστε τα μέσα της φατρίας που τυραννεί τον ελληνικό λαό». 
Ομως, παρά τις καλές προθέσεις του Φίλιππου Δραγούμη, τόσο εκείνος όσο και οι υπόλοιποι πο- λιτικοί και από τα δύο στρατόπεδα που πρωταγωνίστησαν στην περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού έχουν ευθύνες για την αποτυχία της πολιτικής διευθέτησης και την κλιμάκωση της βίας. «Εμείς οι αντιβενιζελικοί», έγραφε ο Φίλιππος Δραγούμης, «θεωρούμε τους βενιζελικούς ως άλλης υπόστασης ανθρώπους, με τους οποίους δεν μπορούμε να συνδιαλλαγούμε». 
Ο Φίλιππος Δραγούμης θεωρεί τον Βενιζέλο «πράκτορα των ξένων και καταλύτη των λαϊκών ελευθεριών» και τον κατηγορεί για «αδιάντροπη ληστεία του Δημοσίου και του λαού από το κόμμα του». 
Αντίστοιχες είναι οι απόψεις που καταγράφει και ο Ιων Δραγούμης στο ημερολόγιό του τον Μάιο του 1919:
 Ο Βενιζέλος «πήγε και έγινε των ξένων όργανο για να διώξει το βασιλιά και να ευχαριστήσει το πάθος του».

Στις 19 Μαΐου 1920 ο Φίλιππος Δραγούμης καταγράφει τη συνάντησή του με μία συγγενή του, η οποία, αντίθετα από την υπόλοιπη οικογένεια, ταυτίστηκε με τον Βενιζέλο. «Της εξήγησα ότι τίποτε το προσωπικό, παρ’ όσα επάθαμε, δε μας παρασύρει, ακολουθούμε την ιδιοσυγκρασία μας, που δεν ανέχεται να γινόμαστε δούλοι είτε ξένων είτε εσωτερικών τυράννων, ακολουθούμε και μιαν πολιτικήν ιδεολογία πολεμώντας γι’ αυτήν. Για την ιδιοσυγκρασία μας και για την ιδεολογία μας υποφέραμε διωγμό κι εξακολουθούμε να υποφέρωμε.

Το χάσμα που μας χωρίζει από το βενιζελισμό δεν είναι πολιτική αντίληψη ή κομματικό συμφέρον, αλλά ψυχολογική διαφορά, διαφορά ιδιοσυγκρασίας, εμείς δεν ανεχόμαστε να μαϊμουδίζωμε τους ξένους και να μας καβαλικεύουν και οι βενιζελικοί το ανέχονται και το επιζητούν».

Αυτή η αίσθηση της «διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας» που υπήρχε και στα δύο πολιτικά στρατόπεδα συνδυάστηκε με την έντονη πεποίθηση ότι μόνο η μία πλευρά γνώριζε ποιο είναι το συμφέρον του Εθνους, ενώ οι άλλοι ήταν «προδότες», και οδήγησε στην έλλειψη συνεννόησης μεταξύ βενι- ζελικών-αντιβενιζελικών. 
Από τη στιγμή που δεν πολεμούσαν πια με επιχειρήματα και συγκρουόμενες πολιτικές απόψεις, αλλά με ύβρεις και μειωτικούς χαρακτηρισμούς, η σύγκρουση άρχισε να γίνεται προσωπική με εκατέρωθεν άρνηση του άλλου να αντιπροσωπεύει το Εθνος. 
Ο ένας δεν αναγνώριζε στον άλλον το ανήκειν στο εθνικό σώμα. Το επόμενο βήμα ήταν αναπόφευκτα η επιβολή των «σωστών απόψεων», που κάθε πολιτικό στρατόπεδο αισθανόταν ότι πρέσβευε, διά της βίας. Η δολοφονία του Δραγούμη, τα «Νοεμβριανά», τα «Ιουλιανά» και τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα που ακολούθησαν καθ’ όλο τον Μεσοπόλεμο συνιστούσαν την αποτυχία της Πολιτικής, την αποτυχία διευθέτησης της σύγκρουσης χωρίς να χρειαστεί να χυθεί αίμα, χωρίς να γίνουν καταστροφές. 
Δύο χρόνια αργότερα, έξι ακόμη κορυφαίοι πολιτικοί του αντιβενιζελισμού θα θεωρηθούν προδότες του Εθνους και θα εκτελεστούν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας τελικά καταστροφικής πολιτικής, που όμως είχε ξεκινήσει κατά τη θριαμβευτική βενιζελική περίοδο μετά τη Συνθήκη των Σεβρών. 
Οι επώνυμοι αντιβενιζελικοί πολιτικοί θα προστεθούν στα χιλιάδες ανώνυμα θύματα του Διχασμού που ως βενιζελικοί ή ως αντιβενιζελικοί είτε έχασαν τη ζωή τους είτε ξυλοκοπήθηκαν είτε έχασαν τη δουλειά τους (όπως οι εκατοντάδες αξιωματικοί που έχαναν ή κέρδιζαν πάλι την εργασία τους ανάλογα με το πολιτικό κλίμα) είτε τραυματίστηκαν σε κάποια από τις αιματηρές μεταξύ τους συγκρούσεις. 
Ο Διχασμός είχε διεισδύσει σε όλη την ελληνική κοινωνία την περίοδο του Μεσοπολέμου. 
Ομως δεν θα είχε τόσο καταστροφικά αποτελέσματα στις ζωές των Ελλήνων όσο θα έχει η επόμενη ρήξη, η σύγκρουση κομμουνιστών-αντικομμουνιστών, που θα γεννιόταν κατά τη δεκαετία του ’40, για να αντικαταστήσει την προηγούμενη μεταξύ βενιζελικών-αντιβενιζελικών. 
Ομως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Μια άλλη αποτυχία της Πολιτικής.
Γράφει ο Ραϋμόνδος Αλβανός/ Επιστημονικός συνεργάτης ΤΕΙ Δυτ. Μακεδονίας
Περιοδικό Ελλήνων Ιστορικά τεύχος 19 15/12/2013



Πηγή:
faretra.info