Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

ΠΛΩΤΙΝΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Το παρόν κείμενο είναι αναπόσπαστο κομμάτι από το έργο του Πλωτίνου «Εννεάδες». Στο παρακάτω κειμενο ο Πλωτίνος («Εννεάδες,  3.1.1 – 3.6.24») πραγματεύεται την Διαλεκτική.

«Ποιά τέχνη, ποια μέθοδος ή επιτήδευση θα μας οδηγήσει εκεί που πρέπει να πάμε; Πού πρέπει να πάμε; Στο Αγαθό και στην πρώτη αρχή, καθώς θέσαμε ως συμφωνημένο και αποδεδειγμένο, με πολλές αποδείξεις. Και οι ίδιες οι αποδείξεις είναι ένας τρόπος να αναχθούμε μέχρι εκεί.

Αλλά τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που ανάγεται έτσι; Μήπως κάποιος που έχει δει τα πάντα ή, όπως λέει ο Πλάτων «που έχει δει τα περισσότερα και στην πρώτη γέννηση του εισήλθε στην γονή ανθρώπου που επρόκειτο  να γίνει φιλόσοφος, μουσικός ή ερωτικός ; – τὸν πλεῖστά φησιν ἰδόντα, ὃς ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει εἰς γονὴν ἀνδρὸς ἐσομένου φιλοσόφου μουσικοῦ τινος ἢ ἐρωτικοῦ;».



Ο μεν φιλόσοφος υψώνεται από τη φύση του, ο μουσικός όμως και ο ερωτικός πρέπει να οδηγηθούν. Με ποιο τρόπο; Είναι ο ίδιος για όλους ή μήπως είναι διαφορετικός για τον καθένα τους; Η πορεία είναι διττή για όλους, η ανάβαση και η ύψωση. Η μεν πρώτη οδηγεί από τα χαμηλά, η δεύτερη είναι για εκείνους που βρίσκονται ήδη στον Κόσμο των νοητών και που έχουν βάλει ίχνος εκεί, αλλά πρέπει να βαδίσουν ακόμη μέχρι να φτάσουν στα όρια του τόπου εκείνου, «στο τέλος της πορείας» όπως λέγει ο Σωκράτης στην πλατωνική «Πολιτεία, 532.e», όταν κανείς έχει φτάσει στην κορυφή του νοητού Κόσμου. Αλλά αυτό μπορεί να περιμένει: στην αρχή θα προσπαθήσουμε να μιλήσουμε για την ανάβαση.

Πρώτα από όλα θα διευκρινίσουμε τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων αυτών, αρχίζοντας από την περιγραφή της φύσης του μουσικού. Πρέπει λοιπόν να τον σκεφτούμε ως ευκίνητο [ευσυγκίνητο;] και γοητευμένο προς το καλό [ωραίο], αδύναμο όμως στο να κινηθεί από μόνος του. Εντυπωσιάζεται από τις πρώτες τυχαίες εντυπώσεις. Όπως ο δειλός από τους θορύβους έτσι και αυτός είναι ευαίσθητος στους μουσικούς ήχους και το καλό το εν υπάρχον σε αυτούς, αποφεύγει το μη αρμονικό και την κακή ένωση τραγουδιών και στίχων και κυνηγά το ρυθμικό και το ταιριαστό. Ξεκινώντας από αυτά τα αισθητά, ήχους και ρυθμούς και σχήματα, πρέπει αυτός να προχωρήσει. Πρέπει να διαχωρίσει την ύλη που πάνω της στηρίζονται τα μέτρα και οι αρμονίες και να οδηγηθεί στο κάλλος αυτών των σχέσεων και να μάθει ότι αυτό που τον γοητεύει ήταν η νοητή αρμονία και ομορφιά, το απόλυτο κάλλος και όχι το συγκεκριμένο κάλλος, και να αφομοιώσει τους φιλοσοφικούς λόγους. Χάρη σε αυτούς θα οδηγηθεί να πιστέψει σε όσα δεν γνωρίζει ότι έχει εντός του. Θα δούμε αργότερα ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι.

Ο Ερωτικός, στον οποίο θα μεταπέσει [μεταμορφωθεί] ο μουσικός και είτε θα μείνει σε αυτό το στάδιο είτε θα προχωρήσει, έχει μια κάποια ανάμνηση του κάλλους. Όμως, δεν μπορεί να τη διανοηθεί αυτή καθαυτή, αλλά εντυπωσιάζεται και γοητεύεται από τα ορατά κάλλη. Πρέπει λοιπόν να του διδάξουμε πώς να μην εκστασιάζεται από ένα σώμα, αλλά να οδηγηθεί από τον λόγο στο να σκεφτεί όλα τα σώματα και να δει ότι το κάλλος είναι το ίδιο για όλα και κάτι διαφορετικό από αυτά, ότι έρχεται από αλλού, ότι εκδηλώνεται καλύτερα σε άλλα πράγματα, υποδεικνύοντας του το κάλλος των «επιτηδευμάτων» [έργων] και των «νόμων» – έτσι θα συνηθίσει στον έρωτα των ασωμάτων-, και ότι υπάρχει κάλλος στις τέχνες, στις «επιστήμες» και στις αρετές. Έπειτα πρέπει να του υποδειχτεί η ενότητα του κάλλους και να διδαχτεί με ποιο τρόπο αυτή γεννάται – βλ. πλατωνικό «Συμπόσιο, 210.a-c». Από τις αρετές πρέπει να ανέλθει στο Νου και από εκεί στο ΟΝ. Και από εκεί να βαδίσει πιο ψηλά.

Αλλά ο φιλόσοφος από την φύση του είναι έτοιμος για αυτή την πορεία, «σαν να έχει πτερά – οἷον ἐπτερωμένος» κατά την έκφραση του Σωκράτη στον πλατωνικό «Φαίδρο, 249.a», και, χωρίς να χρειάζεται να αποχωριστεί τα αισθητά, όπως οι άλλοι, κινείται προς τα άνω και χρειάζεται μόνο να του υποδείξει κάποιος τον δρόμο. Πρέπει να του υποδειχτεί και να αφεθεί ελεύθερος με την καλή του θέληση, αυτός που είναι ελεύθερος από την φύση του. Πρέπει να διδαχτεί τα μαθηματικά, ώστε να συνηθίσει τη φιλοσοφική σκέψη και την "πίστη" στον ασώματο Κόσμο – εύκολα θα τα δεχτεί γιατί είναι φιλομαθής. Είναι από την φύση του ενάρετος και οφείλει να οδηγηθεί στην τελείωση των αρετών του. Ύστερα από τα μαθηματικά, πρέπει να διδαχτεί τα διαλεκτικά μαθήματα και να γίνει ολοκληρωμένος διαλεκτικός.

Τι είναι αυτή η διαλεκτική που οι προηγούμενοι όπως και ο φιλόσοφος πρέπει να διδαχτούν; Είναι η επιστήμη που μπορεί να εκφράζεται για το καθετί με έλλογο τρόπο και να λέει τι είναι, σε τι διαφέρει και σε τι ομοιάζει με τα άλλα, ανάμεσα σε ποια βρίσκεται και αν είναι πράγματι αυτό που είναι και πόσα όντα υπάρχουν και πάλι πόσα μη όντα, διάφορα των όντων[1]. Αυτή διαλέγεται για το καλό και για το μη καλό, για όσα κατατάσσονται στο καλό και όσα στο αντίθετό του, τι είναι το αΐδιο και τι το μη αΐδιο. Και για όλα έχει επιστήμη ακριβή και όχι απλή δόξα [γνώμη]. Αυτή διακόπτει τις περιπλανήσεις μας στον κόσμο των αισθητών και εγκαθίσταται στον κόσμο των νοητών, κι εκεί ασχολείται με την εκδίωξη τους ψεύδους και τρέφει την ψυχή, κατά την έκφραση του Σωκράτη στον «Φαίδρο, 248.b», στο «ἀληθείας πεδίῳ», χρησιμοποιώντας δηλαδή την πλατωνική μέθοδο της διαίρεσης και διάκρισης των ειδών, του ορισμού της φύσης του κάθε Είναι και της εύρεσης των πρώτων γενών [ειδών], και νοερώς κάνει όλους τους συνδυασμούς με βάση αυτά τα πρώτα ώσπου να διέλθει παν το νοητό [όλο τον νοητό Κόσμο]. Έπειτα, με αντίστροφη πορεία, αυτήν της αναλύσεως, επιστρέφει στην Αρχή. Τότε, έρχεται σε ησυχία, γιατί είναι σε ησυχία όσο είναι Εκεί, και δεν πολυπραγμονεί, αλλά επιδίδεται στην θεωρία του ενός. Αφήνει την λεγόμενη λογική πραγματεία περί προτάσεων και συλλογισμών, όπως θα άφηνε την εκμάθηση της γραφής, σε μια άλλη τέχνη. Μερικά από τα ζητήματα λογικής που θεωρεί αναγκαία ως προκαταρκτικά, αλλά γίνεται η ίδια κριτής αυτού και κάθε άλλου πράγματος, και κάποια τα κρίνει ως χρήσιμα και κάποια άλλα ως περιττά, αρμόζοντας μόνο για τις μεθόδους που ασχολούνται με αυτά.

Αλλά από πού αντλεί τις αρχές της αυτή η επιστήμη;

Ο νους δίνει ευκρινείς αρχές σε όποια ψυχή μπορεί να τις δεχτεί. Τότε, συνδυάζει και συνθέτει και διαιρεί μέχρι να φτάσει στο τέλειο νου. Γιατί, στον «Φίληβο, 58.d», ο Πλάτων λέει ότι  η διαλεκτική είναι το «καθαρότερο τμήμα του νου και της φρονήσεως – τὸ καθαρώτατον νοῦ καὶ φρονήσεως». Ανάγκη  λοιπόν είναι, αφού είναι η τιμιότερη έξη της νόησής μας, απαραίτητο είναι να ασχολείται με το όντως ΟΝ και με το πολυτιμότερο, δηλαδή με την φρόνηση περί του Είναι και με την νόηση του επέκεινα του όντως Όντος – «Ανάγκη οὖν τιμιωτάτην οὖσαν ἕξιν τῶν ἐν ἡμῖν περὶ τὸ ὂν καὶ τὸ τιμιώτατον εἶναι, φρόνησιν μὲν περὶ τὸ ὄν, νοῦν δὲ περὶ τὸ ἐπέκεινα τοῦ ὄντος» γράφει ο Πλωτίνος.

Αλλά πώς; Δεν είναι φιλοσοφία το πολυτιμότερο;  Διαλεκτική και φιλοσοφία είναι το ίδιο; [Και βέβαια]. Αυτή είναι το πολυτιμότερο τμήμα της φιλοσοφίας. Δεν πρέπει να θεωρηθεί ως όργανο του φιλοσόφου. Δεν είναι απλές θεωρίες και κανόνες, αλλά εξετάζει τα πράγματα και έχει ως υλικό τα όντως Όντα. Τα προσεγγίζει μεθοδικά και κατέχει, μαζί με τις θεωρίες της, τα ίδια τα πράγματα. Γνωρίζει περιστασιακά το σόφισμα και το ψεύδος ως προϊόν άλλου και κρίνει το ψεύδος ως κάτι το αλλότριο προς τις αλήθειες που ενέχει, αναγνωρίζοντας, όταν κάποιος το φέρει εμπρός της, αυτό που ξεφεύγει από τον κανόνα του αληθούς. Δεν γνωρίζει τη θεωρία περί προτάσεων – που είναι απλώς γράμματα για αυτήν- αλλά, γνωρίζοντας την αλήθεια, ξέρει τι ονομάζουν προτάσεις και, γενικώς, γνωρίζει τις διεργασίες της ψυχής, αυτό που καταφάσκει και αυτό που αναιρεί, αν αρνούμενη καταφάσκει ή κάτι άλλο και κατά πόσο τα πράγματα ομοιάζουν ή είναι διαφορετικά, και έχει όλες αυτές τις γνώσεις άμεσα, όπως οι αισθήσεις προσλαμβάνουν τα πράγματα, και αφήνει την ακριβολογία για την επιστήμη που ευρίσκεται να ασχολείται με αυτά.

Επομένως, η διαλεκτική είναι το τιμιότερο [πολυτιμότερο] τμήμα. Πράγματι, η φιλοσοφία έχει και άλλα τμήματα. Εξετάζει τη φύση με την βοήθεια της διαλεκτικής, όπως οι άλλες τέχνες χρησιμοποιούν ως βοήθημα την αριθμητική. Αν και η φυσική φιλοσοφία στέκεται πλησιέστερα στη διαλεκτική όταν ζητείται βοήθεια. Με τον ίδιο τρόπο, η φιλοσοφία που εξετάζει την ηθική πηγάζει από την διαλεκτική, αλλά προσθέτει τις καλές συνήθειες καθώς και τις ασκήσεις από τις οποίες προέρχονται οι συνήθειες. Οι λογικές συνήθειες έχουν την Αρχή τους εκεί. Αν και συμβαδίζουν με τα υλικά πράγματα, διατηρούν πολλά από τη διαλεκτική. Αν οι άλλες αρετές εφαρμόζουν τους συλλογισμούς στα πάθη και στις πράξεις που ανήκουν στον καθένα ξεχωριστά, η φρόνηση είναι ένα είδος ανώτερου συλλογισμού που στοχεύει στο καθολικό. Ασχολείται με το πόσο μια στάση είναι συνεπής, αν σε μια περίπτωση πρέπει να αποφεύγει μια πράξη ή να την επιτελέσει ή μήπως υπάρχει κάποια καλύτερη. Αλλά είναι η διαλεκτική και η σοφία που παρέχουν στην φρόνηση τους γενικούς και νοητούς κανόνες για να τους χρησιμοποιήσει. Μπορούν οι κατώτερες αρετές να υπάρχουν χωρίς διαλεκτική και σοφία; Ναι, αλλά μόνο ατελώς και ελλειματικώς. Μπορεί κανείς να είναι διαλεκτικός και σοφός χωρίς τις κατώτερες αρετές; Αυτό είναι αδύνατον, γιατί αυτές προέρχονται ή αυξάνουν μαζί με την σοφία. Κάποιος μπορεί να έχει φυσικές αρετές από τις οποίες αναπτύσσονται οι τέλειες μαζί με την σοφία. Άρα η σοφία έρχεται μετά τις φυσικές αρετές και τελειοποιεί τότε τα ήθη.  Ή, ορθά, όταν υπάρχουν οι φυσικές αρετές αυξάνουν και τελειοποιούνται μαζί με την σοφία. Καθώς το ένα προοδεύει τελειοποιεί το άλλο. Γιατί, γενικώς, η φυσική αρετή είναι ατελής και στην θέαση και στον χαρακτήρα, και οι αρχές από τις οποίες πηγάζει είναι το σημαντικότερο και για τις δύο, τη σοφία και την φυσική αρετή.

_______

Τίς τέχνη ἢ μέθοδος ἢ ἐπιτήδευσις ἡμᾶς οἷ δεῖ πορευθῆναι ἀνάγει; Ὅπου μὲν οὖν δεῖ ἐλθεῖν, ὡς ἐπὶ τἀγαθὸν καὶ τὴν ἀρχὴν τὴν πρώτην, κείσθω διωμολογημένον καὶ διὰ πολλῶν δεδειγμένον· καὶ δὴ καὶ δι᾽ ὧν τοῦτο ἐδείκνυτο, ἀναγωγή τις ἦν. Τίνα δὲ δεῖ εἶναι τὸν ἀναχθησόμενον; Ἆρά γε τὸν πάντα ἢ <τὸν πλεῖστά> φησιν <ἰδόντα>, ὃς <ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει εἰς γονὴν ἀνδρὸς ἐσομένου φιλοσόφου μουσικοῦ τινος ἢ ἐρωτικοῦ;> Ὁ μὲν δὴ φιλόσοφος τὴν φύσιν καὶ ὁ μουσικὸς καὶ ὁ ἐρωτικὸς ἀνακτέοι. Τίς οὖν ὁ τρόπος; Ἆρά γε εἷς καὶ ὁ αὐτὸς ἅπασι τούτοις, ἢ καθ᾽ ἕνα εἷς τις; Ἔστι μὲν οὖν ἡ πορεία διττὴ πᾶσιν ἢ ἀναβαίνουσιν ἢ ἄνω ἐλθοῦσιν· ἡ μὲν γὰρ προτέρα ἀπὸ τῶν κάτω, ἡ δέ γε δευτέρα, οἷς ἤδη ἐν τῷ νοητῷ γενομένοις καὶ οἷον ἴχνος θεῖσιν ἐκεῖ πορεύεσθαι ἀνάγκη, ἕως ἂν εἰς τὸ ἔσχατον τοῦ τόπου ἀφίκωνται, ὃ δὴ <τέλος τῆς πορείασ> ὂν τυγχάνει, ὅταν τις ἐπ᾽ ἄκρῳ γένηται τῷ νοητῷ. Ἀλλ᾽ ἡ μὲν περιμενέτω, περὶ δὲ τῆς ἀναγωγῆς πρότερον   πειρατέον λέγειν. Πρῶτον δὴ διασταλτέον τοὺς ἄνδρας τούτους ἡμῖν ἀρξαμένους ἀπὸ τοῦ μουσικοῦ ὅστις ἐστὶ λέγοντας τὴν φύσιν. Θετέον δὴ αὐτὸν εὐκίνητον καὶ ἐπτοημένον μὲν πρὸς τὸ καλόν, ἀδυνατώτερον δὲ παρ᾽ αὐτοῦ κινεῖσθαι, ἕτοιμον δὲ ἐκ τῶν τυχόντων οἷον ἐκτύπων, ὥσπερ οἱ δειλοὶ πρὸς τοὺς ψόφους, οὕτω καὶ τοῦτον πρὸς τοὺς φθόγγους καὶ τὸ καλὸν τὸ ἐν τούτοις ἕτοιμον, φεύγοντα δὲ ἀεὶ τὸ ἀνάρμοστον καὶ τὸ μὴ ἓν ἐν τοῖς ᾀδομένοις καὶ ἐν τοῖς ῥυθμοῖς καὶ τὸ εὔρυθμον καὶ τὸ εὔσχημον διώκειν. Μετὰ τοίνυν τοὺς αἰσθητοὺς τούτους φθόγγους καὶ ῥυθμοὺς καὶ σχήματα οὕτως ἀκτέον· χωρίζοντα τὴν ὕλην ἐφ᾽ ὧν αἱ ἀναλογίαι καὶ οἱ λόγοι εἰς τὸ κάλλος τὸ ἐπ᾽ αὐτοῖς ἀκτέον καὶ διδακτέον, ὡς περὶ ἃ ἐπτόητο ἐκεῖνα ἦν, ἡ νοητὴ ἁρμονία καὶ τὸ ἐν ταύτῃ καλὸν καὶ ὅλως τὸ καλόν, οὐ τό τι καλὸν μόνον, καὶ λόγους τοὺς φιλοσοφίας ἐνθετέον· ἀφ᾽ ὧν εἰς πίστιν ἀκτέον ὧν ἀγνοεῖ ἔχων. Τίνες δὲ οἱ λόγοι, ὕστερον.
Ο δὲ ἐρωτικός, εἰς ὃν μεταπέσοι ἂν καὶ ὁ μουσικὸς καὶ μεταπεσὼν ἢ μένοι ἂν ἢ παρέλθοι, μνημονικός ἐστί πως κάλλους· χωρὶς δὲ ὂν ἀδυνατεῖ καταμαθεῖν,πληττό μενος δὲ ὑπὸ τῶν ἐν ὄψει καλῶν περὶ αὐτὰ ἐπτόηται. Διδακτέον οὖν αὐτὸν μὴ περὶ ἓν σῶμα πεσόντα ἐπτοῆσθαι, ἀλλ᾽ ἐπὶ πάντα ἀκτέον τῷ λόγῳ σώματα δεικνύντα τὸ ἐν πᾶσι ταὐτὸν καὶ ὅτι ἕτερον τῶν σωμάτων καὶ ὅτι ἄλλοθεν   λεκτέον καὶ ὅτι ἐν ἄλλοις μᾶλλον, οἷον <ἐπιτηδεύματα> καλὰ καὶ <νόμουσ> καλοὺς δεικνύντα—ἐν ἀσωμάτοις γὰρ ὁ ἐθισμὸς τοῦ ἐρασμίου ἤδη—καὶ ὅτι καὶ ἐν τέχναις καὶ ἐν <ἐπιστήμαισ> καὶ ἐν ἀρεταῖς. Εἶτα ἓν ποιητέον καὶ διδακτέον, ὅπως ἐγγίνονται. Ἀπὸ δὲ τῶν ἀρετῶν ἤδη ἀναβαίνειν ἐπὶ νοῦν, ἐπὶ τὸ ὄν· κἀκεῖ βαδιστέον τὴν ἄνω πορείαν.
Ο δὲ φιλόσοφος τὴν φύσιν ἕτοιμος οὗτος καὶ οἷον <ἐπτερωμένοσ> καὶ οὐ δεόμενος χωρίσεως, ὥσπερ οἱ ἄλλοι οὗτοι, κεκινημένος πρὸς τὸ ἄνω, ἀπορῶν δὲ τοῦ δεικνύντος δεῖται μόνον. Δεικτέον οὖν καὶ λυτέον βουλόμενον καὶ αὐτὸν τῇ φύσει καὶ πάλαι λελυμένον. Τὰ μὲν δὴ μαθήματα δοτέον πρὸς συνεθισμὸν κατανοήσεως καὶ πίστεως ἀσωμάτου—καὶ γὰρ ῥᾴδιον δέξεται φιλομαθὴς ὤν—καὶ φύσει ἐνάρετον πρὸς τελείωσιν ἀρετῶν ἀκτέον καὶ μετὰ τὰ μαθήματα λόγους διαλεκτικῆς δοτέον καὶ ὅλως διαλεκτικὸν ποιητέον.
Τίς δὲ ἡ διαλεκτική, ἣν δεῖ καὶ τοῖς προτέροις  παραδιδόναι; Ἔστι μὲν δὴ ἡ λόγῳ περὶ ἑκάστου δυναμένη ἕξις εἰπεῖν τί τε ἕκαστον καὶ τί ἄλλων διαφέρει καὶ τίς ἡ κοινότης· ἐν οἷς ἐστι καὶ ποῦ τούτων ἕκαστον καὶ εἰ ἔστιν ὅ ἐστι καὶ τὰ ὄντα ὁπόσα καὶ τὰ μὴ ὄντα αὖ, ἕτερα δὲ ὄντων. Αὕτη καὶ περὶ ἀγαθοῦ διαλέγεται καὶ περὶ μὴ ἀγαθοῦ καὶ ὅσα ὑπὸ τὸ ἀγαθὸν καὶ ὅσα ὑπὸ τὸ ἐναντίον καὶ τί τὸ ἀίδιον δηλονότι καὶ τὸ μὴ τοιοῦτον, ἐπιστήμῃ περὶ πάντων, οὐ δόξῃ. Παύσασα δὲ τῆς περὶ τὸ αἰσθητὸν πλάνης ἐνιδρύει τῷ νοητῷ κἀκεῖ τὴν πραγματείαν ἔχει τὸ ψεῦδος ἀφεῖσα ἐν τῷ λεγομένῳ <ἀληθείας πεδίῳ> τὴν ψυχὴν τρέφουσα, τῇ διαιρέσει τῇ Πλάτωνος χρωμένη μὲν καὶ εἰς διάκρισιν τῶν εἰδῶν, χρωμένη δὲ καὶ εἰς τὸ τί ἐστι, χρωμένη δὲ καὶ ἐπὶ τὰ πρῶτα γένη, καὶ τὰ ἐκ τούτων νοερῶς πλέκουσα, ἕως ἂν διέλθῃ πᾶν τὸ νοητόν, καὶ ἀνάπαλιν ἀναλύουσα, εἰς ὃ ἂν ἐπ᾽ ἀρχὴν ἔλθῃ, τότε δὲ ἡσυχίαν ἄγουσα, ὡς μέχρι γε τοῦ ἐκεῖ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ, οὐδὲν ἔτι πολυπραγμονοῦσα εἰς ἓν γενομένη βλέπει, τὴν λεγομένην λογικὴν πραγματείαν περὶ προτάσεων καὶ συλλογισμῶν, ὥσπερ ἂν τὸ εἰδέναι γράφειν, ἄλλῃ τέχνῃ δοῦσα· ὧν τινα ἀναγκαῖα καὶ πρὸ τέχνης ἡγουμένη, κρίνουσα δὲ αὐτὰ ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα καὶ τὰ μὲν χρήσιμα αὐτῶν, τὰ δὲ περιττὰ ἡγουμένη καὶ μεθόδου τῆς ταῦτα βουλομένης.
Ἀλλὰ πόθεν τὰς ἀρχὰς ἔχει ἡ ἐπιστήμη αὕτη; ῍Η νοῦς δίδωσιν ἐναργεῖς ἀρχάς, εἴ τις λαβεῖν δύναιτο ψυχῇ· εἶτα τὰ ἑξῆς καὶ συντίθησι καὶ συμπλέκει καὶ διαιρεῖ, ἕως εἰς τέλεον νοῦν ἥκῃ. Ἔστι γάρ, φησιν, αὕτη <τὸ καθαρώτατον νοῦ καὶ φρονήσεωσ>. Ἀνάγκη οὖν τιμιωτάτην οὖσαν ἕξιν τῶν ἐν ἡμῖν περὶ τὸ ὂν καὶ τὸ τιμιώτατον εἶναι, φρόνησιν μὲν περὶ τὸ ὄν, νοῦν δὲ περὶ τὸ ἐπέκεινα τοῦ ὄντος. Τί οὖν; ἡ φιλοσοφία τὸ τιμιώτατον; ἢ ταὐτὸν φιλοσοφία καὶ διαλεκτική; ῍Η φιλοσοφίας μέρος τὸ τίμιον. Οὐ γὰρ δὴ οἰητέον ὄργανον τοῦτο εἶναι τοῦ φιλοσόφου· οὐ γὰρ ψιλὰ θεωρήματά ἐστι καὶ κανόνες, ἀλλὰ περὶ πράγματά ἐστι καὶ οἷον ὕλην ἔχει τὰ ὄντα· ὁδῷ μέντοι ἐπ᾽ αὐτὰ χωρεῖ ἅμα τοῖς θεωρήμασι τὰ πράγματα ἔχουσα· τὸ δὲ ψεῦδος καὶ τὸ σόφισμα κατὰ συμβεβηκὸς γινώσκει ἄλλου ποιήσαντος ὡς ἀλλότριον κρίνουσα τοῖς ἐν αὐτῇ ἀληθέσι τὸ ψεῦδος, γινώσκουσα, ὅταν τις προσαγάγῃ, ὅ τι παρὰ τὸν κανόνα τοῦ ἀληθοῦς. Περὶ προτάσεως οὖν οὐκ οἶδε— καὶ γὰρ γράμματα—εἰδυῖα δὲ τὸ ἀληθὲς οἶδεν ὃ καλοῦσι πρότασιν, καὶ καθόλου οἶδε τὰ κινήματα τῆς ψυχῆς, ὅ τε τίθησι καὶ ὃ αἴρει, καὶ εἰ τοῦτο αἴρει ὃ τίθησιν ἢ ἄλλο, καὶ εἰ ἕτερα ἢ ταὐτά, προσφερομένων ὥσπερ καὶ ἡ αἴσθησις ἐπιβάλλουσα, ἀκριβολογεῖσθαι δὲ ἑτέρᾳ δίδωσι τοῦτο ἀγαπώσῃ.
Μέρος οὖν τὸ τίμιον· ἔχει γὰρ καὶ ἄλλα φιλοσοφία· καὶ γὰρ καὶ περὶ φύσεως θεωρεῖ βοήθειαν παρὰ διαλεκτικῆς λαβοῦσα, ὥσπερ καὶ ἀριθμητικῇ προσχρῶνται αἱ ἄλλαι τέχναι· μᾶλλον μέντοι αὕτη ἐγγύθεν κομίζεται παρὰ τῆς διαλεκτικῆς· καὶ περὶ ἠθῶν ὡσαύτως θεωροῦσα μὲν ἐκεῖθεν, προστιθεῖσα δὲ τὰς ἕξεις καὶ τὰς ἀσκήσεις, ἐξ ὧν   προίασιν αἱ ἕξεις. Ἴσχουσι δὲ αἱ λογικαὶ ἕξεις καὶ ὡς ἴδια ἤδη τὰ ἐκεῖθεν· καὶ γὰρ μετὰ τῆς ὕλης τὰ πλεῖστα· καὶ αἱ μὲν ἄλλαι ἀρεταὶ τοὺς λογισμοὺς ἐν τοῖς πάθεσι τοῖς ἰδίοις καὶ ταῖς πράξεσιν, ἡ δὲ φρόνησις ἐπιλογισμός τις καὶ τὸ καθόλου μᾶλλον καὶ εἰ ἀντακολουθοῦσι καὶ εἰ δεῖ νῦν ἐπισχεῖν ἢ εἰσαῦθις ἢ ὅλως ἄλλο βέλτιον· ἡ δὲ διαλεκτικὴ καὶ ἡ σοφία ἔτι καθόλου καὶ ἀύλως πάντα εἰς χρῆσιν προφέρει τῇ φρονήσει. Πότερα δὲ ἔστι τὰ κάτω εἶναι ἄνευ διαλεκτικῆς καὶ σοφίας; ῍Η ἀτελῶς καὶ ἐλλειπόντως. Ἔστι δὲ σοφὸν εἶναι καὶ διαλεκτικὸν οὕτως ἄνευ τούτων; ῍Η οὐδ᾽ ἂν γένοιτο, ἀλλὰ ἢ πρότερον ἢ ἅμα συναύξεται. Καὶ τάχα ἂν φυσικάς τις ἀρετὰς ἔχοι, ἐξ ὧν αἱ τέλειαι σοφίας γενομένης. Μετὰ τὰς φυσικὰς οὖν ἡ σοφία· εἶτα τελειοῖ τὰ ἤθη. ῍Η τῶν φυσικῶν οὐσῶν συναύξεται ἤδη ἄμφω καὶ συντελειοῦται; ῍Η προλαβοῦσα ἡ ἑτέρα τὴν ἑτέραν ἐτελείωσεν· ὅλως γὰρ ἡ φυσικὴ ἀρετὴ καὶ ὄμμα ἀτελὲς καὶ ἦθος ἔχει, καὶ αἱ ἀρχαὶ τὸ πλεῖστον ἀμφοτέραις, ἀφ᾽ ὧν ἔχομεν«.

[1] Πρβ. Πλάτων «Πολιτεία, 531.c – 535.a» , «Φαίδρος, 265.d – 266.a» και «Σοφιστής, 253.c-d».





Πηγή: