Μία πέτρινη πλάκα 3.200 ετών, η οποία φέρει επιγραφή που αναφέρεται
σε έναν πρίγκιπα της Τροίας και πιθανώς στους μυστηριώδεις «Λαούς της
Θάλασσας» (οι επιδρομές των οποίων θεωρείται πως έπαιξαν σημαντικό ρόλο
στην κατάρρευση των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού στην ανατολική
Μεσόγειο) αποκρυπτογραφήθηκε από αρχαιολόγους.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του LiveScience, η επιγραφή, μήκους 29 μέτρων, περιγράφει την άνοδο ενός ισχυρού βασιλείου, ονόματι Μίρα, το οποίο πραγματοποίησε μια στρατιωτική εκστρατεία με επικεφαλής έναν πρίγκιπα από την Τροία, ονόματι Μούξους.
Η επιγραφή είναι γραμμένη στη Λουβική γλώσσα- τη γλώσσα του λαού των Λουβίων, για τους οποίους τα ερωτηματικά εξακολουθούν να είναι πολλά: Ενδεικτικά, μόλις γύρω στους 20 μελετητές ανά τον κόσμο είναι σε θέση να τη διαβάσουν σήμερα, Μεταξύ αυτών η Φρεντ Γουντχούιζεν, ανεξάρτητος ερευνητής, ο οποίος κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει ένα αντίγραφο της επιγραφής.
Ο
Γουντχούιζεν και ο Έμπερχαρντ Ζάνγκερ, γεωαρχαιολόγος και πρόεδρος του
Ιδρύματος Λουβικών Μελετών, θα προβούν σε αναλυτικές δημοσιεύσεις τον
Δεκέμβριο, στο Proceedings of the Dutch Archaeological and Historical
Society. Όπως αναφέρει το LiveScience, αν η επιγραφή είναι αυθεντική
παρέχει μια πολύτιμη ματιά σε μια περίοδο κατά την οποία οι,
αποκαλούμενοι σήμερα «Λαοί της Θάλασσας»- θεωρείται πως επρόκειτο για
μια χαλαρή συμμαχία φύλων/ λαών- προκάλεσαν την κατάρρευση πόλεων και
πολιτισμών στη Μέση Ανατολή. Το βασίλειο της Μίρα, το οποίο
πραγματοποίησε την προαναφερθείσα εκστρατεία, εκτιμάται πως ανήκε σε
αυτή τη συμμαχία.
Ένας «Τρωικός πόλεμος»;
Η επιγραφή μιλά για το πώς ο βασιλιάς Κουπαντακουρούντας κυβερνούσε ένα βασίλειο ονόματι Μίρα, στη σημερινή δυτική Τουρκία. Η Μίρα είχε υπό τον έλεγχό της την Τροία, σύμφωνα με την επιγραφή- στην οποία αναφέρεται ότι ο Τρώας πρίγκιπας Μούξους ηγήθηκε μιας ναυτικής εκστρατείας που είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της Ασκελόν στο σημερινό Ισραήλ και την ανέγερση ενός φρουρίου εκεί.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του PhysOrg, όταν ο Κουπαντακουρούντας θεώρησε πως το βασίλειό του ήταν αρκετά ισχυρό, γύρω στο 1190 πΧ, έστειλε τις στρατιές του προς την ανατολή, εναντίον των βασιλείων που ήταν υποτελή στους Χετταίους. Μετά από μια σειρά επιτυχών εκστρατειών στην ξηρά, δημιουργήθηκε ένας στόλος από τις ενωμένες δυνάμεις της δυτικής Μικράς Ασίας, ο οποίος επιτέθηκε εναντίον πολλών πόλεων στις ακτές της νότιας και της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Του στόλου αυτού ηγήθηκαν τέσσερις πρίγκιπες, μεταξύ αυτών και ο Μούξους της Τροίας. Οι εκστρατείες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα οι Λούβιοι να φτάσουν μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου. Γενικότερα, εκτιμάται πως η δραστηριότητα των Λουβίων αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι των εισβολών/ επιδρομών των Λαών της Θάλασσας- μια θεωρία η οποία δείχνει να αποκτά δυναμική τα τελευταία χρόνια.
Επίσης, στην επιγραφή περιγράφεται η πορεία του Κουπαντακουρούντας μέχρι την κατάκτηση του θρόνου της Μίρα. Ο πατέρας του, βασιλιάς Μασουΐτας, πήρε τον έλεγχο της Τροίας μετά την εκθρόνιση ενός Τρώα βασιλιά ονόματι Βάλμους. Λίγο μετά, ο Μασουΐτας επανέφερε τον Βάλμους στον θρόνο της Τροίας, με αντάλλαγμα την πίστη και υπακοή του στη Μίρα.
Ο Κουπαντακουρούντας έγινε βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του και εδραίωσε τον έλεγχό του στην Τροία, αν και δεν έγινε βασιλιάς της: Στην επιγραφή χαρακτηρίζεται «προστάτης» της Τροίας (η οποία αποκαλείται Βιλούσα, ένα αρχαίο όνομα για την πόλη).
Ο Μέλααρτ άφησε πίσω του σημειώσεις και οδηγίες, όπου επισήμαινε ότι η επιγραφή δεν ήταν δυνατόν να αποκρυπτογραφηθεί πλήρως και να δημοσιοποιηθεί- και ότι άλλοι μελετητές θα έπρεπε να ασχοληθούν μαζί της. Ωστόσο, κάποιοι επιστήμονες έχουν εκφράσει προβληματισμούς για το ενδεχόμενο η επιγραφή να είναι πλαστή- ένα κατασκεύασμα του ίδιου του Μελάαρτ ή κάποιου άλλου.
Ο
Μέλααρτ είχε αναφερθεί στην ύπαρξη της επιγραφής σε τουλάχιστον μία
δημοσίευσή του, το 1992, στο journal της Anglo-Israel Archaeological
Society, ωστόσο ποτέ δεν την περιέγραψε πλήρως σε επιστημονική
δημοσίευση. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του, η επιγραφή αντιγράφηκε το
1878 από έναν αρχαιολόγο ονόματι Zωρζ Περό, κοντά σε ένα χωριό με το
όνομα Μπεικόι στη σημερινή Τουρκία. Λίγο μετά την καταγραφή της
επιγραφής, οι ντόπιοι χρησιμοποίησαν την πλάκα ως υλικό για την
κατασκευή ενός τζαμιού. Λίγο μετά οι αρχές έκαναν έρευνες στο χωριό και
βρήκαν τρεις χάλκινες πλάκες με επιγραφές, η τύχη των οποίων σήμερα
αγνοείται- είναι παντελώς άγνωστο τι μπορεί να έγραφαν.
Ένας μελετητής ονόματι Μπαχαντίρ Αλκίμ (πέθανε το 1981) ανακάλυψε την καταγραφή του Περό και έκανε αντίγραφο, το οποίο ο Μελάαρτ με τη σειρά του αντέγραψε και πρόσφατα αποκρυπτογράφησε ελβετο-ολλανδική ομάδα επιστημόνων.
Σημειώνεται επίσης πως ο Μελάαρτ ήταν μέλος ομάδας ερευνητών που, ξεκινώντας από το 1956, προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει και δημοσιοποιήσει το αντίγραφο της επιγραφής που είχε κάνει ο Περό, μαζί με τις χαμένες χάλκινες πλάκες και άλλες λουβικές επιγραφές. Στις σημειώσεις του Μελάαρτ αναφέρεται πως η ομάδα δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο της πριν τα περισσότερα από τα μέλη της πεθάνουν. Ο Μελάαρτ ήταν ο τελευταίος που έμεινε, και πέθανε σε ηλικία 86 ετών. Οι ερευνητές της ελβετο-ολλανδικής ομάδας ανακάλυψαν πως είχε καταβάλει πολυετείς προσπάθειες να αποκωδικοποιήσει τα αντίγραφα των διαφορετικών λουβικών επιγραφών που είχε στην κατοχή του, ωστόσο δεν μπορούσε να διαβάσει λουβικά: Είχε μπει στην ομάδα λόγω των γνώσεών του πάνω στο αρχαιολογικό «ανάγλυφο» της δυτικής Τουρκίας. Άλλα μέλη της ομάδας ωστόσο, μπορούσαν να το κάνουν.
Αμφιβολίες
Μιλώντας στο LiveScience, επιστήμονες που δεν συμμετείχαν στην έρευνα εξέφρασαν προβληματισμούς για το ενδεχόμενο να πρόκειται για πλαστή επιγραφή, υποστηρίζοντας πως μέχρι να βρεθούν αρχεία για αυτήν που να μην προέρχονται από τον Μέλααρτ δεν μπορεί να είναι σίγουρο πως η επιγραφή υπήρξε στα αλήθεια. Οι Ζάνγκερ και Γουντχούιζεν εκτιμούν ωστόσο πως θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να κάνει μια τέτοια πλαστογραφία ο Μέλααρτ ή κάποιος άλλος. Η επιγραφή είναι πολύ μεγάλη, και ο Μέλααρτ δεν μπορούσε να διαβάσει, πόσο μάλλον να διαβάσει λουβικά, όπως τονίζουν στο paper τους. Επίσης, σημειώνουν πως κανείς δεν είχε καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τα λουβικά μέχρι τη δεκαετία του 1950, κάτι που σημαίνει πως ούτε ο Περό θα ήταν σε θέση να την πλαστογραφήσει. Οι Ζάνγκερ και Γουντχούιζεν υπογραμμίζουν πως σήμερα ελάχιστοι είναι σε θέση να διαβάσουν λουβικά, πόσο μάλλον να γράψουν μια μακροσκελή επιγραφή. Επίσης, προσθέτουν πως δεν είναι σε θέση να σκεφτούν έναν λόγο ο Μέλααρτ να μπει στη διαδικασία να προβεί σε μια τόσο μακρά και πολύπλοκη πλαστογραφία, αλλά να την αφήσει αδημοσίευτη. Σημειώνεται πως ο Μέλααρτ είχε κατηγορηθεί κατά καιρούς για συνεργασίες με λαθρεμπόρους και υπερβολές όσον αφορά σε στοιχεία που στήριζαν τις αρχαιολογικές του απόψεις, ωστόσο ποτέ δεν κατηγορήθηκε για πλαστογραφίες.
Ο Ζάνγκερ δημοσιεύει λεπτομέρειες σχετικά με την, πλέον αποκωδικοποιημένη, επιγραφή, σε ένα βιβλίο στα γερμανικά με τίτλο «Die Luwier und der Trojanische Krieg – Eine Forschungsgeschichte» (Orell Füssli, 2017) (Οι Λούβιοι και ο Τρωικός Πόλεμος- Η ιστορία μιας έρευνας).
Πηγή:
huffingtonpost.gr
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του LiveScience, η επιγραφή, μήκους 29 μέτρων, περιγράφει την άνοδο ενός ισχυρού βασιλείου, ονόματι Μίρα, το οποίο πραγματοποίησε μια στρατιωτική εκστρατεία με επικεφαλής έναν πρίγκιπα από την Τροία, ονόματι Μούξους.
Η επιγραφή είναι γραμμένη στη Λουβική γλώσσα- τη γλώσσα του λαού των Λουβίων, για τους οποίους τα ερωτηματικά εξακολουθούν να είναι πολλά: Ενδεικτικά, μόλις γύρω στους 20 μελετητές ανά τον κόσμο είναι σε θέση να τη διαβάσουν σήμερα, Μεταξύ αυτών η Φρεντ Γουντχούιζεν, ανεξάρτητος ερευνητής, ο οποίος κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει ένα αντίγραφο της επιγραφής.
Ένας «Τρωικός πόλεμος»;
Η επιγραφή μιλά για το πώς ο βασιλιάς Κουπαντακουρούντας κυβερνούσε ένα βασίλειο ονόματι Μίρα, στη σημερινή δυτική Τουρκία. Η Μίρα είχε υπό τον έλεγχό της την Τροία, σύμφωνα με την επιγραφή- στην οποία αναφέρεται ότι ο Τρώας πρίγκιπας Μούξους ηγήθηκε μιας ναυτικής εκστρατείας που είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της Ασκελόν στο σημερινό Ισραήλ και την ανέγερση ενός φρουρίου εκεί.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του PhysOrg, όταν ο Κουπαντακουρούντας θεώρησε πως το βασίλειό του ήταν αρκετά ισχυρό, γύρω στο 1190 πΧ, έστειλε τις στρατιές του προς την ανατολή, εναντίον των βασιλείων που ήταν υποτελή στους Χετταίους. Μετά από μια σειρά επιτυχών εκστρατειών στην ξηρά, δημιουργήθηκε ένας στόλος από τις ενωμένες δυνάμεις της δυτικής Μικράς Ασίας, ο οποίος επιτέθηκε εναντίον πολλών πόλεων στις ακτές της νότιας και της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, της Συρίας και της Παλαιστίνης. Του στόλου αυτού ηγήθηκαν τέσσερις πρίγκιπες, μεταξύ αυτών και ο Μούξους της Τροίας. Οι εκστρατείες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα οι Λούβιοι να φτάσουν μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου. Γενικότερα, εκτιμάται πως η δραστηριότητα των Λουβίων αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι των εισβολών/ επιδρομών των Λαών της Θάλασσας- μια θεωρία η οποία δείχνει να αποκτά δυναμική τα τελευταία χρόνια.
Επίσης, στην επιγραφή περιγράφεται η πορεία του Κουπαντακουρούντας μέχρι την κατάκτηση του θρόνου της Μίρα. Ο πατέρας του, βασιλιάς Μασουΐτας, πήρε τον έλεγχο της Τροίας μετά την εκθρόνιση ενός Τρώα βασιλιά ονόματι Βάλμους. Λίγο μετά, ο Μασουΐτας επανέφερε τον Βάλμους στον θρόνο της Τροίας, με αντάλλαγμα την πίστη και υπακοή του στη Μίρα.
Ο Κουπαντακουρούντας έγινε βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του και εδραίωσε τον έλεγχό του στην Τροία, αν και δεν έγινε βασιλιάς της: Στην επιγραφή χαρακτηρίζεται «προστάτης» της Τροίας (η οποία αποκαλείται Βιλούσα, ένα αρχαίο όνομα για την πόλη).
Η ίδια η επιγραφή δεν υπάρχει πλέον, καθώς καταστράφηκε τον 19ο αιώνα, αλλά υπάρχουν αρχεία για αυτήν, περιλαμβανομένου ενός αντιγράφου, που κατείχε ο Τζέιμς Μέλααρτ, ένας διάσημος αρχαιολόγος που πέθανε το 2012. Ο Μέλααρτ ανακάλυψε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους στη ζωή του, ο πιο γνωστός εκ των οποίων ήταν η Τσατάλ Χουγιούκ: Μια μεγάλη πόλη 9.500 ετών στην Τουρκία, για την οποία κάποιοι πιστεύουν πως είναι η παλαιότερη του κόσμου.
Ο Μέλααρτ άφησε πίσω του σημειώσεις και οδηγίες, όπου επισήμαινε ότι η επιγραφή δεν ήταν δυνατόν να αποκρυπτογραφηθεί πλήρως και να δημοσιοποιηθεί- και ότι άλλοι μελετητές θα έπρεπε να ασχοληθούν μαζί της. Ωστόσο, κάποιοι επιστήμονες έχουν εκφράσει προβληματισμούς για το ενδεχόμενο η επιγραφή να είναι πλαστή- ένα κατασκεύασμα του ίδιου του Μελάαρτ ή κάποιου άλλου.
Ένας μελετητής ονόματι Μπαχαντίρ Αλκίμ (πέθανε το 1981) ανακάλυψε την καταγραφή του Περό και έκανε αντίγραφο, το οποίο ο Μελάαρτ με τη σειρά του αντέγραψε και πρόσφατα αποκρυπτογράφησε ελβετο-ολλανδική ομάδα επιστημόνων.
Σημειώνεται επίσης πως ο Μελάαρτ ήταν μέλος ομάδας ερευνητών που, ξεκινώντας από το 1956, προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει και δημοσιοποιήσει το αντίγραφο της επιγραφής που είχε κάνει ο Περό, μαζί με τις χαμένες χάλκινες πλάκες και άλλες λουβικές επιγραφές. Στις σημειώσεις του Μελάαρτ αναφέρεται πως η ομάδα δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο της πριν τα περισσότερα από τα μέλη της πεθάνουν. Ο Μελάαρτ ήταν ο τελευταίος που έμεινε, και πέθανε σε ηλικία 86 ετών. Οι ερευνητές της ελβετο-ολλανδικής ομάδας ανακάλυψαν πως είχε καταβάλει πολυετείς προσπάθειες να αποκωδικοποιήσει τα αντίγραφα των διαφορετικών λουβικών επιγραφών που είχε στην κατοχή του, ωστόσο δεν μπορούσε να διαβάσει λουβικά: Είχε μπει στην ομάδα λόγω των γνώσεών του πάνω στο αρχαιολογικό «ανάγλυφο» της δυτικής Τουρκίας. Άλλα μέλη της ομάδας ωστόσο, μπορούσαν να το κάνουν.
Αμφιβολίες
Μιλώντας στο LiveScience, επιστήμονες που δεν συμμετείχαν στην έρευνα εξέφρασαν προβληματισμούς για το ενδεχόμενο να πρόκειται για πλαστή επιγραφή, υποστηρίζοντας πως μέχρι να βρεθούν αρχεία για αυτήν που να μην προέρχονται από τον Μέλααρτ δεν μπορεί να είναι σίγουρο πως η επιγραφή υπήρξε στα αλήθεια. Οι Ζάνγκερ και Γουντχούιζεν εκτιμούν ωστόσο πως θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να κάνει μια τέτοια πλαστογραφία ο Μέλααρτ ή κάποιος άλλος. Η επιγραφή είναι πολύ μεγάλη, και ο Μέλααρτ δεν μπορούσε να διαβάσει, πόσο μάλλον να διαβάσει λουβικά, όπως τονίζουν στο paper τους. Επίσης, σημειώνουν πως κανείς δεν είχε καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τα λουβικά μέχρι τη δεκαετία του 1950, κάτι που σημαίνει πως ούτε ο Περό θα ήταν σε θέση να την πλαστογραφήσει. Οι Ζάνγκερ και Γουντχούιζεν υπογραμμίζουν πως σήμερα ελάχιστοι είναι σε θέση να διαβάσουν λουβικά, πόσο μάλλον να γράψουν μια μακροσκελή επιγραφή. Επίσης, προσθέτουν πως δεν είναι σε θέση να σκεφτούν έναν λόγο ο Μέλααρτ να μπει στη διαδικασία να προβεί σε μια τόσο μακρά και πολύπλοκη πλαστογραφία, αλλά να την αφήσει αδημοσίευτη. Σημειώνεται πως ο Μέλααρτ είχε κατηγορηθεί κατά καιρούς για συνεργασίες με λαθρεμπόρους και υπερβολές όσον αφορά σε στοιχεία που στήριζαν τις αρχαιολογικές του απόψεις, ωστόσο ποτέ δεν κατηγορήθηκε για πλαστογραφίες.
Παρόλα αυτά, ο Ζάνγκερ είπε στο LiveScience πως, μέχρι να βρεθούν αρχεία σχετικά με την επιγραφή τα οποία δεν προέρχονται από τον Μέλααρτ, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί πέρα από κάθε αμφιβολία πως είναι αυθεντική και όχι πλαστή.
Ο Ζάνγκερ δημοσιεύει λεπτομέρειες σχετικά με την, πλέον αποκωδικοποιημένη, επιγραφή, σε ένα βιβλίο στα γερμανικά με τίτλο «Die Luwier und der Trojanische Krieg – Eine Forschungsgeschichte» (Orell Füssli, 2017) (Οι Λούβιοι και ο Τρωικός Πόλεμος- Η ιστορία μιας έρευνας).
Πηγή:
huffingtonpost.gr