Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (Πλούσιο φωτογραφικό υλικό)

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι από τα πιο μεγάλα και αξιόλογα Μουσεία στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σημαντικά στην Ευρώπη. Τα εκθέματά του περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλες τις περιόδους της κρητικής προϊστορίας και ιστορίας, που καλύπτουν περίπου 5.500 χρόνια, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους.




Κυρίαρχη θέση, όμως, στις συλλογές του κατέχουν τα μοναδικά αριστουργήματα της μινωικής τέχνης, που μπορεί κανείς να θαυμάσει σε όλη της την εξέλιξη. Η συλλογή με τις μινωικές αρχαιότητες είναι η σημαντικότερη στον κόσμο και το μουσείο δίκαια θεωρείται το κατ’ εξοχήν Μουσείο του μινωικού πολιτισμού. Το κτίριο, όπου στεγάζεται, βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και κατασκευάσθηκε το 1937-1940, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Στην ίδια θέση κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας βρισκόταν η καθολική μονή του Αγίου Φραγκίσκου, που καταστράφηκε από σεισμό το 1856. Το κτίριο του μουσείου είναι αντισεισμικό κι αποτελεί σημαντικό δείγμα του μοντέρνου αρχιτεκτονικού κινήματος στην Ελλάδα, βραβευμένο με έπαινο Bauhaus στο Μεσοπόλεμο. Κατάφερε να συνδυάσει τις σύγχρονες τότε τάσεις της αρχιτεκτονικής, λαμβάνοντας υπόψη του το περιεχόμενο των αρχαιολογικών συλλογών, να εξασφαλίσει καλό φυσικό φωτισμό, με φεγγίτες από την οροφή και στο ψηλότερο μέρος των τοίχων, και να διευκολύνει την ελεύθερη κίνηση μεγάλων ομάδων επισκεπτών. Οι χρωματισμοί και τα υλικά κατασκευής, όπως και τα πολύχρωμα φλεβωτά μάρμαρα, παραπέμπουν στις τοιχογραφικές μιμήσεις ορθομαρμαρώσεων των μινωικών κτιρίων. Ο αρχιτέκτονας προέβλεψε, ακόμη, τη δυνατότητα μελλοντικών επεκτάσεων του μουσείου. Το κτίριο είναι διώροφο και διαθέτει εκτεταμένους εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια, σχεδιαστήριο, βιβλιοθήκη, γραφεία και ένα σπουδαίο τμήμα, την Επιστημονική Συλλογή, όπου φυλάσσονται και μελετώνται πολλά από τα ευρήματα. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου έχει ως σκοπό την απόκτηση, αποδοχή, φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκμηρίωση, έρευνα, μελέτη, δημοσίευση και κυρίως έκθεση και προβολή στο κοινό αντικειμένων που χρονολογούνται από τους απώτατους χρόνους της προϊστορικής εποχής έως την ύστερο-ρωμαϊκή περίοδο. Οργανώνει περιοδικές εκθέσεις, συμμετέχει σε εκθέσεις που περιοδεύουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συνεργάζεται με άλλους επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς και φιλοξενεί ποικίλες άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες.

Ιστορικό
Η πρώτη αρχαιολογική συλλογή δημιουργήθηκε στο Ηράκλειο το 1883, με πρωτοβουλία του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου, ο οποίος, με πρόεδρο τον γιατρό Ιωσήφ Χατζηδάκη, κατάφερε να εξασφαλίσει την εξουσιοδότηση της οθωμανικής κυβέρνησης για την ίδρυση της πρώτης «αρχαιολογικής υπηρεσίας›. Η συλλογή στεγάσθηκε σε δύο δωμάτια στην αυλή της μητρόπολης του Αγίου Μηνά και μέχρι το 1900 εμπλουτίσθηκε με δωρεές πολιτών, με εξαγορές αρχαίων αντικειμένων και με τα ευρήματα των πρώτων μικρών ανασκαφών και περισυλλογών. Το 1900, με την έναρξη των μεγάλων ανασκαφών στο νησί, περιέλαβε τα πρώτα σημαντικά ευρήματα, ενώ ταυτόχρονα παραχωρήθηκε στη νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία. Τότε μεταστεγάσθηκε σε τμήμα του κτιρίου των Στρατώνων, της σημερινής Νομαρχίας Ηρακλείου. Το 1904-1907 κατασκευάσθηκε η πρώτη μουσειακή αίθουσα, στη θέση όπου ήταν τα ερείπια της ονομαστής βενετικής μονής του Αγίου Φραγκίσκου, δίπλα στο Χουνκιάρ Τζαμί, ενώ το 1908, μετά την προσθήκη μίας δεύτερης αίθουσας, μεταφέρθηκαν εκεί οι αρχαιότητες. Το 1912, το μικρό αυτό κτίσμα πήρε τη μορφή κλασικιστικού κτιρίου με την προσθήκη της δυτικής πτέρυγας, σε σχέδια του αρχιτέκτονα W. Dörpfeld και του Γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, Παναγή Καββαδία. Το μουσείο σταδιακά περιέλαβε τα ευρήματα των μεγάλων ανασκαφών που διεξάγονταν σε όλο το νησί από Έλληνες και ξένους ερευνητές.


Η δόμηση του σημερινού κτιρίου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού, ξεκίνησε το 1937 αλλά η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έθεσε σε μεγάλο κίνδυνο τις συλλογές και το πολύτιμο περιεχόμενο του Μουσείου, που διασώθηκε χάρη στις προσπάθειες του καθηγητή Ν. Πλάτωνα. Υπό την εποπτεία του ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι εργασίες για την επανέκθεση και παρουσίαση των συλλογών και το 1952 το Μουσείο επαναλειτούργησε προβάλλοντας και πάλι τους ανεκτίμητους θησαυρούς του. Ο τρόπος της παρουσίασης των εκθεμάτων βασίσθηκε στη χρονολογική εξέλιξη του μινωικού πολιτισμού και απηχούσε τόσο την ιστορία της ανασκαφικής έρευνας και των μεγάλων αποκαλύψεων, που έγιναν στις αρχές του 20ού αιώνα στο νησί (ανάκτορα Κνωσού, Φαιστού, Μαλίων, κ.ά.), όσο και τις θεωρίες που κυριαρχούσαν την ίδια περίοδο για την προϊστορία του αιγαιακού χώρου. Το 1962 το Μουσείο απέκτησε με εξαγορά τη συλλογή του Κρητικού γιατρού Στυλιανού Γιαμαλάκη, που εκτέθηκε σε αίθουσα του ορόφου. Το 1964 παραδόθηκε προς χρήση η νέα πτέρυγα του Μουσείου και η έκθεση των αρχαιοτήτων ολοκληρώθηκε από τον τότε διευθυντή του, Στυλιανό Αλεξίου. Το 2000 το Μουσείο Ηρακλείου εμπλουτίσθηκε με τη συλλογή του Νίκου Μεταξά, τμήμα της οποίας πρόκειται να εκτεθεί σύντομα. Επεμβάσεις στη μορφή του κτιρίου πραγματοποιήθηκαν το 1987, οπότε (με αφορμή τον εκσυγχρονισμό των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων και την εγκατάσταση συστημάτων κλιματισμού, ασφάλειας και πυρασφάλειας) έγιναν αλλαγές στο φωτισμό των αιθουσών, με την κατάργηση του φυσικού φωτισμού της οροφής, με τη δημιουργία ψευδοροφής και με την εγκατάσταση συστήματος τεχνητού φωτισμού. Με το νέο έργο επέκτασης και εκσυγχρονισμού του μουσείου, που άρχισε το 2002, σε αρχιτεκτονικές μελέτες του Αλέξανδρου Τομπάζη, προβλέπεται η επαναφορά του φυσικού φωτισμού και νέες ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις (κλιματισμού, φωτισμού, ασφάλειας, πυρασφάλειας κλπ.). Παράλληλα προβλέπεται η δημιουργία νέας πτέρυγας αποθηκών βόρεια του κτηρίου, στη θέση των αποθηκών που κατεδαφίσθηκαν, ενώ στην ανατολική πλευρά του αίθριου προβλέπεται η ανάδειξη των ερειπίων του ενετικού ναού του Αγίου Φραγκίσκου.


Μόνιμη έκθεση
Η μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου παρουσιάζει σχεδόν το σύνολο του μινωικού πολιτισμού και περιλαμβάνει μοναδικά αριστουργήματα της κρητικής τέχνης, που βρέθηκαν σε ανασκαφές σε ανάκτορα, κατοικίες, τάφους και σπήλαια, κυρίως στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού και καλύπτουν ιστορία περίπου 5.500 χρόνων, από τη νεολιθική (5000 π.Χ.) μέχρι την ύστερη ρωμαϊκή εποχή (τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ.). Τα περισσότερα χρονολογούνται στους προϊστορικούς χρόνους, στη μινωική εποχή, που πήρε το όνομά της από το μυθικό βασιλιά του νησιού, Μίνωα, και περιλαμβάνουν έργα κεραμικής, λιθοτεχνίας, σφραγιδογλυφίας, μικρογλυπτικής, μεταλλοτεχνίας και μνημειακής ζωγραφικής, που προέρχονται από ανάκτορα, επαύλεις, οικισμούς, ταφικά μνημεία, ιερά και σπήλαια. Η έκθεση καταλαμβάνει συνολικά 20 αίθουσες, 13 στο ισόγειο και 7 στον όροφο του κτιρίου. Η οργάνωσή της στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη χρονολογική παρουσίαση των ευρημάτων, ορισμένες, όμως, σημαντικές θεματικές ενότητες, όπως οι τοιχογραφίες, οι σαρκοφάγοι και η συλλογή Γιαμαλάκη, προβάλλονται ξεχωριστά, αποκομμένες από τη συνολική χρονολογική διάταξη. Τα εκθέματα παρουσιάζονται σύμφωνα με τους τόπους που βρέθηκαν, ώστε να δίνουν μια σφαιρική και πλήρη εικόνα του κρητικού πολιτισμού, όπως εκδηλώθηκε σε διάφορες περιοχές και στα σημαντικά του κέντρα. Η έκθεση πλαισιώνεται από επεξηγηματικά κείμενα, εικόνες, σχέδια και προπλάσματα μνημείων.



Δίσκος της Φαιστού
Είναι ένα αρχαιολογικό εύρημα από τη μινωική πόλη της Φαιστού στη νότια Κρήτη και χρονολογείται πιθανώς στον 17ο αιώνα π.Χ. Αποτελεί ένα από τα γνωστότερα μυστήρια της αρχαιολογίας, αφού ο σκοπός της κατασκευής του και το νόημα των όσων αναγράφονται σε αυτόν παραμένουν άγνωστα. Ο δίσκος ανακαλύφθηκε στο υπόγειο του δωματίου XL-101 του Μινωικού παλατιού της Φαιστού, κοντά στην Αγία Τριάδα, στη νότια Κρήτη. Ο Ιταλός αρχαιολόγος Λουίτζι Περνιέ (Luigi Pernier) ανάκτησε αυτό τον εντυπωσιακά άθικτο «δίσκο», περίπου 15 εκ. στη διάμετρο και ομοιόμορφα μόλις πάνω από 1 εκ. στο πάχος, στις 3 Ιουλίου 1908. Σήμερα ο δίσκος φυλάσσεται στο Μουσείο του Ηρακλείου. Ο δίσκος είναι φτιαγμένος από πηλό. Η μέση διάμετρός του είναι 16 εκ. και το μέσο πάχος του 2,1 εκ. Στις δύο όψεις του βρίσκονται 45 διαφορετικά σύμβολα, πολλά από τα οποία αναπαριστούν εύκολα αναγνωρίσιμα αντικείμενα, όπως ανθρώπινες μορφές, ψάρια, πουλιά, έντομα, φυτά κ.α. Συνολικά υπάρχουν 241 σύμβολα, 122 στην 1η πλευρά και 119 στη 2η, τοποθετημένα σπειροειδώς. Τα σύμβολα είναι χωρισμένα σε ομάδες με τη χρήση μικρών γραμμών που κατευθύνονται προς το κέντρο του δίσκου. Ο δίσκος έχει κεντρίσει τη φαντασία πολλών αρχαιολόγων, επαγγελματιών και μη, και έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες αποκρυπτογράφησής του. Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες για το κείμενό του, όπως ότι πρόκειται για προσευχή, για διήγηση μίας ιστορίας, για ένα γεωγραφικό θεώρημα, για ημερολόγιο κ.α. Παρόλα αυτά η επιστημονική κοινότητα δεν έχει αποδεχθεί καμία από τις προτεινόμενες αποκρυπτογραφήσεις και ο δίσκος παραμένει ένα άλυτο μυστήριο.



Ταυροκαθάψια
Η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων (παγκόσμια γνωστή αντιπρόσωπος της τέχνης του μινωικού πολιτισμού) τοποθετείται στη Μέση Μινωική ΙΙΙ-Ύστερη Μινωική ΙΒ (17ος-15ος π.Χ. αιώνας) και βρέθηκε σε τοίχο της ανατολικής πλευράς του ανακτόρου της Κνωσού, στην αυλή του Λίθινου Στομίου. Είναι ζωγραφική σε γυψοκονία (stucco) και το ύψος της εικόνας μετά την αποκατάσταση φθάνει τα 78,2 εκ. Στη τοιχογραφία σώζεται η πληρέστερη παράσταση των ταυροκαθαψίων, των ριψοκίνδυνων αγώνων με ταύρο της μινωικής Κρήτης, στην οποία παίρνουν μέρος άνδρες και γυναίκες. Η παράσταση πλαισιώνεται από ζώνες που φέρουν σε γαλάζιο βάθος το λεγόμενο «κόσμημα του βράχου» σε λευκό, γαλάζιο και κίτρινο χρώμα. Εικονίζονται οι διαδοχικές φάσεις του αγώνα, το πιάσιμο από τα κέρατα του ταύρου, το άλμα πάνω από το ζώο και η τελική προσγείωση, συνθέτοντας μία εικόνα που κυριαρχείται από φυσιοκρατία, ένταση και στιγμιαία κίνηση. Το έργο στο σύνολό του είναι δισδιάστατο, εκτός από τις έντονες γραμμές στο στήθος, τις κνήμες και τους μηρούς των γυναικών, που προδίδουν την προσπάθεια του καλλιτέχνη να αποδώσει τον όγκο και το βάθος, στοιχείο σπάνιο για τη συγκεκριμένη περίοδο.
Στο κέντρο της σκηνής δεσπόζει η χαρακτηριστική μορφή του ταύρου. Το χρώμα που χρησιμοποιείται για την απόδοσή του είναι το ρόδινο που παράγεται από κόκκινη ώχρα [3] και ασβέστη και το καστανό, δηλαδή κίτρινη ώχρα με κάρβουνο. Ο ταύρος παριστάνεται σε «ιπτάμενο καλπασμό» και αποδίδεται με έντονο περίγραμμα, κυματιστή χαίτη και αποφασιστικό βλέμμα, ως αποτέλεσμα της επιθυμίας του καλλιτέχνη να αποδώσει την ορμητική, επιθετική κίνηση του ζώου, ένα απεικονιστικό λάθος που συνεχίστηκε στην πραγματικότητα ως την ανακάλυψη της φωτογραφίας. Το κτήνος περιβάλλεται από δύο γυναίκες, μία στηριγμένη στα κέρατά του, μία πίσω του και έναν άνδρα σε ακροβατική κίνηση στην πλάτη του. Οι ανθρώπινες μορφές είναι πλούσια στολισμένες με κοσμήματα και ψηλές μπότες. Η διαφοροποίηση στο φύλο φαίνεται από τις ανατομικές διαφορές και τα χρώματα που χρησιμοποιούνται και όχι από τα περιζώματά τους. Εντύπωση προκαλεί το ότι και οι γυναίκες φορούν το ανδρικό περίζωμα, πιθανώς εξαιτίας του γεγονότος ότι ένα πιο περίπλοκο ένδυμα θα μπορούσε να εμπλακεί στα κέρατα του ταύρου.
Για τους άνδρες χρησιμοποιείται η κόκκινη ώχρα, ενώ για τις γυναίκες το λευκό, κάτι που παρατηρείται επίσης στις κυκλαδικές και μυκηναϊκές τοιχογραφίες, ενώ το χρώμα του φόντου είναι γαλάζιο (μάλλον αιγυπτιακό γαλάζιο και υποδεικνύει ύστερες επιδράσεις. Η κίνηση του ακροβάτη είναι δυναμική και δείχνει την κατάληξή της στη γυναίκα πίσω από τον ταύρο, η οποία έχει απλωμένα τα χέρια της για να δεχθεί το αιωρούμενο σώμα. Η άλλη γυναίκα έχει αρπάξει κυριολεκτικά τον ταύρο από τα κέρατα. Τα μάτια των ανθρώπινων μορφών και του κτήνους έχουν την προοπτική του πτηνού[10], κάτι που παρατηρείται εν γένει στις τοιχογραφικές απεικονίσεις της Εποχής του Χαλκού και τα αυτιά είναι πλήρως σχηματοποιημένα. Η τοιχογραφία διατηρείται αποσπασματικά και σε αρκετά σημεία έχει συμπληρωθεί. Ανήκε σε μεγαλύτερη σύνθεση, που αναπτυσσόταν σε μετόπες, μια από τις οποίες βρίσκεται στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης. Θεματολογικά, η συγκεκριμένη τοιχογραφία είναι δυνατόν να συνδεθεί με διάφορα εικαστικά στοιχεία από άλλες μορφές τέχνης. Θα μπορούσαμε ίσως αναφέρουμε ένα ρυτό από στεατίτη σε σχήμα ταυροκεφαλής, της ίδιας περιόδου (ΜΜΙΙΙ-ΥΜ ΙΒ), την Κεφαλή Ταύρου, ανάγλυφη τοιχογραφία σε ζωγραφισμένο γυψοκονίαμα, πιθανώς της ΜΜ ΙΙΙ β, (1600 π.Χ.), ή τον Ταυροκαθάπτη, από χρυσελεφάντινο σύμπλεγμα αγώνα με ταύρο.



Θεά των όφεων
Ως θεά των όφεων ονομάζεται ο τύπος αγαλματίδιου που βρέθηκε σε ανασκαφές στους Μινωικούς αρχαιολογικούς τόπους που παρουσιάζει γυναίκα ξέστηθη να κραδάνει φίδια. Τα αγαλματίδια χρονολογούνται στον 16ο αιώνα π.Χ. Λίγες πληροφορίες έχουμε για την ερμηνεία των αγαλματιδίων. Ο Έβανς συνδέει τη θεά των όφεων με την αιγυπτιακή θεά Ουατζέτ. Τα πρώτα αγαλματίδια βρέθηκαν στις ανασκαφές που διενήργησε ο Έβανς το 1903. Ήταν της τεχνοτροπίας αιγυπτιακής αγγειοπλαστικής σμάλτου, που συμβόλιζε την ανανέωση της ζωής και χρησιμοποιούνταν στις ταφικές τελετές. Τα αγαλματίδια αυτά εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου στην Κρήτη.



Ειδώλιο μικρής «θεάς των όφεων»
Έξοχα δείγματα της μινωικής μικροπλαστικής αποτελούν τα δύο περίφημα αγαλματίδια που απεικονίζουν τη χθόνια μινωική θεά των όφεων, ίσως τη μητέρα θεά και την κόρη. Το μικρότερο από αυτά παριστάνει τη θεά όρθια, με ανασηκωμένα χέρια, να κρατάει από ένα φίδι στο καθένα. Φορεί το περίτεχνο μινωικό ένδυμα, το στενό περικόρμιο με μανίκια που αφήνει ακάλυπτο το πλούσιο στήθος, και το μακρύ φόρεμα που διαχωρίζεται σε επτά επάλληλα οριζόντια επίπεδα και καλύπτεται με κοντή ποδιά, ενώ στο κεφάλι φέρει χαμηλό περίτεχνο κάλυμμα, πάνω στο οποίο κάθεται ένας πάνθηρας. Η μορφή χαρακτηρίζεται από έλλειψη πλαστικότητας και οι σχετικά επίπεδες επιφάνειες ζωντανεύουν με τα εξωτερικά στοιχεία, όπως είναι το πλούσιο φόρεμα και το εντυπωσιακό κάλυμμα της κεφαλής. Στο σχεδόν τριγωνικό πρόσωπο κατέχουν εξέχουσα θέση τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια, που μεταδίδουν όλη την ένταση της μορφής. Το ειδώλιο βρέθηκε μαζί με το δεύτερο, μεγαλύτερο της θεάς των όφεων και με πολλά ακόμη πολύτιμα αντικείμενα.



Ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής
Έξοχο δείγμα της μινωικής λιθοτεχνίας και από τα πιο εντυπωσιακά έργα της πρώιμης νεοανακτορικής περιόδου είναι το ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής. Πρόκειται για τελετουργικό αγγείο, που γέμιζε με το απαραίτητο υγρό για τη σπονδή από μια τρύπα στον τράχηλο και άδειαζε από μια δεύτερη στο ρύγχος. Η μορφή του ταυτίζεται με το κύριο ζώο της μινωικής θρησκείας, τον ταύρο. Τα κέρατά του, που δεν βρέθηκαν, πρέπει να ήταν ξύλινα και επιχρυσωμένα, τα μάτια του ήταν ένθετα από ορεία κρύσταλλο με ζωγραφισμένη την ίριδα, τα βλέφαρα από ίασπι και το ρύγχος από μάργαρο. Με ανάγλυφο αποδίδονται οι βόστρυχοι του ζώου ανάμεσα στα κέρατα, ενώ το τρίχωμα στα άλλα σημεία της κεφαλής δηλώνεται με εγχάρακτες γραμμές. Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο λιθοξόος έχει αποδώσει τη φυσικότητα και τη δύναμη του ταύρου, τις ανατομικές του αναλογίες, τις πτυχώσεις στο λαιμό του και την εκφραστικότητά του. Το αγγείο δεν σώζεται ολόκληρο (αυθεντική είναι μόνο η αριστερή πλευρά του κεφαλιού).



Περίαπτο με μέλισσες
Ένα από τα σπουδαιότερα και πιο γνωστά έργα της μινωικής τέχνης είναι το περίφημο περίαπτο σε σχήμα δύο μελισσών ή σφηκών, οι οποίες αποθέτουν μια σταγόνα μέλι στην κηρήθρα. Όλα τα στοιχεία του κοσμήματος είναι κυκλικά διατεταγμένα γύρω από την κυκλική σταγόνα, η οποία αποδίδεται με σχηματικό τρόπο, σαν ένας κοκκιδωτός δίσκος. Τα δύο έντομα είναι αντικριστά, με τα πόδια ενωμένα επάνω στη σταγόνα, ενώ στους κορμούς και στα φτερά τους οι λεπτομέρειες αποδίδονται με εντυπωσιακή μικροσκοπική κοκκίδωση. Χρυσοί δίσκοι κρέμονται από τα φτερά, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους στερεώνεται μία σφαίρα και ο κρίκος της ανάρτησης. Πρόκειται για αριστούργημα της μινωικής χρυσοχοΐας, που εντυπωσιάζει με τη φυσιοκρατική απόδοση των εντόμων, αλλά και με τη θαυμάσια εκτέλεσή του, παρουσιάζοντας σε όλο της το μεγαλείο την τελειότητα της τεχνικής στην παλαιοανακτορική εποχή.



Σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας
Μοναδική στο είδος της λίθινη σαρκοφάγος, που ανακαλύφθηκε σε τάφο της Αγίας Τριάδας Ηρακλείου, το 1903 και περιείχε την ταφή ενός πρίγκιπα. Είναι γραπτή ασβεστολιθική λάρνακα μήκους 137 εκ. πωρολίθινο έργο τέχνης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, περίπου 1200 π.Χ. (Ύστερο-μινωική ΙΙΙ). Θεωρείται πιθανώς η πιο πλήρης εικονογραφία θυσιαστικής τελετής του προ-ομηρικού κόσμου και στον τοιχογραφικό της διάκοσμο παρέχονται πληροφορίες για τα ταφικά έθιμα των ευγενών της 0περιόδου κατά την οποία η Κρήτη βρισκόταν υπό Μυκηναϊκή κυριαρχία. Η σαρκοφάγος συνολικά συνδυάζει μινωικά και μυκηναϊκά χαρακτηριστικά ως προς τη θεματολογία και την τεχνοτροπία της. Η σαρκοφάγος υπήρξε αίνιγμα για τον μινωικό καλλιτεχνικό κανόνα από την εποχή της ανακάλυψής της.[1] Είναι η μοναδική λάρνακα που ανακαλύφθηκε έως σήμερα, κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο και επίσης η μοναδική που περιέχει σειρά αφηγηματικών σκηνών από μινωική ταφική τελετουργία. Ύστερες λάρνακες που απαντώνται στην περιοχή του Αιγαίου είναι διακοσμημένες με αφηρημένα σχέδια και μορφές. Οι τελευταίες ανασκαφές του 20ου αιώνα στην αρχαιολογική θέση που ανακαλύφθηκε και άλλα παράλληλα επιτρέπουν τη χρονολόγησή της ανάμεσα στο1370-1320 π.Χ. Η συγκεκριμένη χρονολόγηση συμπίπτει με το τέλος της 18ης δυναστείας στην Αίγυπτο, περίοδο δηλαδή εκτενών επαφών μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου, γεγονός που επιτρέπει την επανεξέταση των καλλιτεχνικών και τεχνικών στοιχείων της σαρκοφάγου, όσον αφορά στη σχέση τους με ανάλογες αιγυπτιακές τεχνικές διακόσμησης ναών και τάφων, γνωστές ήδη από το 3000 π.Χ.



Εικονογραφία
Η λάρνακα, επιχρισμένη με κονίαμα και ζωγραφισμένη με την τεχνική της νωπογραφίας (buon fresco), φέρει παραστάσεις, που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνειά της με τη μορφή ζωφόρο και παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα έθιμα ταφής των ανώτερων αξιωματούχων στα χρόνια της μυκηναϊκής κατοχής της Κρήτης. Στις στενές πλευρές της σαρκοφάγου απεικονίζονται στη μία, γυναίκες σε άρματα που σέρνουν αίγες (κατ’ άλλους άλογα) και στην άλλη γυναίκες σε άρματα που σέρνουν γρύπες, θυμίζοντας τη θεματολογία των σκηνών πομπής αρμάτων σε αρκετές μινωικές και μυκηναϊκές τοιχογραφίες. Το αριστουργηματικό αυτό έργο διακρίνεται για τη ζωντάνια των χρωμάτων και την κίνηση των μορφών. Στη μία μακρά πλευρά απεικονίζεται πομπή γυναικών, θυσία ταύρου με τους ήχους αυλού και αναθηματικές προσφορές σε βωμό μπροστά από διπλό πέλεκυ, ιερό που επιστέφεται με κέρατα καθιερώσεως και ένα ιερό δένδρο.


Στην άλλη μακρά πλευρά εικονίζονται δύο σκηνές: Στο αριστερό μέρος διακρίνονται ιέρειες ή θεές που μεταφέρουν το αίμα του θυσιασμένου ταύρου με τη συνοδεία μουσικού με λύρα,[2] και το μεταγγίζουν σε άλλο αγγείο, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διπλούς πελέκεις. Δεξιά, άνδρες ντυμένοι με δέρματα ζώων, σε πομπή, προσφέρουν ομοίωμα πλοίου και ζώα στον θεοποιημένο νεκρό,[3] που στέκεται μπροστά από τον τάφο του (ένα ναόμορφο κτίριο), κοντά σε βαθμιδωτό βωμό και δένδρο.[4] Στην εικονογραφία λείπει η ένδειξη κάποιας σύγχυσης, ή προσπάθεια υπερδραματοποίησης των μορφών. Οι τρεις γυναίκες και οι τρεις άνδρες της δεύτερης μακράς πλευράς κινούνται με αξιοπρέπεια και χάρη. Η ιεροπρέπεια στη σκηνή είναι σαφής, όπως και οι αιγυπτιακές και πιθανώς ασσυριακές επιδράσεις στα προφίλ των ιερέων, στα μεγάλα μάτια και τη στάση του νεκρού που περιμένει τις προσφορές του, αναζωογονημένος από τη μετάγγιση του αίματος. Οι γυναίκες που απεικονίζονται δεν υπονοούν κάποιες ανατολικές επιδράσεις, διατηρώντας την κλασική μορφή της μινωικής εικονογραφίας.


Τοιχογραφία του «Πρίγκιπα με τα κρίνα»
Από τις σημαντικότερες μινωικές τοιχογραφίες, που βρέθηκαν στην Κνωσό, είναι αυτή του «Πρίγκιπα με τα κρίνα», που σώζεται πολύ αποσπασματικά και έχει συμπληρωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Η σύνθεση είναι πολύχρωμη, γεμάτη ζωντάνια. Σε χαμηλό ανάγλυφο εικονίζεται επιβλητική ανδρική μορφή, που βαδίζει προς τα αριστερά σε απροσδιόριστο ερυθρό φόντο. Φοράει το τυπικό μινωικό περίζωμα με φαρδιά ζώνη, περιδέραιο στο λαιμό και πλούσιο κάλυμμα κεφαλής διακοσμημένο με κρίνα και φτερά παγωνιού. Η στάση των χεριών του δείχνει ότι ίσως έσερνε με το αριστερό του χέρι ένα ζώο ή κάποιο μυθικό τέρας, γρύπα ή σφίγγα. Ο νέος ονομάσθηκε από τους ερευνητές «πρίγκιπας», γιατί θεωρήθηκε ότι αποδίδει το βασιλιά-ιερέα, που ζούσε στο ανάκτορο της Κνωσού. Από τη μορφή του σώζονται μόνο τμήμα του ανώτερου μέρους του σώματος, των ποδιών και των χεριών, της ενδυμασίας και του περίτεχνου στέμματος, ωστόσο διακρίνεται σε αυτά η προσπάθεια του καλλιτέχνη για φυσιοκρατική απόδοση της μυολογίας και των λεπτομερειών της ενδυμασίας.


Τοιχογραφία της «Παριζιάνας»
Από τα πιο γνωστά ζωγραφικά έργα της μινωικής εποχής είναι το τμήμα τοιχογραφίας, που απεικονίζει νεαρή γυναίκα να κινείται προς τα δεξιά. Η μορφή προκαλεί εντύπωση με το ζωηρό μάτι, τα σαρκώδη και βαμμένα χείλη, την έντονη μύτη, τα σγουρά μαλλιά, μια τούφα από τα οποία πέφτει με εξεζητημένη αφέλεια στα μάτια, και εκφράζει όλη τη ζωντάνια και φυσιοκρατία της μινωικής τέχνης. Φοράει πλούσιο ιερατικό ένδυμα και φέρει τον ιερό κόμβο στην πλάτη. Το έργο αποτελεί την προσωποποίηση της φυσικής αρμονίας και κίνησης και ανήκε σε μεγαλύτερη τοιχογραφική σύνθεση, με θέμα την προσφορά των σπονδών. Η νεαρή γυναίκα καθόταν σε πτυσσόμενο κάθισμα και μαζί με άλλες ανδρικές και γυναικείες μορφές δεχόταν τη μετάδοση της ιερής κύλικας. Η ονομασία «Παριζιάνα», με την οποία έχει γίνει γνωστή, της δόθηκε από τον Άρθουρ Έβανς, επειδή την εποχή που βρέθηκε, το 1903, τα μεγάλα μάτια, τα κατσαρά μαλλιά, τα έντονα κόκκινα χείλη και η ανασηκωμένη μύτη θεωρούνταν ιδεώδη του γυναικείου κάλλους.



Τοιχογραφία του «γαλάζιου πουλιού»
Από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες τοιχογραφίες, που βρέθηκαν στη λεγόμενη «Οικία των τοιχογραφιών» της Κνωσού είναι αυτή του «γαλάζιου πουλιού». Σώζεται πολύ αποσπασματικά και είναι βέβαιο ότι ανήκε σε μεγαλύτερη σύνθεση, που κοσμούσε τους τοίχους του κτηρίου. Στο κέντρο της παράστασης και σε λευκό βάθος δεσπόζει ένα γαλάζιο πουλί καθισμένο επάνω σε βράχο. Από τη μορφή του σώζονται μόνο τμήμα των φτερών και τα μικρά πόδια του. Το τοπίο γύρω του είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και αποδίδεται με διάφορα έντονα χρώματα. Στα θραύσματα που σώζονται διακρίνονται κυρίως βράχια, άγρια ρόδα και ίριδες. Το έργο χαρακτηρίζεται από την ελευθερία στην απόδοση των περιγραμμάτων, από τη μεγαλειώδη έκφραση της φυσιοκρατίας και από την εναλλαγή έντονων χρωμάτων. Η σκηνή σφύζει από ζωντάνια, όμως αποπνέει εξαιρετική ηρεμία και αρμονία.



Παραπομπές – σημειώσεις
[1] Οι Μινωίτες, σε αντίθεση προς τους αρχαίους Αιγυπτίους δεν χρησιμοποιούσαν τον εικονογραφικό διάκοσμο για νεκρική χρήση, αλλά προς τέρψη μάλλον και ανύψωση των ζώντων. Βλ. επίσης Παπαγιαννοπούλου Α. 1999, 118.
[2] Επτάχορδη φόρμιγγα, κατά τον Younger John G. 1998, 67.
[3] Ενίοτε περιγράφεται ότι μοιάζει με αιγυπτιακή μούμια. Τούτο προς αποφυγή παρερμηνειών είναι πιθανό σε ό,τι αφορά στη στάση του νεκρού και όχι τα ενδύματά του, τα οποία είναι σαφώς δέρμα από προβιά ζώου βάσει των εικονιστικών συμβάσεων της περιόδου.
[4] Για εκτεταμένες περιγραφές βλ. Βασιλάκης Α., Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Αθήνα, χ.χ., 186-191, επίσης Ελληνική Τέχνη, Η αυγή της ελληνικής τέχνης, Αθήνα, 1994, αρ. 95-100 212-217, 327 και Σακελλαράκης Ι.Α., Μουσείο Ηρακλείου, Αθήνα, 2003, 113-115.



Βιβλιογραφία
1) Gallou Chrysanthi 2005, The Mycenaean Cult of the Dead, ΒΑR International Series 1372, Archaeopress, Oxford.
2) Marinatos Nanno 1993, Minoan Religion: Ritual, Image, and Symbol, (Studies in Comparative Religion), Univ of South Carolina Pr, Columbia, Κεφ 2
3) Martino, Paula 2005, The Hagia Triada Sarcophagus: Interconnections Between Crete and Egypt in the Late Bronze Age, Digital Repository at the University of Maryland, University of Maryland (College Park, Md.)
4) Payne Robert 1960, The Splendor of Greece, Harper and Bros, New York.
5) Παπαγιαννοπούλου Α. 1999, «Εισαγωγή στους πολιτισμούς του Αιγαίου» στο Παπαγιαννοπούλου Α. Πλάντζος Δ. Σουέρεφ Κ. Ελληνικές εικαστικές τέχνες: Προϊστορική και κλασική τέχνη, τομ Α’, ΕΑΠ, Πάτρα.
6) Small Terry 1972, A Goat-Chariot on the Hagia Triada Sarcophagus στο American Journal of Archaeology, Vol. 76, No. 3. (Jul).
7) Younger John G. 1998, Music in the Aegean Bronze Age. Jonsered, Paul Äströms Förlag, Sweden.




Πηγή:
history-pages.blogspot.gr