H Βασιλική Κινστέρνα ή Κιστέρνα, γνωστή πλέον ως Γερεμπατάν Σαράι είναι η μεγαλύτερη υπόγεια δεξαμενή νερού που κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, διαστάσεων περίπου 141 × 66.5 μ. στην κάτοψη και χωρητικότητας 78.000 m3.
Βρίσκεται στον πρώτο λόφο της πόλης, περίπου 150 μέτρα νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας, στην περιοχή Σουλτάναχμέτ επί του ιστορικού κέντρου.
Ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της, κάτω από τη Βασιλική Στοά που βρισκόταν δυτικά του Αυγουσταίου. Η Στοά χτίστηκε πιθανώς από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο αλλά καταστράφηκε περίπου το 475.
Η κινστέρνα διαμορφώθηκε ως έχει σήμερα, όταν ξαναχτίστηκε γύρω στο 542 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α”, μετά την περίοδο της στάσης του Νίκα, για την ύδρευση της Κωνσταντινούπολης σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο και για να προμηθεύει νερό στο παρακείμενο Μέγα Παλάτιον, όπου είχε την έδρα του ο βυζαντινός αυτοκράτορας.
Ήταν ένα από τα σημαντικότερα δημόσια έργα του Ιουστινιανού και εξαίρετο δείγμα βυζαντινής μηχανικής.
Ο Έλληνας ιστορικός Προκόπιος της Καισαρείας παραδίδει μια λεπτομερή περιγραφή της κινστέρνας στο έργο του «Περί των κτισμάτων», σημειώνοντας πως φρέσκο νερό μεταφερόταν σε αυτή με τη βοήθεια αγωγού, ενώ εκεί αποθηκευόταν επίσης μια ποσότητα νερού, το οποίο συνήθως αφθονούσε σε άλλες εποχές εκτός του καλοκαιριού.
Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς, φαίνεται πως χάθηκε η γνώση για την κινστέρνα, η οποία όμως ανακαλύφθηκε αργότερα από τον Pierre Gilles (ή Petrus Gyllius, 1490 – 1555) κατά την περιήγησή του στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα του 16ου αιώνα.
O Gilles περιγράφει πως οι κάτοικοι δεν είχαν γνώση της ύπαρξης της δεξαμενής, παρά το γεγονός πως αντλούσαν νερό και έπιαναν ψάρια ρίχνοντας κουβάδες στα υπόγεια των σπιτιών τους.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το νερό της Βασιλικής Κινστέρνας χρησιμοποιούνταν για την άρδευση των κήπων στο Παλάτι του Τοπ Καπί (Topkapi Sarayi).
Βάση κίονα με την κεφαλή της Μέδουσας
Από τον 18ο και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκαν έργα αναστήλωσης για τη διατήρηση της κινστέρνας, η οποία μετά από ανακαίνιση, που ξεκίνησε το 1985, είναι από το 1987 ανοιχτή στο ευρύ κοινό και συνιστά ένα από τους σπουδαιότερους και παλαιότερους δημόσιους χώρους. Στο χώρο της με την εξαιρετική ακουστική δίνονται μουσικά κοντσέρτα.
Αρχιτεκτονική
Η κινστέρνα είχε αρχικά 336 μαρμάρινους κίονες ύψους 8 μέτρων, τοποθετημένους σε 12 σειρές με 28 κίονες η καθεμία, σε απόσταση 4 μέτρων η μία από την άλλη.
Ωστόσο 60 από αυτούς, στη νοτιοδυτική πλευρά, εντοιχίστηκαν και δεν είναι πλέον ορατοί.
Στους κίονες εδράζονται σταυροθόλια φτιαγμένα από οπτοπλίνθους. Αυτό το είδος ελαφριάς θολοδομίας εξελίχθηκε και εντοπίζεται επίσης σε άλλα δημόσια κτίρια και εκκλησίες, όπως στους τρούλους και τα ημιθόλια της Αγίας Σοφίας και τους πτυχωτούς τρούλους του ναού των Αγίων Σέργιου και Βάκχου.
Μεγάλο μέρος της δεξαμενής είναι κατασκευασμένο από ερείπια παλαιότερων κτιρίων, πιθανότατα γιατί επρόκειτο για υπόγειο, μη ορατό κτίσμα, αν και ορισμένα στοιχεία του αρχιτεκτονικού διάκοσμου είναι αξιοσημείωτα.
Δύο κίονες, που στηρίζονται σε αρχαίες Ελληνικές βάσεις και βρίσκονται στη βορειοδυτική πλευρά της κινστέρνας, υποβαστάζονται από ογκόλιθους, όπου έχουν σκαλιστεί δύο ογκώδη γοργόνεια, με ανάγλυφες κεφαλές Μέδουσας, ένα από αυτά τοποθετημένο ανάποδα και το άλλο στο πλάι.
Οι κίονες ίσως προέρχονται από κάποιο νυμφαίο και οι δύο κεφαλές τοποθετήθηκαν πιθανώς από τον Ιουστινιανό.
Στο κέντρο της κινστέρνας ξεχωρίζει επίσης κίονας που φέρει ανάγλυφο σταγονοειδές μοτίβο, το οποίο εμφανίζει ομοιότητα με άλλους μνημειακούς κίονες, που αποτελούσαν μέρος της θριαμβικής αψίδας του 4ου αιώνα από το Φόρο του Θεοδοσίου.
Ωστόσο 60 από αυτούς, στη νοτιοδυτική πλευρά, εντοιχίστηκαν και δεν είναι πλέον ορατοί.
Στους κίονες εδράζονται σταυροθόλια φτιαγμένα από οπτοπλίνθους. Αυτό το είδος ελαφριάς θολοδομίας εξελίχθηκε και εντοπίζεται επίσης σε άλλα δημόσια κτίρια και εκκλησίες, όπως στους τρούλους και τα ημιθόλια της Αγίας Σοφίας και τους πτυχωτούς τρούλους του ναού των Αγίων Σέργιου και Βάκχου.
Μεγάλο μέρος της δεξαμενής είναι κατασκευασμένο από ερείπια παλαιότερων κτιρίων, πιθανότατα γιατί επρόκειτο για υπόγειο, μη ορατό κτίσμα, αν και ορισμένα στοιχεία του αρχιτεκτονικού διάκοσμου είναι αξιοσημείωτα.
Δύο κίονες, που στηρίζονται σε αρχαίες Ελληνικές βάσεις και βρίσκονται στη βορειοδυτική πλευρά της κινστέρνας, υποβαστάζονται από ογκόλιθους, όπου έχουν σκαλιστεί δύο ογκώδη γοργόνεια, με ανάγλυφες κεφαλές Μέδουσας, ένα από αυτά τοποθετημένο ανάποδα και το άλλο στο πλάι.
Οι κίονες ίσως προέρχονται από κάποιο νυμφαίο και οι δύο κεφαλές τοποθετήθηκαν πιθανώς από τον Ιουστινιανό.
Στο κέντρο της κινστέρνας ξεχωρίζει επίσης κίονας που φέρει ανάγλυφο σταγονοειδές μοτίβο, το οποίο εμφανίζει ομοιότητα με άλλους μνημειακούς κίονες, που αποτελούσαν μέρος της θριαμβικής αψίδας του 4ου αιώνα από το Φόρο του Θεοδοσίου.
apocalypsejohn.com