Ο Εμπεδοκλής και ο Σφαίρος του μόνιμου ατόμου
Η διδασκαλία των τεσσάρων στοιχείων και τριών δυνάμεων της δημιουργικής συνείδησης προτάθηκε από τον Εμπεδοκλή συμβιβάζοντας Ίωνες (Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος …) και Ελεάτες (Ξενοφάνης. Πυθαγόρας, Παρμενίδης…) φιλοσόφους. Οι θεοσοφικοί αρ. ακτίνες 1,2,3 παρουσιάζονται με τα ονόματα Σφαίρος, Φιλία και Νείκος, ενώ οι ακτίνες 4,5,6,7 ως αμετάβλητα συστατικά (Θεοί). Ο Ήλιος είναι ένας «κρυστάλλινος φακός !» που δημιουργείται από την δίνη της περιστροφής του Σφαίρου και εστιάζει τις ακτίνες του ημίσεως του φωτεινού αιθέρα … Ενώ το ζήτημα των αχαλίνωτων ερωτικών δυνάμεων ή κεντρικών πυρών φέρει το όνομα των Τιτάνων της νύχτας…
(Από την εγκ. Ήλιος ...) Ο Εμπεδοκλής δέχεται ότι υπάρχουν στον κόσμο ώς άμετάβλητα συστατικά του τά τέσσαρα στοιχεία, ήτοι τό πυρ, τό ύδωρ, ο άήρ και ή γη, έκ τής δέ άναμίξεως αύτών προέρχεται ή γένεσις και ή φθορά τών συγκεκριμένων όντων. Κατ’ ούσίαν, δέν ύπάρχει γένεσις καί φθορά άλλά μόνον άνάμιξις τών στοιχείων:
Τά τέσσαρα στοιχεία τά αποκαλεί «ριζώματα» και τά εκφράζει χρησιμοποιών ώς σύμβολα τά όνόματα τών άρχαίων θεών: Ο Ζεύς ο οποίος (διά των κεραυνών) φεγγοβολεί, ή Ήρα η όποία (ώς άήρ διά τής αναπνοής) δωρίζει τήν ζωήν και ό Άδης ώς γή και η Νήσπις (σικελική τοπική θεότης συμβολίζουσα τά υδατα τό θέμα τής λέξεως νάω = άναβλύζω) ήτις χύνουσα τά δάκρυά της δημιουργεί τήν πηγήν τής ζωής τών θνητών.
Πρέπει όμως νά έξηγηθή το γεγονός τής άναμίξεως και τής έναλλαγής. Ό Εμπεδοκλής φρονεί ότι τά στοιχεία άφ εαυτών δέν δύνανται νά κινηθούν και νά έλθουν είς άμοιβαίους συνδυασμούς. Διά νά έξηγήση τήν άνάμιξίν και τόν χωρισμόν των εισάγει δύο δυνάμεις, τήν Φιλίαν και τό Νείκος. Η Φιλία συνδέει τά ανόμοια και διαχωρίζει τά όμοια, τό Νείκος διαχωρίζει τά άνόμοια. Τά στοιχεία ύπόκεινται είς τήν έπίδρασιν τών δύο τούτων άντιτιθεμένων δυνάμεων. Όταν επικρατή ή φιλία, ό κόσμος συσπειρώνεται είς σφαιρικόν σύνολον καί ζή έν μακαριότητι ώς Σφαίρος, τόν όποιον περιγράφει ό Εμπεδοκλής κατά τόν άκόλουθον τρόπον :
Άλλ’ αυτός βεβαίως ήτο άπό όλα τά μέρη του ίσος πρός τον εαυτόν του και έξ ολοκλήρου άνευ πέρατος Σφαίρος κυκλοτερής καμαρώνων διά τήν γύρω του κυριαρχούσαν μοναδίκότητα (κατ' άλλους έρμηνευτάς ηρεμίαν). Διότι δέν εξορμούν άπό τά νώτα του δύο κλάδοι, δέν (έκφύονται) πόδες και γόνατα, ούτε γεννητικά μόρια, άλλ' ήτο σφαιρικός και άπό όλα τά μέρη του ίσος μέ τον εαυτόν του).
Μέσα είς τόν Σφαίρον δέν δύναται νά διακριθή ουδέν στοιχείον και καμμία άπρεπής έρις.
Τό σύμπαν όμως δέν μένει είς αύτήν τήν άδιατάρακτον μακαριότητα. Βαθμηδόν έντός τού Σφαίρου αύξάνεται τό Νείκος όπερ έπιφέρει τόν χωρισμόν και τήν διάσπασιν καί ώθεί τό σύμπαν είς κατάστασιν όλως άντίθετον άπό τόν έν τή άρμονία έφησυχασμόν τού Σφαίρου. Ή έσχάτη αποκορύφωσης τής επικρατήσεως τού Νείκους οδηγεί είς τήν κατάστασιν τής «Ακοσμίας» ώς άναφέρει ό Πλούταρχος λέγων: «Πρόσεχε μήπως κατευθύνω εναντίον τών πραγμάτων τό Νείκος τού Έμπεδοκλέους, μάλλον δέ μήπως βάλης είς κίνησιν τούς παλιούς Τιτάνας και τους Γίγαντας εναντίον τής Φύσεως και ποθής νά ίδης με τά μάτια σου τήν μυθικήν καί φοβεράν έκείνην άκοσμίαν, έάν θέσης όλα τά βαρέα μαζί και χωριστά άπ αύτά τοποθέτησης τά έλαφρά». Φαίνεται ότι ο Εμπεδοκλής έθεώρει τήν άκοσμίαν ώς τήν κατάστασίν της παντελούς τών στοιχείων διακρίσεως, κατά τήν οποίαν κυριαρχεί άπολύτως ή άντίθεσις τών όμοειδών στοιχείων πρός τά ετεροειδή, συνεπάγουσα παγκόσμιον αλληλομαχίαν. Μεταξύ τών δύο τούτων καταστάσεων, τής πλήρους αρμονίας και τής πλήρους διακρίσεως, τοποθετεί τάς διαφόρους εποχάς κατά τάς οποίας γεννώνται και εξαφανίζονται τά όντα. Ή κοσμογονική αύτη διαδικασία έξελίσσεται κατά περιόδους είς τάς όποίας άλλοτε μέν επικρατεί η Φιλία άλλοτε δέ τό Νείκος.
‘Ο κόσμος είς τόν όποιον ζώμεν δημιουργεϊται έκ τής έπικρατήσεως του Νείκους. Μέσα είς τον Σφαίρον σχηματίζεται δίνη ήτις γίνεται άφορμή νά χωρισθή ό άήρ και νά περιβάλη τό σύμπαν έν είδει κενής σφαίρας• κάτω άπό τήν ζώνην του αέρος συγκεντρώνεται τό πυρ. Ή σφαίρα του παντός διαιρείται είς δύο ημισφαίρια τά οποία κινούνται κυκλικώς περί τήν γήν, έξ ών τό μέν εν είναι πλήρες πυρός και παράγει τήν ήμέραν, τό δέ άλλο σύγκειται έξ αέρος και μικράς ποσότητος πυρός και παράγει τήν νύκτα. ‘Ο ήλιος δέν έχει ίδιον φως άλλά αντανακλά πρός τήν γην τάς ακτίνας τάς οποίας έκπέμττει πρός αύτόν το πύρινον ουράνιον ήμισφαίριον, ή δέ σελήνη αντανακλά τό φώς τό όποιον δέχεται άπό τόν ήλιον. Ο ήλιος αποτελεί είδος κρυστάλλινου φακού όστις συλλέγει τό ούράνιον πυρ και τό έξαποστέλλει δι άντανακλάσεως είς τήν γήν.
Ως πρός τήν γένεσιν τών όργανικών όντων διακρίνει ό Άκραγαντίνος σοφός τέσσαρας περιόδους. Κατά τήν πρώτην περίοδον ή γη γεννά τά οργανικά μέλη του σώματος των ζώων ξεχωρισμένα:
Από τήν γην άνεβλάστησαν πολλαί κεφαλαί άνευ αυχένων, καί περιεπλανώντο έδώ καί εκεί βραχίονες στερούμενοι ώμων, και ετριγύριζαν εδώ και εκεί οφθαλμοί στερούμενοι μετώπων.
Είς τήν δευτέραν περίοδον κατορθώνουν τά μεμονωμένα ταύτα οργανικά μέλη νά συνενωθούν καί νά άποτελέσουν τερατώδεις μορφάς:
Τότε άνεφάνησαν πολλά πλάσματα μέ διπλά πρόσωπα καί διπλά στήθη, σώματα βοών μέ άνθρώπινον πρόσωπον, καί έξ άντιθέτου άνθρώπινα σώματα μέ κεφαλήν βοός, ανάμικτα πλάσματα κατά έν μέρος ανδρικά και κατά έν άλλο μέρος γυναικεία, οπλισμένα μέ σκιερά (άπό τό τρίχωμά των) γεννητικά όργανα. Αλλά τά τερατώδη ταύτα όντα δέν ήδυνήθησαν νά διατηρηθούν είς τήν ζωήν. Κατά τήν τρίτην περίοδον άνεφάνησαν τύποι ζώων ικανών νά συνεχίσουν τήν ζωήν των :
Ανεβλάστανον κατ’ άρχάς χονδροδεμένα πλάσματα άπό τήν γήν, έχοντα μερίδιον και από τά δύο (στοιχεία), δηλαδή και άπό τό ύδωρ και άπό τήν θέρμότητα. Αύτά τά πλάσματα τά έξεσφενδόνιζε πρός τά επάνω τό πύρ, έπειδή ήθελε νά φθάση είς το όμοιόν του (έν τώ ούρανώ) πύρ. Τά πλάσματα τούτα δέν ένεφάνιζον τήν άξιαγάπητον μορφήν τών μελών (του σώματος) ούτε τήν φωνήν, ούτε τό ίδιάζον γεννητικόν μόριον, όπως προσιδιάζει είς τους άνδρας).
Αι γενέσεις της τετάρτης περιόδου δέν προέρχονται έκ των όμοιογενών στοιχείων, έκ τής γης π.χ. και του ύδατος, αλλά διά γεννήσεως έξ αλλήλων.
Ο Αριστοτέλης το κινητικόν της ψυχής... και η άρνηση της μετενσάρκωσης
Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι κάθε ον αποτελείται από δύο στοιχεία: την υλική ουσία και τη Μορφή. Η ὕλη περιέχει μέσα της τη μορφή –αρχικά δυνάμει (σαν δυνατότητα)- και με τις κατάλληλες προϋποθέσεις ενεργείᾳ (εκδηλωμένη). Ως ερευνητής της φύσης , διερευνά τις βιολογικές - φυσιολογικές λειτουργίες της ψυχής, την οποία θεωρεί αρχή των έμβιων όντων…
Όσοι εννοούν το αιτιώδες φιλοσοφικό σώμα της ψυχής, αντιλαμβάνονται ότι η εργασία του Καντ επί των 12 κατηγορημάτων του δωδεκάεδρου ή αιθέρα (η άπειρη ροή, φορά και κίνηση του Πλάτωνα -το κινητικόν μέρος της ψυχής στον Αριστοτέλη- που γεννά τα 4 ριζώματα των εννοιών: το ταυτόν/πυρ, το έτερον/ύδωρ, την κίνηση/αήρ και την στάση/γη), αποκαλύπτει το νήμα της σκέψης του γριφώδους έργου του μεγάλου αυτού διαφωτιστή στην νεότερη εποχή.
Η κ. Μπλαβάτσκυ η οποία στην «Μυστική Δοξασία» της ακολουθεί και αυτή την τεχνική ανάπτυξης του Αριστοτέλη, που κάνοντας κριτική στο υπάρχον θεωρητικό έργο της εποχής του, παρουσιάζει έντεχνα τις δικές του θέσεις. Τον προσδιορίζει με το επιτυχημένο επίθετο «κακοχωνεμένος». Καθώς όσοι επιχείρησαν να τον εννοήσουν-χωνέψουν αποδείχθηκε ότι μάλλον βιάστηκαν…
Ο Αριστοτέλης θυμίζει τον Μότσαρτ που ενώ από τις πρώτες νότες της μουσικής του σε μεταφέρει στον ουρανό, αδυνατείς να αντιληφθείς τον τρόπο που το επιτυγχάνει…
Στο έργο τους ακούς την μουσική της ψυχής αλλά δεν μπορείς να την προσδιορίσεις. Είναι όπως το «Ταό» που όποιος επιχειρεί να το συλλάβει το χάνει. Είναι μνημειώδης ο τρόπος που αρνείται την μετενσάρκωση δίνοντας το παράδειγμα του ξυλουργού: «Η μετενσάρκωση δεν ισχύει γιατί είναι σαν να ισχυρίζεται κάποιος ότι ο τεχνίτης-μουσικός ενδύεται τους αυλούς του»…
Η ίδια μουσική της ψυχής διαπερνά το έργο των ατομικών φιλοσόφων: Κατά τον Αριστοτέλη μάλιστα, ο Δημόκριτος θεωρεί την ψυχή σαν την ιδιαίτερα κινητική ουσία που αποτελείται από άτομα που απλώνονται μέσα στο σώμα και του ασκούν διάφορες λειτουργίες, όπως η σκέψη…
Όποιος αντιλαμβάνεται λοιπόν ότι η σκέψη του είναι η μουσική (του υποατομικού κόσμου) που παίζει ο αυλός του σώματός του, έχει αντιληφθεί τον Αριστοτέλη και την μετενσάρκωση, ως την μουσική που εξακολουθεί να παίζει όταν φεύγει η ορχήστρα…
Για να μην μείνουμε όμως σε ποιητικούς προσδιορισμούς, χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι ο Αριστοτέλης εδώ δίνει το μυστικό της τρίτης μύησης πως η ύλη …είναι μουσική. Που όταν ο Μεγάλος αυλητής Κρίσνα-Πάνας-Απόλλων παιανίζει η αφή/απτή μορφή αναφλέγεται … σε φως
Ο σχετικός μύθος του Μαρσύα είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικός. Αν και θεωρήθηκε ως πάλη και νίκη (επικράτηση) της κιθάρας έναντι του φρυγίου αυλού και κατ' επέκταση της δωρικής ελληνικής μουσικής έναντι της φρυγικής, δεν έπαψε και να θεωρείται ότι συμβολίζει την πάλη ανάμεσα στην Απολλώνεια και τη Διονυσιακή πλευρά της ανθρώπινης φύσης (πρώτου και δεύτερου Αδάμ ή καβαλιστικού δένδρου) Στον περίφημο μουσικό διαγωνισμό μεταξύ του σειλινού Μαρσύα (αυλός) και Απόλλωνα (κιθάρα) με κριτές τον Τμώλο (υπέρ του θεού) και του Μίδα υπέρ του Μαρσύα. Παίχτηκε ο ίδιος σκοπός με τον αυλό και την κιθάρα, με απροκάλυπτη την υπεροχή της κιθάρας. Μετά την ήττα του Μαρσύα ο θεός Απόλλων για να τιμωρήσει τον στόμφο και τη αλαζονεία του ο ίδιος έδεσε αυτόν σε πεύκο (το καβαλιστικό δένδρο) και τον έγδαρε … Δηλαδή τον μύησε στον άμορφο κόσμο.
Η διδασκαλία των τεσσάρων στοιχείων και τριών δυνάμεων της δημιουργικής συνείδησης προτάθηκε από τον Εμπεδοκλή συμβιβάζοντας Ίωνες (Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος …) και Ελεάτες (Ξενοφάνης. Πυθαγόρας, Παρμενίδης…) φιλοσόφους. Οι θεοσοφικοί αρ. ακτίνες 1,2,3 παρουσιάζονται με τα ονόματα Σφαίρος, Φιλία και Νείκος, ενώ οι ακτίνες 4,5,6,7 ως αμετάβλητα συστατικά (Θεοί). Ο Ήλιος είναι ένας «κρυστάλλινος φακός !» που δημιουργείται από την δίνη της περιστροφής του Σφαίρου και εστιάζει τις ακτίνες του ημίσεως του φωτεινού αιθέρα … Ενώ το ζήτημα των αχαλίνωτων ερωτικών δυνάμεων ή κεντρικών πυρών φέρει το όνομα των Τιτάνων της νύχτας…
(Από την εγκ. Ήλιος ...) Ο Εμπεδοκλής δέχεται ότι υπάρχουν στον κόσμο ώς άμετάβλητα συστατικά του τά τέσσαρα στοιχεία, ήτοι τό πυρ, τό ύδωρ, ο άήρ και ή γη, έκ τής δέ άναμίξεως αύτών προέρχεται ή γένεσις και ή φθορά τών συγκεκριμένων όντων. Κατ’ ούσίαν, δέν ύπάρχει γένεσις καί φθορά άλλά μόνον άνάμιξις τών στοιχείων:
Τά τέσσαρα στοιχεία τά αποκαλεί «ριζώματα» και τά εκφράζει χρησιμοποιών ώς σύμβολα τά όνόματα τών άρχαίων θεών: Ο Ζεύς ο οποίος (διά των κεραυνών) φεγγοβολεί, ή Ήρα η όποία (ώς άήρ διά τής αναπνοής) δωρίζει τήν ζωήν και ό Άδης ώς γή και η Νήσπις (σικελική τοπική θεότης συμβολίζουσα τά υδατα τό θέμα τής λέξεως νάω = άναβλύζω) ήτις χύνουσα τά δάκρυά της δημιουργεί τήν πηγήν τής ζωής τών θνητών.
Πρέπει όμως νά έξηγηθή το γεγονός τής άναμίξεως και τής έναλλαγής. Ό Εμπεδοκλής φρονεί ότι τά στοιχεία άφ εαυτών δέν δύνανται νά κινηθούν και νά έλθουν είς άμοιβαίους συνδυασμούς. Διά νά έξηγήση τήν άνάμιξίν και τόν χωρισμόν των εισάγει δύο δυνάμεις, τήν Φιλίαν και τό Νείκος. Η Φιλία συνδέει τά ανόμοια και διαχωρίζει τά όμοια, τό Νείκος διαχωρίζει τά άνόμοια. Τά στοιχεία ύπόκεινται είς τήν έπίδρασιν τών δύο τούτων άντιτιθεμένων δυνάμεων. Όταν επικρατή ή φιλία, ό κόσμος συσπειρώνεται είς σφαιρικόν σύνολον καί ζή έν μακαριότητι ώς Σφαίρος, τόν όποιον περιγράφει ό Εμπεδοκλής κατά τόν άκόλουθον τρόπον :
Άλλ’ αυτός βεβαίως ήτο άπό όλα τά μέρη του ίσος πρός τον εαυτόν του και έξ ολοκλήρου άνευ πέρατος Σφαίρος κυκλοτερής καμαρώνων διά τήν γύρω του κυριαρχούσαν μοναδίκότητα (κατ' άλλους έρμηνευτάς ηρεμίαν). Διότι δέν εξορμούν άπό τά νώτα του δύο κλάδοι, δέν (έκφύονται) πόδες και γόνατα, ούτε γεννητικά μόρια, άλλ' ήτο σφαιρικός και άπό όλα τά μέρη του ίσος μέ τον εαυτόν του).
Μέσα είς τόν Σφαίρον δέν δύναται νά διακριθή ουδέν στοιχείον και καμμία άπρεπής έρις.
Τό σύμπαν όμως δέν μένει είς αύτήν τήν άδιατάρακτον μακαριότητα. Βαθμηδόν έντός τού Σφαίρου αύξάνεται τό Νείκος όπερ έπιφέρει τόν χωρισμόν και τήν διάσπασιν καί ώθεί τό σύμπαν είς κατάστασιν όλως άντίθετον άπό τόν έν τή άρμονία έφησυχασμόν τού Σφαίρου. Ή έσχάτη αποκορύφωσης τής επικρατήσεως τού Νείκους οδηγεί είς τήν κατάστασιν τής «Ακοσμίας» ώς άναφέρει ό Πλούταρχος λέγων: «Πρόσεχε μήπως κατευθύνω εναντίον τών πραγμάτων τό Νείκος τού Έμπεδοκλέους, μάλλον δέ μήπως βάλης είς κίνησιν τούς παλιούς Τιτάνας και τους Γίγαντας εναντίον τής Φύσεως και ποθής νά ίδης με τά μάτια σου τήν μυθικήν καί φοβεράν έκείνην άκοσμίαν, έάν θέσης όλα τά βαρέα μαζί και χωριστά άπ αύτά τοποθέτησης τά έλαφρά». Φαίνεται ότι ο Εμπεδοκλής έθεώρει τήν άκοσμίαν ώς τήν κατάστασίν της παντελούς τών στοιχείων διακρίσεως, κατά τήν οποίαν κυριαρχεί άπολύτως ή άντίθεσις τών όμοειδών στοιχείων πρός τά ετεροειδή, συνεπάγουσα παγκόσμιον αλληλομαχίαν. Μεταξύ τών δύο τούτων καταστάσεων, τής πλήρους αρμονίας και τής πλήρους διακρίσεως, τοποθετεί τάς διαφόρους εποχάς κατά τάς οποίας γεννώνται και εξαφανίζονται τά όντα. Ή κοσμογονική αύτη διαδικασία έξελίσσεται κατά περιόδους είς τάς όποίας άλλοτε μέν επικρατεί η Φιλία άλλοτε δέ τό Νείκος.
‘Ο κόσμος είς τόν όποιον ζώμεν δημιουργεϊται έκ τής έπικρατήσεως του Νείκους. Μέσα είς τον Σφαίρον σχηματίζεται δίνη ήτις γίνεται άφορμή νά χωρισθή ό άήρ και νά περιβάλη τό σύμπαν έν είδει κενής σφαίρας• κάτω άπό τήν ζώνην του αέρος συγκεντρώνεται τό πυρ. Ή σφαίρα του παντός διαιρείται είς δύο ημισφαίρια τά οποία κινούνται κυκλικώς περί τήν γήν, έξ ών τό μέν εν είναι πλήρες πυρός και παράγει τήν ήμέραν, τό δέ άλλο σύγκειται έξ αέρος και μικράς ποσότητος πυρός και παράγει τήν νύκτα. ‘Ο ήλιος δέν έχει ίδιον φως άλλά αντανακλά πρός τήν γην τάς ακτίνας τάς οποίας έκπέμττει πρός αύτόν το πύρινον ουράνιον ήμισφαίριον, ή δέ σελήνη αντανακλά τό φώς τό όποιον δέχεται άπό τόν ήλιον. Ο ήλιος αποτελεί είδος κρυστάλλινου φακού όστις συλλέγει τό ούράνιον πυρ και τό έξαποστέλλει δι άντανακλάσεως είς τήν γήν.
Ως πρός τήν γένεσιν τών όργανικών όντων διακρίνει ό Άκραγαντίνος σοφός τέσσαρας περιόδους. Κατά τήν πρώτην περίοδον ή γη γεννά τά οργανικά μέλη του σώματος των ζώων ξεχωρισμένα:
Από τήν γην άνεβλάστησαν πολλαί κεφαλαί άνευ αυχένων, καί περιεπλανώντο έδώ καί εκεί βραχίονες στερούμενοι ώμων, και ετριγύριζαν εδώ και εκεί οφθαλμοί στερούμενοι μετώπων.
Είς τήν δευτέραν περίοδον κατορθώνουν τά μεμονωμένα ταύτα οργανικά μέλη νά συνενωθούν καί νά άποτελέσουν τερατώδεις μορφάς:
Τότε άνεφάνησαν πολλά πλάσματα μέ διπλά πρόσωπα καί διπλά στήθη, σώματα βοών μέ άνθρώπινον πρόσωπον, καί έξ άντιθέτου άνθρώπινα σώματα μέ κεφαλήν βοός, ανάμικτα πλάσματα κατά έν μέρος ανδρικά και κατά έν άλλο μέρος γυναικεία, οπλισμένα μέ σκιερά (άπό τό τρίχωμά των) γεννητικά όργανα. Αλλά τά τερατώδη ταύτα όντα δέν ήδυνήθησαν νά διατηρηθούν είς τήν ζωήν. Κατά τήν τρίτην περίοδον άνεφάνησαν τύποι ζώων ικανών νά συνεχίσουν τήν ζωήν των :
Ανεβλάστανον κατ’ άρχάς χονδροδεμένα πλάσματα άπό τήν γήν, έχοντα μερίδιον και από τά δύο (στοιχεία), δηλαδή και άπό τό ύδωρ και άπό τήν θέρμότητα. Αύτά τά πλάσματα τά έξεσφενδόνιζε πρός τά επάνω τό πύρ, έπειδή ήθελε νά φθάση είς το όμοιόν του (έν τώ ούρανώ) πύρ. Τά πλάσματα τούτα δέν ένεφάνιζον τήν άξιαγάπητον μορφήν τών μελών (του σώματος) ούτε τήν φωνήν, ούτε τό ίδιάζον γεννητικόν μόριον, όπως προσιδιάζει είς τους άνδρας).
Αι γενέσεις της τετάρτης περιόδου δέν προέρχονται έκ των όμοιογενών στοιχείων, έκ τής γης π.χ. και του ύδατος, αλλά διά γεννήσεως έξ αλλήλων.
Ο Αριστοτέλης το κινητικόν της ψυχής... και η άρνηση της μετενσάρκωσης
Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι κάθε ον αποτελείται από δύο στοιχεία: την υλική ουσία και τη Μορφή. Η ὕλη περιέχει μέσα της τη μορφή –αρχικά δυνάμει (σαν δυνατότητα)- και με τις κατάλληλες προϋποθέσεις ενεργείᾳ (εκδηλωμένη). Ως ερευνητής της φύσης , διερευνά τις βιολογικές - φυσιολογικές λειτουργίες της ψυχής, την οποία θεωρεί αρχή των έμβιων όντων…
Όσοι εννοούν το αιτιώδες φιλοσοφικό σώμα της ψυχής, αντιλαμβάνονται ότι η εργασία του Καντ επί των 12 κατηγορημάτων του δωδεκάεδρου ή αιθέρα (η άπειρη ροή, φορά και κίνηση του Πλάτωνα -το κινητικόν μέρος της ψυχής στον Αριστοτέλη- που γεννά τα 4 ριζώματα των εννοιών: το ταυτόν/πυρ, το έτερον/ύδωρ, την κίνηση/αήρ και την στάση/γη), αποκαλύπτει το νήμα της σκέψης του γριφώδους έργου του μεγάλου αυτού διαφωτιστή στην νεότερη εποχή.
Η κ. Μπλαβάτσκυ η οποία στην «Μυστική Δοξασία» της ακολουθεί και αυτή την τεχνική ανάπτυξης του Αριστοτέλη, που κάνοντας κριτική στο υπάρχον θεωρητικό έργο της εποχής του, παρουσιάζει έντεχνα τις δικές του θέσεις. Τον προσδιορίζει με το επιτυχημένο επίθετο «κακοχωνεμένος». Καθώς όσοι επιχείρησαν να τον εννοήσουν-χωνέψουν αποδείχθηκε ότι μάλλον βιάστηκαν…
Ο Αριστοτέλης θυμίζει τον Μότσαρτ που ενώ από τις πρώτες νότες της μουσικής του σε μεταφέρει στον ουρανό, αδυνατείς να αντιληφθείς τον τρόπο που το επιτυγχάνει…
Στο έργο τους ακούς την μουσική της ψυχής αλλά δεν μπορείς να την προσδιορίσεις. Είναι όπως το «Ταό» που όποιος επιχειρεί να το συλλάβει το χάνει. Είναι μνημειώδης ο τρόπος που αρνείται την μετενσάρκωση δίνοντας το παράδειγμα του ξυλουργού: «Η μετενσάρκωση δεν ισχύει γιατί είναι σαν να ισχυρίζεται κάποιος ότι ο τεχνίτης-μουσικός ενδύεται τους αυλούς του»…
Η ίδια μουσική της ψυχής διαπερνά το έργο των ατομικών φιλοσόφων: Κατά τον Αριστοτέλη μάλιστα, ο Δημόκριτος θεωρεί την ψυχή σαν την ιδιαίτερα κινητική ουσία που αποτελείται από άτομα που απλώνονται μέσα στο σώμα και του ασκούν διάφορες λειτουργίες, όπως η σκέψη…
Όποιος αντιλαμβάνεται λοιπόν ότι η σκέψη του είναι η μουσική (του υποατομικού κόσμου) που παίζει ο αυλός του σώματός του, έχει αντιληφθεί τον Αριστοτέλη και την μετενσάρκωση, ως την μουσική που εξακολουθεί να παίζει όταν φεύγει η ορχήστρα…
Για να μην μείνουμε όμως σε ποιητικούς προσδιορισμούς, χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι ο Αριστοτέλης εδώ δίνει το μυστικό της τρίτης μύησης πως η ύλη …είναι μουσική. Που όταν ο Μεγάλος αυλητής Κρίσνα-Πάνας-Απόλλων παιανίζει η αφή/απτή μορφή αναφλέγεται … σε φως
Ο σχετικός μύθος του Μαρσύα είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικός. Αν και θεωρήθηκε ως πάλη και νίκη (επικράτηση) της κιθάρας έναντι του φρυγίου αυλού και κατ' επέκταση της δωρικής ελληνικής μουσικής έναντι της φρυγικής, δεν έπαψε και να θεωρείται ότι συμβολίζει την πάλη ανάμεσα στην Απολλώνεια και τη Διονυσιακή πλευρά της ανθρώπινης φύσης (πρώτου και δεύτερου Αδάμ ή καβαλιστικού δένδρου) Στον περίφημο μουσικό διαγωνισμό μεταξύ του σειλινού Μαρσύα (αυλός) και Απόλλωνα (κιθάρα) με κριτές τον Τμώλο (υπέρ του θεού) και του Μίδα υπέρ του Μαρσύα. Παίχτηκε ο ίδιος σκοπός με τον αυλό και την κιθάρα, με απροκάλυπτη την υπεροχή της κιθάρας. Μετά την ήττα του Μαρσύα ο θεός Απόλλων για να τιμωρήσει τον στόμφο και τη αλαζονεία του ο ίδιος έδεσε αυτόν σε πεύκο (το καβαλιστικό δένδρο) και τον έγδαρε … Δηλαδή τον μύησε στον άμορφο κόσμο.
Πηγή: