Διόσκουροι, (ιων.) Διόσκοροι, Διοσκουρίται, Dioscuri.
Δίδυμοι δωρικοί Θεοί των Ελλήνων αλλά και των Ρωμαίων (στους Έλληνες Κάστωρ και Πολυδεύκης και στους Ρωμαίους Castor και Pollux) αντίστοιχοι, κατά τον Τάκιτο (Germania 43), των τευτονικών Θεών Αλκίς (Αλκιδών;). Γεννήθηκαν μέσα από ένα αυγό στο όρος Ταϋγετος ως Λακεδαιμόνιοι παίδες, υιός του Διός και της Λήδας (“Κούροι Διός”) ο αθάνατος Πολυδεύκης και υιός της Λήδας και του βασιλέως Τυνδάρεω (“Τυνδαρίδες”) ο θνητός Κάστωρ.
Μία μυθολογική αφήγηση που διασώζει ο Πίνδαρος (στον 10ο “Νεμεονίκη” του) διηγείται ότι όταν ο Κάστωρ σκοτώθηκε από τον Αρκάδα Ίδα, ο Πολυδεύκης ζήτησε από τον πατέρα του Δία να τον αναστήσει δηλώνοντας πρόθυμος να αποποιηθεί ακόμη και αυτή την Αθανασία, ο δε Ζεύς κανόνισε έκτοτε να ανεβαίνουν εκ περιτροπής στον Όλυμπο, ημέρα παρά ημέρα, ως αιώνια (ηλιακά) σύμβολα της κυκλικής ροής της θείας ουσίας μέσα σε αθάνατες και θνητές μορφές για την εξασφάλιση του Αενάου.
Εκτός από ηλιακοί Θεοί της αφοσιώσεως (ηθική πλευρά) αλλά και της κυκλικότητας των πραγμάτων (φυσική πλευρά), οι “λευκόπωλοι” (ιππείς λευκών αλόγων) Θεοί Διόσκουροι είναι επίσης και δωρητές στους ανθρώπους των ιππευτικών και πυγμαχικών τεχνικών αλλά και των πολεμικών χορών και ασμάτων. Στην ηθική τους πλευρά είναι επίσης Θεοί του μαχητικού θάρρους, του αγωνιστικού έθους (ως “Αφετήριοι”, δηλαδή αρχίζοντες τον αγώνα), της φιλότητας, της πολιτικής βουλήσεως (υπό την επίκληση “Αμβούλιοι”, με ιδιαίτερο βωμό τους στην Σπάρτη), της εκπαιδευτικής αγωγής των νεαρών ανδρών και της φιλοξενίας, καθώς επίσης, στην φυσική πλευρά τους, και έφοροι κάποιων μετεωρολογικών φαινομένων και προστάτες των ναυτικών από τις τρικυμίες όπως και οι Κάβειροι, με τους οποίους σχετίστηκαν μετά τον 3ο αιώνα π.Χ, στη δε Δήλο, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ταυτίστηκαν με αυτούς με ιδιαίτερο ιερέα (Διοσκούρων Καβείρων) παρά την σαφή χθόνια φύση των δευτέρων. Οι ναυτικοί προσεύχονταν σε αυτούς ως προσφωνώντας τους “Θεούς Σωτήρες” για κατάπαυση των τρικυμιών και μετά τους τιμούσαν, ως Ολυμπίους, σε ευχαριστήρια θυσία με προσφορά λευκού προβάτου.
Από την κλασική αρχαιότητα και εντεύθεν οι “Σωτήρες Θεοί” Διόσκουροι επεκτείνουν την σφαίρα τους ως ηλιακές συνειδήσεις και στο πεδίο της θεραπευτικής (λ.χ. ως ακόλουθοι του Ασκληπιού στην Επίδαυρο), ενώ ως “Θεοί Μεγάλοι” λατρεύτηκαν στον Κλείτορα Αρκαδίας και τις Κεφαλές Αττικής. Σύμβολό τους ένα ζεύγος “πίλων” (ημισφαιρικών κρανών, των δύο ημίσεων του αυγού της Λήδας) με ένα αστέρι στην κορυφή ενός εκάστου (Τα τελευταία μόνο από το τέλος του 4ου αιώνος π.Χ κι έπειτα. Ο Σχολιαστής Λυκόφρων, διασώζει αόριστα στο σημείο 88 τη μυθολογική αφήγηση ότι ο Ζεύς ενώθηκε με τη Λήδα υπό μορφή άστρου).
Το άλλο σύμβολό τους, τα λεγόμενα “Δόκανα” (δύο κάθετα ξύλα που συνδέονται με άλλα δύο χιαστί, σύμβολο της ακλονήτου συντροφικότητος) αποτελούσε την πολεμική σημαία των Σπαρτιατών. Προς τιμήν τους εορτάζονταν τα «Διοσκούρια» σε πολλές αχαϊκές και δωρικές πόλεις με γυμνικούς αγώνες και θυσίες. Στη Σπάρτη και την Κυρήνη εορτάζονταν με παιδιές και συμπόσια. «Διοσκούρια» εόρταζαν από το 496 π.Χ και οι Ρωμαίοι, που καθιέρωσαν για αυτά την 8η Απριλίου του κάθε έτους, σε ανάμνηση του θριάμβου τους κατά των Λατίνων στη μάχη της Ρηγίλλης, κατά την οποία η παράδοση ήθελε να έχουν "εμφανιστεί" (επιφάνεια) οι Διόσκουροι πάνω σε λευκά άλογα ως συμπολεμιστές των Ρωμαίων.
Το 414 κτίσθηκε στο Φόρουμ της Ρώμης περικαλής Ναός τους που φιλοξενούσε και συνεδριάσεις της Συγκλήτου, ενώ άλλο μεγάλο λατρευτικό κέντρο υπήρξε το Τusculum, καθώς και η Όστια, το επίνειο της Ρώμης. Στο Άργος, όπου ο Κάστωρ θεωρούνταν αρχηγέτης των γενών της Λέρνης και ένας από τους Δώδεκα Ολυμπίους Θεούς, οι Έλληνες εόρταζαν επίσης προς τιμήν των Διόσκουρων τα λεγόμενα «Μιξαρχαγέτια» με θυσίες και πλούσια δείπνα. Στην Αθήνα λατρεύονταν με το όνομα Άνακες ή Άνακτες Παίδες.
Η λατρεία των Διοσκούρων τέθηκε εκτός νόμου το 359 από τον χριστιανό αυτοκράτορα Κωστάντιο που διέταξε την καταστροφή όλων των Ιερών τους και την θανάτωση όλων των ιερέων τους.
Πηγή:
rassias.gr
Δίδυμοι δωρικοί Θεοί των Ελλήνων αλλά και των Ρωμαίων (στους Έλληνες Κάστωρ και Πολυδεύκης και στους Ρωμαίους Castor και Pollux) αντίστοιχοι, κατά τον Τάκιτο (Germania 43), των τευτονικών Θεών Αλκίς (Αλκιδών;). Γεννήθηκαν μέσα από ένα αυγό στο όρος Ταϋγετος ως Λακεδαιμόνιοι παίδες, υιός του Διός και της Λήδας (“Κούροι Διός”) ο αθάνατος Πολυδεύκης και υιός της Λήδας και του βασιλέως Τυνδάρεω (“Τυνδαρίδες”) ο θνητός Κάστωρ.
Μία μυθολογική αφήγηση που διασώζει ο Πίνδαρος (στον 10ο “Νεμεονίκη” του) διηγείται ότι όταν ο Κάστωρ σκοτώθηκε από τον Αρκάδα Ίδα, ο Πολυδεύκης ζήτησε από τον πατέρα του Δία να τον αναστήσει δηλώνοντας πρόθυμος να αποποιηθεί ακόμη και αυτή την Αθανασία, ο δε Ζεύς κανόνισε έκτοτε να ανεβαίνουν εκ περιτροπής στον Όλυμπο, ημέρα παρά ημέρα, ως αιώνια (ηλιακά) σύμβολα της κυκλικής ροής της θείας ουσίας μέσα σε αθάνατες και θνητές μορφές για την εξασφάλιση του Αενάου.
Εκτός από ηλιακοί Θεοί της αφοσιώσεως (ηθική πλευρά) αλλά και της κυκλικότητας των πραγμάτων (φυσική πλευρά), οι “λευκόπωλοι” (ιππείς λευκών αλόγων) Θεοί Διόσκουροι είναι επίσης και δωρητές στους ανθρώπους των ιππευτικών και πυγμαχικών τεχνικών αλλά και των πολεμικών χορών και ασμάτων. Στην ηθική τους πλευρά είναι επίσης Θεοί του μαχητικού θάρρους, του αγωνιστικού έθους (ως “Αφετήριοι”, δηλαδή αρχίζοντες τον αγώνα), της φιλότητας, της πολιτικής βουλήσεως (υπό την επίκληση “Αμβούλιοι”, με ιδιαίτερο βωμό τους στην Σπάρτη), της εκπαιδευτικής αγωγής των νεαρών ανδρών και της φιλοξενίας, καθώς επίσης, στην φυσική πλευρά τους, και έφοροι κάποιων μετεωρολογικών φαινομένων και προστάτες των ναυτικών από τις τρικυμίες όπως και οι Κάβειροι, με τους οποίους σχετίστηκαν μετά τον 3ο αιώνα π.Χ, στη δε Δήλο, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ταυτίστηκαν με αυτούς με ιδιαίτερο ιερέα (Διοσκούρων Καβείρων) παρά την σαφή χθόνια φύση των δευτέρων. Οι ναυτικοί προσεύχονταν σε αυτούς ως προσφωνώντας τους “Θεούς Σωτήρες” για κατάπαυση των τρικυμιών και μετά τους τιμούσαν, ως Ολυμπίους, σε ευχαριστήρια θυσία με προσφορά λευκού προβάτου.
Ο θάνατος του Κάστορος
Τοιχογραφικό έργο του Φίκου, Αθήνα
Από την κλασική αρχαιότητα και εντεύθεν οι “Σωτήρες Θεοί” Διόσκουροι επεκτείνουν την σφαίρα τους ως ηλιακές συνειδήσεις και στο πεδίο της θεραπευτικής (λ.χ. ως ακόλουθοι του Ασκληπιού στην Επίδαυρο), ενώ ως “Θεοί Μεγάλοι” λατρεύτηκαν στον Κλείτορα Αρκαδίας και τις Κεφαλές Αττικής. Σύμβολό τους ένα ζεύγος “πίλων” (ημισφαιρικών κρανών, των δύο ημίσεων του αυγού της Λήδας) με ένα αστέρι στην κορυφή ενός εκάστου (Τα τελευταία μόνο από το τέλος του 4ου αιώνος π.Χ κι έπειτα. Ο Σχολιαστής Λυκόφρων, διασώζει αόριστα στο σημείο 88 τη μυθολογική αφήγηση ότι ο Ζεύς ενώθηκε με τη Λήδα υπό μορφή άστρου).
Το άλλο σύμβολό τους, τα λεγόμενα “Δόκανα” (δύο κάθετα ξύλα που συνδέονται με άλλα δύο χιαστί, σύμβολο της ακλονήτου συντροφικότητος) αποτελούσε την πολεμική σημαία των Σπαρτιατών. Προς τιμήν τους εορτάζονταν τα «Διοσκούρια» σε πολλές αχαϊκές και δωρικές πόλεις με γυμνικούς αγώνες και θυσίες. Στη Σπάρτη και την Κυρήνη εορτάζονταν με παιδιές και συμπόσια. «Διοσκούρια» εόρταζαν από το 496 π.Χ και οι Ρωμαίοι, που καθιέρωσαν για αυτά την 8η Απριλίου του κάθε έτους, σε ανάμνηση του θριάμβου τους κατά των Λατίνων στη μάχη της Ρηγίλλης, κατά την οποία η παράδοση ήθελε να έχουν "εμφανιστεί" (επιφάνεια) οι Διόσκουροι πάνω σε λευκά άλογα ως συμπολεμιστές των Ρωμαίων.
Το 414 κτίσθηκε στο Φόρουμ της Ρώμης περικαλής Ναός τους που φιλοξενούσε και συνεδριάσεις της Συγκλήτου, ενώ άλλο μεγάλο λατρευτικό κέντρο υπήρξε το Τusculum, καθώς και η Όστια, το επίνειο της Ρώμης. Στο Άργος, όπου ο Κάστωρ θεωρούνταν αρχηγέτης των γενών της Λέρνης και ένας από τους Δώδεκα Ολυμπίους Θεούς, οι Έλληνες εόρταζαν επίσης προς τιμήν των Διόσκουρων τα λεγόμενα «Μιξαρχαγέτια» με θυσίες και πλούσια δείπνα. Στην Αθήνα λατρεύονταν με το όνομα Άνακες ή Άνακτες Παίδες.
Η λατρεία των Διοσκούρων τέθηκε εκτός νόμου το 359 από τον χριστιανό αυτοκράτορα Κωστάντιο που διέταξε την καταστροφή όλων των Ιερών τους και την θανάτωση όλων των ιερέων τους.
Πηγή:
rassias.gr