Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ - Η ΟΡΘΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ ΩΣ ΜΥΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Όταν διαβάζει κάποιος τους διαλόγους του Πλάτωνα, και βλέπει τον Σωκράτη να ασκεί την Διαλεκτική, θα πρέπει να ξέρει ότι το ουσιώδες είναι να κατανοεί «τι είναι» ο Σωκράτης και τι τα πρόσωπα των διαλόγων.

Τα πρόσωπα που συζητούν με τον Σωκράτη είναι προσωποποιήσεις τόσο των φαντασιών, συλλογισμών, διανοημάτων του Σωκράτη όσο και προσωποποιήσεις του πολυκέφαλου θηρίου, η επίδραση του άλογου φόρτου και τα επίπεδα κατά τα οποία προσπαθεί να ανέβει η λογική ψυχή: ο νους δηλ – αυτός είναι ο Σωκράτης – να φτάσει προσπαθεί, να ανέβει, να πετάξει στο νοητό και να κατακτήσει την Αλήθεια – ο νους της έλλογης και αϊδιας ψυχής προσπαθεί να κατακτήσει την γνώση των αεί Όντων, μιας και η ψυχή θα ανέβει από τις αισθήσεις στις φαντασίες, και από εκεί στους διανοητικούς (συ)λλογισμούς, και από τον συλλογισμό στον Νου (νοητό). Εξ και λέγεται Σωκράτης, ο σωτήρας του Λόγου της ψυχής.


Όπερ και σημαίνει ότι η Διαλεκτική δεν αφορά το «εξω» αλλά το «μέσα«. Εσύ συζητάς με ‘σένα, με σκοπό να ενεργοποιήσεις τους εντός σου Λόγους των πάντων και τα πατρώα συνθήματα : η ψυχή περιέχει τους Λόγους όλων των δημιουργημένων φύσεων, εκ των οποίων οι μεν νοητικού Λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών, τα δε θεία σύμβολα ή πατρικά συνθήματα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων/Αγαθοτήτων (Θεοί).

Εξ ου και λέμε ότι:

η διαφορά στον τρόπο της Φιλοσοφίας (Αθηνά & Ερμής) από την Θεουργία/ιερατική (Εκάτη & Ήλιος), στον τρόπο δηλ. της Σοφίας από την Αγαθότητα, στον τρόπο δηλ. της Αλήθειας από την Πίστη, έγκειται στο γεγονός ότι η φιλοσοφία αποδίδει την απομάκρυνση από τους θεούς και την επιστροφή στην λήθη και στην ανάμνηση των αΐδιων Λόγων αντίστοιχα. Ενώ οι Θεουργία/Ιερατική τις αποδίδει στην λήθη και στην ανάμνηση των πατρικών συμβόλων. Όμως και οι δύο επί της ουσίας συμφωνούν διότι η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς νοητικού Λόγους και από τα θεία σύμβολα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί νοητικοί Λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών, τα δε θεία σύμβολα ή πατρικά συνθήματα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων. Και είμαστε εικόνες των νοητικών ουσιών και αγάλματα των αγνώστων συμβόλων. Και όπως ακριβώς κάθε ψυχή είναι πλήρωμα όλων των ειδών και έχει λάβει υπόσταση από μία αιτία, έτσι μετέχει σε όλα τα σύμβολα μέσω των οποίων συνάπτεται με τον Θεό, ενώ η ύπαρξή της έχει καθοριστεί από ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχει μέσα της συνάγεται σε μια κορυφή.[1]

Μάλιστα για εμάς τους Έλληνες:

όσο αφορά τον τρόπο του Ερμή – η “αρσενική” Αρχαγγελική μονάδα, όπως η Ίρις είναι η “θηλυκή” Αρχαγγελική μονάδα – και συγκεκριμένα όσο αφορά στον τρόπο που η τάξη των Αγγέλων ανάγει την ψυχή θεωρούμε πως το κάνει «φέγγουσα πυρὶ τὴν ψυχήν». Φωτίζοντας δηλ. ολόγυρα και γεμίζοντάς την με άχραντο πυρ που της προσδίδει ακατάβλητη τάξη και δύναμη λόγω της οποίας δεν πέφτει με ορμή μέσα στην αταξία της ύλης αλλά «συνάπτεται τῷ φωτὶ τῶν θείων». Και την συνέχει στον κατάλληλο τόπο και την εμποδίζει να αναμειχθεί με την ύλη, «κουφίζοντάς την μέσω θερμού πνεύματος» και «ποιοῦσα μετέωρον διὰ τῆς ἀναγωγοῦ ζωῆς». Τέλος δε των ανόδων, για εμάς τους Έλληνες, είναι «ἡ μετουσία τῶν θείων καρπῶν καὶ ἡ αὐτοφαὴς τοῦ πυρὸς ἀποπλήρωσις», που είναι όψη του θεού, επειδή την τοποθετεί κάτω από τα μάτια του Πατέρα. Έτσι ως ψυχές γινόμαστε υμνωδοί των θείων, σύμφωνα με τον χρησμό, καθώς προβάλλουμε «τὰ συνθήματα τοῦ Πατρὸς τὰ ἄρρητα καὶ προσφέρουσα αὐτὰ τῷ Πατρί», τα οποία έθεσε «ὁ Πατὴρ εἰς αὐτὴν ἐν τῇ πρώτῃ παρόδῳ τῆς οὐσίας». Και τέτοιοι είναι οι νοητικοί και αφανείς ύμνοι μας ως αναγομένες ψυχές για εμάς τους Έλληνες : ύμνοι που ανακινούν την μνήμη των αρμονικών Λόγων οι οποίοι φέρουν απόρρητες εικόνες των θεϊκών δυνάμεων που έχουμε μέσα μας ως ψυχές. [2]

Μάλιστα οι Έλληνες:

«Ψυχῆς βάθος» ονομάζουμε «τὰς τριπλᾶς αὐτῆς γνωστικὰς δυνάμεις, νοεράς, διανοητικάς, δοξαστικάς», ενώ με «ὄμματα» συμβολίζουμε «τὰς τριπλᾶς γνωστικὰς ἐνεργείας» της ψυχής – δηλ. για εμάς τους Έλληνες «τὸ γὰρ ὄμμα, γνώσεως σύμβολον. ἡ δὲ ζωή, ὀρέξεως».[3]

 Εξ ου και οι Έλληνες:

διαιρούμε σε τρία μέρη την “θεαγωγίαν” (=άνοδος στο θείο), και το ένα το λέμε “αὐτοπτικόν” (=αυτοψία), το δεύτερο “ἐποπτικόν” (=εποπτεία) και το τρίτο “ἐνθεατικόν” (=ενθουσιασμό/θεοπνευστία), ώστε και αυτοί που ορούν το θείο να είναι αυτόπτες, επόπτες και ένθεοι.

Αν, λοιπόν, κάποιος δύναται με το νοητικό, “αὐγοειδεῖ καὶ αἰθριώδει” όχημα της ψυχής του να ορά πως είναι εκ φύσεως το θείο, τότε αυτός, που ο ίδιος είναι “κλήτωρ καὶ θεατής”, είναι “αὐτόπτης”. Όποιος με το όχημα της φαντασίας της ψυχής του φαντάζεται το θείο, παρακινούμενος βέβαια σε αυτό από άλλους, αυτός από εμάς τους Έλληνες ονομάζεται “επόπτης”. Και αν όχι με τον νου του ούτε με την φαντασία του αλλά με τα ίδια του τα όμματα βλέπει κάποια θεία οράματα να κινούνται στον αέρα, για αυτόν εμείς οι Έλληνες λέμε ότι ενθεάζει (=είναι “ένθεος”) προς αυτά και τον ονομάζουμε “ενθεαστή”. Γιατί λέμε ότι κάποιο σωματικό φώς αποτελεί υπόστρωμα των θείων, φώς το οποίο αντιλαμβάνονται, άλλοι επειδή έλαβαν τέτοια φύση ματιών χωρίς να το προσπαθήσουν, όπως ήταν ο Σωκράτης και ο Πλωτίνος, και άλλοι επειδή υφίστανται μετατροπές στη διάνοιά τους σε ορισμένες περιόδους ομοίως με το σεληνιακό φως. [4]

Όταν βέβαια λέμε “αυτοψία” εννοούμε ότι ο “τελομενος” ορά τα θεία φώτα. Αν όμως αυτός δεν βλέπει τίποτα, αλλά βλέπει το φαινόμενο αυτός που οργανώνει την τελετή, τότε αυτό λέγεται εποπτεία προς τον τελούμενο. Το δε λεγόμενο άγαλμα στις τελετές είναι νοητό και παντελώς χωριστό από το σώμα.[5]

 Ο τρόπος βέβαια της αυτοψίας είναι, όταν ο νους του “κλτωρ” αναγείρεται στην θέα των ασωμάτων και νοητών, ενώ τα όμματα του αντιλαμβάνονται το φώς που εκπέμπεται από αυτά.[6]

Δηλ.:

«όπως η κοσμική δύναμη σε πολλές ψυχές, σε εκείνες που είναι άξιες για μία τέτοια μακαριστή θέα, χρησιμοποιώντας τελεσιουργικές δυνάμεις ανυψώνει στην αγγελική τάξη τις ψυχές οι οποίες λαβαίνουν της τελεστική ολοκλήρωση και τις κάνει διαύλους της αναγγελίας της απόκρυφης των Θεών γνώσης– εξ ου και προκαλεί τη μακάρια αυτή θέαση. Έτσι και οι εδώ ιερατικοί εμβάλλουν στους επόπτες δύναμη ορατική προτοφανέρωτων εικόνων και τους καθιστούν θεωρούς.»[7]

Άλλωστε όσο αφορά τις δίχως σώματα ψυχές:

«κάποιες έχουν την ιδιότητα να αποκαλύπτουν στις ψυχές εν τη γενέσει άλλα πράγματα, άγνωστα σε αυτές, και κάποιες άλλα πάλι πράγματα, σύμφωνα με τις διαφορετικές κυκλικές κινήσεις του σύμπαντος. Επί παραδείγματι, άλλες αποκαλύπτουν τελετές και μυστήρια, και αυτές είναι εκείνες που έχουν αποδοθεί στους τελεσιουργούς θεούς. Άλλες αποκαλύπτουν τη θεία μαντική, εκείνες που έχουν αποδοθεί στις τάξεις οι οποίες είναι ικανές να αποκαλύπτουν την κρυφή αλήθεια των Θεών. Άλλες την ιατρική, εκείνες που έχουν αποδοθεί στις θεραπευτικές δυνάμεις οι οποίες συνέχουν τον σύμπαντα ουρανό απρόσβλητο από το γήρας, νόσο και καταστροφή. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κάποιες ψυχές αξιώνονται με τρόπο εξηρημένο της άμεσης εποπτείας προκειμένου για τις αφανείς περιοδικές κινήσεις των ψυχών, και αυτές είναι εκείνες που προσοικειώθηκαν τους ηγεμόνες των παραπάνω κινήσεων. Και οι μεν άλλοτε βλέπουν άμεσα τις τάξεις τούτου του σύμπαντος Κόσμου και ανακοινώνουν σχετικά με αυτές, σύμφωνα με την προϋπάρχουσα στο σύμπαν ιερατική τέχνη, ενώ οι δε μέσα από την κατά άλλο τρόπο αποκτημένη ανάμνηση των εξωτερικών θεαμάτων, σύμφωνα με την φιλοσοφική θεώρηση.»[8]

Δηλαδή για εμάς τους Έλληνες:

η ψυχή, αφού γίνει Κόσμος νοητικός και εξομοιωθεί όσο μπορεί με τον καθολικό και νοητό Κόσμο, μπορεί να προσεγγίσει τον δημιουργό και πατέρα του Σύμπαντος  – τον Δια – και με την προσέγγιση να εξοικειωθεί κάπως μαζί του μέσω της συνεχούς προσπάθειας της να τον συλλάβει – γιατί η αδιάκοπη ενέργεια γύρω από κάθε τι ανακαλεί και αναζωπυρώνει τους εν ημίν Λόγους – και, αφού μέσω της εξοικείωσης βρεθεί στην πόρτα του πατέρα, να ενωθεί μαζί του. Γιατί αυτό είναι η εύρεση, να τον συναντήσει, να ενωθεί μαζί του, να συνευρεθεί μόνη με μόνο, να πετύχει αυτή την άμεση εμφάνιση του, να “αποσπάσει τον εαυτό της” από κάθε άλλη ενέργεια για να αφοσιωθεί σε εκείνον, και τότε τους επιστημονικούς Λόγους θα τους θεωρήσει Μύθους, όταν πια συνευρίσκεται με τον πατέρα και γεύεται την αλήθεια του όντως Όντος και “μέσα σε καθαρό φως» ξεκάθαρα «μυείτε στα καθολικά και ακλόνητα νοητά φάσματα”. Η εύρεση, λοιπόν, είναι κάτι τέτοιο και όχι η εύρεση μέσω δοξασίας. Γιατί αυτή είναι αμφίβολη και δεν βρίσκεται μακριά από την άλογη ζωή. Ούτε είναι επιστημονική εύρεση. Γιατί αυτή είναι συλλογιστική και σύνθετη και δεν αγγίζει τη νοητική ουσία του νοητικού δημιουργού. Αντιθέτως, είναι η εύρεση με βάση την αντίληψη της αυτοψίας και την επαφή με το νοητό και την ένωση με τον δημιουργικό νου – τον Δία. Γιατί αυτή θα μπορούσε να ειπωθεί κυριολεκτικά “κατόρθωμα” είτε επειδή είναι δύσκολη και δυσπρόσιτη και εμφανίζεται στις ψυχές μετά την διέλευση τους από ολόκληρη την ιεραρχία της ζωής, είτε επειδή είναι αληθινός άθλος των ψυχών. Γιατί μετά την πλάνη της γένεσης και την κάθαρση και μετά το φως της επιστήμης λάμπει η νοητική ενέργεια και ο νους μέσα μας, ο οποίος προσορμίζει την ψυχή μέσα στον πατέρα και την ενιδρύει άχραντα μέσα στης δημιουργικές νοήσεις του και συνδέει το φως μας με το φώς του πατέρα και δεν είναι σαν το φως της επιστήμης, αλλά πιο ωραίο, νοητικότερο, και ενοειδέστερο. Γιατί αυτό είναι το πατρικό λιμάνι, η εύρεση του πατέρα, η άχραντη ένωσή του μαζί του.[9]

Μάλιστα:

«Εκείνος τους εμφανίζεται από κάποιο αόρατο τόπο και, ανατέλλοντας από ψηλά επάνω τους, χαρίζει λάμψη στα πάντα και τα γεμίζει με το φώς του, εκπλήσσοντας όσους είναι κάτω, που έστρεψαν το πρόσωπο ανήμποροι να τον δουν, σαν να επρόκειτο για τον ήλιο. Άλλοι αντέχουν και τον κοιτάζουν. Άλλοι, όμως, ταράζονται, ανάλογα με την απόσταση τους από αυτόν. Όσοι είναι ικανοί να βλέπουν, βλέπουν, όταν τον κοιτάζουν, αυτόν και τα πράγματα που του ανήκουν. Δεν έχει ο καθένας, όμως, το ίδιο θέαμα πάντοτε, αλλά κάποιος, κοιτάζοντας ατενώς, βλέπει να λάμπει η πηγή του δικαίου και η φύση του, κάποιος άλλος πληρούται από τη θέα της σωφροσύνης, όχι τέτοιας όπως αυτής που έχουν οι άνθρωποι εδώ κάτω, όταν την έχουν. Διότι αυτή μιμείται κατά κάποιο τρόπο εκείνη.»[10]

Έτσι:

«Ας συλλάβουμε, λοιπόν, με τον νου μας τον Κόσμου τούτο, με καθένα από τα μέρη του να παραμένει ότι είναι χωρίς να συγχέεται, συννενώνοντας τα, κατά το δυνατόν, σε ένα, ώστε, όταν οποιοδήποτε μέρος προβάλλει πρώτο, φέρ’ ειπείν η εξώτερη σφαίρα του ουρανού, αμέσως ακολουθεί η εμφάνιση του ήλιου και μαζί των άλλων άστρων, και τότε να φαίνονται η γη, η θάλασσα και όλα τα ζωντανά πλάσματα, όπως θα γίνονταν και στην πράξη να φανούν όλα μέσα σε μια διάφανη σφαίρα. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι στην ψυχή κάνει την εμφάνισή της μια φωτεινή σφαίρα, έχοντας στον εαυτό της τα πάντα, είτε κινούμενα είτε ακίνητα, ή μερικά κινούμενα κινούμενα ή μερικά ακίνητα. Κράτησέ την και φέρε στο νου σου μια άλλη, αφαιρώντας τον όγκο. Αφαίρεσε επίσης τους τόπους και την φαντασιακή εικόνα της ύλης που έχεις μέσα σου, χωρίς να προσπαθήσεις να συλλάβεις μια άλλη σφαίρα μικρότερη σε όγκο από την πρώτη, αλλά κάλεσε τον Θεό, ο οποίος δημιούργησε εκείνη της οποίας έχεις τη φαντασιακή εικόνα, και προσευχήσου να έρθει. Και αυτός θα μπορούσε να έρθει, φέρνοντας μαζί του τον δικό του Κόσμο, με όλους τους εντός του θεούς, όντας ένας και όλοι, και καθένας ολοι συνυπάρχοντας σε έναν, διαφορετικοί μεν ως προς τις δυνάμεις τους, ένας και ο αυτός όμως ως προς εκείνη την μεγάλη. Ή μάλλον ο ένας θεός είναι όλοι. Διότι δεν εκλείπει, αν όλοι γίνουν ότι είναι αυτός. Είναι όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, σε μια αδιάστατη στάση, δίχως κανένα αισθητό σχήμα – αλλιώς, ο ένας έπρεπε να είναι εδώ και ο άλλος αλλού, και καθένας θεός να έχει μέρη διαφορετικά από τον ίδιο που ανήκουν σε θεούς άλλους από τον ίδιο, ούτε καθένα μοιάζει σαν δύναμη κατακερματισμένη, με μέγεθος τόσο όσο και το μέτρο των μερών της. Αυτό, όμως, το σύμπαν, είναι καθολική δύναμη, εκτεινόμενη στο άπειρο και ικανή στο άπειρο. Και ο Θεός εκείνος είναι τόσο μεγάλος, ώστε τα μέρη του έγιναν άπειρα.»[11]

Βέβαια:

«Είναι κατόρθωμα να βρούμε τον δημιουργό “τούτου εδώ”[12] του σύμπαντος, όπως λέει ο Πλάτων. Γιατί, καθώς η εύρεση είτε προχωρά από τα πρώτα με βάση την επιστήμη είτε οδεύει από τα κατώτερα με βάση την ανάμνηση, την εύρεση από τα πρώτα θα μπορούσες να την πεις δύσκολη, επειδή η εύρεση των ενδιάμεσων δυνάμεων απαιτεί την κορυφαία μελέτη, ενώ την εύρεση από τα κατώτερα σχεδόν την θεωρώ δυσκολότερη από αυτήν. Γιατί, αν πρόκειται να δούμε από τα κατώτερα την ουσία του δημιουργού και τις καθολικές δυνάμεις, πρέπει να παρατηρήσουμε ολόκληρη την φύση όσων εδώ κάτω έχουν γεννηθεί από αυτόν και όλους τους ορατούς τομείς του Κόσμου και τις αόρατες φυσικές δυνάμεις μέσα σε αυτόν, με βάση τις οποίες έχει λάβει υπόσταση η συμπάθεια και η αντιπάθεια μεταξύ των μερών του Κόσμου. Και πριν από αυτές, πρέπει να παρατηρήσουμε τους σταθερούς Φυσικούς Λόγους και τις ίδιες τις φύσεις, τις καθολικότερες και τις μερικότερες, τις άυλες και τις υλικές, τις θείες, τις δαιμόνιες και αυτές των θνητών ζώων επιπλέον, πρέπει να παρατηρήσουμε τα γένη που υπάγονται στη ζωή, τα αϊδια και τα θνητά, τα άχραντα και τα υλικλά, τα καθολικά και τα μερικά, τα λογικά και τα άλογα, καθώς και τα ανώτερα από εμάς πληρώματα, με τα οποία έχει συνδεθεί ολόκληρο το διάστημα ανάμεσα στους Θεούς και στη θνητοειδή φύση, και όλες τις ψυχές και τα διάφορα πλήθη των Θεών σε κάθε τομέα του σύμπαντος, και τα άρρητα και ρητά σύμβολα του Κόσμου, με τα οποία ο Κόσμος συνδέεται με τον πατέρα. Γιατί αυτός που χωρίς αυτά σπεύδει προς την ενατένηση του δημιουργού είναι ατελέστερος από τη νόηση του πατέρα. Τίποτα, όμως, ατελές δεν επιτρέπεται να συνδεθεί με το απολύτως τέλειο.»[13]

Εξ ου και λέμε πως:

«ακόμη και αν βρούμε τον δημιουργό, δεν είναι δυνατόν να το πούμε, αυτό δε δεν υποδεικνύει μόνο το των Πυθαγορείων έθος, οι οποίοι κρατούσαν απόρρητους τους περί τα θεία λόγους και δεν συζητούσαν με όλους για αυτά. “γιατί τα όμματα των πολλών δεν μπορούν να προσηλωθούν στο αληθινό”, όπως λέει ο Ελεάτης ξένος στον Πλατωνικό “Σοφιστή, 254.a”. Αλλά και γιατί η εύρεση δεν είναι κατόρθωμα της ψυχής που λέει κάτι, αλλά της ψυχής που μυείται και έχει γίνει υπόστρωμα για το θείο φώς, ούτε είναι κατόρθωμα της ψυχής που πραγματοποιεί τι δική της κίνηση, αλλά της ψυχής που τηρεί κάτι σαν σιωπή. Γιατί, ενώ η ψυχή δεν μπορεί από φυσικού της να συλλάβει την ουσία των υπόλοιπων αληθινών πραγμάτων είτε με μία λέξη είτε με την απόδοση ορισμού είτε με την επιστήμη, παρά μονάχα με τη νόηση, όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτωνας στις “Επιστολές, 342”, εξ ου και δεν μπορεί να βρει την ουσία του δημιουργού με κάποιον άλλο τρόπο παρά μονάχα με την νόηση. Έτσι δεν μπορεί να ονόματα και ρήματα να δηλώσει αυτό που είδε και να το εκφράσει σε άλλους. Γιατί η περιγραφή που δηλώνεται με σύνθεση αδυνατεί να εκφράσει την εννοειδή και απλή φύση.»[14]

Όταν λέμε βέβαια “Σύμπαν” θα πρέπει να ξέρουμε ότι η έννοια αυτή δηλώνει:

«τους σωματικούς όγκους, τις συνολικές σφαίρες και τα συμπληρώματα καθεμίας, τις ζωτικές και νοητικές δυνάμεις που επιβαίνουν στους όγκους, και περιλαμβάνει ασφαλώς και όλους τους ίδιους τους εγκόσμιους θεούς και την καθολική θεότητα του Κόσμου, από την οποία προέρχεται ο αριθμός των εγκόσμιων Θεών. Η μία θεότητα, λοιπόν, και ο ένας νους και θεία ψυχή και ο συνολικός όγκος μαζί με το συνδεδεμένο μαζί τους θείο, νοητικό, ψυχικό και σωματικό πλήθος – γιατί κάθε μονάδα έχει το συγγενικό της πλήθος – ας εννοηθούν με το “σύμπαν”. Γιατί όλα αυτά σημαίνει το “σύμπαν”.»[15]

Βέβαια εμείς οι Έλληνες γνωρίζοντας πως:

οι καθαροί νόες, είναι άκλιτοι και αμιγείς από τα αισθητά, θεωρούμε πως αρκεί να προσευχόμαστε σε αυτούς, καθώς το εν ημίν θείο και νοητικό και ένα, ή νοητό αν θέλει κάποιος να το καλούμε, εγείρεται εναργώς με τις (προσ)ευχές. Και όταν εγείρεται, αναζητά με σφοδρότητα αυτό που του μοιάζει και συνάπτεται με την καθαυτό τελειότητα.[16]

Άλλωστε για εμάς τους Έλληνες:

όλα τα όντα είναι έκγονα των υπερούσιων, μεθεκτών και αυτοτελών Θεών/Ενάδων/Αγαθοτήτων και όλα παράγονται από αυτούς άμεσα και εδράζονται σε αυτούς. Μιας και δεν πραγματοποιείται μόνο η συνεχής πρόοδος των πραγμάτων και τα επόμενα δεν λαμβάνουν υπόσταση πάντα μόνο από τα αμέσως προηγούμενα αίτιά τους, αλλά κατά κάποιο τρόπο τα πάντα γεννιούνται κατευθείαν από τους θεούς, ακόμα και αν λέγονται ότι είναι πάρα πολύ μακριά από τους θεούς, ακόμα κι αν μιλήσεις για την ίδια την ύλη – το υπόστρωμα της Φύσης.

Γιατί στους Έλληνες το θείο δεν λείπει από τίποτα, αλλά παρευρίσκεται εξίσου στα πάντα. Για αυτό, ακόμα κι αν πάρεις τα τελευταία όντα, και σε αυτά θα βρεις να υπάρχει το θείο.

Γιατί για τους Έλληνες το Ένα υπάρχει παντού, στον βαθμό που κάθε ΟΝ έχει λάβει υπόσταση από τους θεούς, και τα πάντα, μολονότι έχουν προέλθει από τους θεούς, δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτούς, αλλά είναι ριζωμένα σε αυτούς – οι θεοί έχουν περιβάλει και συμπεριλάβει τα πάντα και τα κρατούν μέσα τους.

Γιατί στους Έλληνες αυτό που υπάρχει πέρα από τους θεούς είναι «τὸ μηδαμῶς ν στι» (αυτό που δεν υπάρχει καθόλου).

Δηλ. στους Έλληνες όλα τα όντα περιλαμβάνονται ολόγυρα από τους θεούς και υπάρχουν μέσα σε αυτού. Δηλ. με έναν θαυμαστό τρόπο, και έχουν βγει τα πάντα και δεν έχουν βγει. Γιατί δεν αποσπάστηκαν από τους θεούς. Γιατί αν είχαν αποσπαστεί, δεν θα υπήρχαν καν, επειδή και όλα τα γεννήματα, αν αποσπαστούν από τους πατέρες τους, αμέσως ξεπέφτουν στην αχάνεια του μη όντος. Αντιθέτως, είναι εδραιωμένα κατά κάποιο τρόπο σε αυτούς και, και παρότι έχουν προχωρήσει στον εαυτό τους, παραμένουν όμως στους θεούς. Επειδή, όμως, από τη στιγμή που προχώρησαν, έπρεπε και να επιστρέψουν, μιμούμενοι την εμφάνιση των θεών και την επιστροφή τους στο αίτιο, προκειμένου και αυτά να είναι τακτοποιημένα σύμφωνα με την “τελειοποιητική τριάδα” – (παρα)μονή, πρόοδος και επιστροφή –  και να περιέχονται πάλι από τους θεούς και τις πρωταρχικές Ενάδες, για αυτό δέχονται από αυτούς μια κατώτερη τελειότητα, με βάση την οποία μπορούν να επιστρέφουν προς την αγαθότητα των θεών, προκειμένου, επειδή εξ αρχής ήταν ριζωμένα στους θεούς, να στηριχτούν και πάλι σε αυτούς μέσω της επιστροφής, κάνοντας ένα τέτοιο κύκλο που ξεκινά από τους θεούς και καταλήγει στους θεούς.

Σε εμάς τους Έλληνες όλα και μένουν και επιστρέφουν στους θεούς, έχοντας λάβει από αυτούς τούτη τη δύναμη και έχοντας υποδεχτεί στην ουσία τους δύο σύμβολα, το ένα για να μένουν εκεί και το άλλο για να επιστρέφουν μετά την πρόοδό τους.

Αυτά, μάλιστα ο δημιουργός τα έπραξε στις ψυχές, δίνοντας μας σύμβολα της παραμονής και της επιστροφής μας, εδραιώνοντας μας στο Ένα και χαρίζοντας μας την «κατὰ τὸν νοῦν ἐπιστροφὴν».

Για αυτή την επιστροφή, για εμάς τους Έλληνες, η (προς)ευχή παρέχει μέγιστη συντέλεια, καθώς με τα άρρητα σύμβολα των θεών, τα οποία ο πατέρας των ψυχών έσπειρε μέσα μας, προσελκύουμε κοντά μας την ευποιία των θεών και ενωνόμαστε ως ψυχές με τους θεούς στους οποίους προσευχόμαστε, συνάπτουμε τον των Θεών νου προς τους λόγους μας, παρακινούμε την βούληση όσων περιέχουν μέσα τους πλήρως τα αγαθά στη γενναιόδωρη μετάδοσή τους, προκαλούμε την πειθώ και την θεία δημιουργία των θεών, και εγκαθιστούμε όλα τα δικά μας μέσα στους θεούς.[17]
Για αυτό και για εμάς τους Έλληνες η Μύηση [εκ του ρήματος «μύω» που σημαίνει «κλίνω τα μάτια»] και η Εποπτεία είναι η θέαση των νοητών, είναι της άρρητης σιγής σύμβολο και της ένωσης με τα νοητά μέσω των μυστικών νοητικών φασμάτων των Θεών – εξ ου και αναφερόμενοι στους νοητούς θεούς, την θέαση εκείνων την ονομάζουμε τελετή (κατά την έννοια ότι καθιστά την ψυχή τέλεια), την νόηση εκείνων εκ μέρους των ψυχών την ονομάζουμε μύηση και την ενίδρυση σε εκείνους εποπτεία!

Άλλωστε:

όλοι οι άνθρωποι, από την αρχή που γεννιούνται, χρησιμοποιούν την αίσθηση πριν από τον νου και, κατ’ ανάγκη, τα αισθητά είναι τα πρώτα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι. Κάποιοι μένουν εδώ και ζουν την ζωή τους, νομίζοντας τη πρώτη και τελευταία, και, αφού θεωρούν πως ότι είναι για αυτούς δυσάρεστο και ευχάριστο είναι κακό και καλό αντιστοίχως, κρίνουν πως αρκεί αυτό και περνούν τη ζωή τους επιδιώκοντας το ένα και προσπαθούν να αποφύγουν το άλλο. Όσοι από αυτούς διεκδικούν σοφία, το έκαναν λογική τους αυτό, όπως τα βαριά πουλιά, που πήραν πολλά πράγματα από την γη, βάρυναν και δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά, παρ’ ότι έχουν λάβει παρά της φύσεως φτερά. Άλλοι σηκώνονται λίγο από τα κάτω πράγματα, διότι το ανώτερο μέρος της ψυχής τους τούς το κινεί από το ευχάριστο προς το κάλλιστο, ανήμποροι, όμως, όπως είναι να δούνε το επάνω, καθώς δεν έχουν από πού αλλού να σταθούν, έρχονται προς τα κάτω, μαζί με το όνομα της αρετής, σε πράξεις και επιλογές της κάτω περιοχής, από όπου στην αρχή προσπαθούσαν να σηκωθούν. Υπάρχει, όμως, ένα τρίτο γένος θείων ανθρώπων, που με την μεγαλύτερη δύναμή τους και με την οξύτητα των ομμάτων τους βλέπει με ξεχωριστή οξυδέρκεια την (επ)άνω αίγλη και υψώνεται εκεί, σαν επέρ των νεφών και της αχλίς του εδώ Κόσμου, και μένουν εκεί, παραβλέποντας όλα τα πράγματα του εδώ Κόσμου και αντλώντας ευχαρίστηση από τον αληθινό και οικείο τους τόπο,  όπως ο άνθρωπος που, ύστερα από μεγάλη περιπλάνηση, έφτασε στην ευνομούμενη πατρίδα του.[18]

Και όλα αυτά κατά την έννοια ότι για εμάς τους Έλληνες:

στην ψυχή υπάρχουν τρία είδη ζωής. Το τρίτο είδος είναι αυτό που έρχεται σε επαφή με τις υποδεέστερες δυνάμεις και ενεργεί μαζί με εκείνες, χρησιμοποιώντας εικόνες της φαντασίας και άλογες αισθήσεις, γεμάτη καθ’ ολοκληρίαν από τα κατώτερα. Το δεύτερο ως προς την σεβασμιότητα και την δύναμη είδος, τοποθετημένο ως μεσαίο στο μέσο της ψυχής, είναι αυτό με το οποίο επιστρέφει προς τον εαυτό της μετά την κατάβαση από την ένθεη ζωή και θέτοντας ως αρχή της ενέργειας τον νου και την αληθινή γνώση, ξεδιπλώνει τους πολλαπλούς Λόγους, θεάται τις κάθε λογής εναλλαγές των ειδών, συγκεντρώνει σε ένα το υποκείμενο και το αντικείμενο της νόησης και απεικονίζει την νοερή ουσία, περικλείοντας σε ένα την φύση των νοητών. Το πρώτο που είναι το άριστο και τελειότατο, είναι εκείνο κατά το οποίο η ψυχή συνδέεται με τους θεούς και ζει την κατ’ εξοχήν συγγενική προς τους θεούς ζωή, που χαρακτηρίζεται από ενότητα μέσα στην απόλυτη ομοιότητα της, ζωή που δεν είναι της ψυχής αλλά των θεών, ξεπερνώντας αφ’ ενός τον δικό της νου και στερεώνοντας αφ’ ετέρου το άρρητο σύμβολο της ενιαίας υπόστασης των θεών, συνδέοντας το όμοιο με το όμοιο, το εκεί φως με το δικό της φως, το ενοειδές της δικής της ουσίας και ζωής με το υπερούσιο Ένα που βρίσκεται πάνω και από κάθε ζωή.[19]

Μάλιστα για εμάς τους Έλληνες:

η ψυχή όταν θεωρεί τα μακάρια θεάματα αποκτά μια άλλη ζωή, πράττει σύμφωνα με κάποια διαφορετική ενέργεια και τότε, ορθώς θεωρεί ότι δεν ανήκει στην τάξη των ανθρώπων. Πολλές φορές, μάλιστα, εγκαταλείποντας τη δική της ζωή, την ανταλλάσει με τη μακαριότατη ενέργεια των θεών.[20]

___________________

[1] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 5.1 – 5.13» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 5.1 ` to     Eclogae de philosophia Chaldaica 5.13    φιλοσοφα τν τε λθην κανμνησιν τνιδων λγων ατιται τς τε ποφοιτσεως τς π τν θεν κα τς π ατος πιστροφς· τ δ λγια, τν πατρικν συνθημτων. Συνδει δμφτερα· συνστηκε γρ  ψυχ π τν ερν λγων κα τν θεων συμβλων· ν ο μν εσιν π τν νοερν εδν, τ δ π τν θεων νδων· κα σμν εκνες μν τν νοερν οσιν, γλματα [τ] δ τν γνστων συνθημτων. Κα σπερ πσα ψυχ πντων μν στι πλρωμα τν εδν, κατ μαν δ λως αταν φστηκεν, οτω κα πντων μν μετχει τν συνθημτων, δι ν συνπτεται τ θεφρισται δ  παρξις ν ν, καθ συνγεται πν τ ν ατ πλθος ες μαν κορυφν.
[2] Πρβλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 1.1 – 1.24» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 1.1 ` to     Eclogae de philosophia Chaldaica 1.24 Αὐλαὶ τῶν θείων καὶ οἰκήσεις αἱ ἀΐδιαι τάξεις. Καὶ ἡ «πανδεκτικὴ αὐλὴ» τοῦ Πατρὸς ἡ πατρικὴ τάξις ἐστίν, ἡ πάσας ὑποδεχομένη καὶ συνέχουσα τὰς ἀνα<χ>θείσας ψυχάς· ἡ δὲ τῶν ἀγγέλων μερὶς πῶς ἀνάγει ψυχήν; φέγγουσα, φησί, πυρὶ τὴν ψυχήν, τοῦτ᾽ ἔστι περιλάμπουσα αὐτὴν πανταχόθεν, καὶ πλήρη ποιοῦσα τοῦ ἀχράντου πυρὸς ὃ ἐνδίδωσιν αὐτῇ τάξιν ἄκλιτον καὶ δύναμιν δι᾽ ἣν οὐκ ἐκροιζεῖται εἰς τὴν ὑλικὴν ἀταξίαν ἀλλὰ συνάπτεται τῷ φωτὶ τῶν θείων· καὶ συνέχει δὲ αὐτὴν ἐν οἰκείῳ τόπῳ, καὶ ἀμιγῆ ποιεῖ πρὸς τὴν ὕλην, τῷ θερμῷ πνεύματι κουφίζουσα καὶ ποιοῦσα μετέωρον διὰ τῆς ἀναγωγοῦ ζωῆς· τὸ γὰρ πνεῦμα τὸ θερμὸν ζωῆς ἐστι μετάδοσις. Κουφίζεται δὲ ἅπαν τὸ σπεῦδον εἰς τὸν ἄνω τόπον, ὥσπερ βρίθει τὸ εἰς τὴν ὕλην φερόμενον. Τέλος δὲ τῶν ἀνόδων ἡ μετουσία τῶν θείων καρπῶν καὶ ἡ αὐτοφαὴς τοῦ πυρὸς ἀποπλήρωσις, ἥτις ἐστὶν ἡ θεοῦ ὄψις, ὡς ὑπ᾽ ὄμμασιν αὐτὴν τιθεῖσα τοῦ Πατρός. Ὑμνῳδὸς δὲ ἀποτελεῖται τῶν θείων ἡ ψυχή, κατὰ τὸ λόγιον, τὰ συνθήματα τοῦ Πατρὸς τὰ ἄρρητα προβαλλομένη καὶ προσφέρουσα αὐτὰ τῷ Πατρί, ἃ ἐνέθετο ὁ Πατὴρ εἰς αὐτὴν ἐν τῇ πρώτῃ παρόδῳ τῆς οὐσίας. Τοιοῦτοι γὰρ οἱ νοεροὶ καὶ ἀφανεῖς ὕμνοι τῆς ἀναγομένης ψυχῆς,   ἀνακινοῦντες τὴν μνήμην τῶν ἁρμονικῶν λόγων οἳ φέρουσιν ἀπορρήτους εἰκόνας τῶν θείων ἐν αὐτῇ δυνάμεων.
[3] Βλ. Πρόκλος «Εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 2.1 – 2.3» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 2.1 ` to     Eclogae de philosophia Chaldaica 2.3   «Ψυχῆς βάθος» τὰς τριπλᾶς αὐτῆς γνωστικὰς δυνάμεις φησί, νοεράς, διανοητικάς, δοξαστικάς· «ὄμματα» δὲ «πάντα», τὰς τριπλᾶς αὐτῶν γνωστικὰς ἐνεργείας. Τὸ γὰρ ὄμμα, γνώσεως σύμβολον· ἡ δὲ ζωή, ὀρέξεως· τριπλᾶ δὲ ἑκατέρα.
[4] Βλ. Μιχαήλ Ψελός «Θεολογικά, 74.124 – 74.138» :
Theologica 74.124 ` to     Theologica 74.138 Ελλήνων δὲ παῖδες, ὧν δὴ τελευταῖος δᾳδοῦχος καὶ ἱεροφάντης ὁ Πρόκλος ἐγένετο, εἰς τρία δὴ ταῦτα τὴν θεαγωγίαν καταμερίζουσι, καὶ τὸ μὲν αὐτῆς αὐτοπτικόν φασι, τὸ δὲ ἐποπτικόν, τὸ δὲ ἐνθεατικόν, ὡς εἶναι καὶ τοὺς ὁρῶντας αὐτόπτας καὶ ἐπόπτας καὶ ἐνθεαστάς. εἰ μὲν οὖν τις τῷ νοερῷ τῆς ψυχῆς καὶ αὐγοειδεῖ καὶ αἰθριώδει ὡς ἔχει φύσεως τὸ θεῖον ὁρᾷ, αὐτὸς ὢν καὶ κλήτωρ καὶ θεατής, αὐτόπτης οὗτός ἐστιν· ὅστις δὲ τῷ φανταστικῷ τῆς ψυχῆς ὀχήματι τὰ θεῖα φαντάζοιτο, ὑφ᾽ ἑτέρου θεολόγου κατ᾽ ἐκείνους πρὸς τοῦτο ἀνακινούμενος, ἐπόπτης ἂν οὗτος καλοῖτο· εἰ δὲ μήτε κατὰ νοῦν θεωροίη μήτε κατὰ φαντασίαν, αὐτοῖς δὲ μόνοις τοῖς ὄμμασι θείας τινὰς ὁράσεις τῷ ἀέρι ἐμφερομένας, ἐνθεάζει τε οὗτος περὶ αὐτάς, καὶ ἐνθεαστὴς ὀνομάζοιτο. φασὶ γὰρ καὶ φῶς σωματικὸν ὑπεστρῶσθαι τοῖς θείοις, οὗ δὴ ἀντιλαμβάνονται, οἱ μὲν ἀπραγματεύτως τοιαύτης τυχόντες ὀμμάτων φύσεως, οἷος δὴ καὶ Σωκράτης καὶ Πλωτῖνος ἐγένοντο, οἱ δὲ κατά τινας περιόδους τῷ σεληναίῳ ἴσως φωτὶ τρεπόμενοι τὴν διάνοιαν·
[5]       Opuscula psychologica, theologica, daemonologica 136.5 ` to     Opuscula psychologica, theologica, daemonologica 136.13  Χαλδαϊκὸν λόγιον. μὴ φύσεως καλέσῃς αὔτοπτον ἄγαλμα.  
Ἐξήγησις. ατοψα στν, ταν ατς  τελομενος τ θεα φτα ρ. ε δ οτος μν οδν ρη,  δ τν τελετν διατιθμενος ατοπτε τ φαινμενον, ποπτεα τοτο πρς τν τελομενον λγεταιδε δ τ καλομενον γαλμα ν τας τελετας νοητν εναι κα σματος παντπασι χωριστν. τὸ δ τς φσεως μρφωμα οκ στι παντπασι νοητν·  γρ φσις σωμτων στν ς π τ πλεστον διοικητικ δναμις· «μ» ον «καλσς», φησν, ν τας τελετας «ατοπτον φσεως γαλμα»·πενγκοι γρ σοι μεθαυτο φυσικν δαιμονων μνον πληθν.
[6] Βλ. Μιχαήλ Ψελός, στο «Θεολογικά, 74.124 – 74.138» και «Θεολογικά, 74.136.6 – 8».
[7] Πρβλ.. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας υπόμνημα, (Β’[συνέχεια], 2.154.5 – 2.154.12) :
in R 2.154.5 ` to     in R 2.154.12 ὡς γὰρ οἱ παρ᾽ ἡμῖν ἱερατικοὶ τοῖς ἐπόπταις δύναμιν ἐντιθέασιν ἰδεῖν ἃ μὴ πρότερον φάσματα καὶ ποιοῦσι θεωρούς, οὕτω καὶ ἡ ἐν τῷ κόσμῳ πρὸ τῆς παρ᾽ ἡμῖν εἰς πολλὰς τοῦτο δρᾷ ψυχὰς τὰς ἀξίας τῆς τοι αύτης μακαριστῆς θέας (πρὸ γὰρ τῶν μερῶν τὸ ὅλον) καὶ τελεστικαῖς χρῆται δυνάμεσι καὶ εἰς ἀγγελικὴν ἀνάγει τάξιν τὰς τελουμένας τῶν ψυχῶν, ἀλήθειαν διαγγελουσῶν τὴν κρυφίαν· διὸ προξενεῖ τὴν τούτων μακαρίαν θέαν.
[8] Βλ.. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας υπόμνημα, (Β’[συνέχεια], 2.153.20 – 2.154.5):
in R 2.153.20 ` to     in R 2.154.5 ὡς αἳ μὲν ἄλλων εἰσὶν ἐκφαντορικαὶ ταῖς ἐν γενέσει ψυχαῖς ἀγνώστων αὐταῖς πραγμάτων, αἳ δὲ ἄλλων κατὰ τὰς διαφόρους τοῦ παντὸς περιόδους· οἷον αἳ μὲν τελετῶν καὶ μυστηρίων, ὅσαι τοῖς τελετουργοῖς ἀνεῖνται θεοῖς· αἳ δὲ τῆς θείας μαντικῆς, ὅσαι ταῖς ἐκφαντορικαῖς τάξεσιν ἀνεῖνται τῆς κρυφίως οὔσης ἐν τοῖς θεοῖς ἀληθείας· αἳ δὲ ἰατρικῆς, ὅσαι ταῖς παιωνίοις δυνάμεσι ταῖς ἀγήρων καὶ ἄνοσον καὶ ἄλυτον συνεχούσαις τὸν ὅλον οὐρανόν. οὕτω δὴ οὖν καὶ τῶν ἀφανῶν περιόδων τῶν ψυχικῶν ἄξιαί τινες γίγνονται διαφερόντως τῆς ἐποψίας, ὅσαι τοῖς τῶν περιόδων τούτων   2.154  ἡγεμόσιν ᾠκείωνται· καὶ αὗται ποτὲ μὲν αὐτοφανῶς ἰδοῦσαι τὰς ἐν τῷ παντὶ τούτῳ κόσμῳ τάξεις αὐτῶν διαγγέλλουσιν κατὰ τὴν ἐν τῷ παντὶ προϋπάρχουσαν ἱερατικήν, αἱ δὲ ἄλλον τρόπον ἀναμνησθεῖσαι τῶν ἔξω θεαμάτων κατὰ τὴν φιλόσοφον θεωρίαν.
[9] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Τίμαιο, 1.301.22 – 1.302.25» :
in Ti 1.301.22 ` to     in Ti 1.302.25     ἀλλὰ δεῖ καὶ τὴν ψυχὴν κόσμον νοερὸν γενομένην καὶ ὁμοιωθεῖσαν εἰς δύναμιν τῷ ὅλῳ καὶ νοητῷ κόσμῳ προσάγειν ἑαυτὴν τῷ ποιητῇ τοῦ παντός, ἐκ δὲ τῆς προσαγωγῆς οἰκειωθῆναί πως αὐτῷ διὰ τῆς συνεχοῦς ἐπιβολῆς—ἡ γὰρ ἀδιάκοπος ἐνέρ γεια περὶ ἕκαστον ἐκκαλεῖται καὶ ἀναζωπυρεῖ τοὺς ἐν ἡμῖν λόγους—διὰ δὲ τῆς οἰκειώσεως εἰς τὴν θύραν καταστᾶσαν τοῦ πατρὸς ἑνωθῆναι πρὸς αὐτόν· τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ εὕρεσις, τὸ ἐντυχεῖν αὐτῷ, τὸ ἑνωθῆναι, τὸ μόνην μόνῳ συγγενέσθαι, τὸ τῆς αὐτοφανείας ταύτης τυχεῖν, ἀπὸ πάσης ἄλλης ἐνεργείας εἰς ἐκεῖνον <ἁρπάσασαν ἑαυτήν>, ὅτε καὶ τοὺς ἐπιστημονικοὺς λόγους μύθους ἡγήσεται συνοῦσα τῷ πατρὶ καὶ συνεστιωμένη τὴν ἀλήθειαν τοῦ ὄντος καὶ <ἐν αὐγῇ καθαρᾷ> καθαρῶς <ὁλόκληρα καὶ ἀτρεμῆ φάσματα μυουμένη> [Phaedr. 250 C]. τὸ μὲν οὖν εὑρεῖν τοιόνδε τί ἐστιν, οὐχ ἡ δοξαστικὴ εὕρεσις· ἀμφίβολος γὰρ αὕτη καὶ οὐ πόρρω τῆς ἀλόγου ζωῆς· οὐδ᾽ ἡ ἐπιστημονική· συλλογι στικὴ γὰρ αὕτη καὶ σύνθετος καὶ οὐκ ἐφάπτεται τῆς τοῦ νοεροῦ δημιουργοῦ νοερᾶς οὐσίας· ἀλλ᾽ ἡ κατὰ τὴν ἐπι βολὴν τὴν αὐτοπτικὴν καὶ τὴν ἐπαφὴν τοῦ νοητοῦ καὶ τὴν ἕνωσιν τὴν πρὸς τὸν δημιουργικὸν νοῦν· αὕτη γὰρ <ἔργον> ἂν προσρηθείη κυρίως, ἢ ὡς χαλεπὴ καὶ δυσέφικτος, μετὰ πᾶσαν τὴν διέξοδον τῆς ζωῆς ἀναφαινομένη ταῖς ψυχαῖς, ἢ ὡς ἆθλος ἀληθινὸς τῶν ψυχῶν· μετὰ γὰρ τὴν πλάνην τῆς γενέσεως καὶ τὴν κάθαρσιν καὶ μετὰ τὸ τῆς ἐπιστήμης φῶς ἀναλάμπει τὸ νοερὸν ἐνέργημα καὶ ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς, ὁρμίζων τὴν ψυχὴν ἐν τῷ πατρὶ καὶ ἐνιδρύων αὐτὴν ἀχράντως ἐν ταῖς δημιουργικαῖς νοήσεσι καὶ φῶς φωτὶ συνάπτων, οὐχ οἷον τὸ τῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ καὶ τοῦδε κάλλιον καὶ νοερώτερον καὶ ἑνοειδέστερον οὗτος γάρ ἐστιν ὁ πατρικὸς ὅρμος, ἡ εὕρεσις τοῦ πατρός, ἡ πρὸς αὐτὸν ἄχραντος ἕνωσις.
[10] Βλ. Πλωτίνος «Ενεάδες, 5-η Ενεάδα :“Περί του νοητού κάλλους”, 5.8.10.1 – 5.8.10.20»:
Enneades 5.8.10.1 ` to     Enneades 5.8.10.20  καὶ <ὁ Ζεὺς> καίπερ ὢν πρεσβύτατος τῶν ἄλλων θεῶν, ὧν αὐτὸς ἡγεῖται, <πρῶτος πορεύεται> ἐπὶ τὴν τούτου θέαν, οἱ δὲ <ἕπονται θεοὶ> ἄλλοι <καὶ δαίμονες> καὶ ψυχαί, αἳ ταῦτα ὁρᾶν <δύνανται>. Ὁ δὲ ἐκφαίνεται αὐτοῖς ἔκ τινος ἀοράτου τόπου καὶ ἀνατεί λας ὑψοῦ ἐπ᾽ αὐτῶν κατέλαμψε μὲν πάντα καὶ ἔπλησεν αὐγῆς καὶ ἐξέπληξε μὲν τοὺς κάτω, καὶ ἐστράφησαν ἰδεῖν οὐ δεδυνημένοι οἷα ἥλιον. Οἱ μὲν ἄρ᾽ αὐτοῦ ἀνέχονταί τε καὶ βλέπουσιν, οἱ δὲ ταράττονται, ὅσῳ ἂν ἀφεστήκωσιν αὐτοῦ. Ὁρῶντες δὲ οἱ δυνηθέντες ἰδεῖν εἰς αὐτὸν μὲν πάντες βλέπουσι καὶ εἰς τὸ αὐτοῦ· οὐ ταὐτὸν δὲ ἕκαστος ἀεὶ θέαμα κομίζεται, ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἀτενὲς ἰδὼν ἐκλάμπουσαν εἶδε τὴν τοῦ δικαίου πηγὴν καὶ φύσιν, ἄλλος δὲ τῆς σωφροσύνης ἐπλήσθη τοῦ θεάματος, οὐχ οἵαν ἄνθρωποι παρ᾽ αὐτοῖς, ὅταν ἔχωσι· μιμεῖται γὰρ αὕτη ἀμῃγέπῃ ἐκείνην·
[11] Βλ. Πλωτίνος «Ενεάδες, 5-η Ενεάδα :“Περί του νοητού κάλλους”, 5.8.9.1 – 5.8.9.27»:
Enneades 5.8.9.1 ` to     Enneades 5.8.9.27  Τοῦτον τοίνυν τὸν κόσμον, ἑκάστου τῶν μερῶν μένοντος ὅ ἐστι καὶ μὴ συγχεομένου, λάβωμεν τῇ διανοίᾳ, εἰς ἓν <ὁμοῦ πάντα>, ὡς οἷόν τε, ὥστε ἑνὸς ὁτουοῦν προφαινομένου, οἷον τῆς ἔξω σφαίρας οὔσης, ἀκολουθεῖν εὐθὺς καὶ τὴν ἡλίου καὶ ὁμοῦ τῶν ἄλλων ἄστρων τὴν φαντασίαν, καὶ γῆν καὶ θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ζῷα ὁρᾶσθαι, οἷον ἐπὶ σφαίρας διαφανοῦς καὶ ἔργῳ ἂν γένοιτο πάντα ἐνορᾶσθαι. Ἔστω οὖν ἐν τῇ ψυχῇ φωτεινή τις φαντασία σφαίρας ἔχουσα πάντα ἐν αὐτῇ, εἴτε κινούμενα εἴτε ἑστηκότα, ἢ τὰ μὲν κινούμενα, τὰ δ᾽ ἑστηκότα. Φυλάττων δὲ ταύτην ἄλλην παρὰ σαυτῷ ἀφελὼν τὸν ὄγκον λάβε· ἄφελε δὲ καὶ τοὺς τόπους καὶ τὸ τῆς ὕλης ἐν σοὶ φάντασμα, καὶ μὴ πειρῶ αὐτῆς ἄλλην σμικροτέραν λαβεῖν τῷ ὄγκῳ, θεὸν δὲ καλέσας τὸν πεποιηκότα ἧς ἔχεις τὸ φάντασμα εὖξαι ἐλθεῖν. Ὁ δὲ ἥκοι τὸν αὐτοῦ κόσμον φέρων μετὰ πάντων τῶν ἐν αὐτῷ θεῶν εἷς ὢν καὶ πάντες, καὶ ἕκαστος πάντες συνόντες εἰς ἕν, καὶ ταῖς μὲν δυνάμεσιν ἄλλοι, τῇ δὲ μιᾷ ἐκείνῃ τῇ πολλῇ πάντες εἷς· μᾶλλον δὲ ὁ εἷς πάντες· οὐ γὰρ ἐπιλείπει αὐτός, ἢν πάντες ἐκεῖνοι γένωνται· ὁμοῦ δέ εἰσι καὶ ἕκαστος χωρὶς αὖ ἐν στάσει ἀδιαστάτῳ οὐ μορφὴν αἰσθητὴν οὐδεμίαν ἔχων—ἤδη γὰρ ἂν ὁ μὲν ἄλλοθι, ὁ δέ που ἀλλαχόθι ἦν, καὶ ἕκαστος δὲ οὐ πᾶς ἐν αὐτῷ—οὐδὲ μέρη ἄλλα ἔχων ἄλλοις ἢ αὐτῷ, οὐδὲ ἕκαστον οἷον δύναμις κερματισθεῖσα καὶ τοσαύτη οὖσα, ὅσα τὰ μέρη μετρούμενα. Τὸ δέ ἐστι [τὸ πᾶν] δύναμις πᾶσα, εἰς ἄπειρον μὲν ἰοῦσα, εἰς ἄπειρον δὲ δυναμένη· καὶ οὕτως ἐστὶν ἐκεῖνος μέγας, ὡς καὶ τὰ μέρη αὐτοῦ ἄπειρα γεγονέναι.
[12] «Το “τούτο εδώ” προστίθεται ως δηλωτικό του ότι το σύμπαν είναι αισθητό και μερικό. Γιατί το νοητό σύμπαν δεν είναι “τούτο εδώ” το σύμπαν, επειδή περιέχει όλα τα νοητά Είδη. Στο ορατό λοιπόν σύμπαν ταιριάζει το “τούτο εδώ”, επειδή έλαβε φύση αισθητή και υλική»
[13] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Τίμαιο, 1.300.28 – 1.301.22» :
in Ti 1.300.28 ` to     in Ti 1.301.22  τὸν τοίνυν δημιουργὸν τοῦδε τοῦ παντὸς εὑρεῖν ἔργον ἐστίν, ὥς φησιν· ἐπειδὴ γὰρ ἡ εὕρεσις, ἣ μὲν ἀπὸ τῶν πρώτων ἐστὶ προϊοῦσα κατ᾽ ἐπιστήμην, ἣ δ᾽ ἀπὸ τῶν δευτέρων κατὰ ἀνάμνησιν ὁδεύουσα, τὴν μὲν ἀπὸ τῶν πρώτων εὕρεσιν χαλεπὴν ἂν φαίης, διότι τῆς ἀκροτάτης ἔχεται θεωρίας ἡ τῶν μεταξὺ δυνάμεων εὕρεσις, τὴν δὲ ἀπὸ τῶν δευτέρων ὀλίγου δέω φάναι ταύτης χαλεπωτέραν· εἰ μὲν γὰρ μέλλοιμεν ἀπὸ τούτων τὴν οὐσίαν ὄψεσθαι τοῦ δημιουργοῦ καὶ τὰς ὅλας αὐτοῦ δυνάμεις, δεῖ τὴν τῶνδε τῶν ὑπ᾽ αὐτοῦ γεγεννημένων φύσιν τεθεᾶσθαι σύμπασαν τάς τε ἐμφανεῖς ἁπάσας τοῦ κόσμου μερίδας καὶ τὰς ἀφανεῖς ἐν αὐτῷ φυσικὰς δυνάμεις, καθ᾽ ἃς ἡ ἐν τῷ κόσμῳ συμπάθεια καὶ ἀντιπάθεια τῶν μερῶν ὑφέστηκε, καὶ πρὸ τούτων τοὺς ἑστῶτας φυσικοὺς λόγους καὶ τὰς φύσεις αὐτάς, τάς τε ὁλικωτέρας <καὶ τὰς μερικωτέρας>, ἀύλους αὖ καὶ ἐνύλους, θείας τε καὶ δαιμονίας καὶ τὰς τῶν θνητῶν ζῴων, ἔτι τὰ ὑπὸ τὴν ζωὴν γένη, τὰ μὲν ἀίδια τὰ δὲ θνητά, καὶ τὰ μὲν ἄχραντα τὰ δὲ ἔνυλα, καὶ τὰ μὲν ὅλα τὰ δὲ μέρη, καὶ τὰ μὲν λογικὰ τὰ δὲ ἄλογα, τά τε κρείττονα ἡμῶν πληρώματα, δι᾽ ὧν πᾶν τὸ μεταξὺ συνδέδεται θεῶν τε καὶ τῆς θνητοειδοῦς φύσεως, καὶ ψυχὰς παντοίας καὶ θεῶν ἀριθμοὺς ἄλλους κατ᾽ ἄλλας τοῦ παντὸς μερίδας, τά τε ἄρρητα καὶ τὰ ῥητὰ συνθήματα τοῦ κόσμου, δι᾽ ὧν συνάπτεται τῷ πατρί· ὁ γὰρ ἄνευ τούτων ὁρμῶν ἐπὶ τὴν τοῦ δημιουργοῦ θεωρίαν ἀτελέστερός ἐστι τῆς νοήσεως τοῦ πατρός· ἀτελὲς δὲ οὐδὲν τῷ παντελείῳ συνάπτεσθαι θέμις.
[14] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Τίμαιο, 1.302.25 – 1.303.16» :
in Ti 1.302.25 ` to     in Ti 1.303.16  τὸ δὲ <αὖ εὑρόντα μὴ δυνατὸν εἶναι λέγειν> τάχα μὲν καὶ τὸ τῶν <Πυθαγορείων> ἔθος ἐνδεικνύοιτ᾽ ἄν, οἳ τοὺς περὶ τῶν θείων λόγους ἀπορρήτους εἶχον καὶ οὐ πρὸς πάντας διελέγοντο περὶ αὐτῶν· <τὰ γὰρ τῶν πολλῶν ὄμματα καρτερεῖν πρὸς τὸ> ἀληθὲς <ἀφορῶντα ἀδύνατα, φησὶν ὁ Ἐλεάτης ξένος> [ Soph. 254 AB ]. τάχα δὲ καὶ τοῦτο λέγοι ἂν καὶ πολλῷ τούτου σεμνότερον, ὅτι τὸν εὑρόντα λέγειν ὡς εἶδε πρός τινας ἀδύνατον· οὐδὲ γὰρ ἡ εὕρεσις λεγούσης τι τῆς ψυχῆς ἦν, ἀλλὰ μυούσης καὶ ὑπεστρωμένης πρὸς τὸ θεῖον φῶς, οὐδὲ κινουμένης οἰκείαν κίνησιν, ἀλλὰ σιωπώσης τὴν οἷον σιωπήν· ὅπου γὰρ οὐδὲ τὴν τῶν ἄλλων πραγμάτων οὐσίαν πέφυκεν ἢ δι᾽ ὀνόματος αἱρεῖν ἢ δι᾽ ὁριστικῆς ἀποδόσεως ἢ δι᾽ ἐπιστήμης, ἀλλὰ διὰ νοήσεως μόνης, ὥς φησιν ἐν ταῖς <Ἐπιστολαῖς> [ 342 s ] αὐτός, πῶς ἂν τὴν οὐσίαν τοῦ δημιουργοῦ δύναιτο τρόπον ἕτερον εὑρεῖν ἢ νοερῶς; πῶς δ᾽ ἂν οὕτως εὑροῦσα δύναιτο δι᾽ ὀνομάτων καὶ ῥημάτων ἐξαγγεῖλαι τὸ ὀφθὲν καὶ εἰς ἄλλους ἐξενεγκεῖν; ἡ γὰρ ἐν συνθέσει φερομένη διέξοδος ἀδυνατεῖ τὴν ἑνοειδῆ καὶ ἁπλῆν παριστάνειν φύσιν.
[15] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Τίμαιο, 1.300.13 – 1.300.24» :
in Ti 1.300.13 ` to     in Ti 1.300.24 τὸ δὲ <πᾶν τόδε> σημαίνει μὲν καὶ τοὺς ὄγκους τοὺς σωματικοὺς τάς τε ὅλας σφαίρας καὶ τὰ πληρώματα τὰ ἑκάστης, σημαίνει δὲ καὶ τὰς ἐποχουμένας τοῖς ὄγκοις δυνάμεις ζωτικάς τε καὶ νοεράς, περιλαμβάνει γε μὴν καὶ αὐτοὺς πάντας τοὺς ἐγκοσμίους <θεοὺς> καὶ τὴν ὅλην τοῦ κόσμου θεότητα, περὶ ἣν πρόεισιν ὁ τῶν ἐγκοσμίων θεῶν ἀριθμός· ἥ τε οὖν μία θεότης καὶ ὁ εἷς νοῦς καὶ ἡ θεία ψυχὴ καὶ ὁ ὅλος ὄγκος μετὰ τοῦ συζυγοῦντος ἀριθμοῦ θείου τε καὶ νοεροῦ, ψυχικοῦ τε καὶ σωματοειδοῦς—ἑκάστη γὰρ μονὰς ἔχει σύστοιχον ἑαυτῇ πλῆθος—ἀντὶ τοῦ παντὸς εἰλήφθω· ταῦτα γὰρ πάντα σημαίνει <τὸ πᾶν>.
[16] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.15.21 – 1,15,25» :
Myst 1.15.21 ` to     Myst 1.15.25 Εγὼ δ᾽ οὐδ᾽ ἄλλοις τισὶν ἡγοῦμαι δεῖν εὔχεσθαι. Τὸ γὰρ θεῖον ἐν ἡμῖν καὶ νοερὸν καὶ ἕν, ἢ εἰ νοητὸν αὐτὸ καλεῖν ἐθέλοις, ἐγείρεται τότε ἐναρ γῶς ἐν ταῖς εὐχαῖς, ἐγειρόμενον δὲ ἐφίεται τοῦ ὁμοίου διαφερόντως καὶ συνάπτεται πρὸς αὐτοτελειότητα.
[17]  Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, 1.209.13 – 211.8» :
in Ti 1.209.13 ` to     in Ti 1.211.8 Πάντα τὰ ὄντα θεῶν ἐστιν ἔκγονα καὶ παράγεται ὑπ᾽ αὐτῶν ἀμέσως πάντα καὶ ἱδρύεται ἐν αὐτοῖς. οὐ γὰρ μόνον ἡ κατὰ συνέχειαν ἐπιτελεῖται τῶν πραγμάτων πρόοδος, ἀεὶ τῶν ἑξῆς ἀπὸ τῶν προσεχῶς αἰτίων ὑφισταμένων, ἀλλὰ καὶ αὐτόθεν ἀπὸ τῶν θεῶν ἔστιν ὅπῃ γεννᾶται τὰ πάντα, κἂν πορρωτάτω τῶν θεῶν εἶναι λέγηται, κἂν αὐτὴν εἴπῃς τὴν ὕλην• οὐδενὸς γὰρ ἀφέστηκε τὸ θεῖον, ἀλλὰ πᾶσιν ἐξ ἴσου πάρεστι. διό, κἂν τὰ ἔσχατα λάβῃς, καὶ τούτοις παρὸν τὸ θεῖον εὑρήσεις• ἔστι γὰρ πανταχοῦ τὸ ἕν, καθὸ τῶν ὄντων ἕκαστον ἐκ θεῶν ὑφέστηκε, προελθόντα δὲ πάντα ἐκ θεῶν οὐκ ἐξελήλυθεν ἀπ᾽ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ἐνερρίζωται ἐν αὐτοῖς• ποῦ γὰρ ἂν καὶ ἐξέλθοι, πάντα τῶν θεῶν περιειληφότων καὶ προκατειληφότων καὶ ἐν ἑαυτοῖς ἐχόντων; τὸ γὰρ ἐπέκεινα τῶν θεῶν τὸ μηδαμῶς ὄν ἐστι. πάντα δὲ τὰ ὄντα κύκλῳ περιείληπται ὑπὸ τῶν θεῶν καὶ ἐν αὐτοῖς ἐστι. θαυμαστὸν οὖν τινα τρόπον καὶ προῆλθε πάντα καὶ οὐ προῆλθεν. οὐ γὰρ ἀπεσπάσθη τῶν θεῶν• οὐδὲ γὰρ ἂν ἦν ἀποσπασθέντα, διότι καὶ πάντα τὰ ἔκγονα τῶν πατέρων ἀποσπώμενα πρὸς τὴν ἀχάνειαν εὐθὺς ὑποτρέχει τοῦ μὴ ὄντος• ἀλλ᾽ ἵδρυταί πως ἐν αὐτοῖς, καί, ὡς τὸ ὅλον εἰπεῖν, ἑαυτοῖς μὲν προελήλυθε, μένει δὲ τοῖς θεοῖς.  ἐπεὶ δὲ προελθόντα καὶ ἐπιστρέφειν ἔδει μιμούμενα τὴν τῶν θεῶν ἔκ φανσίν τε καὶ εἰς τὸ αἴτιον στροφήν, ἵνα κατὰ τὴν τελεσιουργὸν τριάδα καὶ ταῦτα διατεταγμένα πάλιν ὑπὸ τῶν θεῶν περιέχηται καὶ τῶν πρωτίστων ἑνάδων, δευτέραν τινὰ δέχεται παρ᾽ αὐτῶν τελειότητα, καθ᾽ ἣν ἐπιστρέφειν δύναται πρὸς τὴν ἀγαθότητα τῶν θεῶν, ὅπως ἂν ἐρριζωμένα τὴν ἀρχὴν ἐν θεοῖς διὰ τῆς ἐπιστροφῆς αὖθις ἐν αὐτοῖς ἀπερείδηται, κύκλον τινὰ τοῦτον ἀπὸ θεῶν τε ἀρχόμενον καὶ εἰς θεοὺς λήγοντα ποιούμενα. πάντ᾽ οὖν καὶ μένει καὶ ἐπιστρέφει πρὸς τοὺς θεούς, ταύτην λαβόντα παρ᾽ αὐτῶν τὴν δύναμιν καὶ διττὰ συνθήματα κατ᾽ οὐσίαν ὑποδεξάμενα, τὰ μὲν ὅπως ἂν ἐκεῖ μένῃ, τὰ δὲ ὅπως ἂν ἐπιστρέφῃ προελθόντα. καὶ ταῦτα οὐκ ἐν ψυχαῖς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἑπομένοις ἀψύχοις πάρεστι θεωρεῖν. τί γὰρ ἄλλο ἐστὶ τὸ καὶ τούτοις τὴν συμπάθειαν πρὸς ἄλλας καὶ ἄλλας δυνάμεις ἐναπεργαζόμενον, ἢ τὸ σύμβολα παρὰ τῆς φύσεως εἰληχέναι, τὰ μὲν πρὸς ἄλλην, τὰ δὲ πρὸς ἄλλην οἰκειοῦντα σειρὰν θεῶν; ἄνωθεν γὰρ καὶ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐξηρτημένη τῶν θεῶν ἡ φύσις καὶ διανενεμημένη περὶ τὰς τῶν θεῶν τάξεις ἐντίθησι καὶ τοῖς σώμασι τῆς πρὸς θεοὺς αὐτῶν οἰκειότητος συνθήματα, τοῖς μὲν Ἡλιακά, τοῖς δὲ Σεληνιακά, τοῖς δὲ ἄλλου τινὸς θεῶν, καὶ ἐπιστρέφει καὶ ταῦτα πρὸς θεούς, τὰ μὲν ὡς πρὸς θεοὺς ἁπλῶς, τὰ δὲ ὡς πρὸς τούσδε τοὺς θεούς, τελεώσασα τὰ ἑαυτῆς γεννήματα κατ᾽ ἄλλην καὶ ἄλλην ἰδιότητα θεῶν. ταῦτ᾽ οὖν πολλῷ πρότερον καὶ ὁ δημιουργὸς περὶ τὰς ψυχὰς ἐνήργησε τοῦ τε μένειν αὐταῖς καὶ τοῦ ἐπιστρέφειν συνθήματα δοὺς καὶ κατὰ μὲν τὸ ἓν ἱδρύσας αὐτάς, κατὰ δὲ τὸν νοῦν τὴν ἐπιστροφὴν αὐταῖς καταχαρισάμενος. πρὸς δὲ τὴν ἐπιστροφὴν ταύτην ἡ εὐχὴ μεγίστην παρέχεται συντέλειαν συμβόλοις ἀρρήτοις τῶν θεῶν, ἃ τῶν ψυχῶν ὁ πατὴρ ἐνέσπειρεν αὐταῖς, τῶν θεῶν τὴν εὐποιίαν ἕλκουσα εἰς ἑαυτὴν καὶ ἑνοῦσα μὲν τοὺς εὐχομένους ἐκείνοις, πρὸς οὓς εὔχονται, συνάπτουσα δὲ καὶ τὸν τῶν θεῶν νοῦν πρὸς τοὺς τῶν εὐχομένων λόγους, κινοῦσα δὲ τὴν βούλησιν τῶν τελείως τὰ ἀγαθὰ περιεχόντων ἐν ἑαυτοῖς ἐπὶ τὴν ἄφθονον αὐτῶν μετάδοσιν, πειθοῦς τε οὖσα τῆς θείας δημιουργὸς καὶ ὅλα τὰ ἡμέτερα τοῖς θεοῖς ἐνιδρύουσα.
[18] Βλ. Πλωτίνος στην 5η Εννεάδα, στο κεφάλαιο «Περί του Νου και των Ιδεών και του Όντος, 5.9.1.1 – 5.9.1.21» :
Enneades 5.9.1.1 ` to     Enneades 5.9.1.21  Πάντες ἄνθρωποι ἐξ ἀρχῆς γενόμενοι αἰσθήσει πρὸ νοῦ χρησάμενοι καὶ τοῖς αἰσθητοῖς προσβαλόντες πρώτοις ἐξ ἀνάγκης οἱ μὲν ἐνταυθοῖ καταμείναντες διέζησαν ταῦτα πρῶτα καὶ ἔσχατα νομίσαντες, καὶ τὸ ἐν αὐτοῖς λυπηρόν τε καὶ ἡδὺ τὸ μὲν κακόν, τὸ δὲ ἀγαθὸν ὑπολαβόντες ἀρκεῖν ἐνόμισαν, καὶ τὸ μὲν διώκοντες, τὸ δ᾽ ἀποικονομούμενοι διεγένοντο. Καὶ σοφίαν ταύτην οἵ γε λόγου μεταποιούμενοι αὐτῶν ἔθεντο, οἷα οἱ βαρεῖς τῶν ὀρνίθων, οἳ πολλὰ ἐκ γῆς λαβόντες καὶ βαρυνθέντες ὑψοῦ πτῆναι ἀδυνατοῦσι καίπερ πτερὰ παρὰ τῆς φύσεως λαβόντες. Οἱ δὲ ἤρθησαν μὲν ὀλίγον ἐκ τῶν κάτω κινοῦντος αὐτοὺς πρὸς τὸ κάλλιον ἀπὸ τοῦ ἡδέος τοῦ τῆς ψυχῆς κρείττονος, ἀδυνατήσαντες   δὲ ἰδεῖν τὸ ἄνω, ὡς οὐκ ἔχοντες ἄλλο, ὅπου στήσονται, κατηνέχθησαν σὺν τῷ τῆς ἀρετῆς ὀνόματι ἐπὶ πράξεις καὶ <2ἐκλογὰσ>2 τῶν κάτω, ἀφ᾽ ὧν ἐπεχείρησαν τὸ πρῶτον αἴρεσθαι. Τρίτον δὲ γένος θείων ἀνθρώπων δυνάμει τε κρείττονι καὶ ὀξύτητι ὀμμάτων εἶδέ τε ὥσπερ ὑπὸ ὀξυδορκίας τὴν ἄνω αἴγλην καὶ ἤρθη τε ἐκεῖ οἷον ὑπὲρ νεφῶν καὶ τῆς ἐνταῦθα ἀχλύος καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ τὰ τῇδε ὑπεριδὸν πάντα ἡσθὲν τῷ τόπῳ ἀληθινῷ καὶ οἰκείῳ ὄντι, ὥσπερ ἐκ πολλῆς πλάνης εἰς πατρίδα εὔνομον ἀφικόμενος ἄνθρωπος.
[19] Βλ. Πρόκλος  «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’, 1.177.14 – 1.178.5» :
in R 1.177.14 ` to     in R 1.178.5 τριττὰς ἐν ψυχῇ εἶναί φαμεν ὡς τὸ ὅλον εἰπεῖν ζωάς· τν μν ρστην κα τελεωττην, καθν συνπτεται τος θεος κα ζ τν κενοις συγγενεσττην κα διμοιτητος κρας νωμνην ζων, οχ αυτς οσαν, λλκενων,περδραμοσα μν τν αυτς νον, νεγερασα δ τρρητον σνθημα τς τν θεν νιαας ποστσεως κα συνψασα τμοίῳτμοιον, τκε φωτ ταυτς φς, τπρ οσαν πσαν κα ζων ν τνοειδστατον τν τς οκεας οσας τε κα ζως. τὴν δὲ ταύτης μὲν δευτέραν πρεσβείᾳ τε καὶ δυνάμει, μέσην δὲ ἐν μέσῃ τῇ ψυχῇ τεταγμένην, καθ᾽ ἣν ἐπιστρέφει μὲν εἰς ἑαυτὴν ἀπὸ τῆς ἐνθέου καταβᾶσα ζωῆς, νοῦν δὲ καὶ ἐπιστήμην προστησαμένη τῆς ἐνεργείας ἀρχὴν ἀνελίττει μὲν τὰ πλήθη τῶν λόγων, θεᾶται δὲ τὰς παντοίας τῶν εἰδῶν ἐξαλλαγάς, εἰς ταὐτὸν δὲ συνάγει τό τε νοοῦν καὶ τὸ νοούμενον, ἀπεικονίζεται δὲ τὴν νοερὰν οὐσίαν ἐν ἑνὶ τὴν τῶν νοητῶν φύσιν περιλαβοῦσα. τρίτην δὲ ἄλλην ἐπὶ ταύταις τὴν συμφερομένην ταῖς καταδεεστέραις δυνάμεσιν καὶ μετ᾽ ἐκείνων ἐνεργοῦσαν, φαντασίαις τε καὶ αἰσθήσεσιν ἀλόγοις προσχρωμένην καὶ πάντῃ τῶν χειρόνων ἀναπιμπλαμένην.
[20] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Αιγυπτίων μυστηρίων, βιβλίο 1ον, 1.12.18 – 1.12.23» :
Myst 1.12.18 ` to     Myst 1.12.23 ἐν γὰρ τῷ θεωρεῖν τὰ μακάρια θεάματα ἡ ψυχὴ ἄλλην ζωὴν ἀλλάττεται καὶ ἑτέραν ἐνέργειαν ἐνεργεῖ καὶ οὐδ᾽ ἄνθρωπος εἶναι ἡγεῖται τότε, ὀρθῶς ἡγουμένη· πολλάκις δὲ καὶ τὴν ἑαυτῆς ἀφεῖσα ζωὴν τὴν μακαριωτάτην τῶν θεῶν ἐνέργειαν ἀντηλλάξατο.




Πηγή: 
eleysis69