Το
170μ.Χ, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν τον σε παμπάλαιους χρόνους και με το
θεϊκό θέλημα της Θέας Δήμητρας κατασκευασμένο στην Ελευσίνα ναός της, ο
οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος
στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α’ προσπάθησε να τα
καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι
την εποχή του Βυζαντινού/Χριστιανού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Ο
Θεοδόσιος Α’ ως αυτοκράτορας με διάταγμα το 392μ.Χ. διέταξε το κλείσιμο
όλων των ιερών/ναών των Θεών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την
αντίσταση των λατρευόντων κατά τα πάτρια των Ελλήνων στην επιβολή του
Χριστιανισμού ως κρατική και μόνη υπαρκτή θρησκεία της αυτοκρατορίας.
Έτσι τα τελευταία απομεινάρια των Ελευσίνιων Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το
396μ.Χ., όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος μαζί με Χριστιανούς ιερείς
και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσαν όλο το
ιερατείο. Το τέλος των Ελευσίνιων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο
οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης.
Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να
είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος «ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα«.
Ο Ευνάπιος στον βίο του Ιουλιανού μας αναφέρει εκτός των άλλων και τα εξής :
«Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο
Ιουλιανός, πληροφορήθηκε ότι υπήρχε στην Ελλάδα ένα είδος ανώτερης
σοφίας, την οποία κατείχε ο ιεροφάντης των δύο Θεαιών, και βιαστικά πήγε
να τον βρει. Δεν είναι σωστό να αναφέρω το όνομα του ιεροφάντη, που
ασκούσε τα καθήκοντά του εκείνη την εποχή. Γιατί είναι αυτός που μύησε
στα μυστήρια τον συγγραφέα του παρόντος. Καταγόταν από την οικογένεια
των Ευμολπιδών. Αυτός ήταν που πρόβλεψε την καταστροφή των ιερών και τον
αφανισμό ολόκληρης της Ελλάδος, ενώπιον μου, και αποκάλυψε φανερά ότι ο
ιεροφάντης που θα τον διαδεχτεί δεν θα έχει το δικαίωμα να ακουμπήσει
τις ιεροφαντικούς θρόνους, γιατί θα έχει αφιερωθεί σε άλλους θεούς, και
να πρωτοστατήσει στις τελετές, γιατί θα έχει δώσει άρρητους όρκους σε
άλλους θεούς. Εν τούτοις θα πρωτοστατήσει, χωρίς καν να είναι Αθηναίος.
Έλεγε επίσης (ήταν πράγματι τόσο διορατικός) ότι στην εποχή του τα ιερά
θα εκθεμελιώνοντας και θα λεηλατούνταν κι ότι ο ίδιος θα ζούσε να τα δει
αυτά και ότι θα τον κατηγορούσαν για υπερβάλλουσα φιλοδοξία. Έλεγε ότι
θα πάψει η λατρεία των δυο Θεαινών πριν από τον θάνατό του, ότι εκείνος
θα αποστερηθεί τα ιερά του αξιώματα και ότι δεν θα ζήσει βίο ιεροφάντη
ούτε θα γεράσει. Έτσι και έγινε. Τον καιρό που ήταν αρχιερέας στα
μυστήρια του Μίθρα κάποιος από τις Θεσπιές, όχι μετά από πολύ καιρό,
έγιναν πολλά και ανεκδιήγητα κακά, μερικά από τα οποία αναφέρω με
λεπτομέρειες στην «Ιστορία” μου, τα άλλα όμως, Θεού θέλοντος, θα τα
διηγηθώ τώρα. Ήταν τότε που ο Αλάριχος με τους βαρβάρους του πέρασε τις
Θερμοπύλες, σαν να έτρεχε αγώνα δρόμου ή σε ιπποδρομίες. Η ασέβεια των
μαυροφορεμένων μοναχών, που εισέβαλαν μαζί του ανεμπόδιστα, άνοιξε σε
εκείνον τις πύλες τις Ελλάδος. Τα θεμέλια και ο νόμος των ιεροφαντικών
θεσμών άρχισαν να κλονίζονται.»[1]
Όμως
παρότι ο πανίερος της Δήμητρας και της Κόρης Περσεφόνης ναός σταμάτησε
να λειτουργεί (όντας κατεστραμμένος πλέον) και τα πάναγνα μυστήρια τους
έπαυσαν δια ποινής θανάτου, τα Ελευσίνια του θείου Νεστόριου μυστήρια
και η σύμπασα θεουργική αναγωγή δεν χάθηκε, μιας και αυτός μύησε σε
αυτά, όπως λέγει ο Μαρίνος Νεαπόλεως στο «βίο του Πρόκλου«, τον υιό του Πλούταρχο (τον νεότερο). Ο δε θείος Πλούταρχος[2] – “το κάλλος και ο λυρισμός όλης της φιλοσοφίας” (ἡ φιλοσοφίας ἁπάσης ἀφροδίτη καὶ λύρα) όπως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Ευνάπιος – “μύησε την κόρη του – και εγγονή του Νεστόριου – Ασκλειπιγένεια αλλά και τον μαθητή του τον θείο Συριανό[3]”[4]. Η
δε θεία Ασκληπιγένεια μύησε τον θείο Πρόκλο[5], άμα την μύηση του
τελευταίου στην του Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία εκ μέρους του θείου
Συριανού, εκ μέρους δηλ. «εκείνου που
ήρθε εκείνη την εποχή στους ανθρώπους σαν πρότυπο της Φιλοσοφίας προς
ευεργεσία των ψυχών που βρίσκονται εν τη γενέσει, ως ανταπόδοση για τα
αγάλματα, για τους ναούς, για την ίδια την ιερή αγιστεία (θρησκεία) στο
σύνολό της, αρχηγός της σωτηρίας για τους ανθρώπους που ζούσα τότε και
για όσους θα ζούσαν στο μέλλον» [6] – εκ του θείου Συριανού ο οποίος “τον
κατέστησε όχι μόνον επόπτη των όντως θείων τελετών με τα αθόλωτα όμματα
της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή, αλλά τον κατέστησε και
μέτοχο και κοινωνό σε όλα τα από τους προ αυτού θεουργούς παραδομένα
μυστήρια και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων αφού τον προετοίμασε
ικανοποιητικά δια κάποιων προτέλειων και μικρών μυστηρίων έπειτα τον
μύησε στην του Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία”[7]
«Μάλιστα για να μην είναι αμύητος
στους στην Λυδία της Μ. Ασία σωζόμενους θεσμούς, το θείο μηχανεύτηκε μια
αφορμή για να τον κάνει να ταξιδεύσει εκεί. Κάποτε λοιπόν που βρέθηκε
μέσα σε μια παραζάλη και τρικυμία περιστάσεων και σε τυφωνικούς ανέμους
ου φυσούσαν ενάντια στην έννομη ζωή, αυτός σταθερά και ακλόνητα, αν και
ριψοκίνδυνα, συνέχισε την ζωή του και, όταν σε μια δύσκολη περίσταση
κατηγορήθηκε από γιγαντιαία αρπακτικά, έφυγε αμέσως από την Αθήνα,
υπακούοντας στην περιφορά του σύμπαντος, και πραγματοποίησε το ταξίδι
στην Μ. Ασία. Έτσι εκεί και αυτός ξεκάθαρα έμαθε όσα ίσχυαν σε εκείνους
του τόπους και εκείνοι που ζούσαν εκεί, αν κάτι από το δρώμενο το
παρέβλεπαν λόγω του μακρού χρόνου που είχε περάσει, το διδάχτηκαν, καθώς
ο φιλόσοφος τους υποδείκνυε πιο διεξοδικά τα σχετικά με τους θεούς.«[8]
Δηλ., έχουμε την εξής άτυπη Ελευσίνια Ιεροφαντική διαδοχή :
- Νεστόριος ο Ευμολπίδης, ο τελευταίος νόμιμος Ιεροφάντης του Ελευσίνιου ναού
- Πλούταρχος ο Αθηναίος (ο νεότερος)
- Συριανός & Ασκληπιγένια (κόρη του Πλουτάρχου του Αθηναίου)
- Πρόκλος (ο Λύκιος). Εξ ου και ο Μιχαήλ Ψελλός, στα «Θεολογικά, 74.124 – 74.138», αναφερόμενος στον θείο Πρόκλο λέγει πως : «ο Πρόκλος υπήρξε των Ελλήνων ο τελευταίος Δαδούχος και Ιεροφάντης.»[9]
Επίσης
μαθητής του θειότατου Συριανού ήταν και ο Ερμείας ο Αλεξανδρινός, ενώ
Μαθητές του Πρόκλου υπήρξαν ο Αμμώνιος ο Αλεξανδρινός (γιός του Ερμεία και της Αιδεσίας) – ο οποίος διατέλεσε και σχολάρχης της πλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας – και ο Ηλιόδωρος.
Δηλ., άμα το πέρασμα της «σκυτάλης»
εκ του τελευταίου Ιεροφάντη του σεπτού της Δήμητρας και Περσεφόνης ναού
Νεστόριου στην Πλατωνική Ακαδημία, ως το μόνο πλέον πνευματικό οχυρό
της θρησκείας των Ελλήνων, ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου
Αθηνάς, κατά τα έτη 431 – 485 μ.κ.ε., ανέλαβε, δια της εντατικής
προσπάθειας, εξ ανάγκης, «κοινοποιήσεως» και δια εκατοντάδων
κειμένων διεξοδικής αναλύσεως της των Ελλήνων θρησκείας, τον ρόλο του
θεματοφύλακα σε οδό διασώσεως εκ της λαίλαπας της αβραμαϊκής θρησκείας
που αυτό-ονομάζεται «Χριστιανισμός», μιας θρησκεία που οι νεοπλατωνικοί,
ιδικά της αθηναϊκής σχολής, όχι αδίκως χαρακτήριζαν ως «μεγάλη σύγχυση»!
Ιδικά
ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς, κατά τα έτη 431-485
μ.κ.ε., που απόηχός του έχει φθάσει μέχρι και τις ημέρες μας, είχε τόσο
ισχυρά θεολογικά/φιλοσοφικά θεμέλια, όντας το ισχυρότερο «κλαδί» του
θρησκευτικού τύπου γενεαλογικού δένδρου της των Ελλήνων θρησκείας, που
τελικώς, αυτός ο ίδιος ο νεοπλατωνισμός, αποτέλεσε την ίδια τη βάση της
χριστιανικής θρησκείας, η οποία για να μπορέσει να κυριαρχήσει απέναντι
του αναγκάστηκε να “ασπαστεί” συγκαλυμμένα πάμπολλες θεολογικές και
φιλοσοφικές εξηγήσεις του καθώς ο ίδιος ο Χριστιανισμός προσπαθούσε να
δημιουργήσει εκείνη την εποχή το θεολογικό του υπόβαθρο!
Εν τέλει η αβραμαϊκή θρησκεία που αυτό-ονομάζεται «Χριστιανισμός»,
αδυνατώντας όχι μόνον να καταστείλει – αν όχι σταματήσει παντελώς, αλλά
ούτε καν να αντιμετωπίσει θεολογικά τον νεοπλατωνισμό (ιδικά της
Ακαδημίας της πόλης της Αθηνάς Παλλάδας), όντας ο μόνος ουσιαστικά
ισχυρός – αν όχι ο μόνος – εχθρός της, στο τέλος προέβη, μη έχοντας άλλο
“όπλο”, στο κλείσιμο της του Πλάτωνος Ακαδημίας των Αθηνών το 529
μ.κ.ε. – από τον χριστιανό Αυτοκράτορα της ανατολικής Ρωμαϊκής
αυτοκράτωριας Ιουστινιανό – και στη δια ποινής θανάτου απαγόρευση της
διδασκαλίας της φιλοσοφίας/θεολογίας των Ελλήνων και στον αναθεματισμό
όσων ακολουθούσαν την του Πλάτωνος θεολογία και φιλοσοφία.
Πράγμα
που ανάγκασε, όπως λέγει ο βυζαντινός ιστορικός του 6ου αιώνα μ.κ.ε.
Αγαθίας[10], τον τελευταίο σχολάρχη της Ακαδημίας, τον Δαμάσκιο από την
Συρία – λόγω των νόμων 1.11.9 , 1.11.10 και 1.11.10.3 του Ιουστινιανού
που εκδόθηκαν το 531μ.κ.ε., σύμφωνα με τους οποίους απαγορεύτηκε αφενός
στους Φιλοσόφους και στις σχολές τους να λαμβάνουν πάσης φύσεως δωρεές
από τους πολίτες, με τις οποίες συντηρούνταν οι φιλόσοφοι και η σχολές
τους, αφετέρου τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων θα κατάσχονταν από
τον αυτοκράτορα – να αυτοεξοριστεί το 531μ.κ.ε. μαζί με τους 6 μαθητές
του (τους Σιμπλίκιο από την Σικελία, Ευλάμιο από τη Φρυγία,
Πρισκιανό από τη Λυδία, Ερμείας και ο Διογένη από τη Φοινίκη και Ισίδωρο
από την Γάζα) στην Περσία στην αυλή του Πέρση βασιλέα & φιλόσοφο Χοσρόη Α΄ και από εκεί στις Κάρρες της Μεσοποταμίας.[11]
Αιώνια
τιμή λοιπόν στους γνησιότερους και ουσιαστικότερους φορείς της ιερής
θρησκείας και Ευσέβειας των Ελλήνων και των μυστηρίων της! Αιώνια τιμή:
- στον θείο Νεστόριο – στον τελευταίο επίσημο Ιεροφάντη των θεοπαράδοτων Μυστηρίων της Θεάς Δήμητρας, της Θεάς Περσεφόνης και του Θεού Ίακχου/Διόνυσου!
- στον θείο Πλούταρχο τον Αθηναίο (έζησε κατά τα έτη 350 – 430 μ.κ.ε.)
- στον θειότατο Συριανό (σχολάρχης της ακαδημίας κατά τα έτη 432 – 450 μ.κ.ε.) : σε εκείνον που, που, όπως λέγει ο θείος Πρόκλος, «υπήρξε αληθώς συμβακχεύσας του Πλάτωνα και εκείνος που συμπληρώθηκε πλήρως από την θεία Αλήθεια και κατέστη για τον Πρόκλο οδηγός της Πλατωνικής θεωρίας και όντως Ιεροφάντης των θείων λόγων του Πλάτωνα»[12], «αυτός, ο Συριανός, που με άχραντο τρόπο στους κόλπους της ψυχής του δέχτηκε το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της Αλήθειας και έγινε μαζί με τους Θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα καλά και αγαθά, εκείνος που μας κατέστησε μετόχους και κοινωνούς ολόκληρη της του Πλάτωνος Φιλοσοφίας και σε όσα απόρρητα από τους προ αυτού θεουργούς είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων»[13]! Εκείνος που, όπως λέγει ο θείος Πρόκλος, «ήρθε εκείνη την εποχή στους ανθρώπους σαν πρότυπο της Φιλοσοφίας προς ευεργεσία των ψυχών που βρίσκονται εδώ κάτω, ως ανταπόδοση για τα αγάλματα, για τους ναούς, για την ίδια την αγιστεία (=λατρεία) στο σύνολό της, αρχηγός της σωτηρίας για τους ανθρώπους που ζουν τώρα και για όσους θα ζήσουν στο μέλλον.»[14]
- στον μεγάλο Ιεροκλή, τον συγγραφέα του υπομνήματος στα «Χρυσά έπη» του Πυθαγόρα
- στον θείο Πρόκλο (σχολάρχης της ακαδημίας κατά τα έτη 450 – 485 μ.κ.ε.), στον του όλου Κόσμου Ιεροφάντη : στον τελευταίο Δαδούχο και Ιεροφάντη των Ελλήνων! Ο οποίος ως ον/ψυχή άνηκε στην Ερμαϊκή σειρά/βαθμίδα και είχε την ψυχή του Πυθαγόρειου Νικόμαχου από τα Γέρασα. Ήταν μια ψυχή/οντότητα που εμφυσά την δύναμη του πυρός και απλώνοντας τα φτερά του νου του σηκώνονταν προς τον πυρσοέλικτο αιθέρα και αντηχούσαν οι πολύαστροι κύκλοι της αθάνατης ψυχής του Κόσμου. Ο θείος Πρόκλος, γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 412 μ.κ.ε. και πέθανε στην Αθήνα την 17η Απριλίου του έτους 485 μ.κ.ε. ή αλλιώς το 124ο έτος από την βασιλεία του Ιουλιανού, όταν άρχοντας στην σεπτή πόλη της Αθηνάς Παρθένου ήταν ο Νικαγόρας ο νεότερος.
- Στην θεία Ασκληπιγένεια, την κόρη του Πλουτάρχου του Αθηναίου – που εξ αυτής ο Πρόκλος μυήθηκε όχι μόνον στα του θείου Νεστόριου Ελευσίνια Μυστήρια και τη σύμπασα θεουργική αναγωγή, μιας και μόνο από αυτήν σώζονταν του μεγάλου Ιεροφάντη Νεστόριου τα μυστήρια και η σύμπασα θεουργική αναγωγή που της είχε παραδοθεί εκ του πατρός της, αλλά και στις των Χαλδαίων “συστάσεσι”, «εντυχίαις» και στις θείες και άφθεκτες στρόφαλους.
- στον Μαρίνο (Νεαπόλεως) – μαθητή, βιογράφο και διάδοχο του Πρόκλου στην του Πλάτωνος ακαδημία.
που
σε πείσμα της σαρωτικής επέλασης του εξουσιαστικού ιουδαϊκού
χριστιανισμού, που στόχο είχε να αντικαταστήσει δια της ωμής βίας την
κυριαρχία του ελληνικού τρόπου σκέψης και ζωής, στάθηκαν (ακόμη και με
κίνδυνο της βιολογικής τους υπάρξεως) θεματοφύλακες και διέσωσαν με τα
κείμενά τους την των Ελλήνων θρησκείας και θεολογίας!
Βέβαια όπως λέγει ο θείος Πρόκλος:
«Ολόκληρη η Θεολογία των Ελλήνων προέρχεται από την Ορφική
μυσταγωγία, καθώς πρώτος ο Πυθαγόρας από τον Αγλαόφημο διδάχτηκε τα
όργια (μυστήρια) των Θεών και δεύτερος ο Πλάτωνας[15]
δέχτηκε την παντελή περί τούτων επιστήμη από τα πυθαγόρεια και τα
ορφικά συγγράμματα. Στον “Φίληβο”, λοιπόν, ανάγοντας την περί των
δυοειδών αρχών θεωρία στους Πυθαγορείους, τους αποκαλεί “συγκάτοικους
των θεών” και αληθινά μακάριους. Πολλές, βέβαια, θαυμαστές σκέψεις για
τους θεούς και ο Φιλόλαος ο Πυθαγόρειος κατέγραψε για εμάς, εξυμνώντας
την κοινή πρόοδο τους στα όντα και την ξεχωριστή τους δημιουργική δράση.
Στον “Τίμαιο” ο Πλάτων εξάλλου, επιχειρώντας να μιλήσει για τους
υποσελήνιους Θεούς και για την διαβάθμιση μέσα σε αυτούς, καταφεύγει
στους θεολόγους και τους αποκαλεί “παίδες Θεών” (“Τίμαιος, 40.e”) και
τους θεωρεί πατέρες της αλήθειας για τους θεούς και, τέλος, σύμφωνα με
την πρόοδο των νοητικών βασιλέων, όπως εμφανίζεται στους θεολόγους, και
των υποσελήνιων θεών, μας παραδίδει και τις διακοσμήσεις (=Κόσμους) που
προέρχονται από τα καθολικά. Και πάλι στον “Κρατύλο”… για τη σειρά των
θείων διακόσμων (Κόσμων), ενώ στον “Γοργία” τον Όμηρο για την τριαδική
υπόσταση των δημιουργικών μονάδων. Και παντού, για να μιλήσω γενικά,
ακολουθώντας τις αρχές των θεολόγων αναπτύσσει τους συλλογισμούς του για
τους Θεούς, αφαιρώντας το τραγικό στοιχείο από τη μυθολογία και
θέτοντας τις αρχικές υποθέσεις ως κοινές με αυτούς».[16]
Μάλιστα :
«ο Τίμαιος, επειδή είναι πυθαγόρειος, ακολουθεί τις αρχές των
πυθαγορείων. Γιατί όσα έχει παραδώσει ο Ορφέας με μυστικό τρόπο και μέσω
απόρρητων λόγων, αυτά ο Πυθαγόρας τα έμαθε αφού μυήθηκε στα Λίβηθρα της
Θράκης από τον τελεστή Αγλαόφημο, ο οποίος του μετάδωσε τη σοφία που
σχετικά με τους θεούς διδάχτηκε ο Ορφέας από τη μητέρα του, την
Καλλιόπη. Γιατί αυτά τα λέει ο ίδιος ο Πυθαγόρας στον “Ιερό Λόγο”.
Ποιες, είναι, λοιπόν, οι “ορφικές παραδόσεις” (βλ. Ορφικό απ. Νο.85),
εφόσον πιστεύουμε ότι πρέπει σε αυτές να αναγάγουμε τη διδασκαλία του
Τίμαιου σχετικά με τους Θεούς ; Ο Ορφέας έχει παραδώσει ότι υπάρχουν
βασιλείς των Θεών, οι οποίοι “κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν” εποπτεύουν τα
πάντα : ο Φάνης, η Νύχτα, ο Ουρανός, ο Κρόνος, ο Δίας και ο Διόνυσος.
Γιατί πρώτος ο Φάνης κατασκευάζει το σκήπτρο : “καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος”. Δεύτερη η Νυξ, “δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός” το σκήπτρο, τρίτος ο “Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός”, τέταρτος ο Κρόνος, “βιασάμενος”, όπως λένε, τον πατέρα του, πέμπτος ο Ζευς, [επί]”κρατήσας τοῦ πατρός”,
και μετά από αυτόν ο Διόνυσος. Όλοι αυτοί, λοιπόν, οι βασιλείς
ξεκίνησαν από ψηλά, από τους νοητικούς και νοητούς θεούς, και προχωρούν
μέσω των μεσαίων τάξεων μέχρι τον ορατό Κόσμο, προκειμένου να
ταχτοποιήσουν και όσα βρίσκονται εδώ κάτω. Γιατί ο Φάνης δεν υπάρχει
μόνο μέσα στους νοητούς θεούς αλλά και στους νοητικούς, δηλαδή στην
δημιουργική βαθμίδα [Πλατωνικό «νοητό υπόδειγμα» = Φανης που εμπεριέχει
τις 4 Ιδέες των νοητών στερεών], και στους υπερκόσμιους και στους
εγκόσμιους, και το ίδιο η Νυξ και ο Ουρανός. Γιατί οι ιδιότητές τους
απλώνονται σε όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες. Και μήπως ο ίδιος μέγιστος
Κρόνος δεν έχει τοποθετηθεί πριν από τον Δία και μετά την Δίιον
βασιλεία, αφού “μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν”, και άλλος είναι μέσα στον ουρανό, άλλος “ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην”,
άλλος μέσα στην σφαίρα των απλανών, άλλος μέσα στις σφαίρες των
πλανητών, και το ίδιο και ο Δίας και ο Διόνυσος! Αυτά, λοιπόν έχουν
δηλωθεί ρητώς από τους παλαιούς».[17]
Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως :
«Είναι, μάλιστα, Πυθαγόρεια πράξη το να ακολουθεί κανείς τις ορφικές
γενεαλογίες. Γιατί η γνώση που αφορά τους θεούς, ξεκίνησε αρχικά από
την ορφική παράδοση και μέσω του Πυθαγόρα έφτασε στους Έλληνες, όπως
λέει ο ίδιος ο Πυθαγόρας στον “Ιερό λόγο”.»[18]
Βέβαια :
«εάν ήθελε κάποιος να μάθει από πού παρέλαβαν την τόσο μεγάλη
ευσέβεια οι άνδρες αυτοί (οι Πυθαγόρειοι), πρέπει να λεχθεί ότι το
εναργές υπόδειγμα της περί τους αριθμούς Πυθαγορικής Θεολογίας βρισκόταν
στα Ορφικά. Καθόλου, λοιπόν, δεν είναι αναμφίβολο το ότι ο Πυθαγόρας
έλαβε αφορμή από τον Ορφέα να συντάξει τον λόγο περί των Θεών, τον
οποίον και για τον λόγο αυτόν τον επέγραψε ”Ιερό λόγο”, επειδή είναι
απανθισμένος από τον μυστικότατο Ορφικό τόπο. Ο “Ιερός λόγος” είτε είναι
πραγματικό σύγγραμμα του ανδρός, όπως πολλοί παραδέχονται, είτε του
Τηλαύγους, όπως μερικοί μαθητές του διδασκαλείου, ελλόγιμοι και
αξιόπιστοι, διαβεβαιώνουν στηριζόμενοι στα υπομνήματα, τα οποία
κατέλειπε ο ίδιος ο Πυθαγόρας στην Δαμώ τη θυγατέρα του, αδελφή του
Τηλαύγους. Αυτά βέβαια αναφέρουν ότι δόθηκε μετά τον θάνατό της Δαμούς
στην Βιτάλη την θυγατέρα της και στον Τηλαύγη, ενηλικιωθέντα, γιο μεν
του Πυθαγόρα και σύζυγο της Βιτάλης. Γιατί όταν ο Πυθαγόρας πέθανε, ο
Τηλαύγης πολύ νέος, είχε απομείνει στην Θεανώ την μητέρα του. Δηλούται,
λοιπόν, δια του “Ιερού Λόγου” τούτου (ή “περί Θεών λόγος”, διότι
επιγράφεται και με τους δυο τίτλους), και ποιος ήταν εκείνος, ο οποίος
είχε παραδώσει στον Πυθαγόρα αυτόν τον “Περί Θεών λόγο”. Λέει, λοιπόν,
“Ούτος είναι ο λόγος περί Θεών, τον οποίο εγώ ο Πυθαγόρας, υιός του
Μνησάρχου, έμαθα καλά οργιασθείς στους Λιβήθρους των Θρακίων από τον
τελεστή Αγλαόφημο, που μου μετάδωσε, ότι ο Ορφέας, ο υιός της Καλλιόπης,
νουθετηθείς από την μητέρα του στο Παγγαίο όρος, είπε ότι ο αριθμός
είναι αΐδιος ουσία, αρχή προνοούσα γα όλον τον ουρανό και την γη και την
ενδιάμεση φύση, ακόμη δε και ρίζα σταθερή των θείων ανθρώπων και των
θεών και των δαιμόνων”. Από αυτά, λοιπόν, έχει γίνει φανερό ότι ο
Πυθαγόρας παρέλαβε τον αριθμό ως καθορισμένη ουσία των θεών από τους
Ορφικούς. Έκανε δε δια μέσου των ίδιων των αριθμών θαυμαστή πρόγνωση και
θεραπεία (=λατρεία) των θεών. Θα αποκτούσε δε κανείς γνώση τούτου και
από το εξής : Από το ότι δηλαδή πρέπει να παρουσιάσει κανείς και κάποιο
για να γίνουν πιστευτά και τα λεγόμενά του. Επειδή ο Άβαρις βρισκόταν
ασχολούμενος με τα συνήθη για αυτόν ιερουργήματα, μάθαινε μέσω των
θυσιαζόμενων ζώων την καλλιεργούμενη σε κάθε βαρβαρικό γένος πρόγνωση,
προπαντός δε μέσω των ορνιθίων (γιατί τα σπλάχνα των ορνίθιων τα θεωρούν
καταλληλότερα για την διάγνωση). Επειδή ο Πυθαγόρας ήθελε να μην
αφαιρέσει από αυτόν την μελέτη για το αληθές, επιθυμούσε δε να παράσχει
κάποιον ασφαλέστερο και δίχως αίμα και σφαγή τρόπο και, εξάλλου,
θεωρούσε ότι ο πετεινός είναι ιερό πτηνό του Ήλιου, δίδαξε σε αυτόν το
λεγόμενο “παναληθές” που ήταν συντεταγμένο δια αριθμητικής επιστήμης.»[19]
Μάλιστα :
«ο Πυθαγόρας έγινε ζηλωτής της του Ορφέως ερμηνείας και διαθέσεως
και τιμούσε τους Θεούς παραπλήσια με τον Ορφέα, που απεικονίζονται στα
μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα και παρουσιάζονται όχι με τις δικές μας
μορφές, αλλά όπως ακριβώς τα θεία δημιουργήματα. Οι Θεοί περιβάλλουν τα
πάντα και προνοούν για όλα και έχουν την φύση και την μορφή όμοια με το
παν. Διακήρυξε δε αυτός τους καθαρμούς και τις λεγόμενες τελετές, που
έχουν την ακριβέστατη γνώση περί Θεών.»[20]
Ο
Πρόκλος βέβαια δεν θεωρεί ότι ο Πυθαγόρας είναι ο μόνος σειριακά
αποδέκτης της πανάρχαιας των Ελλήνων μυήσεως/θεολογίας, της ορφικής
μύησης/θεολογίας, αλλά λέγει ότι πέρασε η πανάρχαια περί τα θεία και
τους Θεούς γνώση σειριακά από τους μεν στους δε :
Ορφέας(Ορφικοί) -> Πυθαγόρας(Πυθαγόρειοι) -> Πλάτων(Ακαδημία) -> πλατωνικοί(σχολές) – συμπεριλαμβάνονται
βέβαια τόσο ο Μέγας πλατωνιστής Ιουλιανός όσο και ο πολύ μεταγενέστερος
πλατωνιστής Πλήθων [Γεώργιος Γεμιστός]).
Δίνει δηλ. ένα θρησκευτικού τύπου γενεαλογικό «δένδρο«,
με πολλά κλωνάρια – επί της ουσίας δηλώνει ότι μέσα στους αιώνες
υπάρχει συνέχεια της θρησκείας και Ευσέβειας των Ελλήνων και ότι δεν
έχει χαθεί! (για τουλάχιστον 3.000+ έτη συμβατικής ιστορίας, άλλωστε
η Ορφική παράδοση ανάγεται στο 1.100 π.κ.ε. σύμφωνα με τα μεγαλιθικά
& τις βραχογραφίες του χωριού Ρούσα της Θράκης (ύψωμα Χίλλια) και ο
Πρόκλος διατέλεσε σχολάρχης της Πλατωνική Ακαδημίας κατά τα έτη 450 –
485 μ.κ.ε).
Ο Πρόκλος στην ουσία λέγει πως :
Ελλήνων
Μυθολογία (Ορφική, Ομηρική & Ησιόδεια) = Ελλήνων Θεολογία =
Ελλήνων Θρησκεία = Πυθαγόρεια/Πλατωνική/νεοπλατωνική Φιλοσοφία!
(Εδώ
να τονίσουμε ότι τόσο ο Μέγας Ιουλιανός όσο και ο μεγάλος Γεώργιος
Γεμιστός-Πλήθων που προσπάθησαν να αναγεννήσουν την θρησκεία των Ελλήνων
ακολούθησαν το αυτό θρησκευτικού τύπου γενεαλογικό δένδρο.)
Μάλιστα – κατά πως λέγεται στα «Ανώνυμα προλεγόμενα στην Πλατωνική Φιλοσοφία, 6.7 – 6.22»:
«Και μετά το θάνατό του [του Πλάτωνος] δύναται κάποιος να καταλάβει
τη θεϊκότητά του. Κάποια γυναίκα, λοιπόν, πήγε να πάρει χρησμό αν πρέπει
τη στήλη του, να την κοσμήσει με αγάλματα Θεών. Ο Θεός, λοιπόν, έδωσε
τον ακόλουθο χρησμό: “Τον Πλάτωνα που οδηγεί μία ισόθεη δόξα να τιμήσεις
είναι καλό χάρη θα ανταποδώσει από των Μακάρων τον τόπο, που ζει
ανάμεσά τους”. Άλλος πάλι χρησμός δόθηκε, ότι θα γεννηθούν δύο παιδιά, ο
Ασκληπιός από τον Απόλλωνα και ο Πλάτων από τον Αρίστωνα. Ο ένας να
είναι ιατρός των σωμάτων, και των ψυχών ο άλλος. Και οι Αθηναίοι
την ημέρα των γενεθλίων του εόρταζαν λέγοντας τραγουδιστά: «την ημέρα
εκείνη οι Θεοί έδωσαν τον Πλάτωνα στους ανθρώπους». Υπερείχε
δε τόσο ο Πλάτων του Πυθαγόρα, που ο μεν Πυθαγόρας πήγε στην Περσία για
να μετάσχει της των Μάγων σοφίας, οι δε Πέρσες Μάγοι ήρθαν στην Αθήνα
για να μετάσχουν στην του Πλάτωνος Φιλοσοφία.» [21]
Και είναι τόσο υψηλλόνοη και θεία η του Πλάτωνα Φιλοσοφία που ο Πρόκλος λέγει πως :
«Όλη η του Πλάτωνος φιλοσοφία
εμφανίστηκε σύμφωνα με την των κρείττονων αγαθοειδή βούληση,
αποκαλύπτοντας τον εν αυτοίς κεκρυμμένο νου (=νόηση) και την αλήθεια η
οποία μαζί με τα όντα έλαβε υπόσταση μέσα στις περί γένεσιν στρεφόμενες
ψυχές, όσο επιτρέπεται σε αυτές να μετέχουν σε τόσο υπερφυσικά και
μεγάλα αγαθά, και ότι πάλι αργότερα αυτή τελειοποιήθηκε και, αφού
αποσύρθηκε στον εαυτό της και κατέστη άγνωστη στους περισσότερος από
αυτούς που διακήρυσσαν ότι είναι φιλόσοφοι και αδημονούσαν να ασχοληθούν
με “την του όντος θήραν”, όπως λέγει ο Πλάτων στον “Φαίδωνα, 66.c”,
πάλι ήρθε στο φως. Ιδικά νομίζουμε ότι η μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία,
η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε ιερό βάθρο και έχει λάβει
υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς, από εκεί εμφανίστηκε σε
όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν με το έργο ενός
ανθρώπου, τον οποίο δεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε προηγεμόνα και
Ιεροφάντη “των αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν” οι ψυχές
απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και “των ολοκλήρων και
γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων”, στα οποία συμμετέχουν όσες είναι
γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή. Αυτή, αφού τόσο
σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και
τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους
περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν
δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν και
την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο
και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού.»[22]
Βέβαια ο Πρόκλος :
«Ως τέτοιους ερμηνευτές της πλατωνικής εποπτείας, οι οποίοι μας
ανέπτυξαν τις παναγέστατες περί των θείων υφηγήσεις και οι οποίοι είχαν
την τύχη να έχουν μια παρόμοια φύση με τον αρχηγέτη τους, ο Πρόκλος
θεωρούσε, τον Πλωτίνο τον Αιγύπτιο και όσους από αυτόν παρέλαβαν την
θεωρία, δηλ. τον Αμέλιο και τον Πορφύριο, και τρίτους όσους μετά από
αυτούς αποτέλεσαν κάτι σαν ανδριάντες για εμάς, δηλ. τον Ιάμβλιχο και
τον Θεόδωρο τον εξ Ασίνης, και όποιους άλλους μετά από αυτούς ακολουθούν
αυτόν τον θείο τούτο χορό και με την δική τους διάνοια έφτασαν έως την
ανεβάκχευση των δογμάτων του Πλάτωνα. Όμως από αυτούς το γνησιότερο και
καθαρότερο φώς της αλήθειας αφού δέχτηκε αχράντως στους κόλπους της
ψυχής του ο μαζί με τους θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα ωραία και
αγαθά, ο Συριανός ο Αλαξενδρινός, μας εισήγαγε και σε όλη την υπόλοιπη
φιλοσοφία του Πλάτωνα και σε όσα απόρρητα από τους προγενέστερους του
είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές της περί τα θεία
μυστικής αλήθειας. Αν πρόκειται σε αυτόν να αποδώσουμε την πρέπουσα
ευγνωμοσύνη για τις ευεργεσίες του προς εμάς, δεν θα έφτανε ούτε όλος
μαζί ο χρόνος.»[23]
Τουτέστιν στα 916 έτη υπάρξεώς της η Πλατωνική Ακαδημία Αθηνών (με όλα τα προβλήματα που αντιμετώπισε μέσα στο ρου της ιστορίας) – αλλά και όλες οι (νέο)πλατωνικές σχολές,
- Η (νέο)πλατωνική Σχολή Ρώμης: Κεντρικός εκπρόσωπός της ήταν ο Πορφύριος.
- Η (νέο)πλατωνική Σχολή Συρίας ή Συριανή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Ιάμβλιχος ο οποίος πέθανε το 330μ.κ.ε. Μαθητής του υπήρξε ο Σώπατρος (που ο Μέγας Κωνσταντίνος τον είχε ορίσει επόπτη των τελετών στα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης). Επίσης στους μαθητές του συγκαταλέγονται ο Θεόδωρος (εξ Ασίνης) και ο Δέξιππος.
- Η (νέο)πλατωνική Σχολή Περγάμου ή Περγαμηνή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Αιδέσιος ο οποίος και την ίδρυσε, μαθητής του Ιάμβλιχου. Σ΄ αυτήν ανήκαν ο Ευσέβιος, ο Μάξιμος, ο Χρυσάνθιος, ο Ευνάπιος, και ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός.
- Η (νέο)πλατωνική Σχολή Αλεξανδρείας ή Αλεξανδρινή Σχολή: Κύριος εκπρόσωπος της ήταν ο Αμμώνιος Σακκάς (3ος αι. μ.κ.ε) ο οποίος είναι και ο ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού. Ήταν δάσκαλος του Πλωτίνου από το 232 – 243. Φυσικά ο ίδιος ο Πλωτίνος, όπως επίσης ο Ολυμπιόδωρος ο Νεότερος ή Ολυμπιόδωρος ο Φιλόσοφος (495-570 μ.κε.). Επίσης η Υπατία, ο μαθηματικός και ιατρός Ασκληπιόδοτος και ο Ιεροκλής. Εκ της αυτής σχολής προέρχεται και ο χριστιανός Ιωάννης ο Φιλόπονος. Τελευταίος εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής Σχολής ήταν ο Στέφανος ο Αλεξανδρινός που επί Αυτοκράτορα Ηράκλειτου δίδαξε τη φιλοσοφία αυτή στη Κωνσταντινούπολη δημιουργώντας έτσι τη Νεοπλατωνική Σχολή Κωνσταντινούπολης.
υπήρξαν οι ουσιαστικότεροι και αυθεντικότεροι εκφραστές της των Ελλήνων μυθολογίας/θεολογίας/θρησκείας.
Επί
της ουσίας ο (νέο)πλατωνισμός υπήρξε η μόνη ορθή επεξήγηση της
Πλατωνικής φιλοσοφίας και θεολογίας ιδικά στην μ.κ.ε. εποχή, και ως εκ
τούτου της θρησκείας των Ελλήνων. Ως τέτοια προσπάθεια αποτελεί
ανυπολόγιστης σημασίας για τους Έλληνες, μιας και κατάφερε και
διατηρήσει αλλά και να μεταλαμπαδεύσει την θρησκεία των Ελλήνων – πχ οι
Πλωτίνος, Ιάμβλιχος, Συριανός και Πρόκλος – παρόλη την κακοποίηση του
χριστιανισμού και του γνωστικισμού – μέχρι την σύγχρονη εποχή!
Για
περισσότερη κατανόηση θα πούμε πως : οι Πλούταρχος ο Αθηναίος, Συριανός,
Πρόκλος και γενικά όλοι οι πλατωνικοί φιλόσοφοι και θεολόγοι,
χρησιμοποιούν και ακολουθούν την Ορφική Θεογονία, την «Ιερή Πραγμάτευση» ή «Ιεροί Λόγοι εν Ραψωδίαις κδ’» ή «Ραψωδική Θεογονία»[24]. Κάτι άλλωστε που φαίνεται και από τα λεγόμενα του μαθητή του Πρόκλου Μαρίνου Νεαπόλεως που αναφέρει πως :
«όταν εγώ
μελετούσα κάποτε κοντά του – στον Πρόκλο – τα Ορφικά, και ακούγοντας
στις διδασκαλίες όχι μόνο όσα έχει γράψει ο Ιάμβλιχος και ο Συριανός,
αλλά περισσότερα και ταυτόχρονα πιο ταιριαστά με την θεολογία, ζήτησα
από τον φιλόσοφο να μην αφήσει χωρίς υπομνήματα και αυτή την ένθεη
ποίηση, αλλά να την υπομνηματίσει πλήρως. Και αυτός έλεγε ότι είχε την
διάθεση πολλές φορές να γράψει τέτοια υπομνήματα, αλλά εμποδίστηκε
ξεκάθαρα από κάποια όνειρα. Γιατί έλεγε ότι είδε τον ίδιο τον δάσκαλό
του, τον Συριανό, να τον εμποδίζει απειλητικά. Επινοώντας λοιπόν ένα
άλλο τέχνασμα, του ζήτησα να γράψει όσα ήθελε στο περιθώριο των βιβλίων
του δασκάλου του. Και αφού πείστηκε ο αγαθότατος άνδρας και έγραψε στο
περιθώριο των υπομνημάτων, αποκτήσαμε συλλογή όλων μαζί και υπήρξαν στον
Ορφέα από αυτόν σχόλια και υπομνήματα όχι λίγα, αν και δεν κατέστη σε
αυτόν δυνατόν να το κάνει για όλη την θεολογική μυθολογία ή για όλες τις
ορφικές Ραψωδίες.»[25]
Τα σχόλια αυτά του Πρόκλου, που ως έργο άλλοτε αναφέρεται δικό του και άλλοτε ως έργο του Συριανού, είναι τα έργα “Ορφέως Θεολογία” και “Συμφωνία Ορφέως, Πυθαγόρα, και Πλάτωνος Λόγια βιβλία ι’”.
Αυτές
οι Ορφικές Ραψωδίες είναι η μυθολογική/θρησκευτική παράδοση στην οποία
στηρίζεται η θρησκεία των Ελλήνων, είναι η θρησκεία των Ελλήνων – ιδικά
την κλασική περίοδο. Κάτι που αποδεικνύεται και από τα αρχαιολογικά
ευρήματα της Ολβίας στην Σκυθία[26] κατά τον 5ο π.κ.χ. αιώνα – πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε ορφικός τρόπος ζωής.
Αυτό καταδεικνύεται και από τον «πάπυρο του Δερβενίου»[27], ο οποίος περιέχει ένα υπόμνημα σε κάποιο ορφικό έπος. Μάλιστα ο «πάπυρος του Δερβενίου» ταιριάζει απόλυτα σε πολλές λεπτομέρειες με την «Ευδήμεια Θεογονία»[28] η οποία παρατίθεται από τον Αριστοφάνη στις “Όρνιθες, στ. 693-703”.
Όμως αυτός που μπορεί να θεωρηθεί ως κατεξοχήν “σωτήρας”
και μεταλαμπαδευτής της του Ορφέως θεολογίας είναι ο Πλάτων, ο οποίος
σε πάμπολλα σημεία των διαλόγων του παρουσιάζει τόσο Ομηρικούς όσο και
Ορφικούς μύθους. Εντελώς ενδεικτικά να αναφέρουμε πως στους «Νόμους»[29] παραθέτει ένα ορφικό στίχο που ταυτίζεται με τον 26-ον στίχο του παπύρου του Δερβενίου και στο «Συμπόσιο»[30] παραθέτει μια παράφραση ορφικού στίχου, που όμοιά της υπάρχει επίσης στον 1-ον σωσμένο στίχο του «παπύρου του Δερβενίου».[31]
Επίσης
δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τα χρυσά ελάσματα που προέρχονται από τάφους
της κάτω Ιταλίας, της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου, της
Μυτιλήνης και της Κρήτης που χρονολογούνται από τον 5-ον π.κ.χ μέχρι τον
1-ον αιώνα μ.κ.ε. Το σχήμα των ελασμάτων είναι αυτό του στόματος ή
ορθογωνίου παραλληλόγραμμου, ή το σχήμα φύλλων ελιάς, μυρτιάς και
κισσού, και είναι λεπτά όσο ένα φύλλο χαρτιού. Τα ελάσματα τοποθετούταν
πάνω στο στόμα του νεκρού ως επιστόμια ή πάνω στο στήθος ή σε μία από
τις παλάμες του.[32]
Τα
κείμενα των χρυσών ελασμάτων έχουν τεράστια ιστορική, πολιτισμική &
θρησκευτική αξία για εμάς τους Έλληνες, καθώς παρουσιάζουν με τρόπο
μοναδικό πράγματα που μόνον ποιήματα όπως ο 2-ος «Ολυμπιόνικος» του Πινδάρου – για τον Θήρωνα του Ακράγαντα – αναφέρουν.
Το
γεγονός δε ότι τα χρυσά ελάσματα έχουν βρεθεί σε περιοχές που τις
χωρίζουν αρκετά μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις – για την εποχή που
χρονολογούνται – καθώς και το γεγονός ότι νοηματικά και εννοιολογικά αν
δεν ταυτίζονται είναι όμοια σε τεράστιο βαθμό, καταδεικνύει το γεγονός
ότι όλα αυτά τα χρυσά ελάσματα αποτελούν ομάδες κειμένων μιας &
μόνης θρησκευτικής παραδόσεως : της θρησκείας των Ελλήνων που η
αρχαιότερη και ταυτόχρονα χρονολογικά κοντινότερη στον σύγχρονο άνθρωπο
μορφή της έχει καταγραφεί από τον Ορφέα και επεξηγηθεί πλήρως από τους
Πυθαγόρειους, τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους.
Κεφάλας Δ. Ευστάθιος (Αμφικτύων) – 29/11/2013
[1] Βλ. Ευνάπιος «Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, 7.3.1.1 – 7.3.5.6» :
Vitaesophistarum 7.3.1.1 ` to Vitaesophistarum 7.3.5.6 Ὡς
δὲ καὶ ταῦτα εἶχε καλῶς, ἀκούσας τι πλέον εἶναι κατὰ τὴν Ἑλλάδα παρὰ τῷ
ταῖν Θεαῖν ἱεροφάντῃ, καὶ πρὸς ἐκεῖνον ὀξὺς ἔδραμεν. τοῦ δὲἱεροφάντου,
κατ᾽ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὅστις ἦν, τοὔνομα οὔ μοι θέμις λέγειν· ἐτέλει γὰρ
τὸν ταῦτα γράφοντα, καὶ εἰς Εὐμολπίδας ἦγε· καὶ οὗτός γε ἦν ὁ καὶ τὴν
τῶν ἱερῶν καταστροφὴν καὶ τῆς Ἑλλάδος ἀπώλειαν ἁπάσης προγνούς, τοῦ
συγγραφέως παρόντος, καὶ φανερῶς διαμαρτυρόμενος ὡς μεθ᾽ αὑτὸν
ἱεροφάντης γενήσοιτο, ᾧ μὴ θέμις ἱεροφαντικῶν ἅψασθαι θρόνων, ἐπειδὴ
θεοῖς ἑτέροις καθιέρωται, καὶὀμώμοκεν ἀρρήτους ὅρκους ἑτέρων ἱερῶν μὴ
προστήσεσθαι· προστήσεσθαι δὲἔλεγεν ὅμως αὐτὸν μηδὲἈθηναῖον ὄντα. καὶ
(εἰς τοσόνδε προνοίας ἐξικνεῖτο) ἐφ᾽ αὑτῷ τε τὰἱερὰ κατασκαφήσεσθαι καὶ
δῃωθήσεσθαι ἔφασκεν, κἀκεῖνον ζῶντα ταῦτα ἐπόψεσθαι, διὰ φιλοτιμίαν
περιττὴν ἀτιμαζόμενον, καὶ προτελευτήσειν γε αὐτοῦ τὴν θεραπείαν ταῖν
Θεαῖν, τὸν δὲ τῆς τιμῆς ἀποστερηθέντα, μήτε τὸν ἱεροφάντην μήτε τὸν
γηραιὸν βίον ἔχειν. καὶ ταῦτά γε οὕτως· ἅμα τε γὰρ ὁ †ἐκ θεσπιὼν†
ἐγίνετο, πατὴρ ὢν τῆς Μιθριακῆς τελετῆς, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν πολλῶν
καὶἀδιηγήτων ἐπικλυσθέντων κακῶν, ὧν τὰ μὲν ἐν τοῖς διεξοδικοῖς τῆς
ἱστορίας εἴρηται, τὰ δέ, ἐὰν ἐπιτρέπῃ τὸ Θεῖον, λελέξεται, ὁ [τε]
Ἀλλάριχος ἔχων τοὺς βαρβάρους διὰ τῶν Πυλῶν παρῆλθεν, ὥσπερ διὰ σταδίου
καὶἱπποκρότου πεδίου τρέχων· τοιαύτας αὐτῷ τὰς πύλας ἀπέδειξε τῆς
Ἑλλάδος ἥ τε τῶν τὰ φαιὰἱμάτια ἐχόντων ἀκωλύτως προσπαρεισελθόντων
ἀσέβεια, καὶὁ τῶν ἱεροφαντικῶν θεσμῶν παραρραγεὶς νόμος καὶ σύνδεσμος
[2] Lexiconpi.1794.1 ` to Lexiconpi.1794.4 <Πλούταρχος,>
Νεστορίου, Ἀθηναῖος, φιλόσοφος, διδάσκαλος Συριανοῦ τοῦἐξηγητοῦ
γενομένου Πρόκλου τοῦ Λυκίου, τοῦ προστάν τος τῆς ἐν Ἀθήναις φιλοσόφου
σχολῆς· οὗ Μαρῖνος διάδοχος. ἔγραψε πολλά. ζήτει περὶ τούτου ἐν τῷ
Δομνῖνος.
[3] Lexiconsigma.1662.1 ` to Lexiconsigma.1662.13 <Συριανός,> Ἀλεξανδρεύς,
φιλόσοφος, Ἰσοκρατίων, ἡγησάμενος τῆς ἐν Ἀθήναις σχολῆς τε καὶ
διατριβῆς καὶ διδάσκαλος γενόμενος Πρόκλου, ὃς καὶ διάδοχος
αὐτοῦἐγένετο. ἔγραψεν εἰς Ὅμηρον ὅλον ὑπόμνημα ἐν βιβλίοις ἑπτά, εἰς τὴν
πολιτείαν Πλάτωνος βιβλία τέσσαρα, εἰς τὴν Ὀρφέως Θεολογίαν βιβλία δύο,
[εἰς τὰ Πρόκλου] Περὶ τῶν παρ᾽Ὁμήρῳ θεῶν, Συμφωνίαν Ὀρφέως, Πυθαγόρου, Πλάτωνος περὶ τὰ λόγια βιβλία δέκα· καὶἄλλα
τινὰἐξηγητικά. ὅτι Ἰσίδωρος ὁ φιλόσοφος, ὥς φησι Δαμάσκιος, πάντα τὰ
τῶν παλαιῶν ἐξετάζων οὐκ ἀνίει πρὸς τὸἀκριβέστατον· προσεῖχε δὲ τὸν νοῦν
ἐς τὰ μάλιστα μετὰ Πλάτωνα τῷἸαμβλίχῳ, καὶ τοῖς Ἰαμβλίχου φίλοις δὴ
καὶὀπαδοῖς. ὧν ἄριστον εἶναι διϊσχυρίζετο τὸν ἑαυτοῦ πολίτην Συριανόν,
τὸν Πρόκλου διδάσκαλον. ἀτιμάζειν δὲ οὐδένα ἠξίου πρὸς συναγυρμὸν
ἀληθοῦς ἐπιστήμης.
[4] Ο Μαρίνος Νεαπόλενως, μαθητής, βιογράφος και διάδοχος του θείου Πρόκλου στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στο «Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετής, 28.13 – 28.15», αναφέρει πως : «Από
αυτήν μόνο, την Ασκλειπιγένεια, διασώζονταν τα του μεγάλου Νεστόριου
Μυστήρια και ολόκληρη η θεουργική αγωγή, παραδομένα/η σε αυτήν από τον
πατέρα της Πλούταρχο τον νεότερο.»
[5] Lexiconpi.2473.1 ` to Lexiconpi.2473.18 3 <Πρόκλος,>
ὁ Λύκιος, μαθητὴς Συριανοῦ, ἀκουστὴς δὲ καὶ Πλουτ άρχουτοῦ Νεστορίου
φιλοσόφου, καὶ αὐτὸς φιλόσοφος Πλατωνικός. οὗτος προέστη τῆς ἐν Ἀθήναις
φιλοσόφου σχολῆς, καὶ αὐτοῦ μαθητὴς καὶ διάδοχος χρηματίζει Μαρῖνος ὁ
Νεαπολίτης. ἔγραψε πάνυ πολλά, φιλόσοφά τε καὶ γραμματικά. ὑπόμνημα εἰς
ὅλον τὸν Ὅμηρον, ὑπόμνημα εἰς τὰἩσιόδου Ἔργα καὶἩμέρας, Περὶ
χρηστομαθείας βιβλία γ, Περὶἀγωγῆς β, Εἰς τὴν πολιτείαν Πλάτωνος βιβλία
δ, Εἰς τὴν Ὀρφέως Θεολογίαν, Συμφωνίαν Ὀρφέως, Πυθαγόρου, Πλάτωνος περὶ τὰ Λόγια βιβλία
ι, Περὶ τῶν παρ᾽Ὁμήρῳ θεῶν, Ἐπιχειρήματα κατὰ Χριστιανῶν ιη. ἔγραψε
Πρόκλος Μητρῳακὴν βίβλον, ἣν εἴ τις μετὰ χεῖρας λάβοι, ὄψεται, ὡς οὐκ
ἄνευ θείας κατακωχῆς τὴν θεολογίαν τὴν περὶ τὴν θεὸν ἐξέφηνεν ἅπασαν,
ὥστε μηκέτι θράττεσθαι τὴν ἀκοὴν ἐκ τῶν ἀπεμφαινόντων θρήνων.
[6] Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 620.19 – 620.24» :
inPrm 620.19 ` to inPrm 620.24 ὃν ἐγὼ
φαίην ἂν φιλοσοφίας τύπον εἰς ἀνθρώπους ἐλθεῖν ἐπ᾽ εὐεργεσίᾳ τῶν τῇδε
ψυχῶν, ἀντὶ τῶν ἀγαλμάτων, ἀντὶ τῶν ἱερῶν, ἀντὶ τῆς ὅλης ἁγιστείας
αὐτῆς, καὶ σωτηρίας ἀρχηγὸν τοῖς γε νῦν οὖσι ἀνθρώποις καὶ τοῖς εἰσαῦθις
γενησομένοις.
[7] Ο Μαρίνος Νεαπόλενως, μαθητής, βιογράφος και διάδοχος του Πρόκλου στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στο «Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετής, 13.4 – 13.10», αναφέρει πως :
«Ο Συριανός λοιπόν τον αφού τον προετοίμασε ικανοποιητικά με αυτά, σαν δια
κάποιων προτέλειων και μικρών μυστηρίων. έπειτα τον μύησε στην του
Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία, με την σειρά “κι όχι απλώνοντας το
πόδι πάνω από τα σκαλοπάτια”, σύμφωνα με τον Χαλδαϊκό Χρησμό, και τον
κατέστησε επόπτη των όντως θείων τελετών του, με τα αθόλωτα όμματα της
ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή»
Επίσης ο ίδιος ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, 1. 7.1 – 1.7.15», αναφέρει πως :
«αυτός, ο Συριανός, που με άχραντο τρόπο στους κόλπους της ψυχής
του δέχτηκε το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της Αλήθειας και έγινε μαζί
με τους Θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα καλά και αγαθά, εκείνος που μας
κατέστησε μετόχους και κοινωνούς ολόκληρης της του Πλάτωνος Φιλοσοφίας
και σε όσα απόρρητα από τους προ αυτού θεουργούς είχε μυηθεί, και έτσι
μας κατέστησε συγχορευτές πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων.»
TheolPlat 1.7.1 ` to TheolPlat 1.7.15 παρ᾽ὧν
τὸ γνησιώτατον καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις
ἀχράντως ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶἀγαθῶν
ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος
φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων
μετείληφε, καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυστικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς
ἀπέφηνε.
[8] Βλ., Μαρίνος «Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετής, 15.1 – 15.10».
[9] Theologica 74.124 ` to Theologica 74.125 Ελλήνων δὲ παῖδες, ὧν δὴ τελευταῖος δᾳδοῦχος καὶἱεροφάντης ὁ Πρόκλος ἐγένετο,
[10] Βλ. Αγαθίας σχολαστικό «Ιστοριών Β, 30.1 – 30.6» : 30.1
Τότε δὴ οὖν ὁ Οὐράνιος καίριον μὲν οὐδὲν ὁτιοῦν ἔλεγεν οὐδέ γε τὴν
ἀρχὴν διενοεῖτο· μόνῳ δὲ τῷ θρασύς τε εἶναι καὶ στωμυλώτατος, καθά που
φησὶν ὁἐν Γοργίᾳ Σωκράτης, «οὐκ εἰδὼς ἐν οὐκ εἰδόσιν» ἐνίκα. 2 οὕτω τε
εἷλε τὸν βασιλέα ὁ βώμαξ ἐκεῖνος καὶἔμπληκτος, ὡς χρημάτων τέ οἱ
δωρήσασθαι πλῆθος καὶ κοινῆς μεταδοῦναι τραπέζης καὶἀπάρ ξασθαι
φιλοτησίας, οὔπω τοῦτο ἐπ’ ἄλλῳ τῳ γεγενημένον, ἐπόμνυσθαί τε πολλάκις ἦ
μὴν οὐπώποτε τοιόνδε ἄνδρα ἑωρακέναι. 3 καίτοι πρότερον ἀρίστους ὡς
ἀληθῶς ἐτεθέατο φιλοσόφους, ἐνθένδε ὡς αὐτὸν ἀφικομένους. οὐ πολλῷ γὰρ ἔμπροσθεν Δαμάσκιος ὁ Σύρος καὶ Σιμπλίκιος ὁ Κίλιξ Εὐλάμιός τε ὁ Φρὺξ καὶ Πρισκιανὸς ὁ Λυδὸς Ἑρμείας τε καὶ Διογένης οἱἐκ Φοινίκης καὶἸσίδωρος ὁ Γαζαῖος, οὗτοι δὴ οὖν ἅπαντες τὸἄκρον ἄωτον, κατὰ τὴν ποίησιν, τῶν ἐν τῷ καθ’ ἡμᾶς χρόνῳ φιλοσοφησάντων, ἐπειδὴ αὐτοὺς ἡ παρὰῬωμαίοις κρατοῦσα ἐπὶ τῷ κρείττονι δόξα οὐκ ἤρεσκεν ᾤοντό τε τὴν Περσικὴν πολιτείαν πολλῷ εἶναι ἀμείνονα, τούτοις δὴ τοῖς ὑπὸ τῶν πολλῶν περιᾳδομένοις ἀναπεπεισμένοι, ὡς εἴη παρ’ ἐκείνοις δικαιότατον μὲν τὸἄρχον καὶὁποῖον εἶναι ὁ Πλάτωνος βούλεται λόγος, φιλοσοφίας τε καὶ βασιλείας ἐς ταὐτὸ ξυνελθούσης, σῶφρον δὲἐς τὰ μάλιστα καὶ κόσμιον τὸ κατήκοον, καὶ οὔτε φῶρες χρημάτων οὔτε ἅρπαγες ἀναφύονται, ἀτὰρ οὐδὲ τὴν ἄλλην μετιόντες ἀδικίαν, ἀλλ’ εἰ καί τι τῶν τιμίων κτημάτων ἐν ὅτῳ δὴ οὖν χώρῳἐρημοτάτῳ καταλειφθείη, ἀφαιρεῖται ὅστις οὐδεὶς τῶν ἐντυγχανόντων, μένει δὲ οὕτω, εἰ καὶἀφύλακτον ᾖ, σωζόμενον τῷ λελοιπότι, ἔστ’ ἂν ἐπανήκοι· 4 τούτοις δὴ οὖν ὡς ἀληθέσιν ἀρθέντες καὶ πρός γε ἀπειρη μένον αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων ἀδεῶς ἐνταῦθα ἐμπολιτεύεσθαι, ὡς τῷ κάθε στῶτι οὐχ ἑπομένοις, οἱ δὲ αὐτίκα ἀπιόντες ᾤχοντο ἐς ἀλλοδαπὰ καὶἄμικτα ἤθη, ὡς ἐκεῖσε τὸ λοιπὸν βιωσόμενοι.
5 πρῶτα μὲν οὖν τοὺς ἐν τέλει ἀλαζόνας μάλα εὑρόντες καὶ πέρα τοῦ
δέοντος ἐξωγκωμένους ἐβδελύττοντό γε αὐτοὺς καὶἐκάκιζον· ἔπειτα δὲἑώρων,
ὡς τοιχωρύχοι τε πολλοὶ καὶ λωποδύται οἱ μὲν ἡλίσκοντο, οἱ δὲ καὶ
διελάνθανον, ἅπαν τε εἶδος ἀδικίας ἡμαρτάνετο. 6 καὶ γὰρ οἱ δυνατοὶ τοὺς
ἐλάττονας λυ μαίνονται ὠμότητί τε πολλῇ χρῶνται κατ’ ἀλλήλων
καὶἀπανθρωπίᾳ. καὶ τὸ δὴ πάντων παραλογώτερον· ἐξὸν γὰρ ἑκάστῳ μυρίας
ὅσας ἄγεσθαι γαμετὰς καὶ τοίνυν ἀγομένοις, ἀλλὰ μοιχεῖαί γε ὅμως
τολμῶνται. 7 τούτων δὴ οὖν ἁπάντων ἕκατι οἱ φιλόσοφοι ἐδυσφόρουν καὶ
σφᾶς αὐτοὺς ᾐτιῶντο τῆς μεταστάσεως ἄγεσθαι γαμετὰς καὶ τοίνυν
ἀγομένοις, ἀλλὰ μοιχεῖαί γε ὅμως τολμῶνται. 7 τούτων δὴ οὖν ἁπάντων
ἕκατι οἱ φιλόσοφοι ἐδυσφόρουν καὶ σφᾶς αὐτοὺς ᾐτιῶντο τῆς μεταστάσεως
[11] Βλ. Christian
Wildberg, Philosophy in the Age of Justinian, The Cambridge Companion to
the Age of Justinian, Cambridge University Press 2005, σελ. 335-336
[76] Philosophical History, 45b, 117c, 119j, 126b, 126c-e, 146b.
Polymnia Athanassiadi, Persecution and
Response in Late Paganism, the Evidence of Damascius, Journal of
Hellenic Studies, vol. 133, 1993, σελ. 20.
Edward Watts, Justinian, Malalas and the
End of Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529, Journal or Roman
Studies, vol. 94, 2004, σελ. 180.
Edward Watts, Where to Live the
Philosophical Life in the Sixth Century: Damascius, Simplicius, and the
Return from Persia, Greek, Roman, and Byzantine Studies 45 (2005), pp.
285-315.
[12] Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 620.15 – 620.19» :
inPrm 620.15 ` to inPrm 620.19 ὁ τῷ
Πλάτωνι μὲν συμβακχεύσας ὡς ἀληθῶς καὶὁ μεστὸς κα ταστὰς τῆς θείας
ἀληθείας, τῆς δὲ θεωρίας ἡμῖν γενόμενος ταύτης ἡγεμὼν καὶ τῶν θείων
τούτων λόγων ὄντως ἱεροφάντης·
[13] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, 1. 7.1 – 1.7.15» :
TheolPlat 1.7.1 ` to TheolPlat 1.7.15 παρ᾽ὧν
τὸ γνησιώτατον καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις
ἀχράντως ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶἀγαθῶν
ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος
φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων
μετείληφε, καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυσ τικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς
ἀπέφηνε.
[14] Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 620.19 – 620.24» :
inPrm 620.19 ` to inPrm 620.24 ὃν ἐγὼ
φαίην ἂν φιλοσοφίας τύπον εἰς ἀνθρώπους ἐλθεῖν ἐπ᾽ εὐεργεσίᾳ τῶν τῇδε
ψυχῶν, ἀντὶ τῶν ἀγαλμάτων, ἀντὶ τῶν ἱερῶν, ἀντὶ τῆς ὅλης ἁγιστείας
αὐτῆς, καὶ σωτηρίας ἀρχηγὸν τοῖς γε νῦν οὖσι ἀνθρώποις καὶ τοῖς εἰσαῦθις
γενησομένοις.
[15] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.3.32 – 1.4.1» : «μόνο ο Πλάτωνας διέσωσε τον πυθαγόρειο τρόπο της φυσικής επιστήμης και μελέτησε λεπτομερώς την εν λόγω φιλοσοφία.»
inTi 1.3.32 ` to inTi 1.4.1 μόνος ὁ Πλάτων τὸ Πυθαγόρειον ἦθος τῆς περὶ τὴν φύσιν θεωρίας διασωσάμενος ἐλεπτούργησε τὴν προκειμένην διδασκαλίαν,
[16] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, 1. 25.26 – 1.26.4» :
TheolPlat 1.25.26 ` toTheolPlat 1.26.22 ἅπασα
γὰρ ἡ παρ᾽Ἕλλησι θεολογία τῆς Ὀρφικῆς ἐστὶ μυσταγωγίας ἔκγονος, πρώτου
μὲν Πυθαγόρου παρὰἈγλαοφήμου τὰ περὶ θεῶν ὄργια διδαχθέντος, δευτέρου δὲ
Πλάτωνος ὑποδεξαμένου τὴν παντελῆ περὶ τούτων ἐπιστήμην ἔκ τε τῶν
Πυθαγορείων καὶ τῶν Ὀρφικῶν γραμμάτων. Ἐν Φιλήβῳ μὲν γὰρ τὴν περὶ τῶν
δυοειδῶν ἀρχῶν θεωρίαν εἰς τοὺς Πυθαγορείους ἀναφέρων, <μετὰ θεῶν
οἰκοῦντας> αὐτοὺς καὶ μακαρίους ὄντως ἀποκαλεῖ• πολλὰ γοῦν ἡμῖν περὶ
τούτων καὶ Φιλόλαος ὁ Πυθαγόρειος ἀνέγραψε νοήματα καὶ θαυμαστά, τήν τε
κοινὴν αὐτῶν εἰς τὰὄντα πρόοδον καὶ τὴν διακεκριμένην ποίησιν ἀνυμνῶν•
ἐν Τιμαίῳ <δὲ> περὶ τῶν ὑπὸ σελήνην θεῶν καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς τάξεως
ἀναδιδάσκειν ἐγχειρῶν, ἐπὶ τοὺς θεολόγους καταφεύγει καὶ <θεῶν
παῖδας> αὐτοὺς ἀποκαλεῖ, καὶ πατέρας ποιεῖται τῆς περὶ αὐτῶν
ἀληθείας, καὶ τέλος κατὰ τὴν παρ᾽ αὐτοῖς τῶν νοερῶν βασιλέων πρόοδον καὶ
τῶν ὑπὸ σελήνην θεῶν παραδίδωσι τὰς ἀπὸ τῶν ὅλων προϊούσας
διακοσμήσεις• καὶ πάλιν ἐν Κρατύλῳ τῆς τῶν θείων διακόσμων τάξεως, ἐν
Γοργίᾳ δὲ τὸν Ὅμηρον τῆς τῶν δημιουργικῶν <μονάδων> τριαδικῆς
ὑποστάσεως. Πανταχοῦ δέ, ὡς εἰπεῖν συλλήβδην, ἑπομένως ταῖς ἀρχαῖς τῶν
θεολόγων τοὺς περὶ θεῶν λόγους ἀποδίδωσι, τῆς μὲν μυθοποιίας τὸ τραγικὸν
ἀφελὼν τὰς δὲὑποθέσεις τὰς πρωτίστας κοινὰς πρὸς αὐτοὺς τιθέμενος.
[17] Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, 3.168.7 – 3.169.9» :
inTi 3.168.7 ` toinTi 3.169.9 ῥητέον δ᾽
οὖν τοῦτον τὸν τρόπον, ὅτι Πυθαγόρειος ὢν ὁ Τίμαιος ἕπεται ταῖς τῶν
Πυθαγο ρείων ἀρχαῖς. αὗται δέ εἰσιν αἱὈρφικαὶ παραδόσεις• ἃ γὰρ
<Ὀρφεὺς δι᾽ἀπορρήτων λόγων> μυστικῶς παραδέδωκε, ταῦτα
<Πυθαγόρας> ἐξέμαθεν <ὀργιασθεὶς ἐν Λεβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις
Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος> ἣν περὶ θεῶν <Ὀρφεὺς> σοφίαν
<παρὰ Καλλιόπης τῆς μητρὸς ἐπινύσθη>• ταῦτα γὰρ αὐτός φησιν ὁ
<Πυθαγόρας ἐν τῷἹερῷ λόγῳ>. τίνες οὖν <αἱὈρφικαὶ παραδόσεις>
[frg. 85], ἐπειδήπερ εἰς ταύτας ἀναφέρειν οἰόμεθα χρῆναι τὴν τοῦ
Τιμαίου περὶ θεῶν διδασκαλίαν; θεῶν βασιλέας παραδέδωκεν Ὀρφεὺς κατὰ τὸν
τέλειον ἀριθμὸν τῶν ὅλων προεστηκότας Φάνητα Νύκτα Οὐρανὸν Κρόνον Δία
Διόνυσον• πρῶτος γὰρ ὁ Φάνης κατασκευάζει τὸ σκῆπτρον• <καὶ πρῶτος
βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος>• δευτέρα δὲἡ Νύξ, δεξαμένη παρὰ τοῦ
πατρός, τρίτος δὲ <ὁ> Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός, καὶ τέταρτος ὁ
Κρόνος, βιασάμενος, ὥς φασι, τὸν πατέρα, καὶ πέμπτος ὁ Ζεύς, κρατήσας
τοῦ πατρός, καὶ μετὰ τοῦτον ἕκτος ὁ Διόνυσος. οὗτοι δὴ πάντες οἱ
βασιλεῖς ἄνωθεν ἀπὸ τῶν νοητῶν καὶ νοερῶν ἀρξάμενοι θεῶν χωροῦσι διὰ τῶν
μέσων τάξεων καὶἐς τὸν κόσμον, ἵνα καὶ τὰ τῇδε κοσμήσωσι• Φάνης γὰρ οὐ
μόνον ἐστὶν ἐν τοῖς νοητοῖς, ἀλλὰ καὶἐν τοῖς νοεροῖς, ἐν τῇ δημιουργικῇ
τάξει καὶἐν τοῖς ὑπερκοσμίοις καὶ τοῖς ἐγκοσμίοις, καὶ Νὺξ καὶ Οὐρανὸς
ὁμοίως• αἱ γὰρ ἰδιότητες αὐτῶν διὰ πάντων χωροῦσι τῶν μέσων. αὐτὸς δὲὁ
μέγιστος Κρόνος οὐχὶ καὶ πρὸ τοῦ Διὸς τέτακται καὶ μετὰ τὴν Δίιον
βασιλείαν, μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν,
καὶἄλλος μὲν ἐν τῷ οὐρανῷ, ἄλλος δὲἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην, καὶἐν μὲν
τῇἀπλανεῖἄλλος, ἐν δὲ ταῖς πλανωμέναις ἄλλος, καὶ Ζεὺς ὁμοίως καὶ
Διόνυσος; ταῦτα μὲν οὖν καὶ διαρρήδην <εἴρηται τοῖς παλαιοῖς>.
[18] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις Τίμαιον Πλάτωνος, τόμος Δ’, 3.161.2 – 3.161.6» :
inTi 3.161.2 ` to inTi 3.161.6 Πυθαγόρειον
δὲ καὶ τὸ ταῖς Ὀρφικαῖς ἕπεσθαι γενεαλογίαις· ἄνωθεν γὰρ ἀπὸ τῆς
Ὀρφικῆς παραδόσεως διὰ Πυθαγόρου καὶ εἰς Ἕλληνας ἡ περὶ θεῶν ἐπιστήμη
προῆλθεν, ὡς αὐτὸς ὁ <Πυθαγόρας> φησὶν ἐν τῷ <Ἱερῷ λόγῳ>.
[19] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορείου βίου, 28.145.12 – 28.148.4» :
VitPyth 28.145.12 ` toVitPyth 28.148.4 πόθεν
δὴ οὖν τὴν τοσαύτην εὐσέβειαν παρέλαβον οὗτοι οἱἄνδρες, εἴ τις βούλοιτο
μαθεῖν, ῥητέον ὡς τῆς Πυθαγορικῆς κατ᾽ἀριθμὸν θεολογίας παράδειγμα
ἐναργὲς ἔκειτο παρὰὈρφεῖ. οὐκέτι δὴ οὖν ἀμφίβολον γέγονε τὸ τὰς ἀφορμὰς
παρὰὈρφέως λαβόντα Πυθαγόραν συντάξαι τὸν περὶ θεῶν λόγον, ὃν καὶἱερὸν
διὰ τοῦτο ἐπέγραψεν, ὡς ἂν ἐκ τοῦ μυστικωτάτου ἀπηνθισμένον παρὰὈρφεῖ
τόπου, εἴτε ὄντως τοῦἀνδρός, ὡς οἱ πλεῖστοι λέγουσι, σύγγραμμάἐστιν,
εἴτε Τηλαύγους, ὡς ἔνιοι τοῦ διδασκαλείου ἐλλόγιμοι καὶἀξιόπιστοι
διαβεβαιοῦνται ἐκ τῶν ὑπομνημάτων τῶν Δαμοῖ τῇ θυγατρί, ἀδελφῇ δὲ
Τηλαύγους, ἀπολειφθέντων ὑπ᾽ αὐτοῦ Πυθαγόρου, ἅπερ μετὰ θάνατον
ἱστοροῦσι δοθῆναι Βιτάλῃ τε τῇ Δαμοῦς θυγατρὶ καὶ Τηλαύγει <ἐν>
ἡλικίᾳ γενομένῳ, υἱῷ μὲν Πυθαγόρου, ἀνδρὶ δὲ τῆς Βιτάλης• κομιδῇ γὰρ
νέος ὑπὸ τὸν Πυθαγόρου θάνατον ἀπολελειμμένος ἦν παρὰ Θεανοῖ τῇ μητρί.
δηλοῦται δὴ διὰ τοῦἱεροῦ λόγου τούτου [ἢ περὶ θεῶν λόγου, ἐπιγράφεται
γὰρ ἀμφότερον] καὶ τίς ἦν ὁ παραδεδωκὼς Πυθαγόρᾳ τὸν περὶ θεῶν λόγον.
λέγει γάρ• «<λόγος> ὅδε περὶ θεῶν Πυθαγόρα τῶ Μνημάρχω, τὸν
ἐξέμαθον ὀργιασθεὶς ἐν Λιβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις, Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ
μεταδόντος, ὡς ἄρα Ὀρφεὺς ὁ Καλλιόπας κατὰ τὸ Πάγγαιον ὄρος ὑπὸ τᾶς
ματρὸς πινυσθεὶς ἔφα, τὰν ἀριθμῶ οὐσίαν ἀίδιον ἔμμεν ἀρχὰν προμαθεστάταν
τῶ παντὸς ὠρανῶ καὶ γᾶς καὶ τᾶς μεταξὺ φύσιος, ἔτι δὲ καὶ θείων
<ἀνθρώπων> καὶ θεῶν καὶ δαιμόνων διαμονᾶς ῥίζαν.» ἐκ δὴ τούτων
φανερὸν γέγονεν ὅτι τὴν ἀριθμῷὡρισμένην οὐσίαν τῶν θεῶν παρὰ τῶν Ὀρφικῶν
παρέλαβεν. ἐποιεῖτο δὲ διὰ τῶν αὐτῶν ἀριθμῶν καὶ θαυμαστὴν πρόγνωσιν
καὶ θεραπείαν τῶν θεῶν κατὰ τοὺς ἀριθμοὺς ὅτι μάλιστα συγγενεστάτην.
γνοίη δ᾽ἄν τις τοῦτο ἐντεῦθεν• δεῖ γὰρ καὶἔργον τι παρασχέσθαι εἰς
πίστιν τοῦ [δὲ] λεγομένου. ἐπειδὴἌβαρις περὶ τὰ συνήθη ἑαυτῷἱερουργήματα
διετέλει ὢν καὶ τὴν σπουδαζομένην παντὶ βαρβάρων γένει πρόγνωσιν διὰ
θυμάτων ἐπορίζετο, μάλιστα τῶν ὀρνιθείων (τὰ γὰρ τῶν τοιούτων σπλάγχνα
ἀκριβῆ πρὸς διάσκεψιν ἡγοῦνται), βουλόμενος ὁ Πυθαγόρας μὴἀφαιρεῖν μὲν
αὐτοῦ τὴν εἰς τἀληθὲς σπουδήν, παρασχεῖν δὲ διά τινος ἀσφαλεστέρου καὶ
χωρὶς αἵματος καὶ σφαγῆς, ἄλλως τε καὶὅτι ἱερὸν ἡγεῖτο εἶναι τὸν
ἀλεκτρυόνα ἡλίῳ, τὸ λεγόμενον παναληθὲς ἀπετέλεσεν αὐτῷ, δι᾽ἀριθμητικῆς
ἐπιστήμης συντεταγμένον. ὑπῆρχε δ᾽ αὐτῷἀπὸ τῆς εὐσεβείας καὶἡ περὶ θεῶν
πίστις• παρήγγελλε γὰρ ἀεὶ περὶ θεῶν μηδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν μηδὲ περὶ
θείων δογμάτων, ὡς πάντα τῶν θεῶν δυναμένων.
[20] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορείου βίου, 28.151.1 – 28.151.9» :
VitPyth 28.151.1 ` to VitPyth 28.151.9 ὅλως
δέ φασι Πυθαγόραν ζηλωτὴν γενέσθαι τῆς Ὀρφέως ἑρμηνείας τε καὶ
διαθέσεως καὶ τιμᾶν τοὺς θεοὺς Ὀρφεῖ παραπλησίως, ἱσταμένους αὐτοὺς ἐν
τοῖς ἀγάλμασι καὶ τῷ χαλκῷ, οὐ ταῖς ἡμετέραις συνεζευγμένους μορφαῖς,
ἀλλὰ τοῖς ἱδρύμασι τοῖς θείοις, πάντα περιέχοντας καὶ πάντων προνοοῦντας
καὶ τῷ παντὶ τὴν φύσιν καὶ τὴν μορφὴν ὁμοίαν ἔχοντας, ἀγγέλλειν δὲ
αὐτῶν τοὺς καθαρμοὺς καὶ τὰς λεγομένας τελετάς, τὴν ἀκριβεστάτην εἴδησιν
αὐτῶν ἔχοντα.
[21] «γυνὴ
γοῦν τις ἀπῆλθεν χρησομένη εἰ δεῖ τὴν στήλην αὐτοῦ συντάξαι αὐτὴν τοῖς
ἀγάλμασι τῶν θεῶν, ἔχρησεν δ᾽ὁ θεὸς τάδε· “δόξης ἀντιθέοιο καθηγητῆρα
Πλάτωνα εὖ δρῴης τίουσα, χάρις δέ σ᾽ἀμείψεται ἐσθλὴἐκ μακάρων, οἷσίν περ
ἀνὴρ ἐνάριθμος ἐκεῖνος“. ἄλλος δὲ χρησμὸς ἐδόθη ὡς δύο παῖδες
τεχθήσονται, Ἀπόλλωνος μὲν Ἀσκληπιός, Ἀρίστωνος δὲ Πλάτων, ὧν ὁ μὲν
ἰατρὸς ἔσται σωμάτων, ὁ δὲ ψυχῶν. καὶἈθηναῖοι δὲ τὴν γενεθλιακὴν
αὐτοῦἡμέραν ἐπιτελοῦντες ἐπᾴδοντες φάσκουσιν· “ἤματι τῷδε Πλάτωνα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν“. ὅρα δὲ καὶ τὴν ὑπεροχὴν ἣν ἔσχεν πρὸς Πυθαγόραν· αὐτὸς μὲν γὰρ ἀπῆλθεν εἰς Περσίδα τὴν τῶν μάγων ὠφεληθῆναι θέλων σοφίαν, οἱ δὲ μάγοι διὰ τὸν Πλάτωνα Ἀθήναζε παρεγένοντο τῆς ἐξ αὐτοῦ μετασχεῖν φιλοσοφίας γλιχόμενοι.»
[22] Βλ. Πρόκλος «Κατά Πλάτωνα Θεολογία, Βιβλίο Α’, 1.5.6 – 1.6.15») :
TheolPlat 1.5.6 ` to TheolPlat 1.6.15 Ἅπασαν
μὲν τὴν Πλάτωνος φιλοσοφίαν, ὦ φίλων ἐμοὶ φίλτατε Περίκλεις, καὶ τὴν
ἀρχὴν ἐκλάμψαι νομίζω κατὰ τὴν τῶν κρειττόνων ἀγαθοειδῆ βούλησιν, τὸν ἐν
αὐτοῖς κεκρυμμένον νοῦν καὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ὁμοῦ τοῖς οὖσι
συνυφεστῶσαν ταῖς περὶ γένεσιν στρεφομέναις ψυχαῖς, καθ᾽ὅσον αὐταῖς
θεμιτὸν τῶν οὕτως ὑπερφυῶν καὶ μεγάλων ἀγαθῶν μετέχειν, ἐκφαίνουσαν, καὶ
πάλιν ὕστερον τελειωθῆναι καὶὥσπερ εἰς ἑαυτὴν ἀναχωρήσασαν καὶ τοῖς
πολλοῖς τῶν φιλοσοφεῖν ἐπαγγελλομένων καὶ <τῆς τοῦὄντος θήρασ>
ἀντιλαμβάνεσθαι σπευδόντων ἀφανῆ καταστᾶσαν, αὖθις εἰς φῶς προελθεῖν·
διαφερόντως δὲ οἶμαι τὴν περὶ αὐτῶν τῶν θείων μυσταγωγίαν <ἐν ἁγνῷ
βάθρῳ> καθαρῶς ἱδρυμένην καὶ παρ᾽ αὐτοῖς τοῖς θεοῖς διαιωνίως
ὑφεστηκυῖαν ἐκεῖθεν τοῖς κατὰ χρόνον αὐτῆς ἀπολαῦσαι δυναμένοις
ἐκφανῆναι δι᾽ἑνὸς ἀνδρός, ὃν οὐκ ἂν ἁμάρτοιμι <τῶν> ἀληθινῶν
<τελετῶν, ἃς τελοῦνται> χωρισθεῖσαι τῶν περὶ γῆν τόπων αἱ ψυχαί,
καὶ τῶν <ὁλοκλήρων καὶἀτρεμῶν φασμάτων> ὧν μεταλαμβάνουσιν αἱ τῆς
εὐδαίμονος καὶ μακαρίας ζωῆς γνησίως ἀντεχόμεναι, προηγεμόνα
καὶἱεροφάντην ἀποκαλῶν· οὕτως δὲ σεμνῶς καὶἀπορρήτως ὑπ᾽ αὐτοῦ τὴν
πρώτην ἐκλάμψασαν οἷον ἁγίοις ἱεροῖς καὶ τῶν ἀδύτων ἐντὸς ἱδρυνθεῖσαν
ἀσφαλῶς καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν εἰσιόντων ἀγνοηθεῖσαν [ἀσφαλῶς], ἐν τακταῖς
χρόνων περιόδοις ὑπὸ δή τινων ἱερέων ἀληθινῶν καὶ τὸν προσήκοντα τῇ
μυσταγωγίᾳ βίον ἀνελομένων προελθεῖν μὲν ἐφ᾽ὅσον ἦν αὐτῇ δυνατόν, ἅπαντα
δὲ καταλάμψαι τὸν τόπον καὶ πανταχοῦ <τὰς> τῶν θείων φασμάτων
ἐλλάμψεις καταστήσασθαι.
[23] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Α’, 1.6.16 – 1.7.18» :
TheolPlat 1.6.16 ` to TheolPlat 1.7.18 Τούτους
δὴ τοὺς τῆς Πλατωνικῆς ἐποπτείας ἐξηγητὰς καὶ τὰς παναγεστάτας ἡμῖν
περὶ τῶν θείων ὑφηγήσεις ἀναπλώσαντας καὶ τῷ σφετέρῳ καθηγεμόνι
παραπλησίαν τὴν φύσιν λαχόντας εἶναι θείην ἂν ἔγωγε Πλωτῖνόν τε τὸν
Αἰγύπτιον καὶ τοὺς ἀπὸ τούτου παραδεξαμένους τὴν θεωρίαν, Ἀμέλιόν τε καὶ
Πορφύριον, καὶ τρίτους οἶμαι τοὺς ἀπὸ τούτων <ὥσπερ ἀνδριάντασ>
ἡμῖν ἀποτελεσθέντας, Ἰάμβλιχόν τε καὶ Θεόδωρον, καὶ εἰ δή τινες ἄλλοι
μετὰ τούτους ἑπόμενοι τῷ θείῳ τούτῳ χορῷ περὶ τῶν τοῦ Πλάτωνος τὴν
ἑαυτῶν διάνοιαν ἀνεβάκχευσαν, παρ᾽ὧν τὸ γνησιώτατον καὶ καθαρώτατον τῆς
ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις ἀχράντως ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς
ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶἀγαθῶν ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς
μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν
ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων μετείληφε, καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν
θείων μυστικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς ἀπέφηνε. Τούτῳ μὲν οὖν εἰ μέλλοιμεν τὴν προσήκουσαν χάριν ἐκτίσειν τῶν εἰς ἡμᾶς εὐεργεσιῶν, οὐδ᾽ἂν ὁ σύμπας ἐξαρ κέσειε χρόνος.
[24] Βλ. Δαμάσκιος ο διάδοχος “Απορίες και λύσεις περί των πρώτων αρχών ,1.316.18 – 1.317.14” :
Deprincipiis 1.316.18 ` to Deprincipiis 1.317.14 Ἐν
μὲν τοίνυν ταῖς φερομέναις ταύταις ῥαψῳδίαις <ὀρφικαῖς> ἡ
θεολογία δή τίς ἐστιν ἡ περὶ τὸν νοητόν, ἣν καὶ οἱ <φιλόσοφοι>
διερμνεύουσιν ἀντὶ μὲν τῆς μιᾶς τῶν ὅλων ἀρχῆς τὸν <Χρόνον>
τιθέντες, ἀντὶ δὲ τοῖν δυεῖν <Αἰθέρα> καὶ <Χάος>, ἀντὶ δὲ
τοῦὄντος ἁπλῶς τὸὠὸν ἀπολογιζόμενοι, καὶ τριάδα ταύτην πρώτην ποιοῦντες·
εἰς δὲ τὴν δευτέραν τελεῖν ἤτοι τὸ κυούμενον καὶ τὸ κύον ὠὸν τὸν θεόν, ἢ
τὸν ἀργῆτα χιτῶνα, ἢ τὴν νεφέλην, ὅτι ἐκ τούτων ἐκθρώσκει ὁ Φάνης·
ἄλλοτε γὰρ ἄλλα περὶ τοῦ μέσου φιλοσοφοῦσιν. Τοῦτο μὲν οὖν ὁποῖον ἂν ᾖ,
ὡς τὸν νοῦν, ὡς δὲ πατέρα καὶ δύναμιν, ἄλλα τινὰ προσεπινοοῦντες οὐδὲν
τῷ <Ὀρφεῖ> προσήκοντα, τὴν δὲ τρίτην τὸν <Μῆτιν> <ὡς
νοῦν>, τὸν <Ἠρικεπαῖον> ὡς δύναμιν, τὸν <Φάνητα> αὐτὸν ὡς
πατέρα.
Μήποτε δὲ καὶ τὴν μέσην τριάδα θετέον κατὰ
τὸν τρίμορφον θεὸν ἔτι κυόμενον ἐν τῷὠῷ· καὶ γὰρ καὶ τὸ μέσον ἀεὶ
φαντάζει συναμφότερον τῶν ἄκρων, ὥσπερ καὶ τοῦτο ἅμα καὶὠὸν καὶ
τρίμορφος ὁ θεός. Καὶὁρᾷς ὅτι τὸ μὲν ὠόν ἐστιν τὸἡνωμένον, ὁ δὲ
τρίμορφος καὶ πολύμορφος τῷὄντι θεὸς τὸ διακεκριμένον τοῦ νοητοῦ, τὸ δὲ
μέσον κατὰ μὲν τὸὠὸν ἔτι ἡνωμένον, κατὰ δὲ τὸν θεὸν ἤδη διακεκριμένον,
τὸ δὲὅλον εἰπεῖν, διακρινόμενον. Τοιαύτη μὲν ἡ συνήθης <ὀρφικὴ
θεολογία>.
«τις
θεωρούμενες Ορφικές ραψωδίες, η θεολογική άποψη για το νοητό είναι
παρόμοια με αυτή που εξηγούν οι φιλόσοφοι βάζοντας στη θέση της μιας
αρχής των όλων τον “Χρόνο”, στη θέση των δύο τον “Αιθέρα” και το “Χάος”
και θεωρώντας ότι στη θέση του καθολικού Όντος είναι το ”Ωό”, κάνοντας
αυτή πρώτη τριάδα. Στη δεύτερη ότι φέρνει το ”Ωό”, που
κυοφορεί και κυοφορείται τον θεό ή τον “λαμπρό χιτώνα” ή την “Νεφέλη”,
γιατί από αυτά ξεπηδά ο Φάνης – διότι θεωρούν ως μεσαίο πότε το ένα και
πότε το άλλο. την τρίτη ανήκει ο “Μήτις” ως Νους, ο “Ηρικεπαίος” ως
δύναμη και ο ίδιος ο Φάνης ως πατέρας…… Κάπως έτσι είναι η γνωστή Ορφική
θεολογία.»
[25] Βλ. Μαρίνος Νεαπόλεως “Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετή, 27”.
[26] Αναφερόμαστε
στην πρώτη από τις σημαντικότερες Ολβίες, που ιδρύθηκε από Μιλήσιου το
645 π.κ.χ. κοντά στις εκβολές του Δνείπερου ποταμού – όπως μαρτυρεί ο
Στράβων στα «Γεωγραφικά»:
Geog 7.3.17.4 ` to Geog 7.3.17.6 πλεύσαντι
δὲ τὸν Βορυσθένη σταδίους διακο σίους ὁμώνυμος τῷ ποταμῷ πόλις· ἡ δ᾽
αὐτὴ καὶὈλ βία καλεῖται, μέγα ἐμπόριον, κτίσμα Μιλησίων.
Τον 6-ον π.κ.χ αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή,
όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες του Ηρόδοτου αλλά και από τα
αρχαιολογικά ευρήματα (χρυσά κοσμήματα, περίτεχνα αγγεία, αλαβάστρινοι
τρίποδες κτλ.). Η Ολβία Ποντική (ονομαζόταν και Βορυσθένης) ήταν στις
βορειοδυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας και χτίστηκε κατά τον δεύτερο
ελληνικό αποικισμό πιθανόν τον 7ο αιώνα π.Χ. Στην Ολβία υπήρχε ναός
αφιερωμένος στον Απόλλωνα Δελφίνιο. Οι κάτοικοι εκτός από τον Απόλλωνα
λάτρευαν και τον Αχιλλέα, ως θεό.
[27] Χρονολογείται γύρω
στο 340-320π.κ.ε. και αντιγράφει ένα παλιότερο κείμενο του τέλους του
5ου αι. π.Χ.. Βρέθηκε στην νεκρόπολη της αρχαίας Λητής, επάνω σε έναν
κιβωτιόσχημο τάφο, ανάμεσα σε απομεινάρια καμένων κτερισμάτων που
συνόδευαν τον νεκρό. Η γλώσσα του κειμένου είμαι μια μίξη ιωνικής και
αττικής διαλέκτου, σε εξάμετρο στίχο.
[28] Βλ. Δαμάσκιος ο διάδοχος “Απορίες και λύσεις περί των πρώτων αρχών, 1.319.8 – 1.319.15” :
Deprincipiis 1.319.8 ` to Deprincipiis 1.319.15 Ἡ
δὲ παρὰ τῷ περιπατητικῷ <Εὐδήμῳ> ἀναγεγραμμένη ὡς τοῦ
<Ὀρφέως> οὖσα θεολογία πᾶν τὸ νοητὸν ἐσιώπησεν, ὡς παντάπασιν
ἄρρητόν τε καὶἄγνωστον τρόπῳ κατὰ διέξοδόν τε καὶἀπαγγελίαν· ἀπὸ δὲ τῆς
<Νυκτὸς> ἐποιήσατο τὴν ἀρχήν, ἀφ᾽ἧς καὶὁ <Ὅμηρος>, εἰ καὶ μὴ
συνεχῆ πεποίηται τὴν γενεαλογίαν, ἵστησιν· οὐ γὰρ ἀποδεκτέον
<Εὐδήμου> λέγοντος ὅτι ἀπὸ <Ὠκεανοῦ> καὶ <Τηθύος>
ἄρχεται· φαίνεται γὰρ εἰδὼς καὶ τὴν <Νύκτα> μεγίστην οὕτω θεόν, ὡς
καὶ τὸν Δία σέβεσθαι αὐτήν· ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇἀποθύμια ῥέζοι.
«Η αναφερόμενη στον περιπατητικό
Εύδημο ως έργο του Ορφέα Θεολογία αποσιώπησε καθετί το νοητό ως παντελώς
άγνωστο και άρρητο. Ως αρχή των πάντων θεωρεί την Νύχτα, από την οποία
ξεκινάει και ο Όμηρος, αν και αυτός δεν έχει παρουσιάσει την γενεαλογία
συνεχή. Διότι δεν πρέπει να δεχτούμε αυτό που λέει ο Εύδημος, ότι δηλαδή
ο Όμηρος ξεκινάει από τον Ωκεανό και την Τηθή. Γιατί φαίνεται να ξέρει
ότι και η Νύχτα ήταν τόσο μεγάλη θεά, ώστε να την σέβεται και ο Δίας :
“γιατί φοβόταν μην κάνει δυσάρεστο στην γρήγορη Νύχτα” (Ιλιάδα Ξ’ 261).
Ας αρχίζει λοιπόν και αυτό ακόμη ο Όμηρος από την Νύχτα.»
[29] Leg 715.e.7 ` toLeg 716.a.2
ὁ μὲν δὴ θεός, ὥσπερ καὶὁ παλαιὸς λόγος, ἀρχήν τε καὶ τελευτὴν καὶ μέσα
τῶν ὄντων ἁπάντων ἔχων, εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος·
[30] Βλ. Πλάτωνος «Συμπόσιο, 218.b3 – 218b.7» :
Symp 218.b.3 ` to Symp 218.b.7 πάντες
γὰρ κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας—διὸ πάντες
ἀκούσεσθε· συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε τότε πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν
λεγομένοις. οἱ δὲ οἰκέται, καὶ εἴ τις ἄλλος ἐστὶν βέβηλός τε
καὶἄγροικος, πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε.
[31] 1-ος σωσμένος στίχο του παπύρου του Δερβενίου : Ἀείσω συνετοῖσι – θύρας δ’ ἐπίθεσθε βέβηλοι.
[32] Για τα μέχρι
σήμερα δημοσιευμένα κείμενα σε χρυσά ελάσματα βλέπε την έκδοση του Zuntz
1971, του Pugliese Carratelli 1993 και κυρίως την πρόσφατη του Riedweg
1998, 359-398, όπου και εκτενέστατη βιβλιογραφία για τον Ορφισμό. Γενικά
βλέπε Burkert 1993, 562-71, 589-615, Burkert 1994 και Παπαχατζής 1986,
293-9, όπου και όλες οι αρχαίες πηγές, καθώς επίσης και τα λήμματα
«Orphies» και «Orphism» στα ετήσια Επιγραφικά Δελτία Ελληνικής Θρησκείας
1987-1998 (EpigraphicBulletinforGreekReligionEBGR 1987-1998) του
Αγγέλου Χανιώτη στο Κέρνος/Kernos: Kernos4 (1991) http://kernos.revues.org/312 , Kernos5 (1992) http://kernos.revues.org/1066, Kernos6 (1993) http://kernos.revues.org/557, Kernos 7 (1994) http://kernos.revues.org/1113, Kemos8 (1995) http://kernos.revues.org/605, Kernos9 (1996) http://kernos.revues.org/1186, Kernos10 (1997) http://kernos.revues.org/666, Kernos11 (1998) http://kernos.revues.org/1236, Kernos12 (1999) http://kernos.revues.org/724, Kemos13 (2000) http://kernos.revues.org/1300, Kernos14 (2001) http://kernos.revues.org/779.
Πηγή: