από το ημερολόγιο: Φύλλα Κατοχής, της Ιωάννας Τσάτσου
27 Όχτώβρη 1941
Μεγάλη μέρα σήμερα. Σά ν’ ανοίξαμε τά παράθυρα καί νά πλημμύρισε ήλιος τό σπίτι. Ό Κωστάκης (σημ. Κων/νος Τσάτσος) είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο αύριο, επέτειο της κήρυξης του έλληνοϊταλικού πολέμου. Δήλωσε όμως στους φοιτητάς πώς θά τό κάνη σήμερα, άντίθετα προς την έντολή τής Κυβέρνησης (*), γιατί την 28 Όκτωβρίου τή θεωρούσε μέρα γιορτής εθνικής.
Έτσι κι’ έκανε. Τό βράδυ μετά τό μάθημα όταν γύρισε στο σπίτι πολλά παιδιά τον συνώδευαν. Όλα είχαν μιάν έκφραση θλίψης καί περηφάνιας μαζί. Κατασυγκινημένοι άπό τά λόγια του ένοιωθαν σάν έλεύθεροι σκλαβωμένοι.
Όταν μείναμε μόνοι, γιά νά περάση ή ώρα, άποφασίσαμε νά βάλωμε τάξη στη βιβλιοθήκη. Εκείνη τή στιγμή χτυπά τό κουδούνι τής εξώπορτας. Ανοίγω ή ίδια. Κάποιος φίλος άπό τήν Ασφάλεια μάς ειδοποιεί πώς έρχονται νά συλλάβουν τον Κωστάκη. Μιά στιγμή συζητούμε τί πρέπει νά γίνη. Είμαστε άναποφάσιστοι. Μά καλύτερα νά φύγη άπό τό σπίτι, μιά πού πίσω άπ’ αύτή τή δίωξη είναι ό εχθρός. Φεύγει λοιπόν άμέσως καί πάει στού παλιού καλού του φίλου, στού Γιώργου Λάπα.
(*) Καί ή Σύγκλητος τού Πανεπιστημίου είχε τοιχοκολλήσει ανακοίνωση πώς ή 28η Όκτωβρίου δεν είναι εξαιρετέα καί όλα τά μαθήματα θά γίνουν.
Σέ μισή ώρα χτυπά πάλι ή πόρτα. Ανοίγω. Δυο νέοι, ο ένας κάτι μου θυμίζει, ζητούν τον άνδρα μου. Τούς λέω πώς λείπει. Μέ ρωτούν πότε θά γυρίση. Απαντώ στις εννιά τό βράδυ. Φεύγουν.
Πλησιάζει οχτώ. Τά παιδιά πλαγιάζουν νά κοιμηθούν. Ή Δέσποινα μέ την κούκλα της άγκαλιά, ή Ντόρα μέ τον Τέντυ της, την πελούρια άρκούδα της. Γρήγορα βυθίστηκαν στον ύπνο. Στις έννιά χτυπάει πάλι ή πόρτα. Ήταν οί ίδιοι άνθρωποι.
– «Ό κ. Τσάτσος ;
-« Δέν είναι εδώ ».
Δείχνουν τις ταυτότητές των καί λένε : «Ασφάλεια. Θά κάνωμε έρευνα στο σπίτι». Καί αρχίζουν νά ψάχνουν μέ τούς δυνατούς φακούς των παντού. Ψάχνουν στά δωμάτια, στις τουαλέτες, στις αποθήκες. Φωτίζουν επίμονα καί τή Ντόρα μέ τον Τέντυ της. Δέν καταλαβαίνουν ποιά είναι αύτή ή σκιά κοντά στο παιδί. Εύτυχώς πού ή Ντόρα κοιμάται βαθιά.
Μετά την έρευνα μου δηλώνουν πώς έχουν έντολή ό ένας νά έγκατασταθή στο σπίτι, καί οί δυο άλλοι νά φυλάνε την έξώπορτα.
Πραγματικά οί δυο φεύγουν καί ό άλλος ξαπλώνει σέ μιά βαθειά πολυθρόνα. Ή ώρα περνά* έντεκα., μεσάνυχτα.. ’Έχω μιά νύστα άβάσταχτη.
Ό άνθρωπος πού εχει μείνει στο σπίτι μου λέει :
-« Τον γνωρίζω τον κ. Τσάτσο, εγώ τον συνέλαβα καί επί Μεταξά » !
Τον κοιτάζω μέ οίκτο.
-« Μά δέν είσαι πολύ νέος νά κάνης συνέχεια αύτή τή δουλειά ; » τον ρωτώ.
Δέν μου άπαντα* μά σά νά ντράπηκε, γιατί σέ λίγο ξεκάρφωτα ψιθυρίζει :
-« Πρέπει νά κατέβω νά ίδώ τί κάνουν οί άλλοι » καί εξαφανίζεται.
Κλείνω μέ άνακούφιση τήν πόρτα μου καί πάω έπιτέλους στο κρεββάτι μου.
28 ‘Οχτώβρη 1941
Τέτοιο θρίαμβο εθνικής γιορτής δέν τον έχω ξαναζήσει.
Άπό τις εφτά μέ ξύπνησαν τά τηλέφωνα πού άπό κείνη τή στιγμή κουδουνίζουν άκατάπαυστα. Οί σημερινές έφημερίδες γράφουν : «Ό Κωνσταντίνος Τσάτσος άπολύεται καί στερείται τής συντάξεώς του ». Τό σπίτι γεμίζει άπο γνωστούς καί άγνωστους. Τήν έξώπορτα τήν έχω άφήσει άνοιχτή. Πολιτικοί, άξιωματικοί καί άξιωματούχοι, κοινοί θνητοί, ολοι είναι εδώ.
Ένας άγνωστος λοχαγός ζητάει νά μου μιλήση χωριστά.
-« Μετά τό άλβανικό μέτωπο, πρώτη μέρα σήμερα νοιώθω ελεύθερος» μου λέει σιγά. Τά μάτια του είναι θολά άπό δάκρυα. « Θέλω νά σάς προσφέρω ο,τι διαθέτω » καί βγάζει δειλά άπό τή τσέπη του μιά χρυσή λίρα.
Μιά στιγμή χάνω τά λόγια μου, συγκινημένη άπό τό αίσθημα αυτού τού άνθρώπου.
– « Τώρα δέν χρειάζομαι τίποτα, αν χρειαστώ… » ψιθυρίζω μέ φόβο μή τον προσβάλω, «Σας ευχαριστώ, σάς εύχαριστώ άληθινά ».
Φωνές άκούγονταί στήν οδό Κυδαθηναίων. Τρέχω στο μπαλκόνι.Ο δρόμος έχει μαυρίσει άπό φοιτητές. Τά παιδιά, άφού καταθέσανε λουλούδια στον ’Άγνωστο Στρατιώτη, έρχονται κατ’ ευθείαν στην οδό Κυδαθηναίων, κάτω άπο τό σπίτι μας.
-« Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο » φωνάζουν μέ ρυθμό. “Άλλο θύμα τού Άξονα, ό Τσάτσος ».
Τό τηλέφωνο χτυπά επίμονα. Παίρνω τό άκουστικό. Είναι άξιωματικός της Αστυνομίας.
-« Προσπαθήστε νά διαλύσετε τούς φοιτητάς » μου λέει, “έρχονται οί ίταλοί ».
Κατεβαίνω τρέχοντας τή σκάλα, βγαίνω στο δρόμο καί λέω στους νέους : « Τό μεγαλύτερο κακό πού μπορεί νά συμβή στο δάσκαλό σας, είναι νά χτυπηθή ένας άπό σάς. Σάς παρακαλώ νά διαλυθήτε, νά πάτε ήσυχα στά σπίτια σας. Πολύ σύντομα θά είμαστε πάλι όλοι μαζί ».
Καταλαβαίνουν, καί μέ δυσκολία αρχίζουν νά διαλύωνται(**).
Ώς άργά τή νύχτα τό σπίτι είναι ένα προσκύνημα. Οί άνθρωποι τής άσφάλειας. φυλάνε πάντα στήν οδό Κυδαθηναίων.
(**)Από τά παιδιά αυτά οί ίταλοί πιάσανε εφτά, τούς πιό ζωηρούς, πού, άφού τούς δείρανε για νά τούς αποσπάσουν ομολογίες εις βάρος του Κ. Τσάτσου, τους άφησαν μετά τρεις ήμέρες ελεύθερους.
Πηγή:
από το βιβλίο: Φύλλα Κατοχής, της Ιωάννας Τσάτσου,εκδόσεις Εστίας,σ. 20-21
φωτο από Σαν Σήμερα: Αιματηρή διαδήλωση στην κατεχόμενη Αθήνα
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
Θαυμαστή η τόλμη και η
γενναιότητα, καθηγητών και φοιτητών, που αρνήθηκαν να κάνουν μάθημα την
28η Οκτωβρίου 1941, θεωρώντας την ημέρα εθνικής εορτής…τότε που οι
γιορτές τιμόταν με κάθε κόστος και οι διαδηλώσεις γινόταν για την
ελευθερία…
27 Όχτώβρη 1941
Μεγάλη μέρα σήμερα. Σά ν’ ανοίξαμε τά παράθυρα καί νά πλημμύρισε ήλιος τό σπίτι. Ό Κωστάκης (σημ. Κων/νος Τσάτσος) είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο αύριο, επέτειο της κήρυξης του έλληνοϊταλικού πολέμου. Δήλωσε όμως στους φοιτητάς πώς θά τό κάνη σήμερα, άντίθετα προς την έντολή τής Κυβέρνησης (*), γιατί την 28 Όκτωβρίου τή θεωρούσε μέρα γιορτής εθνικής.
Έτσι κι’ έκανε. Τό βράδυ μετά τό μάθημα όταν γύρισε στο σπίτι πολλά παιδιά τον συνώδευαν. Όλα είχαν μιάν έκφραση θλίψης καί περηφάνιας μαζί. Κατασυγκινημένοι άπό τά λόγια του ένοιωθαν σάν έλεύθεροι σκλαβωμένοι.
Όταν μείναμε μόνοι, γιά νά περάση ή ώρα, άποφασίσαμε νά βάλωμε τάξη στη βιβλιοθήκη. Εκείνη τή στιγμή χτυπά τό κουδούνι τής εξώπορτας. Ανοίγω ή ίδια. Κάποιος φίλος άπό τήν Ασφάλεια μάς ειδοποιεί πώς έρχονται νά συλλάβουν τον Κωστάκη. Μιά στιγμή συζητούμε τί πρέπει νά γίνη. Είμαστε άναποφάσιστοι. Μά καλύτερα νά φύγη άπό τό σπίτι, μιά πού πίσω άπ’ αύτή τή δίωξη είναι ό εχθρός. Φεύγει λοιπόν άμέσως καί πάει στού παλιού καλού του φίλου, στού Γιώργου Λάπα.
(*) Καί ή Σύγκλητος τού Πανεπιστημίου είχε τοιχοκολλήσει ανακοίνωση πώς ή 28η Όκτωβρίου δεν είναι εξαιρετέα καί όλα τά μαθήματα θά γίνουν.
Σέ μισή ώρα χτυπά πάλι ή πόρτα. Ανοίγω. Δυο νέοι, ο ένας κάτι μου θυμίζει, ζητούν τον άνδρα μου. Τούς λέω πώς λείπει. Μέ ρωτούν πότε θά γυρίση. Απαντώ στις εννιά τό βράδυ. Φεύγουν.
Πλησιάζει οχτώ. Τά παιδιά πλαγιάζουν νά κοιμηθούν. Ή Δέσποινα μέ την κούκλα της άγκαλιά, ή Ντόρα μέ τον Τέντυ της, την πελούρια άρκούδα της. Γρήγορα βυθίστηκαν στον ύπνο. Στις έννιά χτυπάει πάλι ή πόρτα. Ήταν οί ίδιοι άνθρωποι.
– «Ό κ. Τσάτσος ;
-« Δέν είναι εδώ ».
Δείχνουν τις ταυτότητές των καί λένε : «Ασφάλεια. Θά κάνωμε έρευνα στο σπίτι». Καί αρχίζουν νά ψάχνουν μέ τούς δυνατούς φακούς των παντού. Ψάχνουν στά δωμάτια, στις τουαλέτες, στις αποθήκες. Φωτίζουν επίμονα καί τή Ντόρα μέ τον Τέντυ της. Δέν καταλαβαίνουν ποιά είναι αύτή ή σκιά κοντά στο παιδί. Εύτυχώς πού ή Ντόρα κοιμάται βαθιά.
Μετά την έρευνα μου δηλώνουν πώς έχουν έντολή ό ένας νά έγκατασταθή στο σπίτι, καί οί δυο άλλοι νά φυλάνε την έξώπορτα.
Πραγματικά οί δυο φεύγουν καί ό άλλος ξαπλώνει σέ μιά βαθειά πολυθρόνα. Ή ώρα περνά* έντεκα., μεσάνυχτα.. ’Έχω μιά νύστα άβάσταχτη.
Ό άνθρωπος πού εχει μείνει στο σπίτι μου λέει :
-« Τον γνωρίζω τον κ. Τσάτσο, εγώ τον συνέλαβα καί επί Μεταξά » !
Τον κοιτάζω μέ οίκτο.
-« Μά δέν είσαι πολύ νέος νά κάνης συνέχεια αύτή τή δουλειά ; » τον ρωτώ.
Δέν μου άπαντα* μά σά νά ντράπηκε, γιατί σέ λίγο ξεκάρφωτα ψιθυρίζει :
-« Πρέπει νά κατέβω νά ίδώ τί κάνουν οί άλλοι » καί εξαφανίζεται.
Κλείνω μέ άνακούφιση τήν πόρτα μου καί πάω έπιτέλους στο κρεββάτι μου.
28 ‘Οχτώβρη 1941
Τέτοιο θρίαμβο εθνικής γιορτής δέν τον έχω ξαναζήσει.
Άπό τις εφτά μέ ξύπνησαν τά τηλέφωνα πού άπό κείνη τή στιγμή κουδουνίζουν άκατάπαυστα. Οί σημερινές έφημερίδες γράφουν : «Ό Κωνσταντίνος Τσάτσος άπολύεται καί στερείται τής συντάξεώς του ». Τό σπίτι γεμίζει άπο γνωστούς καί άγνωστους. Τήν έξώπορτα τήν έχω άφήσει άνοιχτή. Πολιτικοί, άξιωματικοί καί άξιωματούχοι, κοινοί θνητοί, ολοι είναι εδώ.
Ένας άγνωστος λοχαγός ζητάει νά μου μιλήση χωριστά.
-« Μετά τό άλβανικό μέτωπο, πρώτη μέρα σήμερα νοιώθω ελεύθερος» μου λέει σιγά. Τά μάτια του είναι θολά άπό δάκρυα. « Θέλω νά σάς προσφέρω ο,τι διαθέτω » καί βγάζει δειλά άπό τή τσέπη του μιά χρυσή λίρα.
Μιά στιγμή χάνω τά λόγια μου, συγκινημένη άπό τό αίσθημα αυτού τού άνθρώπου.
– « Τώρα δέν χρειάζομαι τίποτα, αν χρειαστώ… » ψιθυρίζω μέ φόβο μή τον προσβάλω, «Σας ευχαριστώ, σάς εύχαριστώ άληθινά ».
Φωνές άκούγονταί στήν οδό Κυδαθηναίων. Τρέχω στο μπαλκόνι.Ο δρόμος έχει μαυρίσει άπό φοιτητές. Τά παιδιά, άφού καταθέσανε λουλούδια στον ’Άγνωστο Στρατιώτη, έρχονται κατ’ ευθείαν στην οδό Κυδαθηναίων, κάτω άπο τό σπίτι μας.
-« Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο » φωνάζουν μέ ρυθμό. “Άλλο θύμα τού Άξονα, ό Τσάτσος ».
Τό τηλέφωνο χτυπά επίμονα. Παίρνω τό άκουστικό. Είναι άξιωματικός της Αστυνομίας.
-« Προσπαθήστε νά διαλύσετε τούς φοιτητάς » μου λέει, “έρχονται οί ίταλοί ».
Κατεβαίνω τρέχοντας τή σκάλα, βγαίνω στο δρόμο καί λέω στους νέους : « Τό μεγαλύτερο κακό πού μπορεί νά συμβή στο δάσκαλό σας, είναι νά χτυπηθή ένας άπό σάς. Σάς παρακαλώ νά διαλυθήτε, νά πάτε ήσυχα στά σπίτια σας. Πολύ σύντομα θά είμαστε πάλι όλοι μαζί ».
Καταλαβαίνουν, καί μέ δυσκολία αρχίζουν νά διαλύωνται(**).
Ώς άργά τή νύχτα τό σπίτι είναι ένα προσκύνημα. Οί άνθρωποι τής άσφάλειας. φυλάνε πάντα στήν οδό Κυδαθηναίων.
(**)Από τά παιδιά αυτά οί ίταλοί πιάσανε εφτά, τούς πιό ζωηρούς, πού, άφού τούς δείρανε για νά τούς αποσπάσουν ομολογίες εις βάρος του Κ. Τσάτσου, τους άφησαν μετά τρεις ήμέρες ελεύθερους.
Πηγή:
από το βιβλίο: Φύλλα Κατοχής, της Ιωάννας Τσάτσου,εκδόσεις Εστίας,σ. 20-21
φωτο από Σαν Σήμερα: Αιματηρή διαδήλωση στην κατεχόμενη Αθήνα
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”