Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

H «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο

«Εγώ θα σας αφηγηθώ τη ζωή μου με απλότητα.
Είναι μια απλή ζωή που αμφιβάλλω αν θα σας ενθουσιάσει, όπως αμφιβάλλω για το συγγραφικό μου
τάλαντο.
Ισως θα προτιμούσατε αντί να διαβάζετε αυτές τις γραμμές να σας έλεγα ένα τραγούδι...»

Σοφία Βέμπο


Σύμβολο ενός ολόκληρου λαού, απόλυτα ταυτισμένη με το έπος του '40, η Σοφία Βέμπο κατόρθωσε να συνδέσει το όνομά της με τη νεότερη ιστορία του Έθνους.
Η εθνική μας φωνή με την ξεχωριστή χροιά και την ισχυρή προσωπικότητα, τραγούδησε με λεβεντιά, σατίρισε με θάρρος τους κατακτητές και εμψύχωσε τους έλληνες φαντάρους μας στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, με τραγούδια που έγιναν πατριωτικοί ύμνοι.

Γεννημένη στη Θράκη στις 11 Φεβρουαρίου του 1910, η Σοφία Μπέμπου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ξεκινά την καλλιτεχνική της πορεία ως τραγουδίστρια το 1933 από τη Θεσσαλονίκη για να βρεθεί πολύ γρήγορα στην πρωτεύουσα όπου η εξέλιξή της υπήρξε αλματώδης.
Το πρώτο τραγούδι της καριέρας της Βέμπο είναι η Όμορφη τσιγγάνα, ενώ το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε είναι το Μη ζητάς φιλιά, στην εταιρεία Παρλοφόν, το 1934. Έως το 1939 η Βέμπο έχει ήδη αναγνωριστεί και καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού.

Ωστόσο, τα σύννεφα του πολέμου ολοένα και πυκνώνουν και το 1940 πολλές χώρες ήδη έχουν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα.
Στην Ελλάδα σημειώνονται οι πρώτες παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα και στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στις 10 το πρωί, ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Ζαππείου διακόπτει τη ροή του προγράμματος και προβαίνει στην ιστορική εκείνη ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας και την άμυνα των ημετέρων. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος μόλις είχε ξεκινήσει.

Η κήρυξη του πολέμου εκτοξεύει την καριέρα της Βέμπο, η οποία ξεκινά να τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια στην παράσταση Πολεμική Αθήνα που ανέβασε το θέατρο Μοντιάλ, του Μίμη Τραϊφόρου (συνεργάτης και μετέπειτα σύζυγός της).
Αξίζει να σημειωθεί πως με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου όλες οι οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους.
Από τη σκηνή του θεάτρου Μοντιάλ η Βέμπο ερμηνεύει για πρώτη φορά τα τραγούδια που έγιναν πατριωτικοί ύμνοι (Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά και Κορόιδο Μουσολίνι) και γράφει ιστορία. Το ασφυκτικά γεμάτο -καθημερινά- θέατρο Μοντιάλ, ξεκινά να παραχωρεί τις μισές από τις εισπράξεις του για την ενίσχυση του μετώπου, ενώ παράλληλα η Βέμπο προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες.
Το 1941 η Βέμπο ερμηνεύει το Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και ακολουθούν τα Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός, Μας χωρίζει ο πόλεμος, κ.α.
Σε μια προσπάθεια να πάρουν κουράγιο οι έλληνες φαντάρει και να γιγαντωθεί το ηθικό τους, το Γενικό Επιτελείο Στρατού στέλνει τους δίσκους της Βέμπο σε όλες τις μονάδες στο μέτωπο.

Λίγο προτού εισέλθουν οι Γερμανοί στην Αθήνα και ενώ με τα τραγούδια της κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου έχει γίνει η «τραγουδίστρια της νίκης», βγαίνοντας από το θέατρο Μοντιάλ όπου εμφανίζεται και πηγαίνοντας στο Αλάμπρα όπου παίζει η αδελφή της Αλίκη, συνέβη το εξής περιστατικό το οποίο η Σοφία Βέμπο αναφέρει στην αυτοβιογραφία της (η οποία δημοσιεύτηκε το 1947, σε 62 συνέχειες στην καθημερινή ελληνόφωνη εφημερίδα της Νέας Υόρκης «Εθνικός Κήρυξ»): «ξαφνικά ένιωσα ένα τρομερό σε δύναμη κρύο χτύπημα στο πρόσωπο.
Ηταν σαν σιδερένια γροθιά. Σωριάστηκα αμέσως.
Επρόλαβα να φωνάξω:
"Με σκότωσες, παλιάνθρωπε". Τίποτα άλλο, λιποθύμησα».
Το πρωί της άλλης ημέρας το τηλέφωνο του σπιτιού της χτυπάει και αμέσως μια βαριά φωνή τής λέει:
«Σ' τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορής να βγαίνης στο θέατρο και να λες αυτά που λες. Μην στεναχωριέστε, τους απάντησα, θα τα πω από το ραδιόφωνο.
Ηταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο».

Την εποχή εκείνη κυκλοφορούν φήμες από τις δυνάμεις κατοχής ότι η Σοφία Βέμπο πέθανε.
Αλλά δεν μένουν εκεί. Μόλις ξεκίνησε μια απογευματινή της παράσταση, δύο λοχαγοί της Γκεστάπο της λένε να ντυθεί και να τους ακολουθήσει και την οδηγούν στα ανακριτικά της Γκεστάπο. Ακολουθούν οι φυλακές Αβέρωφ.
Την ξαναπηγαίνουν στην Γκεστάπο και την αφήνουν αφού υπέγραψε χαρτί όπου διαβεβαιώνει ότι δεν θα ξανατραγουδήσει πατριωτικά τραγούδια.
Το κάνει. Αλλά στέλνει τα μηνύματά της μέσω τραγουδιών. Οι Ιταλοί στη συνέχεια την καλούν να σταματήσει με ανακοίνωσή τους.
Και έγινε.
Δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά της. Μετά από λίγο την άδεια την παίρνει πίσω. Και ανήμερα την 28η Οκτωβρίου, με τους ιταλούς και γερμανούς λογοκριτές δίπλα της, δίνει παράσταση ντυμένη στα γαλανόλευκα.
«Οι Ιταλοί ελύσσαξαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν πια τίποτα».

Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα η Βέμπο φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα της περιοχής.
Εκεί ήδη είχε αρχίσει να γεννιέται ο πυρήνας μιας ελεύθερης Ελλάδας. Στη Μέση Ανατολή, όπου παρέμεινε σχεδόν τρεισήμισι χρόνια (1942-1946), τραγουδά για να ψυχαγωγήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, ανεβάζει επιθεωρήσεις, δίνει ρεσιτάλ και δεν σταματά να δίνει τα πάντα για τον αγώνα.
Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδα των εμφανίσεων που πραγματοποιεί, πηγαίνει κατευθείαν για εθνικούς σκοπούς.

Μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία, το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής τής διαθέτει πολεμικό αεροσκάφος για να γυρίσει στην Ελλάδα.
Τότε, και ενώ η καριέρα της βρισκόταν στο ζενίθ, παίρνει την απόφαση να πάει στην Αμερική όπου την προσκαλούσε ο απόδημος ελληνισμός.
Στην Αμερική μένει σχεδόν δυόμισι χρόνια (1947-1949) αλλά στο μυαλό της έχει πάντα τη σκέψη να επιστρέψει στην πατρίδα. «Η Ελλάδα με δημιούργησε και σ’ αυτή θέλω να γυρίσω. Θέλω να τελειώσω της καριέρα μου στον τόπο που μου τα έδωσε όλα και με το παραπάνω», αναφέρει...

Το 1949 επιστρέφει στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω δόξες και συμβόλαια, ύστερα από τιμητική πρόσκληση του Γενικού Επιτελείου Στρατού για περιοδεία στις μαχόμενες μονάδες κατά τη μαύρη περίοδο του Εμφυλίου.
Αρκετά χρόνια αργότερα, μια μεγάλη στιγμή σημαδεύει τα τελευταία χρόνια της ζωής της: η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973.
Καθώς το διαμέρισμά της βρίσκεται εκεί κοντά, η Βέμπο αψηφώντας τη χούντα των συνταγματαρχών δίνει άσυλο, ανοίγοντας την πόρτα της σε κυνηγημένα παιδιά.
Όταν η Ασφάλεια έρχεται στο κατώφλι της λέει στον επικεφαλής:

«Εγώ δε φοβήθηκα τον Ντούτσε, δε φοβήθηκα τον Χίτλερ. Είναι δυνατόν τώρα να φοβηθώ εσάς;
Είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθώ τους δικούς μου;
Και μ’ αυτή τη γενναία πράξη έπεσε η αυλαία των εθνικών της προσφορών».

«Η Τραγουδίστρια της Νίκης» Σοφία Βέμπο, «έφυγε» από τη ζωή το πρωί της 11ης Μαρτίου του 1978 σε ηλικία 68 ετών και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο.

*Πληροφορίες και αποσπάσματα που αναφέρονται στο άρθρο προέρχονται από το βιβλίο «Σοφία Βέμπο - Τραγούδαγε την Ελλάδα κι όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της» (εκδόσεις University Studio Press), της Κατερίνας Κ. Πετρίδου η οποία υπήρξε προσωπική φίλη της μεγάλης ερμηνεύτριας-σύμβολο.
Σε αυτό, μέσω της 28χρονης προσωπικής της φιλίας με την τραγουδίστρια, η κ. Πετρίδου προσεγγίζει τη ζωή της ερμηνεύτριας με έναυσμα τις προσωπικές της αναμνήσεις. Στη διάθεσή της, εκτός από τις αναμνήσεις της, έχει και μια συλλογή που απαρτίζεται από αυθεντικά προσωπικά κειμήλια της Σοφίας Βέμπο, παρτιτούρες, πλάκες γραμμοφώνου, βινύλια, προγράμματα θεάτρου, σπάνια χειρόγραφα, γράμματα / τηλεγραφήματα, ανέκδοτες θεατρικές/στρατιωτικές φωτογραφίες με αφιερώσεις, επιστολές κ.ο.κ.