Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΝ ΨΕΥΤΙΚΟΥΣ ΗΡΩΕΣ… ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΣΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ! ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ!!!

Ο ποιητής του 1821, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε για την ώρα του μαρτυρικού θανάτου του Κατσαντώνη: «Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ αμόνι κι αρχίσανε με το σφυρί να τον πελεκάνε. Σκλήθρες πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μεδούλια, νεύρα, κομμένα κρέατα, σέρνονται σαν ξεσκλίδια και κείνος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει: Χτυπάτε, πελεκάτε με σκυλιά, τον Κατσαντώνη δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτία, σφυρί κι αμόνι.»


Ο Αντώνης Κατσαντώνης ήταν περίφημος κλέφτης της Δυτικής Ελλάδας (1775 – 1809). Καταγόταν από το πετροβουνι Ιωαννίνων κι ήταν γιος αρχιτσέλιγκα.Λέγεται ότι όταν ετοιμαζόταν να βγει στο κλαρί για τη λευτεριά της Πατρίδας, τον παρακαλούσε η μάνα του να κάντσει ήσυχος και να μη φύγει και του ‘λεγε:
«Κάτσε Αντώνη μου, κάτσε». Έτσι του ‘μεινε το παρατσούκλι «Κατσαντώνης».
Σύμφωνα με τη γριά Τάτσαινα Μπαλωμένου από το Μύρεσι που πέθανε πάνω από 110 χρονών γύρω στα 1860, ο Κατσαντώνης ήταν άριστος στη σκοποβολή και στο λιθάρι, είχε δε λεπτή, αλλά δυνατή φωνή και ήταν μετρίου αναστήματος.



Στις δεκαπέντε του Μαγιού στις είκοσι του μήνα,
ο Βεληγκέκας κίνησε να πάει στον Κατσαντώνη.
Επάτησε κι’ εκόνεψε σ’ ενού παπά το σπίτι.
? Παπά ψωμί, παπα κρασί να πιουν τα παλικάρια.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, κι εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα του ?ρθανε από τον Κατσαντώνη.
? Να βγεις, Βέλη μ’ στον πόλεμο, ν’ αλλάξουμε ντουφέκια.
Ορθός ευθύς επήδησε και το σπαθί του ζώνει,
και τον τσαούση φώναξε «Τσαούση Καραβίδα».
? Τα παλικάρια μάζωξε κι όλον τον νταϊφά μου.
? Τσαούση, μοίρασε ψωμί, δώσε στα παλικάρια,
? γιατ’ έχουμε έναν πόλεμο κι ένα βαρύ ντουφέκι.
? Εγώ πηγαίνω πιο μπροστά στην κρύα τη βρυσούλα.
Στη στράτα όπου πήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει,
ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι τούχε.,
κι οι κλέφτες τον σταμάτησαν και τον γλυκορωτούσαν.
? Που πας, Βέλη μπουλουμπαση, στα κλέφτικα λημέρια;
?Σ’ εσέν’ Αντώνη, κερατά, σε σένα παλιοκλέφτη.
Εγώ Κλέφτες δεν σκιάζομαι και Κλέφτες δεν φοβάμαι,
είμαι ρεντζάλι του Αλή, ρεντζάλι του Βεζύρη.
Κι ο Κατσαντώνης φώναξε από το μετερίζι.
?Δεν είναι δω τα Γιάννενα, δεν είναι δω ραγιάδες,’
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ ‘ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα ντουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν
Τρεις τουφεκιές του ρίξανε, τις τρεις αράδα-αράδα.
Η μια τον πήρε ξώδερμα, κι άλλη στο κεφάλι,

κι’ η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στην καρδιά του… *




Πηγή:
hellas-now.com