Κατά την κλασική αρχαιότητα ο εραστής και ο ερώμενος, σε μία αντιστοιχία θεωρούνται, για όσους τουλάχιστον έχουν μελετήσει τον Πλατωνικό Φαίδρο, ως ο δάσκαλος και ο μαθητής. Ο Πλάτων στο παραπάνω έργο παρουσιάζει τη σχέση αυτή ως μία ερωτική σχέση ανάμεσα σε αυτόν που αναζητεί την γνώση και σ’ εκείνον που την παρέχει.
Με τον όρο «έρως» εννοείται η σχέση που βασιζόταν σε αισθήματα βαθύτατης φιλίας και σεβασμού. Στα μάτια του εφήβου ο δάσκαλος-εραστής ήταν η ενσάρκωση του ιδανικού, το ιδεώδες πρόσωπο προς το οποίο απέβλεπε προκειμένου να διαπλάσσει την προσωπικότητά του. Άλλωστε, αυτή ήταν και η έννοια της Παιδείας στην αρχαιότητα!
Ο εραστής δεν νοείται ως ο εραστής του σώματος, αλλά της αληθείας, της ορθής συμπεριφοράς, αυτής που συμφωνεί με τις αιώνιες ηθικές αξίες. Πλάι σε αυτόν, ο μαθητής θα γίνει και αυτός με τη σειρά του ερωμένος της αλήθειας.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ουσία της σωκρατικής μαιευτικής μεθόδου είναι το να μπορέσει ο εταίρος, ο εραστής, μέσω των κατάλληλων ερωτήσεων να εκμαιεύσει από την ψυχή του μαθητή, του ερώμενου, αυτά που ήδη η ψυχή γνωρίζει, δηλαδή τους συμπαντικούς νόμους και όχι να της παράσχει απλές πληροφορίες.
Με άλλα λόγια για τον Σωκράτη ο δάσκαλος δεν διδάσκει, αλλά ο μαθητής είναι εκείνος ο οποίος ενθυμείται ανασύροντας από τον βαθύτερο εαυτό του αυτές τις γνώσεις.
Στο έργο του Πλάτωνος «Φαίδρος» ο Σωκράτης, μεταξύ άλλων, στον διάλογό του με τον νεαρό Φαίδρο μας λέει πως: Τούτο είναι η ανάμνηση που έχουμε για κείνα που είδε κάποτε η ψυχή μας, όταν πορεύτηκε μαζί με το θεό κι όταν εσήκωσε τα μάτια της πάνω απ’ αυτά που λέμε τώρα πως υπάρχουνε και ανυψώθηκε εκεί όπου είναι η αληθινή ουσία. Μάλιστα πιο κάτω θα μας πει πως αυτός που αγαπάει την ομορφιά λέγεται εραστής. Γιατί όπως είπαμε κάθε δα ανθρώπινη ψυχή, ταγμένη από τη φύση έχει θωρήσει τα όντα.
Οι σοφιστές σε μία αναντιστοιχία με την σωκρατική μαιευτική μέθοδο πίστευαν ότι εφόσον παρείχαν συνεχώς γνώσεις στους μαθητές θα έπρεπε να πληρώνονται και μάλιστα με αρκετά μεγάλα ποσά. Γι’ αυτό και ο Σωκράτης αντιδιαστέλλοντας και διακωμωδώντας την μέθοδο των σοφιστών θα πει πως δεν είναι δυνατόν να εμφυτεύσεις φως σε ένα τυφλό.
Εφόσον λοιπόν για τον Σωκράτη η γνώση είναι ανάμνηση η οποία ανασύρεται από το βάθος του ασυνείδητου, όπως θα έλεγε ο Φρόιντ, ο δάσκαλος, όντας ανώτερος εξελικτικά, γίνεται ο εραστής, ο οποίος μέσω πλεονάσματος του ψυχικού του κόσμου καθιστά των μαθητή ερώμενο, ο οποίος αναγνωρίζει τον αληθινό του εαυτό μέσα από τον δάσκαλο, όπως το παιδί αναγνωρίζει αρχικά την ολότητά του μέσα από τα μάτια της μάνας.
Έτσι βλέπουμε ο Πλάτων να παρουσιάζει ως εραστές τον Σωκράτη και τον Αλκιβιάδη, παρουσιάζοντας συμβολικά την ανώτερη ψυχή με τον Σωκράτη και τον Αλκιβιάδη με την κατώτερη, όπου η ανώτερη ψυχή (Σωκράτης) προσπαθεί να βοηθήσει (με έρωτα ψυχικό πάντα) την κατώτερη ψυχή (Αλκιβιάδη) να διορθώσει τα λάθη της.
Το ίδιο κάνει ο Πλάτων και στον Παρμενίδη, όπου αναφέρει τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα ως εραστές.
Άλλωστε ο νεοπλατονικός Πρόκλος μας διευκρινίζει στα Σχόλια του στον Παρμενίδη πως: «αφού πει κανείς τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα εραστή και ερωμένο ή τον ένα δάσκαλο και τον άλλο μαθητή μυημένο από εκείνον, να κάνει τον εραστή και τον δάσκαλο να διασχίζει ένα τόσο μεγάλο πέλαγος λόγων προς τον ερωμένο και τον μαθητή που μυήθηκε από αυτόν».
«ἐραστὴν καὶ ἐρώμενον εἰπόντα τὸν Παρμενίδην καὶ τὸν Ζήνωνα,καὶ τὸν μὲν καθηγεμόνα, τὸν δὲ ὑπ’ ἐκείνου τελεωθέντα, ποιεῖν τὸν ἐραστὴν καὶ τὸν καθηγεμόνα, πρὸς τὸν ἐρώμενον καὶ τὸν ὑπ’ αὐτοῦτελεωθέντα , τοσοῦτον πέλαγος διανέοντα λόγων·».
Θα πρέπει να επισημάνουμε πως και στην Σπάρτη ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων δεν είχε σχέση με σωματική επαφή και αυτός που κατηγορούνταν για προσπάθεια ασέλγειας στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα για όλη του τη ζωή.
Ο Ρωμαίος συγγραφέας και διδάσκαλος της ρητορικής Κλαύδιος Αιλιανός (175 – 235 μ.Χ.) στην ποικίλη ιστορία μας πληροφορεί πως:
«Ο Σπαρτιάτικος έρωτας δεν είχε κάτι αισχρό, εάν ποτέ κάποιος έφηβος τόλμησε να ασελγήσει σε άλλον, δε συνέφερε σε κανέναν από τους δύο να ντροπιάσουν τη Σπάρτη και είτε εξορίστηκαν από την πατρίδα είτε το ακόμη χειρότερο, έχασαν τη ζωή τους».
«Σπαρτιάτης δε έρως αισχρόν ουκ είδεν είτε γαρ μειράκιον ετόλμησεν ύβριν υπομείναι είτε εραστής υβρίσαι, αλλ’ ουδετέροις ελυσιτέλησε την Σπάρτην ir/καταμείναι ή γαρ της παρτίδος απηλλάγησαν ή και το έτι θερμότερον και του
βίου αυτού».
Αξίζει όμως, τελειώνοντας, να αναφερθούμε και στο έργο του Πλουτάρχου (βίοι παράλληλοι, Σόλων 1,1) αποσαφηνίζοντας το εννοιολογικό περιεχόμενο της Παιδεραστίας που έδιδαν οι αρχαίοι από την εποχή ακόμη του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ..
Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί πως: και από τα ποιήματά (του Σόλωνος) είναι δυνατόν να καταλάβουμε και έγραψε νόμο που ορίζει οι δούλοι να μη αλείβουν τους παλαιστές, ούτε να έχουν σχέση αγάπης δασκάλου προς μαθητή με τα παιδιά (παιδεραστείν), αφήνοντας αυτό το θέμα στην μερίδα των καλών και σεμνών ασχολιών, και με αυτό τον τρόπο να παροτρύνει τους άξιους σε έργα αξιόλογα, από τα οποία απέβλεπε να αποκλείσει τους ανάξιους».
«Εκ τε των ποιημάτων αυτού λαβείν εστί και νόμον έγραψε διαγορεύοντα δούλον μη ξηραλοιφείν μηδέ παιδεραστείν, εις την των καλών μερίδα και σεμνών επιτηδευμάτων τιθέμενος το πράγμα, και τρόπον τινά τους αξίους προκαλούμενος ων τους αναξίους απήλαυνε».
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η έννοια της παιδεραστίας κατά την αρχαιότητα ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που αποδίδεται σήμερα στη λέξη παιδεραστία, καθώς ο Πλούταρχος μας λέει πως είναι έργο καλό, σεμνό και άξιο. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε πως ο «εραστής» και ο «ερώμενος» είχαν σχέση υπεύθυνη και παιδαγωγική.
Μία σχέση που υπερέβαινε την εξουσιαστική σχέση δασκάλου μαθητού –σε αντίθεση με σήμερα- όπου ο δάσκαλος (εξουσιαστής) θα πρέπει απλώς να γεμίσει με πληροφορίες τον μαθητή (εξουσιαζόμενο) που, όπως είπαμε, κατά τους Σοφιστές ο ψυχισμός του μαθητή θεωρείται άδειος πίνακας.
Η σχέση εραστού και ερώμενου είναι μία διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης, όπου ο ερώμενος, μέσα από το όμμα της ψυχής του εραστού του, αναγνωρίζει τον ανώτερο εαυτό του στα μάτια της ψυχής του δασκάλου του, ενώ παράλληλα ο εραστής τίκτει τον νέο αναγεννημένο ερώμενο.
Με τον όρο «έρως» εννοείται η σχέση που βασιζόταν σε αισθήματα βαθύτατης φιλίας και σεβασμού. Στα μάτια του εφήβου ο δάσκαλος-εραστής ήταν η ενσάρκωση του ιδανικού, το ιδεώδες πρόσωπο προς το οποίο απέβλεπε προκειμένου να διαπλάσσει την προσωπικότητά του. Άλλωστε, αυτή ήταν και η έννοια της Παιδείας στην αρχαιότητα!
Ο εραστής δεν νοείται ως ο εραστής του σώματος, αλλά της αληθείας, της ορθής συμπεριφοράς, αυτής που συμφωνεί με τις αιώνιες ηθικές αξίες. Πλάι σε αυτόν, ο μαθητής θα γίνει και αυτός με τη σειρά του ερωμένος της αλήθειας.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ουσία της σωκρατικής μαιευτικής μεθόδου είναι το να μπορέσει ο εταίρος, ο εραστής, μέσω των κατάλληλων ερωτήσεων να εκμαιεύσει από την ψυχή του μαθητή, του ερώμενου, αυτά που ήδη η ψυχή γνωρίζει, δηλαδή τους συμπαντικούς νόμους και όχι να της παράσχει απλές πληροφορίες.
Με άλλα λόγια για τον Σωκράτη ο δάσκαλος δεν διδάσκει, αλλά ο μαθητής είναι εκείνος ο οποίος ενθυμείται ανασύροντας από τον βαθύτερο εαυτό του αυτές τις γνώσεις.
Στο έργο του Πλάτωνος «Φαίδρος» ο Σωκράτης, μεταξύ άλλων, στον διάλογό του με τον νεαρό Φαίδρο μας λέει πως: Τούτο είναι η ανάμνηση που έχουμε για κείνα που είδε κάποτε η ψυχή μας, όταν πορεύτηκε μαζί με το θεό κι όταν εσήκωσε τα μάτια της πάνω απ’ αυτά που λέμε τώρα πως υπάρχουνε και ανυψώθηκε εκεί όπου είναι η αληθινή ουσία. Μάλιστα πιο κάτω θα μας πει πως αυτός που αγαπάει την ομορφιά λέγεται εραστής. Γιατί όπως είπαμε κάθε δα ανθρώπινη ψυχή, ταγμένη από τη φύση έχει θωρήσει τα όντα.
Οι σοφιστές σε μία αναντιστοιχία με την σωκρατική μαιευτική μέθοδο πίστευαν ότι εφόσον παρείχαν συνεχώς γνώσεις στους μαθητές θα έπρεπε να πληρώνονται και μάλιστα με αρκετά μεγάλα ποσά. Γι’ αυτό και ο Σωκράτης αντιδιαστέλλοντας και διακωμωδώντας την μέθοδο των σοφιστών θα πει πως δεν είναι δυνατόν να εμφυτεύσεις φως σε ένα τυφλό.
Εφόσον λοιπόν για τον Σωκράτη η γνώση είναι ανάμνηση η οποία ανασύρεται από το βάθος του ασυνείδητου, όπως θα έλεγε ο Φρόιντ, ο δάσκαλος, όντας ανώτερος εξελικτικά, γίνεται ο εραστής, ο οποίος μέσω πλεονάσματος του ψυχικού του κόσμου καθιστά των μαθητή ερώμενο, ο οποίος αναγνωρίζει τον αληθινό του εαυτό μέσα από τον δάσκαλο, όπως το παιδί αναγνωρίζει αρχικά την ολότητά του μέσα από τα μάτια της μάνας.
Έτσι βλέπουμε ο Πλάτων να παρουσιάζει ως εραστές τον Σωκράτη και τον Αλκιβιάδη, παρουσιάζοντας συμβολικά την ανώτερη ψυχή με τον Σωκράτη και τον Αλκιβιάδη με την κατώτερη, όπου η ανώτερη ψυχή (Σωκράτης) προσπαθεί να βοηθήσει (με έρωτα ψυχικό πάντα) την κατώτερη ψυχή (Αλκιβιάδη) να διορθώσει τα λάθη της.
Το ίδιο κάνει ο Πλάτων και στον Παρμενίδη, όπου αναφέρει τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα ως εραστές.
Άλλωστε ο νεοπλατονικός Πρόκλος μας διευκρινίζει στα Σχόλια του στον Παρμενίδη πως: «αφού πει κανείς τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα εραστή και ερωμένο ή τον ένα δάσκαλο και τον άλλο μαθητή μυημένο από εκείνον, να κάνει τον εραστή και τον δάσκαλο να διασχίζει ένα τόσο μεγάλο πέλαγος λόγων προς τον ερωμένο και τον μαθητή που μυήθηκε από αυτόν».
«ἐραστὴν καὶ ἐρώμενον εἰπόντα τὸν Παρμενίδην καὶ τὸν Ζήνωνα,καὶ τὸν μὲν καθηγεμόνα, τὸν δὲ ὑπ’ ἐκείνου τελεωθέντα, ποιεῖν τὸν ἐραστὴν καὶ τὸν καθηγεμόνα, πρὸς τὸν ἐρώμενον καὶ τὸν ὑπ’ αὐτοῦτελεωθέντα , τοσοῦτον πέλαγος διανέοντα λόγων·».
Θα πρέπει να επισημάνουμε πως και στην Σπάρτη ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων δεν είχε σχέση με σωματική επαφή και αυτός που κατηγορούνταν για προσπάθεια ασέλγειας στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα για όλη του τη ζωή.
Ο Ρωμαίος συγγραφέας και διδάσκαλος της ρητορικής Κλαύδιος Αιλιανός (175 – 235 μ.Χ.) στην ποικίλη ιστορία μας πληροφορεί πως:
«Ο Σπαρτιάτικος έρωτας δεν είχε κάτι αισχρό, εάν ποτέ κάποιος έφηβος τόλμησε να ασελγήσει σε άλλον, δε συνέφερε σε κανέναν από τους δύο να ντροπιάσουν τη Σπάρτη και είτε εξορίστηκαν από την πατρίδα είτε το ακόμη χειρότερο, έχασαν τη ζωή τους».
«Σπαρτιάτης δε έρως αισχρόν ουκ είδεν είτε γαρ μειράκιον ετόλμησεν ύβριν υπομείναι είτε εραστής υβρίσαι, αλλ’ ουδετέροις ελυσιτέλησε την Σπάρτην ir/καταμείναι ή γαρ της παρτίδος απηλλάγησαν ή και το έτι θερμότερον και του
βίου αυτού».
Αξίζει όμως, τελειώνοντας, να αναφερθούμε και στο έργο του Πλουτάρχου (βίοι παράλληλοι, Σόλων 1,1) αποσαφηνίζοντας το εννοιολογικό περιεχόμενο της Παιδεραστίας που έδιδαν οι αρχαίοι από την εποχή ακόμη του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ..
Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί πως: και από τα ποιήματά (του Σόλωνος) είναι δυνατόν να καταλάβουμε και έγραψε νόμο που ορίζει οι δούλοι να μη αλείβουν τους παλαιστές, ούτε να έχουν σχέση αγάπης δασκάλου προς μαθητή με τα παιδιά (παιδεραστείν), αφήνοντας αυτό το θέμα στην μερίδα των καλών και σεμνών ασχολιών, και με αυτό τον τρόπο να παροτρύνει τους άξιους σε έργα αξιόλογα, από τα οποία απέβλεπε να αποκλείσει τους ανάξιους».
«Εκ τε των ποιημάτων αυτού λαβείν εστί και νόμον έγραψε διαγορεύοντα δούλον μη ξηραλοιφείν μηδέ παιδεραστείν, εις την των καλών μερίδα και σεμνών επιτηδευμάτων τιθέμενος το πράγμα, και τρόπον τινά τους αξίους προκαλούμενος ων τους αναξίους απήλαυνε».
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η έννοια της παιδεραστίας κατά την αρχαιότητα ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που αποδίδεται σήμερα στη λέξη παιδεραστία, καθώς ο Πλούταρχος μας λέει πως είναι έργο καλό, σεμνό και άξιο. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε πως ο «εραστής» και ο «ερώμενος» είχαν σχέση υπεύθυνη και παιδαγωγική.
Μία σχέση που υπερέβαινε την εξουσιαστική σχέση δασκάλου μαθητού –σε αντίθεση με σήμερα- όπου ο δάσκαλος (εξουσιαστής) θα πρέπει απλώς να γεμίσει με πληροφορίες τον μαθητή (εξουσιαζόμενο) που, όπως είπαμε, κατά τους Σοφιστές ο ψυχισμός του μαθητή θεωρείται άδειος πίνακας.
Η σχέση εραστού και ερώμενου είναι μία διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης, όπου ο ερώμενος, μέσα από το όμμα της ψυχής του εραστού του, αναγνωρίζει τον ανώτερο εαυτό του στα μάτια της ψυχής του δασκάλου του, ενώ παράλληλα ο εραστής τίκτει τον νέο αναγεννημένο ερώμενο.
Πηγή: