Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1904 - ΣΤΗΝ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ - ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΗΡΩΑ

Ο Παύλος Μελάς βρήκε ηρωικό θάνατο στα άγια χώματα της Μακεδονικής γης, κτυπημένος από τούρκικο βόλι στις 13 Οκτωβρίου του 1904.
Υπήρξε ο πρωτοπόρος του Μακεδονικού αγώνα και γι’ αυτόν τον λόγο πέρασε στην ιστορία ως η μεγάλη εκείνη μορφή που άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1870 στην Μασσαλία όπου ήταν και οι εργασίες του πατρός του Μιχαήλ Μελά.
Του έδωσαν το όνομα «Παύλος», θέλοντας να τιμήσουν έναν θείο του πατέρα του, που είχε πέσει ηρωικά κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου.





Από μικρή ηλικία του άρεσε η στρατιωτική ζωή και γι’ αυτόν τον λόγο καθ’ όταν και έκανε σχέδια προκειμένου να καταταγεί στον στρατό.
Σκεπτόταν να καταταγεί εθελοντής ή να βγει αντάρτης στα σκλαβωμένα Ελληνικά εδάφη και να αγωνιστεί για την ελευθερία τους.
Στα 1866 έδωσε εξετάσεις και εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων σε ηλικία μόλις 16 ετών.




Το 1892 ήταν η μεγάλη στιγμή της νεανικής του ζωής.
Νυμφεύεται την φίλη των παιδικών του χρόνων την Ναταλία Δραγούμη.
Ήταν κόρη του πολιτικού από το Βογατσικό της Μακεδονίας.
Ο γάμος του αυτός έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα ζωή του.
Στο αρχοντικό της οικογένειας Δραγούμη, οι οποίοι είχαν παλαιούς αγωνιστικούς δεσμούς με την Μακεδονία, άκουσε για τα δεινά των κατοίκων της από τους Τούρκους και από τις συμμορίες των βούλγαρων κομιτατζήδων.
Αμέσως άναψε μέσα του η σπίθα για την απελευθέρωση της πολύπαθης αυτής σκλαβωμένης Ελληνική γης.
Οι Μακεδόνες χρόνια ολόκληρα ζούσαν καθημερινά κάτω από τον εφιάλτη των κομιτατζήδων ενώ οι Τούρκοι έκανα πως δεν καταλάβαιναν.
Οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήταν ανυπεράσπιστοι στο μαχαίρι των συμμοριτών και το αίμα τους έρεε σαν χείμαρρος, ποτίζοντας τα σκλαβωμένα άγια χώματα της Μακεδονίας.
Ο γάμος του αυτός έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα ζωή του.




Στο αρχοντικό της οικογένειας Δραγούμη, οι οποίοι είχαν παλαιούς αγωνιστικούς δεσμούς με την Μακεδονία, άκουσε για τα δεινά των κατοίκων της από τους Τούρκους και από τις συμμορίες των βούλγαρων κομιτατζήδων.
Αμέσως άναψε μέσα του η σπίθα για την απελευθέρωση της πολύπαθης αυτής σκλαβωμένης Ελληνική γης.
Οι Μακεδόνες χρόνια ολόκληρα ζούσαν καθημερινά κάτω από τον εφιάλτη των κομιτατζήδων ενώ οι Τούρκοι έκανα πως δεν καταλάβαιναν.
Οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήταν ανυπεράσπιστοι στο μαχαίρι των συμμοριτών και το αίμα τους έρεε σαν χείμαρρος, ποτίζοντας τα σκλαβωμένα άγια χώματα της Μακεδονίας.
Ως πότε λοιπόν αυτοί οι Έλληνες θα υπέφεραν;
Πότε οι σφαγές και οι λεηλασίες θα έπαιρναν ένα τέλος;
Ως πότε θα έμεναν αφημένοι στην τύχη τους, περιμένοντας κάποια βοήθεια από την ελεύθερη πατρίδα;
Κάποιος θα έπρεπε να ασχοληθεί και με αυτούς.
Κάποιος έπρεπε να αγωνισθεί, να τους δώσει κουράγιο, να τους δώσει ελπίδα για λευτεριά.
Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν ήταν ο Παύλος Μελά.
Έκανε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της Μακεδονίας.



Τον Φεβρουάριο του 1904 ξεκινά το πρώτο ταξίδι του στην Μακεδονία προκειμένου να γνωρίσει καταστάσεις και πρόσωπα και να μελετήσει επί τόπου την μορφή που θα έπρεπε να έχει ο απελευθερωτικός αγώνας. Τέσσερις μήνες αργότερα θα έκανε το δεύτερο ταξίδι του στην Μακεδονία, για να ξαναγυρίσει οριστικά πια εκεί, αναλαμβάνοντας το τιτάνιο έργο της απαλλαγής της Μακεδονικής γης από τις βουλγαρικές συμμορίες των κομιτατζήδων.
Το βράδυ της 17ης Αυγούστου του 1904 αποχαιρέτησε φυλώντας συγκινημένος την γυναίκα του Ναταλία και τα δύο μικρά παιδιά του. Αλλοίμονο όμως, αυτός θα ήταν και ο τελευταίος αποχαιρετισμός. Ο Παύλος Μελάς, ο θρυλικός μακεδονομάχος Μίκης Ζέζας, έβλεπε για τελευταία φορά τα αγαπημένα του πρόσωπα. Σαν να γνώριζε ότι δεν θα επιστρέψει και πάλι στο σπίτι του, στην οικογένεια του ,ο αποχαιρετισμός αυτός είχε μεγάλη συναισθηματική φόρτιση για τον ίδιο.
Μετά από τρεις ημέρες περίπου βρίσκεται στην Λάρισα, όπου, ένας παπάς ευλογεί τα όπλα των τριανταπέντε παλληκαριών που εθελοντικά αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον αρχηγό στην μεγάλη περιπέτεια.


Ο Παύλος Μελά είχε αποφασίσει, ότι η ομάδα που θα τον ακολουθούσε δεν θα έπρεπε να ήταν μεγάλη για να μπορούν να μετακινούνται γρήγορα.
Περνούν στα σκλαβωμένα χώματα και από εκεί ξεκινά ο μεγάλος αγώνας.
Άλλες φορές κυνηγημένοι από τουρκικά αποσπάσματα, άλλες φορές βρεγμένοι ως το κόκκαλο, πολλές φορές πεινασμένοι και κατάκοποι αγωνίζονται για την Μακεδονία .
Οι ταλαιπωρίες χαλύβδωναν ακόμη περισσότερο τις καρδίες τους και το πέρασμα τους από διάφορα χωριά έδινε χαρά και ελπίδα σους υπόδουλους Έλληνες.
Τα δύο χωριά Λιγκοβάνη και Λίχοβο είχαν γίνει τα ορμητήρια τους.
Από εκεί ξεκινούσε ο Παύλος Μελάς και τα παλληκάρια του για να κυνηγήσουν τις συμμορίες των κομιτατζήδων και η τιμωρία τους ήταν σκληρή.
Προεστοί, χωρικοί , όλος ο λαός έβγαινε να τους υποδεχθεί όταν μάθαιναν ότι θα περάσουν από την περιοχή τους.
Ο Μελάς τους συγκέντρωνε συγκινημένος και τους μιλούσε θερμά και με ενθουσιασμό για την μεγάλη υπόθεση της Μακεδονίας.
Στα μέσα Οκτωβρίου του1904 είχαν περάσει περίπου δύο μήνες από τότε που ο Παύλος Μελά είχε βγει στα Μακεδονικά βουνά.
Με συνεχείς πορείες μέρα – νύχτα, ο ήρωας του Μακεδονικού αγώνα, συντροφιά με τα παλληκάρια του φτάνουν στην Σιάτιστα.
Αμέσως οι κάτοικοι μόλις έμαθαν την άφιξη τους, έτρεξαν να τους καλωσορίσουν και να τους ετοιμάσουν φαγητό και καταλύματα για να ξεκουραστούν από την κοπιαστική πεζοπορία τόσων ημερών.
Εδώ ο γενναίος αρχηγός θα περνούσε την τελευταία νύχτα της ζωής του.
Την επομένη 13 Οκτωβρίου 1904, ο Παύλος Μελάς και οι σύντροφοί του , προδομένοι από την βουλγαρική συμμορία του Μήτρου Βλάχου , κυκλώνονταν ξαφνικά από ένα τούρκικο απόσπασμα εκατόν πενήντα ανδρών.
Προσπαθώντας να σπάσει τον κλοιό και να διαφύγει μαζί με τα παλληκάρια του ένα τούρκικο βόλι τον βρίσκει στην μέση.
Περίπου μισή ώρα κράτησε το μαρτύριο του.
Οι πόνοι ήταν αφόρητοι.
Κατάλαβε ότι δεν του έμενε πολύς χρόνος για το τέλος.
Μέσα στην αγωνία του φωνάζει τον συμμαχητή και υπαρχηγό του, Καπετάν Πύρζα.
«Πού είσαι Νίκο… του φωνάζει.
Να, πάρε τούτο τον σταυρό… και με μεγάλη προσπάθεια τον έβγαλε από τον λαιμό του.
Να τον δώσεις στην γυναίκα μου και το ντουφέκι μου, στο παιδί μου τον Μίκη.
Τ’ άκουσες καλά Νίκο;
Να τους πεις ότι έκανα το χρέος προς την πατρίδα και την Μακεδονία…».
Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του, αμέσως μετά ξεψύχησε.
Η θλιβερή είδησης του Θανάτου του Παύλου Μελά δεν άργησε να μαθευτεί.
Το πανελλήνιο συγκλονίστηκε από την θυσία του.
Οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν πένθιμα, ενώ τα φανάρια των δρόμων της πόλεως των Αθηνών είχαν τυλιχθεί με μαύρες κορδέλες.
Τόσο μεγάλο ήταν το πένθος.
Στην Μητρόπολη στήθηκε κενοτάφιο από όπου πέρασαν όλοι οι επίσημοι και ο λαός για να τιμήσουν τον μεγάλο νεκρό.
Εν τω μεταξύ οι σύντροφοί του, έκοψαν το κεφάλι του ήρωα και το πήραν μαζί τους για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών.
Θάφτηκε στο χωριό Πισοδέρι στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, μπροστά στην Ωραία Πύλη.
Το ακέφαλο σώμα, παραδόθηκε από τις τουρκικές αρχές στον Μητροπολίτη Καστοριάς, θάφτηκε εκεί, στην απέναντι από την Μητρόπολη βυζαντινή εκκλησία των Ταξιαρχών.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά όταν αυτός που άνοιξε πλέον τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν τα Ελληνικά στρατεύματα το 1912 -13 που έφεραν την λευτεριά στην Μακεδονική γη.
Δυστυχώς ο ήρωας, ο αθάνατος Παύλος Μελάς, δεν ήταν μαζί τους να χαρεί ελεύθερη την αγαπημένη Μακεδονία του.







Πηγή:
elkosmos.gr