Οι τετρακόσια πενήντα ένα (451) Επίθετα και προσωνυμίες του Δία
Aβρετηνός, Aγαμέμνων, Aγαυός, Aγήτορ, Aγλαιός, Aγλαός, Aγνός, Aγοραίος, Aγχέσμιος, Aγώνειος, Aγώνιος, Aέριος, Aεροφεγγής, Aθάνατος, Aθέητος, Aθλητήρ, Aθώος, Aίγιος, Aιγίοχος, Aιγύπτιος, Aιθέριος, Aιθίοψ, Aίθριος, Aινήιος, Aινήσιος, Aινός, Aιολοβρόντης, Aιολόμορφος, Aιτναίος, Aκαμαντόπους, Aκάματος, Aκμαίος, Aκοντιστήρ, Aκραίος, Aκρολοφίτης, Aκρόνυχος, Aλάστωρ, Aλεξίκακος, Aλίγδουπος, Aλιτήριος, Aλύσιος, Aμαλώιος, Aμάριος, Aμβούλιος, Aμείλιχος, Aμμούς, Άμμων, Aμφιάραος, Άναξ, Aνέφελος, Aνήσιος, Aνθαλεύς, Άνξυρος, Aνταίος, Aντίπατρος, Aπατούριος, Aπεσάντιος, Aπήμιος, Aποβατήριος, Aπόμυιος, Aποτρόπαιος , Άρβιος, Aργής, Aργικέραυνος, Άρειος, Aρίζηλος, Άριστος, Aριστότεχνος, Aρχιγένεθλος, Aρχικέραυνος, Aρχός, Aρωγός, Aσβαμαίος, Aσκραίος, Aστέριος, Aστεροπητής, Aστραπαίος, Aστρηνός, Aταβύριος, Aυαντήρ, Aυξητής, Aυσόνιος, Aυτοπάτωρ, Aυτότοκος, Aφέσιος, Άφθιτος, Aφίκτορας,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : "Συλογίσου αυτόν που κυττάει απο ψηλά και τους ανθρώπους τους πολυδύστυχους φυλάει,όπου στην δίκαια δέηση των βρίσκουν κουφόν το συγγενή των. Του σπλαχνικού Διός η οργή προσμένει όποιον δε συμπονεί τα δάκρυα του δυστυχισμένου." Αισχύλος Ικέτιδες
Bαγαίος, Bαίτυλος, Bαρύγδουπος, Bαρύκτυπος, Bαρυοπής, Bασιλεύς, Bελχανός, Bήλος, Bιέννιος, Bοττιαίος, Bουλαίος, Bουσσουρίγιος, Bρονταίος, Bύθιος, Γαιάοχος, Γαμήλιος, Γαμοκλόπος, Γελχανός, Γενάρχης, Γενέθλιος, Γενεταίος, Γενέτωρ, Γεωργός, Γιγαντοφόνος, Γογγυλάτης, Γυναικοφιλής, Γυράσιος, Δαμασκηνός, Δαμάτριος, Δικαιόσυνος, Δικασπόλος, Δικηφόρος, Δικταίος, Διόνυσος, Δολιχαίος, Δολιχήνιος, Δολιχήνος, Δολοπλόκος, Δότωρ, Δρύμνιος, Δωδωναίος,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : ἡμεῖς δ᾽ αὖτε κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα
ἱκόμεθ᾽, εἴ τι πόροις ξεινήιον ἠὲ καὶ ἄλλως
δοίης δωτίνην, ἥ τε ξείνων θέμις ἐστίν.
ἀλλ᾽ αἰδεῖο, φέριστε, θεούς: ἱκέται δέ τοί εἰμεν,
Ζεὺς δ᾽ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε,
ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.’
Οδύσσεια 9.266
Eγχεικέραυνος, Eθνάρχης, Eιλαπινιστής, Eιρηναίος, Eκάλειος, Eκαλήσιος, Eκατόμβαιος, Eκβάσιος, Eκηβόλος, Eλαιούς, Eλάστερος, Eλατήρ, Eλαφρός, Eλευθέριος, Eλιεύς, Eλινύμενος, Eλλάνιος, Eλλήνιος, Eλυμαίος, Eμβύθιος, Eνάλιος, Ένδενδρος, Eξακεστήρ, Eπάκριος, Eπιβήμιος, Eπιδότης, Eπικάρπιος, Eπικιχράδας, Eπίκλοπος, Eπικοίνιος, Eπικυλίκειος, Eπιρνύτιος, Eπιστατήριος, Eπιτιμήτωρ, Eπιφανής, Eπόπτης, Eπόψιος, Eπωπέτης, Eργαίος, Eρημήσιος, Eριβρεμέτης, Eρίγδουπος, Eριδήμιος, Eρισθενής, Eρισμάραγος, Έρκειος, Έρρος, Eρσαίος, Eρυμός, Eσπέριος, Eστιούχος, Eταίρειος, Eυάνεμος, Eυβουλαίος, Eυελίδης, Eύηλος, Eύκαρπος, Eύξεινος, Eυρυμέδων, Eυρύτιμος, Eυρύωψ, Eύυπνος, Eυφάμιος, Eύφημος, Eφάμιος, Eφέσιος, Eφέστιος, Έφιπμος, Eφόρκιος, Zβελσούρδος, Zηνοποσειδών, Zητήρ, Zύγιος, Zωοτόκος, Zωστήριος, Hλείος, Hλιοπολίτης, ΄Hλιος, Hραίος, Θαλάσσιος, Θεμίστιος, Θενάτας, Θεόταυρος, Θερελίμιος, Θεσμοφόρος, Θεσπρωτός, Θηλυμανής, Iδαίος, Iθωμάτας, Iκέσιος, Iκέστος, Iκετήσιος, Iκμαίος, Ίκμιος, Iσαίος,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει το θνητόν άνδρα:
ὣς δ᾽ αὔτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης θῆκεν.
Καθάρσιος, Καπέττας, Καπιτώλιος, Καππώτας, Καραιός, Κάριος, Κάρμηλος, Καρποδοτήρ, Καρποφόρος, Καρτεροβρόντης, Κάσιος, Καταιβάτης, Καταχθόνιος, Κελαινεφής, Κεραιός, Κεραύνιος, Κεραυνοβόλος, Κεραυνοβρόντης, Κηναίος, Κιθαιρώνιος, Κλάριος, Κλεψίγαμος, Κληδόνιος, Κλυτόμητις, Κολωνάτας, Κόμυρος, Κόνιος, Κορυφαίος, Κοσμήτας, Κρείων, Κροκεάτας, Κρονίδης, Κρόνιος, Κρονίων, Κτήσιος, Κυανοχαίτης, Κύδιστος, Κύκνος, Κύνθιος, Κωματικός, Λαβραδεύς, Λαοίτας, Λαρίσιος, Λαρισσαίος, Λαφρίος, Λαφύστιος, Λευκαίος, Λεχεάτης, Λίβυς, Λιμενοσκόπος, Λοφίτης, Λύδιος, Λύκαιος, Μαζεύς, Μαιμάκτης, Μακάρτατος, Μαλεαίος, Μανδραγόρας, Μαρίταιος, Μεγαλοβρεμέτης, Μέγας, Μεγασθενής, Μέγιστος, Μειλίχιος, Μείλιχος, Μελισσαίος, Μελιττεύς, Μεσσαπεύς, Μετοίκιος, Μηδινεύς, Μηλώσιος, Μήστωρ, Μητιέτης, Μητιόεις, Μηχανεύς, Μοιραγέτης, Μολοσσός, Μόριος, Νάιος, Νεμαίος, Νεμεέτης, Νέμειος, Νέμεος, Νεφεληγερέτης, Νικηφόριος, Νικηφόρος, Νόμιος, Νότιος, Ξείνος, Ξένιος, Ξύναιμος, Όλβιος, Oλύμπιος, Oμαγύριος, Oμάριος, Oμβριμόθυμος, Όμβριος, Oμβροτόκος, Oμοβούλιος, Oμόγνιος, Oμολώιος, Oμόφυλος, Oπλόσμιος, Oπωρεύς, Όριος, Όρκιος, Oρσίκτυπος, Oρσινεφής, Oσσαίος, Oυράνιος, Oύριος,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Στην Ίδην την πολύβρυσην, μάνα θεριών, εφθάσαν
και στο Λεκτό την θάλασσαν δια την στεριάν αφήκαν,
και κάτω από τα πόδια τους οι λόγγοι σειούν τες άκρες.
Ο Ύπνος στάθηκεν αυτού, μη τον ξανοίξει ο Δίας.
Και ανέβ’ εις έλατο τρανό που είχε βγει στην Ίδην
και ως τον αιθέρ’ απλώνονταν τα απέραντα κλαδιά του.
Αυτού, στου ελάτου τα δασιά κλωνάρια κουρνιασμένος,
προς τ’ ορεινό, καλόφωνο πουλί προσομοιάσθη,
το λέγουν κύμινδη οι θνητοί, κι οι αθάνατοι Χαλκίδα.
Κι Ήρα επάτησε γοργά μίαν κορφήν της Ίδης
τον Γάργαρον, κι ευθύς ο Ζευς την είδ’ ο βροντοφόρος.
Την είδε και όλην την ψυχήν του συνεπήρε ο πόθος,
ωσάν εκείνο τον καιρόν που εχάρηκαν στην κλίνην
το πρώτο γλυκοαγκάλιασμα, κρυφ’ από τους γονείς των.
Αντίκρυ της εστάθηκεν εκείνος και της είπε:
«Τι βιαστικά τον Όλυμπον για δω κατέβης, Ήρα;
Και αμάξι, αν θέλεις ν’ ανεβείς, και άλογα εδώ δεν έχεις.».
Του αντείπε η σεβαστη θεά με δόλον εις τον νουν της:
«Στης θρέπτρας γης τα πέρατα θα πάω να ιδώ την μάνα
Τηθύν, και τον Ωκεανόν, αρχήν των θεών όλων,
οπού με γλυκοανάστησαν στα σπίτια τους εκείνοι.
Πηγαίνω αυτού τες άλυτες να λύσω διαφορές τους.
Ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι
δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην.
Κι είναι ζεμένα τ’άλογα της Ίδης εις την ρίζαν,
που θα με φέρουν πετακτά της γης και του πελάγου.
Και χάριν σου απ’ τον Όλυμπον καθώς με βλέπεις, ήλθα,
μην έπειτα μου χολωθείς, αν μυστικά στο δώμα
θα πήγαινα του Ωκεανού που τρίσβαθος κυλάει.».
Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Εκεί να πας έχεις καιρόν, ω Ήρα, και κατόπιν.
Τώρ’ ας πλαγιάσωμεν εμείς τον πόθον να χαρούμε.
Ότι θεάς μήτε θνητής ποτέ παρόμοιος έρως
στα στήθη δεν μου υπόταξε στα βάθη της ψυχής μου,
ούδ’ όταν του Ιξίονος μου άρεσε η γυναίκα,
που τον Πειρίθοον γέννησεν ισόθεον στην γνώσιν.
Ούδ’ όταν η καλόφερνη του Ακρισίου κόρη
Δανάη, που τον δοξαστόν εγέννησε Περσέα,
ουδέ του ενδόξου Φοίνικος η κόρη, που τον Μίνω,
και τον θεϊκόν Ραδάμανθυν εγέννησε από εμένα,
ούδ’ η Σεμέλη ή στων Θηβών την πόλιν η Αλκμήνη,
οπού τον λεοντόκαρδον εγέννησε Ηρακλέα
κι η άλλη τον Διόνυσον, χαράν εις τους ανθρώπους.
Ή της ωραίας Δήμητρος μου άρεσαν τα κάλλη
ή της περίλαμπρης Λητούς, ή πρώτα τα δικά σου,
καθώς για σε πόθος γλυκός με συνεπαίρνει τώρα.».
Κι η δέσποιν’ Ήρ’ απάντησε με δόλον εις τον νουν της:
«Κρονίδη τρομερώτατε, οποίον λόγον είπες!
Αν θέλεις τώρα ερωτικά μαζί να κοιμηθούμε
της Ίδης εις τες κορυφές, σκέψου ότι φαίνοντ’ όλα.
Και τι να γίνει αν μας ιδεί κανείς των αθανάτων
στον ύπνον μας και τρέξει ευθύς και το γνωρίσουν όλοι;
Από παρόμοιο πλάγιασμα στο δώμα σου να γύρω
δεν θα μπορούσα εγώ ποτέ, θα ήταν εντροπή μου,
αλλ’ αν σου το ζητά η καρδιά, τον θάλαμόν σου έχεις
που σου’καμεν ο Ήφαιστος ο ποθητός υιός σου
με στερεά θυρόφυλλα και με τους παραστάτες.
Κει πάμε να πλαγιάσουμε, αφού σου αρέσ’ η κλίνη.».
Κι ο Διας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Ήρα, ποσώς μη φοβηθείς μη των θεών κανένας
ή των ανθρώπων μας ιδεί. Γύρω θ’ απλώσω νεφος
χρυσό που μήδ’ ο Ήλιος ανάμεσα θα βλέπει,
περαστικόν αν έχει φως, τα πάντα να ξανοίγει.».
Είπε και την ομόκλινην αγκάλιασε ο Κρονίδης.
Και η θεία γη τους έβγαλε χλωρό χορτάρι νέο,
κρόκον, τριφύλλι τρυφερό και φουντωμένα κρίνα,
που τους βαστούσαν μαλακά την γην να μην εγγίζουν.
Σ’ αυτά πλαγιάσαν με χρυσήν νεφέλην τυλιγμένοι,
ωραίαν, οπού λαμπερές τους έραινε σταλούλες.
Έτσι στο Γάργαρον ψηλά, καθώς τον συνεπήραν
ύπνος και πόθος, ήσυχα κοιμόταν ο πατέρας
στο πλάγι της συντρόφου του. Και ο Ύπνος προς τα πλοία
των Αχαιών εχύθη ευθύς την είδησιν να φέρει
του γεωφόρου, κι έφθασε και του’πε: «Ω Κοσμοσείστη,
μ’ όλην σου τώρα την καρδιά βοήθα τους Αργείους
προσώρας καν να δοξασθούν, όσο κοιμάται ακόμη
ο Ζευς, που εγώ με κάρωμα γλυκό ζωσμένον έχω,
κι η Ήρα τον ξεγέλασε μαζί της να πλαγιάσει.».
[ΙΛΙΑΔΑ: Ξ, στ. 283-377. Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς]
Παγγενέτης, Παγκρατής, Παγχαίος, Παιάν, Παιδοτόκος, Παλαιστής, Παλαμναίος, Παλλάντιος, Παναίτιος, Πανάμαρος, Πανελλήνιος, Παναργέτης, Πανομφαίος, Πανόπτης, Πάνταρχος, Παντογένεθλος, Παντοκράτης, Παντόπτης, Παντοτινάκτης, Πανυπέρτατος, Παπαίος, Παππάς, Παρνήθιος, Πάσιος, Πατήρ, Πάτριος, Πατρώος, Πελασγικός, Πελιναίος, Πελώριος, Περισσόνοος, Περίφαντος, Πίστιος, Πλούσιος, Πολιεύς, Πολιούχος, Πολυτερπής, Πολυτίμητος, Πολύτιμος, Πουλιέλικτος, Πουλιτόκος, Πρατομύσιος, Πρευμενής, Προμανθέας, Προπάτορας, Πρόφρων, Πυρίδρομος, Πυρόεις, Πυρσοφόρος, Σαβάζιος, Σαώτης, Σεισίχθων, Σημάλεος, Σθένιος, Σινωπίτης, Σκηπτούχος, Σκοτιτάς, Σόλυμος, Σπλαγχνοτόμος, Στεροπηγερέτης, Στοιχαδεύς, Στοιχαίος, Στρατηγός, Στράτιος, Συγγένειος, Συκάσιος, Συλλάνιος, Σχέτλιος, Σωσίπολις, Σωτήρ,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ :
"Επιθυμώ δε, ω Καλλία, να σού αποδείξω επί τη βάσει της μυθολογίας ότι όχι μόνον οι άνθρωποι αλλά και οι θεοί και οι ήρωες προτιμούν την φιλίαν της ψυχής μάλλον παρά του σώματος. Διότι ο Ζευς όσας γυναίκας θνητάς ερωτεύθη δια την ωραιότητα της μορφής των, αφού συνευρέθη με αυτάς, τας άφηνε να μείνουν θνηταί· όσων δε ηγάπησε τας αγαθάς ψυχάς, τους έκαμνε αθανάτους· μεταξύ των οποίων είναι ο Ηρακλής και οι Διόσκουροι και άλλοι. Και εγώ δε λέγω ότι ο Γανυμήδης ανυψώθη από τον Δία εις τον Όλυμπον, όχι χάριν του σώματος, αλλά χάριν της ψυχής του". ΣΩΚΡΑΤΗΣ
T(μ)άριος, Tαλαίος, Tαμίης, Tανυσίπτερος, Tαρανταίος, Tάρσιος, Tαρσός, Tέλειος, Tελεσφόρος, Tερμιεύς, Tερπικέραυνος, Tροπαίος, Tροφώνιος, Tύραννος, Yέτιος, Yής, Yμήττιος, Yνναρεύς, Ύπατος, Yπέρθυμος, Yπερμενής, Yπέρτατος, Yπερήσιος, Yψιβρεμέτης, Yψίζυγος, Yψιμέδων, Yψινεφής, Ύψιστος, Φάτριος, Φήμιος, Φίλιος, Φιλότεκνος, Φλογόεντας, Φοινικοστεροπής, Φράτριος, Φρύνιος, Φύξιος, Φυτάλιος, Φυτάλμιος, Φύτιος, Xαδίδ, Xαμαίζηλος, Xάρμων, Xθόνιος, Xρυσαορεύς, Xρυσοπάτωρ, Ωρομάζης
Aβρετηνός, Aγαμέμνων, Aγαυός, Aγήτορ, Aγλαιός, Aγλαός, Aγνός, Aγοραίος, Aγχέσμιος, Aγώνειος, Aγώνιος, Aέριος, Aεροφεγγής, Aθάνατος, Aθέητος, Aθλητήρ, Aθώος, Aίγιος, Aιγίοχος, Aιγύπτιος, Aιθέριος, Aιθίοψ, Aίθριος, Aινήιος, Aινήσιος, Aινός, Aιολοβρόντης, Aιολόμορφος, Aιτναίος, Aκαμαντόπους, Aκάματος, Aκμαίος, Aκοντιστήρ, Aκραίος, Aκρολοφίτης, Aκρόνυχος, Aλάστωρ, Aλεξίκακος, Aλίγδουπος, Aλιτήριος, Aλύσιος, Aμαλώιος, Aμάριος, Aμβούλιος, Aμείλιχος, Aμμούς, Άμμων, Aμφιάραος, Άναξ, Aνέφελος, Aνήσιος, Aνθαλεύς, Άνξυρος, Aνταίος, Aντίπατρος, Aπατούριος, Aπεσάντιος, Aπήμιος, Aποβατήριος, Aπόμυιος, Aποτρόπαιος , Άρβιος, Aργής, Aργικέραυνος, Άρειος, Aρίζηλος, Άριστος, Aριστότεχνος, Aρχιγένεθλος, Aρχικέραυνος, Aρχός, Aρωγός, Aσβαμαίος, Aσκραίος, Aστέριος, Aστεροπητής, Aστραπαίος, Aστρηνός, Aταβύριος, Aυαντήρ, Aυξητής, Aυσόνιος, Aυτοπάτωρ, Aυτότοκος, Aφέσιος, Άφθιτος, Aφίκτορας,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : "Συλογίσου αυτόν που κυττάει απο ψηλά και τους ανθρώπους τους πολυδύστυχους φυλάει,όπου στην δίκαια δέηση των βρίσκουν κουφόν το συγγενή των. Του σπλαχνικού Διός η οργή προσμένει όποιον δε συμπονεί τα δάκρυα του δυστυχισμένου." Αισχύλος Ικέτιδες
Bαγαίος, Bαίτυλος, Bαρύγδουπος, Bαρύκτυπος, Bαρυοπής, Bασιλεύς, Bελχανός, Bήλος, Bιέννιος, Bοττιαίος, Bουλαίος, Bουσσουρίγιος, Bρονταίος, Bύθιος, Γαιάοχος, Γαμήλιος, Γαμοκλόπος, Γελχανός, Γενάρχης, Γενέθλιος, Γενεταίος, Γενέτωρ, Γεωργός, Γιγαντοφόνος, Γογγυλάτης, Γυναικοφιλής, Γυράσιος, Δαμασκηνός, Δαμάτριος, Δικαιόσυνος, Δικασπόλος, Δικηφόρος, Δικταίος, Διόνυσος, Δολιχαίος, Δολιχήνιος, Δολιχήνος, Δολοπλόκος, Δότωρ, Δρύμνιος, Δωδωναίος,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : ἡμεῖς δ᾽ αὖτε κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα
ἱκόμεθ᾽, εἴ τι πόροις ξεινήιον ἠὲ καὶ ἄλλως
δοίης δωτίνην, ἥ τε ξείνων θέμις ἐστίν.
ἀλλ᾽ αἰδεῖο, φέριστε, θεούς: ἱκέται δέ τοί εἰμεν,
Ζεὺς δ᾽ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε,
ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.’
Οδύσσεια 9.266
Eγχεικέραυνος, Eθνάρχης, Eιλαπινιστής, Eιρηναίος, Eκάλειος, Eκαλήσιος, Eκατόμβαιος, Eκβάσιος, Eκηβόλος, Eλαιούς, Eλάστερος, Eλατήρ, Eλαφρός, Eλευθέριος, Eλιεύς, Eλινύμενος, Eλλάνιος, Eλλήνιος, Eλυμαίος, Eμβύθιος, Eνάλιος, Ένδενδρος, Eξακεστήρ, Eπάκριος, Eπιβήμιος, Eπιδότης, Eπικάρπιος, Eπικιχράδας, Eπίκλοπος, Eπικοίνιος, Eπικυλίκειος, Eπιρνύτιος, Eπιστατήριος, Eπιτιμήτωρ, Eπιφανής, Eπόπτης, Eπόψιος, Eπωπέτης, Eργαίος, Eρημήσιος, Eριβρεμέτης, Eρίγδουπος, Eριδήμιος, Eρισθενής, Eρισμάραγος, Έρκειος, Έρρος, Eρσαίος, Eρυμός, Eσπέριος, Eστιούχος, Eταίρειος, Eυάνεμος, Eυβουλαίος, Eυελίδης, Eύηλος, Eύκαρπος, Eύξεινος, Eυρυμέδων, Eυρύτιμος, Eυρύωψ, Eύυπνος, Eυφάμιος, Eύφημος, Eφάμιος, Eφέσιος, Eφέστιος, Έφιπμος, Eφόρκιος, Zβελσούρδος, Zηνοποσειδών, Zητήρ, Zύγιος, Zωοτόκος, Zωστήριος, Hλείος, Hλιοπολίτης, ΄Hλιος, Hραίος, Θαλάσσιος, Θεμίστιος, Θενάτας, Θεόταυρος, Θερελίμιος, Θεσμοφόρος, Θεσπρωτός, Θηλυμανής, Iδαίος, Iθωμάτας, Iκέσιος, Iκέστος, Iκετήσιος, Iκμαίος, Ίκμιος, Iσαίος,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Ο Δίας έπλασε τις γυναίκες για να βλάψει το θνητόν άνδρα:
ὣς δ᾽ αὔτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης θῆκεν.
Καθάρσιος, Καπέττας, Καπιτώλιος, Καππώτας, Καραιός, Κάριος, Κάρμηλος, Καρποδοτήρ, Καρποφόρος, Καρτεροβρόντης, Κάσιος, Καταιβάτης, Καταχθόνιος, Κελαινεφής, Κεραιός, Κεραύνιος, Κεραυνοβόλος, Κεραυνοβρόντης, Κηναίος, Κιθαιρώνιος, Κλάριος, Κλεψίγαμος, Κληδόνιος, Κλυτόμητις, Κολωνάτας, Κόμυρος, Κόνιος, Κορυφαίος, Κοσμήτας, Κρείων, Κροκεάτας, Κρονίδης, Κρόνιος, Κρονίων, Κτήσιος, Κυανοχαίτης, Κύδιστος, Κύκνος, Κύνθιος, Κωματικός, Λαβραδεύς, Λαοίτας, Λαρίσιος, Λαρισσαίος, Λαφρίος, Λαφύστιος, Λευκαίος, Λεχεάτης, Λίβυς, Λιμενοσκόπος, Λοφίτης, Λύδιος, Λύκαιος, Μαζεύς, Μαιμάκτης, Μακάρτατος, Μαλεαίος, Μανδραγόρας, Μαρίταιος, Μεγαλοβρεμέτης, Μέγας, Μεγασθενής, Μέγιστος, Μειλίχιος, Μείλιχος, Μελισσαίος, Μελιττεύς, Μεσσαπεύς, Μετοίκιος, Μηδινεύς, Μηλώσιος, Μήστωρ, Μητιέτης, Μητιόεις, Μηχανεύς, Μοιραγέτης, Μολοσσός, Μόριος, Νάιος, Νεμαίος, Νεμεέτης, Νέμειος, Νέμεος, Νεφεληγερέτης, Νικηφόριος, Νικηφόρος, Νόμιος, Νότιος, Ξείνος, Ξένιος, Ξύναιμος, Όλβιος, Oλύμπιος, Oμαγύριος, Oμάριος, Oμβριμόθυμος, Όμβριος, Oμβροτόκος, Oμοβούλιος, Oμόγνιος, Oμολώιος, Oμόφυλος, Oπλόσμιος, Oπωρεύς, Όριος, Όρκιος, Oρσίκτυπος, Oρσινεφής, Oσσαίος, Oυράνιος, Oύριος,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Στην Ίδην την πολύβρυσην, μάνα θεριών, εφθάσαν
και στο Λεκτό την θάλασσαν δια την στεριάν αφήκαν,
και κάτω από τα πόδια τους οι λόγγοι σειούν τες άκρες.
Ο Ύπνος στάθηκεν αυτού, μη τον ξανοίξει ο Δίας.
Και ανέβ’ εις έλατο τρανό που είχε βγει στην Ίδην
και ως τον αιθέρ’ απλώνονταν τα απέραντα κλαδιά του.
Αυτού, στου ελάτου τα δασιά κλωνάρια κουρνιασμένος,
προς τ’ ορεινό, καλόφωνο πουλί προσομοιάσθη,
το λέγουν κύμινδη οι θνητοί, κι οι αθάνατοι Χαλκίδα.
Κι Ήρα επάτησε γοργά μίαν κορφήν της Ίδης
τον Γάργαρον, κι ευθύς ο Ζευς την είδ’ ο βροντοφόρος.
Την είδε και όλην την ψυχήν του συνεπήρε ο πόθος,
ωσάν εκείνο τον καιρόν που εχάρηκαν στην κλίνην
το πρώτο γλυκοαγκάλιασμα, κρυφ’ από τους γονείς των.
Αντίκρυ της εστάθηκεν εκείνος και της είπε:
«Τι βιαστικά τον Όλυμπον για δω κατέβης, Ήρα;
Και αμάξι, αν θέλεις ν’ ανεβείς, και άλογα εδώ δεν έχεις.».
Του αντείπε η σεβαστη θεά με δόλον εις τον νουν της:
«Στης θρέπτρας γης τα πέρατα θα πάω να ιδώ την μάνα
Τηθύν, και τον Ωκεανόν, αρχήν των θεών όλων,
οπού με γλυκοανάστησαν στα σπίτια τους εκείνοι.
Πηγαίνω αυτού τες άλυτες να λύσω διαφορές τους.
Ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι
δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην.
Κι είναι ζεμένα τ’άλογα της Ίδης εις την ρίζαν,
που θα με φέρουν πετακτά της γης και του πελάγου.
Και χάριν σου απ’ τον Όλυμπον καθώς με βλέπεις, ήλθα,
μην έπειτα μου χολωθείς, αν μυστικά στο δώμα
θα πήγαινα του Ωκεανού που τρίσβαθος κυλάει.».
Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Εκεί να πας έχεις καιρόν, ω Ήρα, και κατόπιν.
Τώρ’ ας πλαγιάσωμεν εμείς τον πόθον να χαρούμε.
Ότι θεάς μήτε θνητής ποτέ παρόμοιος έρως
στα στήθη δεν μου υπόταξε στα βάθη της ψυχής μου,
ούδ’ όταν του Ιξίονος μου άρεσε η γυναίκα,
που τον Πειρίθοον γέννησεν ισόθεον στην γνώσιν.
Ούδ’ όταν η καλόφερνη του Ακρισίου κόρη
Δανάη, που τον δοξαστόν εγέννησε Περσέα,
ουδέ του ενδόξου Φοίνικος η κόρη, που τον Μίνω,
και τον θεϊκόν Ραδάμανθυν εγέννησε από εμένα,
ούδ’ η Σεμέλη ή στων Θηβών την πόλιν η Αλκμήνη,
οπού τον λεοντόκαρδον εγέννησε Ηρακλέα
κι η άλλη τον Διόνυσον, χαράν εις τους ανθρώπους.
Ή της ωραίας Δήμητρος μου άρεσαν τα κάλλη
ή της περίλαμπρης Λητούς, ή πρώτα τα δικά σου,
καθώς για σε πόθος γλυκός με συνεπαίρνει τώρα.».
Κι η δέσποιν’ Ήρ’ απάντησε με δόλον εις τον νουν της:
«Κρονίδη τρομερώτατε, οποίον λόγον είπες!
Αν θέλεις τώρα ερωτικά μαζί να κοιμηθούμε
της Ίδης εις τες κορυφές, σκέψου ότι φαίνοντ’ όλα.
Και τι να γίνει αν μας ιδεί κανείς των αθανάτων
στον ύπνον μας και τρέξει ευθύς και το γνωρίσουν όλοι;
Από παρόμοιο πλάγιασμα στο δώμα σου να γύρω
δεν θα μπορούσα εγώ ποτέ, θα ήταν εντροπή μου,
αλλ’ αν σου το ζητά η καρδιά, τον θάλαμόν σου έχεις
που σου’καμεν ο Ήφαιστος ο ποθητός υιός σου
με στερεά θυρόφυλλα και με τους παραστάτες.
Κει πάμε να πλαγιάσουμε, αφού σου αρέσ’ η κλίνη.».
Κι ο Διας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Ήρα, ποσώς μη φοβηθείς μη των θεών κανένας
ή των ανθρώπων μας ιδεί. Γύρω θ’ απλώσω νεφος
χρυσό που μήδ’ ο Ήλιος ανάμεσα θα βλέπει,
περαστικόν αν έχει φως, τα πάντα να ξανοίγει.».
Είπε και την ομόκλινην αγκάλιασε ο Κρονίδης.
Και η θεία γη τους έβγαλε χλωρό χορτάρι νέο,
κρόκον, τριφύλλι τρυφερό και φουντωμένα κρίνα,
που τους βαστούσαν μαλακά την γην να μην εγγίζουν.
Σ’ αυτά πλαγιάσαν με χρυσήν νεφέλην τυλιγμένοι,
ωραίαν, οπού λαμπερές τους έραινε σταλούλες.
Έτσι στο Γάργαρον ψηλά, καθώς τον συνεπήραν
ύπνος και πόθος, ήσυχα κοιμόταν ο πατέρας
στο πλάγι της συντρόφου του. Και ο Ύπνος προς τα πλοία
των Αχαιών εχύθη ευθύς την είδησιν να φέρει
του γεωφόρου, κι έφθασε και του’πε: «Ω Κοσμοσείστη,
μ’ όλην σου τώρα την καρδιά βοήθα τους Αργείους
προσώρας καν να δοξασθούν, όσο κοιμάται ακόμη
ο Ζευς, που εγώ με κάρωμα γλυκό ζωσμένον έχω,
κι η Ήρα τον ξεγέλασε μαζί της να πλαγιάσει.».
[ΙΛΙΑΔΑ: Ξ, στ. 283-377. Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς]
Παγγενέτης, Παγκρατής, Παγχαίος, Παιάν, Παιδοτόκος, Παλαιστής, Παλαμναίος, Παλλάντιος, Παναίτιος, Πανάμαρος, Πανελλήνιος, Παναργέτης, Πανομφαίος, Πανόπτης, Πάνταρχος, Παντογένεθλος, Παντοκράτης, Παντόπτης, Παντοτινάκτης, Πανυπέρτατος, Παπαίος, Παππάς, Παρνήθιος, Πάσιος, Πατήρ, Πάτριος, Πατρώος, Πελασγικός, Πελιναίος, Πελώριος, Περισσόνοος, Περίφαντος, Πίστιος, Πλούσιος, Πολιεύς, Πολιούχος, Πολυτερπής, Πολυτίμητος, Πολύτιμος, Πουλιέλικτος, Πουλιτόκος, Πρατομύσιος, Πρευμενής, Προμανθέας, Προπάτορας, Πρόφρων, Πυρίδρομος, Πυρόεις, Πυρσοφόρος, Σαβάζιος, Σαώτης, Σεισίχθων, Σημάλεος, Σθένιος, Σινωπίτης, Σκηπτούχος, Σκοτιτάς, Σόλυμος, Σπλαγχνοτόμος, Στεροπηγερέτης, Στοιχαδεύς, Στοιχαίος, Στρατηγός, Στράτιος, Συγγένειος, Συκάσιος, Συλλάνιος, Σχέτλιος, Σωσίπολις, Σωτήρ,
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ :
"Επιθυμώ δε, ω Καλλία, να σού αποδείξω επί τη βάσει της μυθολογίας ότι όχι μόνον οι άνθρωποι αλλά και οι θεοί και οι ήρωες προτιμούν την φιλίαν της ψυχής μάλλον παρά του σώματος. Διότι ο Ζευς όσας γυναίκας θνητάς ερωτεύθη δια την ωραιότητα της μορφής των, αφού συνευρέθη με αυτάς, τας άφηνε να μείνουν θνηταί· όσων δε ηγάπησε τας αγαθάς ψυχάς, τους έκαμνε αθανάτους· μεταξύ των οποίων είναι ο Ηρακλής και οι Διόσκουροι και άλλοι. Και εγώ δε λέγω ότι ο Γανυμήδης ανυψώθη από τον Δία εις τον Όλυμπον, όχι χάριν του σώματος, αλλά χάριν της ψυχής του". ΣΩΚΡΑΤΗΣ
T(μ)άριος, Tαλαίος, Tαμίης, Tανυσίπτερος, Tαρανταίος, Tάρσιος, Tαρσός, Tέλειος, Tελεσφόρος, Tερμιεύς, Tερπικέραυνος, Tροπαίος, Tροφώνιος, Tύραννος, Yέτιος, Yής, Yμήττιος, Yνναρεύς, Ύπατος, Yπέρθυμος, Yπερμενής, Yπέρτατος, Yπερήσιος, Yψιβρεμέτης, Yψίζυγος, Yψιμέδων, Yψινεφής, Ύψιστος, Φάτριος, Φήμιος, Φίλιος, Φιλότεκνος, Φλογόεντας, Φοινικοστεροπής, Φράτριος, Φρύνιος, Φύξιος, Φυτάλιος, Φυτάλμιος, Φύτιος, Xαδίδ, Xαμαίζηλος, Xάρμων, Xθόνιος, Xρυσαορεύς, Xρυσοπάτωρ, Ωρομάζης
Πηγή: