Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Καταγωγή και γενεαλογικό δένδρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Ο Αλέξανδρος ο Γ’, γιός του Φιλίππου Β’ και της Ολυμπιάδας, ο δικαίως αποκληθείς από την Ιστορία «Μέγας» και με τον τίτλο αυτό έμεινε στη συλλογική μνήμη και συνείδηση όλων των λαών, δεν μπορούσε να μην κατάγεται από μια λαμπρή και ένδοξη γενιά, τόσο από την πλευρά του πατέρα του όσο και από την πλευρά της μητέρας του.

Ο Μέγας Αλέξανδρος
Για να φτάσουμε στις ρίζες του γενεαλογικού του δένδρου, θα πρέπει να πάμε τουλάχιστον δυό χιλιετίες πίσω από την εποχή του στο παρελθόν. Σε μια εποχή ηρώων, ημιθέων, θεών και μύθων, όπου ο ήρωας κοιτούσε στα μάτια και πολεμούσε τον Θεό σαν ίσος προς ίσον.

Κάποτε σ’ εκείνες τις εποχές, μέσα στην αχλύ της ιστορίας, γεννήθηκε στην Αίγινα ο Πηλέας, γιός του Αιακού και της Ενδηΐδος, θυγατέρας του Χείρωνα. Από την πατρίδα του την Αίγινα έφυγε βιαστικά, γιατί πήρε μέρος, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, στη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού του Φώκου και ήρθε στην αρχαία πόλη της Θεσσαλίας Φθία.
Εκείνη την εποχή βασιλιάς της Φθίας ήταν ο Ευρυτίων, γιός του Ίρου και της Δημονάσης, ο οποίος τον υποδέχθηκε εγκάρδια, τον φιλοξένησε και τον τίμησε με τη φιλία του. Η φιλική τους σχέση μετέπεσε πολύ γρήγορα σε συγγενική, όταν παντρεύτηκε την κόρη του Ευρυτίωνα Αντιγόνη, με την οποία απέκτησε ο Πηλέας μια κόρη, την Πολυδώρη ή Πολυδώρα.
Ο Ευρυτίων έδωσε σαν προίκα στον γαμπρό του πλέον Πηλέα, το ένα τρίτο του βασιλείου του, όπου ο Πηλέας ίδρυσε την αποικία - βασίλειο των Μυρμιδόνων, όπως αναφέρουν ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Παυσανίας.
Ο Ευρυτίων και ο Πηλέας πήγαν κάποτε στο Πήλιο για το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Πηλέας σκότωσε κατά λάθος τον πεθερό του Ευρυτίωνα.
Ο Πηλέας διακατεχόμενος ενδεχομένως από τύψεις και φοβούμενος τις επιπτώσεις από τον ατυχή έστω φόνο του Ευρυτίωνα, δεν επέστρεψε στη Φθία αλλά κατέφυγε στην Αυλή του Βασιλιά της Ιωλκού Άκαστου.
Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του τον ερωτεύτηκε η κόρη του Ακάστου Αστυδάμεια με την οποία συνήψε ερωτική σχέση. Όταν έμαθε τα γεγονότα η γυναίκα του η Αντιγόνη, αυτοκτόνησε από τη λύπη της.
Ο Πηλέας έλαβε ως σύζυγο, σε δεύτερο γάμο, την ωραία Νηρηΐδα Θέτιδα, θυγατέρα του Νηρέα και της Δωρίδας.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ω 534) αναφέρει: «… έτσι και στον Πηλέα οι Θεοί, έδωσαν αγλαά δώρα εκ γενετής, γιατί όλους τους ανθρώπους ξεπερνούσε σε προκοπή και πλούτο και άνασσε τους Μυρμιδόνες και σ’ αυτόν, ας ήταν θνητός, θεάν έδωσαν συγκοίτην».
Μετά το γάμο ο Πηλέας εγκαταστάθηκε στην πόλη της Φθίας, όπου και εβασίλευσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του διάγων «εν ησυχία».
Ο Πηλέας και η Θέτιδα απέκτησαν ένα γιό τον Αχιλλέα, τον οποίον η Θέτιδα για να τον καταστήσει άτρωτο, τον βάφτισε στις πηγές του ιερού ποταμού Απιδανού, που βρίσκονται στις υπώρειες του λόφου της πόλης Φθίας.


Η Θέτιδα βαφτίζει τον Αχιλλέα
στις πηγές του Απιδανού ποταμού



Η Θέτιδα, ως Νηρηΐδα που ήταν, γνώριζε και επιπλέον μυστικές πρακτικές για να καταστήσει άτρωτο τον Αχιλλέα, τις οποίες αγνοούσε, όπως ήταν φυσικό, ο Πηλέας.
Έτσι κάποιο βράδυ παρακολουθώντας κρυφά την Θέτιδα είδε να εφαρμόζει τις πρακτικές αυτές στον Αχιλλέα και φοβούμενος για την σωματική ακεραιότητα του γιού του επενέβη με αποτέλεσμα να διαπληκτισθεί εντονότατα με την Θέτιδα, η οποία «παροξυνθείσα» (θύμωσε πολύ) με τον Πηλέα εγκατέλειψε τη συζυγική της εστία «δι’ όλου» και πήγε να ζήσει κοντά στον πατέρα της Νηρέα.
Έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Αχιλλέας έγινε άτρωτος σε όλο του το σώμα εκτός από τη φτέρνα από όπου τον κρατούσε η μητέρα του Θέτιδα, όταν τον βάφτιζε.
Ο Πηλέας εμπιστεύτηκε τη διαπαιδαγώγηση του Αχιλλέα στο θείο του κένταυρο Χείρωνα, για να του μεταδώσει την αρμόζουσα σε έναν ημίθεο μόρφωση και ανατροφή.
Ο σοφός Χείρωνας, ο οποίος υπήρξε και δάσκαλος του Ασκληπιού, των Διοσκούρων του Πηλέα και άλλων, δίδαξε στον Αχιλλέα εκτός των άλλων την ιατρική επιστήμη και μουσική. Του δίδαξε να παίζει τη λύρα και να τραγουδά υπέροχα.
Η πρώτη ικανότητα που απέκτησε ο Αχιλλέας από μικρός ήταν το κυνήγι. Σε ηλικία επτά ετών σκότωσε λιοντάρι και αργότερα αγριόχοιρους. Σκληραγωγήθηκε από τον Χείρωνα στο έπακρο, έγινε ανθεκτικός στις κακουχίες και μπορούσε να τρέχει πάρα πολύ γρήγορα «ωκύπους». Διδάχτηκε την πολεμική τέχνη, έγινε άριστος χειριστής των όπλων, άριστος πολεμιστής και απέκτησε σπάνιες αρετές.
Υπήρξε η ιδανικότερη ηρωϊκή μορφή της αρχαίας Ελλάδος και απετέλεσε το ιδεώδες πρότυπο αμέτρητων γενεών Ελληνοπαίδων που διδάσκονταν τα Ομηρικά έπη.
Ήταν και εξακολουθεί να είναι το ιδεώδες πρότυπο όλων των λαών σε όλες τις εποχές.


Ο Αχιλλέας
Γιός του Πηλέα και της Θέτιδας
Η μητέρα του Θέτιδα, αν και διαζευγμένη από τον Πηλέα, δεν έπαψε να νοιάζεται και να φροντίζει το μονάκριβο γιό της.
Μετά την παραίτηση του Πηλέα από το θρόνο υπέρ του γιού του, ο νεαρός Αχιλλέας διαδέχεται τον πατέρα στο βασίλειο των της Φθίας, έχοντας στην επικράτεια του πολλές πόλεις όπως «την Άλο, την Αλόπη, Τρηχίνα, την Ελλάδα την καλλιγύναικα και άλλες».
Ο βασιλιάς Αχιλλέας διέθετε επίσης και αξιόλογη ναυτική δύναμη με το ναύσταθμο του στον Αχίλλειο λιμένα, κοντά στην αρχαία πόλη Ίχνες και κοντά στον σημερινό Πτελεό της Φθίας.
Καθώς ο Αχίλλειος λιμένας βρισκόταν στον Βόρειο Ευβοϊκό κόλπο, στην έξοδο των Ωρεών, απέναντι σχεδόν από τη νήσο Σκύρο, είχε αναπτυχθεί μια πυκνή θαλάσσια συγκοινωνία μεταξύ των δύο βασιλείων, της Σκύρου και της Φθίας.
Καθώς η Σκύρος δέσποζε στο βόρειο Αιγαίο, είχε φανεί πολλές φορές χρήσιμη στον Αχιλλέα, ο οποίος παράλληλα φρόντισε να καλλιεργήσει και φιλικές σχέσεις με τον βασιλιά της Λυκομήδη. Οι σχέσεις αυτές δεν άργησαν να γίνουν και συγγενικές καθώς ο Αχιλλέας νυμφεύθηκε την όμορφη κόρη του Λυκομήδη Δηϊδάμεια και απέκτησαν ένα γιό τον Πύρρο ή Νεοπτόλεμο, ο οποίος ανατράφηκε και μεγάλωσε στην Αυλή του παππού του βασιλιά Λυκομήδη και όπως ήταν επόμενο πήρε αξιόλογη μόρφωση και εξάσκηση στην πολεμική τέχνη.
Πύρρο τον ονόμασε ο παππούς του Λυκομήδης και Νεοπτόλεμο ο παιδαγωγός του Φοίνικας, γιατί από νεαρότατη ηλικία είχε λάβει μέρος και είχε διακριθεί σε πολλές μάχες. Νεοπτόλεμος = Νέος πολεμιστής.
Μεγαλώνοντας ο Πύρρος – Νεοπτόλεμος έγινε ένας ωραίος νέος, ικανότατος, ευφραδής ρήτορας και τολμηρός πολεμιστής.
Το παράπονο του πατέρα του Αχιλλέα που πολεμούσε στην Τροία τους Τρώες ήταν:
« …… είνεκα ριγαδανής Ελένης Τρωσίν πολεμίζω .
ηέ τον ος Σκύρω μοι ένι τρέφεται φίλος υιός
εί που έτι ζώει γε Νεοπτόλεμος θεοειδής….. » (Ομ. Ιλιάς Τ 325)
« ένεκα της φριχτής Ελένης τους Τρώες πολεμώ, ενώ ο αγαπημένος μου γιός ανατρέφεται στη Σκύρο ή (ας μάθαινα) να ζει άραγε ο θεόμορφος Νεοπτόλεμος …. ».
Ο Πύρρος – Νεοπτόλεμος, μετά τον γνωστό θάνατο του πατέρα του Αχιλλέα μετέβη στην Τροία και ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού του πατέρα του. Ήταν μάλιστα ένας από τους είκοσι τρεις διακεκριμένους πολεμιστές καταδρομείς που εισήλθαν στον Δούρειο Ίππο και συνέβαλαν αποφασιστικά στην κατάληψη της Τροίας.
Εκείνη την εποχή ο Πύρρος – Νεοπτόλεμος ήταν περίπου είκοσι ετών και ηγούμενος του στρατού του πατέρα του επέστρεψε στο βασίλειο του στη Φθία όπου ακολούθησε μια ειρηνική περίοδος βασιλεύοντας «εν ησυχία». Τότε νυμφεύθηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα «Λακωνικά» του (25,1,1).
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ανήγειρε περικαλλή ναό προς τιμήν της γιαγιάς του Θέτιδας, το «Θετίδειον» από όπου πήρε το όνομα του το κοντινό χωριό, το Θετίδειο Φαρσάλων.
Αργότερα μετέβη στην Ήπειρο την οποία αποίκισε ειρηνικά ιδρύοντας το βασίλειο των Μολοσσών και εγκαθιστώντας την υπερτρισχιλιετή δυναστεία των Νεοπτολεμιδών ή Πυρριδών, χωρίς να χάσει την επαφή με την γενέτειρα του τη Σκύρο την οποία συνέδεσε στενά με την Ήπειρο. Όλοι οι βασιλείς της δυναστείας των Νεοπτολεμιδών ή Πυρριδών γνώριζαν ότι ήταν Αιακίδες, απόγονοι του Αιακού, του Πηλέα, του Αχιλλέα και του Πύρρου – Νεοπτόλεμου. Ο βασιλιάς μάλιστα της Ηπείρου, Πύρρος (318 – 272 π Χ) γιός του Αιακίδου και της Φθίας, αξίωνε, απαιτούσε να μην αμφισβητεί κανείς, ότι καταγόταν από τον συνώνυμο του Πύρρο –Νεοπτόλεμο, γιό του Αχιλλέα.
Όταν ο Πύρρος – Νεοπτόλεμος μετέβη στους Δελφούς, τον εφόνευσε ο Ορέστης, ο γιός του Αγαμέμνωνα, κατόπιν εντολής του αρχιερέα του Μαντείου Μαχαιρέα, γιατί επιχείρησε να καταστρέψει τα ιερά του Μαντείου προκειμένου να εκδικηθεί τον Απόλλωνα τον οποίον θεωρούσε υπεύθυνο του θανάτου του πατέρα του Αχιλλέα.
Κατά τις χιλιετίες που ακολούθησαν, το βασίλειο των Μολοσσών της Ηπείρου συνέχισε να ακμάζει και κατά τον 4ο αιώνα (373 π Χ) γεννιέται στην Αρχαία Πασσαρώνα (που βρίσκεται στον Νομό Ιωαννίνων) της Ηπείρου η Μυρτάλη, πριγκίπισσα των Μολοσσών της Ηπείρου, κόρη του Βασιλιά Νεοπτόλεμου B´, σύζυγος του Βασιλιά των Φιλίππου Β´ των Μακεδόνων, και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.


Μυρτάλη – Ολυμπιάδα
Από χρυσό περίαπτο.
Μουσείο Θεσσαλονίκης
Η Μυρτάλη μυήθηκε από νεαροτάτης ηλικίας, ως πριγκίπισσα, στα Καβείρια Μυστήρια της Σαμοθράκης, όπου έλαβε και το όνομα «Ολυμπιάδα». Εκεί την είδε ο Βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος ο Β’, την ερωτεύθηκε «κεραυνοβόλα» και την έλαβε ως σύζυγο το έτος 357 π Χ.
Έζησε ως σύζυγος του Φιλίππου Β´ στην Πέλλα και στις Αιγές (σημερινή Βεργίνα) του Νομού Ημαθίας.
Από το γάμο αυτό γεννιέται το 356 π Χ ο Αλέξανδρος και αργότερα η αδελφή του Κλεοπάτρα. Δολοφονήθηκε με λιθοβολισμό στην Πύδνα του Θερμαϊκού κόλπου με εντολή του Κάσσανδρου (στρατηγού και επιμελητή του Μακεδονικού θρόνου) το έτος 316 π Χ.
Ο αρχιερέας του Μαντείου των Δελφών Πλούταρχος, μας πληροφορεί ότι ο Μέγας Αλέξανδρος από την πλευρά του πατέρα του Φιλίππου, καταγόταν από τον Ηρακλή και από την πλευρά της μητέρας του Ολυμπιάδας ήταν Αιακίδης, απόγονος του Πηλέα, του Αχιλλέα, του Νεοπτόλεμου. Κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι είχε και θεϊκή καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του Αχιλλέα Θέτιδας.
Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ως πρότυπο, ως ίνδαλμα τον Αχιλλέα καθώς γνώριζε πολύ καλά ότι ήταν και μακρινός του πρόγονος.
Αυτός ήταν και ο λόγος που μετά τη μάχη του Γρανικού ποταμού, θυσίασε και απέδωσε τιμές στον τύμβο του προγόνου του Αχιλλέα, που βρισκόταν κοντά στην αρχαία πόλη της Τροίας.
* Του Αθανασίου Ν. Καρατόλια προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Θεσσαλίας





Πηγή:
eleftheria.gr