Η Ελένη Παπαδάκη (4
Νοεμβρίου 1903 – 21 Δεκεμβρίου 1944) ήταν η κορυφαία ελληνίδα ηθοποιός
του Μεσοπολέμου, την οποία ο Γρηγόρης Ξενόπουλος είχε χαρακτηρίσει
‘αδιαμφισβήτητη διάδοχο της Κοτοπούλη’. Γνώρισε την δόξα πολύ νέα, αλλά
έχασε την ζωή της μόλις στα 41 της, μέσα στο χάος του Εμφυλίου πολέμου.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς το ΕΑΜ
(Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) εξαπέλυσε ένα κυνήγι«μαγισσών» κατά των
καλλιτεχνών και των διανοούμενων που υπετίθετο ότι συνεργάστηκαν κατά
την Κατοχή με τους Γερμανούς.Έτσι η διοίκηση του Σωματείου Ελλήνων
Ηθοποιών (ΣΕΗ) που ελεγχόταν από το ΚΚΕ, προχώρησε σε διαγραφές ηθοποιών
που δεν ήταν αρεστοί στο κόμμα , χαρακτηρίζοντάς τους ως
«φασίστες»και«δωσιλόγους».
Όπως γράφει ο ιστορικός και δημοσιογράφος Γεώργιος Λεονταρίτης «πολλές γυναίκες του θεάτρου μισούσαν την Παπαδάκη διότι δενμπόρεσαν να την επισκιάσουν».
Στις 20 Οκτωβρίου 1944 το διοικητικό συμβούλιο του ΣΕΗ συνεδρίασε πραξικοπηματικά στα γραφεία του, στην οδό Σατωβριάνδου 52α. Θέμα της ημερησίας διάταξης ήταν «Πρόταση διαγραφής Ελλήνων ηθοποιών που πρόδωσαν τον ιερό Εθνικό Ελληνικό αγώνα». Η πλειοψηφία καταδίκασε και διέγραψε την ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη με την κατηγορία ότι υπήρξε ερωμένη του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη. Στη διαγραφή της πρωτοστάτησαν γνωστοί αριστεροί καλλιτέχνες όπως ο Σπύρος Πατρίκιος, ο Δήμος Σταρένιος, ο Λ. Δαρζέντας, η Ολυμπία Παπαδούκα και η Καίτη Ντιριντάουα. Η τελευταία κατά την περίοδο της Κατοχής διατηρούσε σχέσεις με γνωστούς μαυραγορίτες. Λίγο πριν από την αποχώρηση των Γερμανών όμως φρόντισε να αποκτήσει διασυνδέσεις με την αριστερά και το ΕΑΜ και να αλλάξει στρατόπεδο.
Όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, η Παπαδάκη βρισκόταν στη διώροφη μονοκατοικία της οικογενείας της, επί της οδού Ιακωβίδου 28 στα Πατήσια. Δύο στενές της φίλες, η Αιμιλία Καραβία και η Μπούμπα Κορυζή (μετέπειτα σύζυγος του Παναγή Παπαληγούρα), τη συμβούλευσαν να καταφύγει στην «ελεύθερη ζώνη» του Κολωνακίου στο κέντρο της Αθήνας. Τα γεγονότα όμως πρόλαβαν τις ανησυχίες τους. Το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου συγκεντρώθηκαν μερικοί φίλοι, ανάμεσά τους και η Ελένη Παπαδάκη, στην οικία του Δημήτρη Μυράτ για να παίξουν χαρτιά. Έξω ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί. Ξαφνικά τρεις εξαγριωμένοι άνδρες εισέβαλαν κρατώντας περίστροφα και φωνάζοντας: «Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους. Μπρος, πάμε στην Πολιτοφυλακή».
Ο θόρυβος που προκλήθηκε και οι φωνές έφθασαν μέχρι τον πρώτα όροφο όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένες οι γυναίκες και ετοιμάζονταν να κατεβούν να δουν τι συμβαίνει. Μόλις αντιλήφθηκαν ότι οι άνδρες που εισήλθαν στο σπίτι ήταν πολιτοφύλακες του ΕΑΜ, η Χρυσούλα Μυράτ υπέδειξε στην Παπαδάκη να διαφύγει από το πίσω παράθυρο. Ατάραχη η μεγάλη τραγωδός του θεάτρου, αρνήθηκε να φύγει λέγοντας στη φίλη της: «Γιατί να φύγω; Θα πάω να δω τι με θέλουν». Στο μεταξύ οι πολιτοφύλακες ωθούσαν τους άλλους στον δρόμο με ύβρεις και απειλές. Τότε άνοιξε η εσωτερική πόρτα και εμφανίσθηκε η ηθοποιός. «Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη. Τι θέλετε;». Έκπληκτος ο ένας πολιτοφύλακας που φερόταν ως αρχηγός της ομάδας, την κοίταξε στα μάτια. Ήταν ο φοιτητής της Ιατρικής Κων. Μπιλιράκης.
«Ακολούθησέ μας στην Πολιτοφυλακή για μια ανάκριση», της είπε.
Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας την ταραχή που επικρατούσε, επιχείρησε να παρέμβει για να ηρεμήσει την κατάσταση. «Μην κάνεις έτσι. Ανήκω κι εγώ στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουμε όλοι».
Αφού ανηφόρισαν για λίγο την οδό Ιακωβίδου, ο Μπιλιράκης σταμάτησε.
«Εσείς φύγετε», είπε στους άλλους συλληφθέντες.
Με τους πολιτοφύλακες παρέμειναν η Παπαδάκη, η φίλη της Αιμιλία Καραβία, ο Μυράτ και ο Σαμ Μπράντενμπουργκ, ένας Εβραίος φίλος της Παπαδάκη. Λίγο αργότερα η Ομάδα σταμάτησε στην οδό Πατησίων 314, όπου βρίσκονταν τα γραφεία του ΕΑΜ. Ο Μπιλιράκης άφησε τους άλλους στον προθάλαμο και εισήλθε σε ένα γραφείο για να αναφέρει στους ανωτέρους του τη σύλληψη της Παπαδάκη. Μετά από μερικά λεπτά εμφανίσθηκε και διέταξε την ομάδα να τον ακολουθήσει μέχρι την Πολιτοφυλακή. Ο Μυράτ μίλησε με κάποιους γνωστούς του ΕΛΛΑΣίτες, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι ήθελαν την Ελένη Παπαδάκη μόνο για μια «ανάκριση». Υποψιασμένος ωστόσο ο ηθοποιός σταμάτησε στη γωνία Ροστάν και Πατησίων και είπε στον Μπιλιράκη: «Εγώ δεν χρειάζομαι πλέον, ούτε εσείς με χρειάζεστε και σας αφήνω». Ο Μπιλιράκης δεν έφερε αντίρρηση. Λίγο αργότερα, αφού απομακρύνθηκε ο Μυράτ, ο Μπιλιράκης παρέδωσε τους κρατουμένους του σε άλλους «συναγωνιστές» και έφυγε.
Ενώ η Παπαδάκη ζούσε τις τελευταίες της στιγμές, κάποιοι πολιτοφύλακες διεξήγαγαν έρευνα στην οικία της για να ανακαλύψουν όπλα! Η μητέρα της και η Καραβία τους ρώτησαν για ποιαν λόγο συνέλαβαν την Ελένη, η οποία δεν είχε βλάψει ποτέ κανέναν, κάτι που μπορούσαν να βεβαιώσουν οι συνάδελφοί της. Τότε ο επικεφαλής της Πολιτοφυλακής τούς απάντησε μειδιώντας: «Μα, οι συνάδελφοί της, οι ηθοποιοί, την κατέδωσαν. Ήταν ερωμένη του Ράλλη, του δωσίλογου πρωθυπουργού».
«Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε».
Κάποια στιγμή οδήγησαν την Παπαδάκη στο χωλ το οποίο χρησιμοποιείτο ως ανακριτικό γραφείο.
Μια συγκρατούμενή της, η κυρία Χριστοδουλοπούλου, άκουσε τον διάλογο που ακολούθησε και τον διηγήθηκε αργότερα. Ο «ανακριτής» ρώτησε ειρωνικά:
«Πού είναι η κυρία Ράλλη;». Μπροστά του είχε ένα έγγραφο το οποίο ανέφερε ότι η Παπαδάκη είχε παντρευτεί τον Ιωάννη Ράλλη. «Πότε έκανες τους γάμους σου;».
Έκπληκτη η Παπαδάκη άργησε λίγο να απαντήσει. «Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον Ράλλη». «Ασ’ τα αυτά. Να τι λέει το φυλλάδιο…». «Αν ήταν έτσι, θα φοβόμουνα, δεν θα είχα μείνει εδώ, θα πήγαινα στο κέντρο να κρυφτώ. Κι άλλωστε ο Ράλλης έχει νέα και όμορφη γυναίκα».
Ο «ανακριτής», ένας εργάτης στα κάρβουνα με το όνομα Τάκης, σηκώθηκε οργισμένος και τη χαστούκισε. Από τη στιγμή εκείνη η τύχη της τραγικής ηθοποιού ήταν προδιαγεγραμμένη. Μετά τη σύντομη ανάκριση η Παπαδάκη οδηγήθηκε στη βίλα Παπαλεονάρδου στο Παγκράτι η οποία ήταν έδρα της Πολιτοφυλακής, μαζί με άλλες γυναίκες κρατούμενες
Αμέσως έδωσε τη διαταγή της εκτέλεσης. Σε ένα εξαιρετικό λεύκωμα που επιμελήθηκε ο Πολύβιος Μαρσάν αφιερωμένο στη μεγάλη ηθοποιό, περιγράφεται το τραγικό τέλος της:
«Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση της με το τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξε να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της, την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς, την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο, κι εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της, και τελικά καθίζοντάς την χάμω, τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δύο σφαίρες στον αυχένα…»
Όπως όμως έδειξε αργότερα η ιατροδικαστική έρευνα, το πτώμα της άτυχης ηθοποιού έφερε μια μαχαιριά στον λαιμό και πλήγματα από τσεκούρι στο σώμα. Τα χέρια επίσης του θύματος ήταν γαντζωμένα στα μαλλιά της, σε μια προσπάθεια να προφυλάξει, ίσως, το κεφάλι της από τα κτυπήματα. Τέλος τα μάτια της – τα πιο όμορφα μάτια του ελληνικού θεάτρου – ήταν ορθάνοικτα από τρόμο και καθρέφτιζαν όλη τη φρίκη που είχε ζήσει.
Η δολοφονία της Παπαδάκη προκάλεσε φόβο και αγανάκτηση στη κοινή γνώμη. Ο δημοσιογράφος Παύλος Παλαιολόγος γράφει σε ένα χρονογράφημά του: «Δεν είναι μόνο η ζωή που κλαίμε. Μαζί με αυτή κλαίμε τους θησαυρούς που παίρνει μαζί της, κλαίμε το θέατρο που ορφανεύει και πιο πολύ κλαίμε το κακό μας χάλι, το χάλι μιας κοινωνίας που έφθασε στο κατάντημα να φυτεύει σφαίρες στον αυχένα της Τέχνης της.
Στιγμιότυπο από την κηδεία της Ελένης Παπαδάκη. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά, οι ηθοποιοί Μελίνα Μερκούρη, Άννα Καλουτά, Κώστας Μουσούρης, Ανδρέας Φιλιππίδης, Μαρίκα Νέζερ, Μαρίκα Κοτοπούλη, Βασίλης Λογοθετίδης κ.ά.
Αργότερα, μετά την καταστολή του κινήματος, στις 28 Ιανουαρίου του 1945, έγινε μεγαλοπρεπής κηδεία στην οποία ο θάνατος της Παπαδάκη, θρηνήθηκε ως εθνική απώλεια. Τότε ο Α. Σικελιανόςέγραψε τους στίχους:
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι΄ όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνει.
Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κι οι εννιά αδελφές εσκύψαν