«Οι Θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από τους ανθρώπους. Αλλιώς θα μπορούσε εύκολα να εργάζεσαι μια ημέρα και να έχεις να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος. Έτσι γρήγορα θα κρεμούσες το πηδάλιο υπέρ του καπνού και θα έπαυαν οι κάματοι των βοδιών και των βασανισμένων ημιόνων. Όμως ο Ζευς τα έκρυψε, επειδή θύμωσε που τον γέλασε ο Προμηθέας που έχει στρεψίβουλες σκέψεις. Για αυτό σχεδίασε βαριές θλίψεις για τους ανθρώπους και τους έκρυψε το πυρ.
Τούτη όμως την έκλεψε ύστερα για τους ανθρώπους από τον συνετό Δία ο υιός του Ιαπετού (κρύβοντας την) μέσα στο κοίλωμα ενός νάρθηκα, χωρίς να το πάρει είδηση ο τερπικέραυνος Ζευς. Και ο νεφελοσυντάχτης Ζευς θύμωσε και του είπε: “Ε, υιέ του Ιαπετού, που ξέρεις πονηριές καλύτερα από όλους, χαίρεσαι που έκλεψες το πυρ και μου ξεγέλασες το νου, μα θα είναι μεγάλη συμφορά και για το ίδιον και για τους ανθρώπους που θα γεννηθούν. Σε αυτούς εγώ, αντί του πυρός, θα δώσω ένα κακό, που όλοι θα του έχουν κρυφή χαρά, ενώ θα σφιχταγκαλιάζουν το κακό τους”.
Αυτά είπε και γέλασε ο πατήρ ανδρών και θεών. Και πρόσταξε τον ξακουστό τον Ήφαιστο να ανακατέψει γαία και ύδωρ, το γρηγορότερο και να βάλει ανθρώπινη φωνή και δύναμη, ώστε να φτιάσει ένα πλάσμα ωραίο κι ερωτικό παρθένας, όμοιο στην μορφή με τις αθάνατες θεές. Ύστερα η Αθηνά να της μάθει γυναικείες δουλειές, να υφαίνει πολυδαίδαλο ιστό. Και την χρυσή την Αφροδίτη να της περιχύσει χάρη στο κεφάλι και τον πόθο τον πονεμένο και τους καημούς τους αβάσταχτους. Και τον Ερμή πρόσταξε, τον αγγελιοφόρο και πλανευτή που σκότωσε τον Άργο, να βάλει μέσα της ήθος που πλανεύει και αναιδή νου.
Αυτά είπε, κι εκείνοι υπάκουσαν στον βασιλιά Δία τον υιό του Κρόνου. Κι αμέσως εκ γαίας ο ξακουστός ο αμφοτερόχωλος έπλασε ομοίωμα ντροπαλής παρθένας, όπως το ήθελε υιός του Κρόνου. Και η θεά η γλαυκώπις Αθηνά την έζωσε και την στόλισε. Κι οι θεές Χάριτες κι η Πότνια Πειθώ της έβαλαν γύρω στο λαιμό χρυσά περιδέραια. Κι ολόγυρα οι Ώρες οι ομορφομαλλούσες της φόρεσαν στεφάνι από ανοιξιάτικα λουλούδια. Και κάθε στολίδι της ταίριασε στο κορμί η Παλλάς Αθηνά. Και κατόπι μέσα στα στήθια της έπλασε ψευτιές και γλυκόλογα και παμπόνηρο φέρσιμο, κατά τις εντολές του Δία του βαρύκτυπου, ο αγγελιοφόρος των θεών που σκότωσε τον Άργο. Κι ύστερα ο κήρυκας των θεών της έβαλε φωνή κι ωνόμασε αυτή τη γυναίκα Πανδώρα, γιατί πάντες που έχουν τα Ολύμπια δώματα την έκαναν δώρο – συμφορά στους ανθρώπους που αγαπούν τα δώρα.
Αφού έφτιασε, λοιπόν, την αφεύγατη τούτη ορθόστηλη παγίδα, στον Επιμηθέα έστειλε ο πατήρ τον ξακουστό φονιά του Άργου, τον ταχύτατο αγγελιοφόρο, να του την πάει δώρο των θεών. Μα ο Επιμηθέας δεν θυμήθηκε που του είπε ο Προμηθέας να μη δεχθεί ποτέ δώρο παρά του Ζηνός του Ολυμπίου, αλλά να του το στείλει πίσω, μη τυχόν συμβεί κανένα κακό στους ανθρώπους. Κι αφού δέχτηκε το κακό, θυμήθηκε, όταν πια το είχε στα χέρια του.
Πρωτύτερα, αλήθεια, ζούσαν οι άνθρωποι πάνω στη γη μακριά κι έξω από βάσανα κι έξω από βαριούς κόπους κι από αρρώστιες γεμάτες πόνους που φέρνουν τους θανάτους στους ανθρώπους [γιατί γρήγορα οι άνθρωποι που τους βρίσκουν κακά γεράζουν]. Μα η γυναίκα, βγάζοντας με τα χέρια της το μεγάλο βούλωμα του πιθαριού, το σκόρπισε, και στους ανθρώπους έφερε βαριές θλίψεις. Μονάχα η Ελπίδα έμεινε εκεί μέσα, στην άσπαστη φυλακή της, κάτω από τα χείλια του πιθαριού, ούτε πέταξε έξω. Διότι πρόφτασε η Πανδώρα κι έβαλε το βούλωμα του πιθαριού με την θέληση του νεφελοσυνάχτη Δία που κρατά την Αιγίδα. Κι άλλα μύρια λυπηρά γυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί είναι γεμάτη η γη και γεμάτη η θάλασσα από κακά. Κι οι αρρώστιες πάνε όπως θέλουν στους ανθρώπους, άλλες νύχτα κι άλλες ημέρα, κακά τους ανθρώπους φέρνοντας αμίλητες, γιατί τους αφαίρεσε τη μιλιά ο συνετός Ζευς. Έτσι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανένας τις βουλές του Διός. –
Κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισιν.
ῥηιδίως γάρ κεν καὶ ἐπ᾽ ἤματι ἐργάσσαιο,
ὥστε σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν καὶ ἀεργὸν ἐόντα·
αἶψά κε πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ καταθεῖο,
ἔργα βοῶν δ᾽ ἀπόλοιτο καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν.
ἀλλὰ Ζεὺς ἔκρυψε χολωσάμενος φρεσὶ ᾗσιν,
ὅττι μιν ἐξαπάτησε Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης·
τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀνθρώποισιν ἐμήσατο κήδεα λυγρά,
κρύψε δὲ πῦρ· τὸ μὲν αὖτις ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο
ἔκλεψ᾽ ἀνθρώποισι Διὸς παρὰ μητιόεντος
ἐν κοίλῳ νάρθηκι, λαθὼν Δία τερπικέραυνον.
τὸν δὲ χολωσάμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«Ἰαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα εἰδώς,
χαίρεις πῦρ κλέψας καὶ ἐμὰς φρένας ἠπεροπεύσας,
σοί τ᾽ αὐτῷ μέγα πῆμα καὶ ἀνδράσιν ἐσσομένοισιν.
τοῖς δ᾽ ἐγὼ ἀντὶ πυρὸς δώσω κακόν, ᾧ κεν ἅπαντες
τέρπωνται κατὰ θυμὸν ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες.
«Ὣς ἔφατ᾽, ἐκ δ᾽ ἐγέλασσε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
῞Ηφαιστον δ᾽ ἐκέλευσε περικλυτὸν ὅττι τάχιστα
γαῖαν ὕδει φύρειν, ἐν δ᾽ ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν
καὶ σθένος, ἀθανάτῃς δὲ θεῇς εἰς ὦπα ἐίσκειν
παρθενικῆς καλὸν εἶδος ἐπήρατον· αὐτὰρ Ἀθήνην
ἔργα διδασκῆσαι, πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν·
καὶ χάριν ἀμφιχέαι κεφαλῇ χρυσέην Ἀφροδίτην
καὶ πόθον ἀργαλέον καὶ γυιοβόρους μελεδώνας·
ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦθος
Ἑρμείην ἤνωγε, διάκτορον Ἀργεϊφόντην.
Ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐπίθοντο Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι …
[αὐτίκα δ᾽ ἐκ γαίης πλάσσε κλυτὸς Ἀμφιγυήεις
παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς·
ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
ἀμφὶ δέ οἱ Χάριτές τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ
ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ· ἀμφὶ δὲ τήν γε
Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσι εἰαρινοῖσιν·
πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον ἐφήρμοσε Παλλὰς Ἀθήνη·]
ἐν δ᾽ ἄρα οἱ στήθεσσι διάκτορος Ἀργεϊφόντης
ψεύδεά θ᾽ αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος
τεῦξε Διὸς βουλῇσι βαρυκτύπου· ἐν δ᾽ ἄρα φωνὴν
θῆκε θεῶν κῆρυξ, ὀνόμηνε δὲ τήνδε γυναῖκα
Πανδώρην, ὅτι πάντες Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες
δῶρον ἐδώρησαν, πῆμ᾽ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν.
Αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν,
εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργεϊφόντην
δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον· οὐδ᾽ Ἐπιμηθεὺς
ἐφράσαθ᾽ ὥς οἱ ἔειπε Προμηθεὺς μή ποτε δῶρον
δέξασθαι πὰρ Ζηνὸς Ὀλυμπίου, ἀλλ᾽ ἀποπέμπειν
ἐξοπίσω, μή πού τι κακὸν θνητοῖσι γένηται·
αὐτὰρ ὃ δεξάμενος, ὅτε δὴ κακὸν εἶχ᾽, ἐνόησε.
Πρὶν μὲν γὰρ ζώεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων
νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο
νούσων τ᾽ ἀργαλέων, αἵ τ᾽ ἀνδράσι κῆρας ἔδωκαν.
[αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.]
Αλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ᾽ ἀφελοῦσα
ἐσκέδασ᾽, ἀνθρώποισι δ᾽ ἐμήσατο κήδεα λυγρά.
μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν
ἔνδον ἔμεινε πίθου ὑπὸ χείλεσιν οὐδὲ θύραζε
ἐξέπτη· πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα
πίθοιο [αἰγιόχου βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο].
ἄλλα δὲ μυρία λυγρὰ κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάληται·
πλείη μὲν γὰρ γαῖα κακῶν, πλείη δὲ θάλασσα·
νοῦσοι δ᾽ ἀνθρώποισιν ἐφ᾽ ἡμέρῃ, αἳ δ᾽ ἐπὶ νυκτὶ
αὐτόματοι φοιτῶσι κακὰ θνητοῖσι φέρουσαι
σιγῇ, ἐπεὶ φωνὴν ἐξείλετο μητίετα Ζεύς.
οὕτως οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι».
Αλλά ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά, πάντα με γνώμονα την Ελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα το Πρόκλειο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες»:
Στους στίχους 42 – 46, λοιπόν, λέει ότι οι θεοί έχουν κρύψει το βιος από τους ανθρώπους, αποκαλώντας «βιος» την εξασφάλιση των αναγκαίων για τη ζωή. Γιατί αν δεν ήταν κρυμμένο αλλά παρέμενε προσιτό και εύκολο σε όλους, δεν θα έπρεπε να ασχολούνται με τη γεωργία και τη ναυτιλία για την εξασφάλιση των προς το ζην. Τώρα, όμως, επειδή δεν είναι σε κανέναν εύκολη εξασφάλιση του, επειδή την κρύβουν οι θεοί και είναι εμφανής σε λίγους, παρακινεί άλλους στην ενασχόληση με τη ναυτιλία και άλλους στην ενασχόληση με την γεωργία, προκειμένου να εφεύρουν για τον εαυτό τους τα μέσα με τα οποία μπορούν να συγκεντρώσουν το βιος τους.
Στον 47ον στίχο, όπου λέγει ότι ο Δίας έκρυψε το βιός, σημαίνει ότι ο Δίας το έκανε δυσπρόσιτο στους ανθρώπους και κατορθωτό με δυσκολία και κατόπιν πολλών κόπων και βασάνων. Το ότι θύμωσε βέβαια ο Δίας με την περί γένεσιν ζωή [υποσελήνια γένεση] σημαίνει ότι το δώρο του είναι ασύμφορο για τις ψυχές. Γιατί ο θυμός είναι πράγμα διαιρετικό.
Στον 48ον στίχο μας λέγει ότι ο στρεψόνοος Προμηθέας εξαπάτησε τον Δία : ο Προμηθέας είναι εκείνος που δωρίζει στους ανθρώπους τον νου ο οποίος υπολογίζει, πριν από τις εκβάσεις, όσα πρόκειται να συμβούν και τον οποίο έχουν οι άνθρωποι αφού προσέβαλαν νοητική ζωή που από τα ενδιαιτήματα του πατέρα έφτασε σε τούτον εδώ τον τόπο – «Ο μὲν Προμηθεύς ἐστιν, ὁ τοῖς ἀνθρώποις τὸν νοῦν δωρούμενος, τὸν πρὸ τῶν ἀποβάσεων λογιστικὸν τῶν ἀποβησομένων, ὃν ἔχουσιν οἱ ἄνθρωποι, ζωὴν ὑποδεξάμενοι νοερὰν ἀπὸ τῶν τοῦ πατρὸς ἠθῶν ἥκουσαν εἰς τόνδε τὸν τόπον» λέγει ο Πρόκλος! Οι απάτες του Προμηθέα εναντίον του Διός δηλώνουν ότι ο Προμηθέας προετοίμασε ώστε τα θνητά να μετέχουν στις ψυχές που ανήκουν στη σειρά του Διός ! Γιατί αυτό που εξαπατάται καταλήγει να τους εξαπατά όλους – ο Δίας είναι αυτός! Η απάτη μάλιστα υπονοεί την διανομή του βοδιού την οποία ο Ησίοδος παρέδωσε στην «Θεογονία, 535». Αν, όμως, ο Προμηθέας είναι «ἀγκυλομήτης», ανήκει στην σειρά του Κρόνου και νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο και είναι στραμμένος με καμπύλο [ἀγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του – «ὁ Προμηθεὺς, Κρόνιος τίς ἐστι καὶ νοερῶς ἑαυτὸν νοῶν, καὶ ἀγκύλως εἰς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένος» λέγει ο Πρόκλος. Αν, όμως, γραφτεί «ποικιλομήτης» [ποικιλόνοος], σημαίνει αυτόν που έχει λάβει ποικίλες νοήσεις, τις οποίες δωρίζει και στις ανθρώπινες ψυχές που εξέπεσαν στο σώμα! Για αυτό, λέει στον 49ον στίχο, δηλαδή λόγω της απάτης εκ μέρους του Προμηθέα, ο Ζευς έκανε επίπονη τη ζωή των ανθρώπων. Γιατί έπρεπε να προκαλέσει κόπους και βάσανα στις ψυχές που εξέπεσαν, για να μισήσουν με αυτά τον της γενέσεως τόπο [τον υποσελήνιο τόπο] και την παραμονή τους μέσα στο σώμα και να επιστρέψουν πάλι στην αυλή του πατέρα και στην θεία [θεϊκή] ζωή από την οποία εξέπεσαν!
Ενώ «νοήμων (ἔννους)»σύμφωνα με τον Πρόκλο,στο έργο του «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 346.13 – 17», «είναι μόνον “ὁ τὸν θατέρου κύκλον ὀρθώσας, τὸν δὲ ταὐτοῦ λύσας”, και αυτός σε κάθε περίπτωση θα είναι εκείνος που απελευθέρωσε τον Προμηθέα τον οποίο έχει μέσα του δεμένο λόγω του Επιμηθέα. Γιατί έχει δεθεί λόγω της συμπαράταξης του με το άλογο μέρος, το οποίο ακριβώς λέγεται ότι διευθετεί εκείνος ο Επιμηθέας».
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Ε’, 87.22 – 88.30», αναφέρει πως, στον πλατωνικό «Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», εκείνος ο μύθος λέει ότι ο Προμηθέας, όταν διακοσμούσε το ανθρώπινο γένος και λάμβανε πρόνοια για την λογική ημών ζωή, «ἵνα μὴ βαπτισθεῖσα χθονὸς οἴστροις καὶ ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις» [για να μην βυθιστεί στα πάθη της χθονός και για να μην φθαρεί από τους καταναγκασμούς της Φύσεως], εξάρτησε τη Φύση από τις τέχνες και αυτές ως μιμήσεις του νου τις προέβαλε στις ψυχές που παίζουν, και «διὰ τούτων ἀνεγεῖραι [ανεβάζει] τὸ γνωστικὸν ἡμῶν καὶ διανοητικὸν εἰς τὴν τῶν Εἰδῶν θεωρίαν» [και δια αυτών ανεβάζει την γνωστική και διανοητική ικανότητά μας στην θέαση των Ιδεών]. Αλλά λέει ότι αυτός, λαμβάνοντας πρόνοια, και έδωσε τις τέχνες στις ψυχές και τις παράλαβε από τον Ήφαιστο και την Αθηνά (γιατί μέσα σε αυτούς τους θεούς εμπεριέχεται η αιτία όλων των τεχνών, καθώς ο ένας παρέχει πρωταρχικά την δημιουργική τους ιδιότητα, και η άλλη από ψηλά εκπέμπει σε αυτές τη γνωστική και νοητική). Επειδή όμως χρειαζόταν όχι μόνο η ανεύρεση των τεχνών για τις ψυχές μέσα στα γένη, αλλά και μια άλλη επιστήμη πιο τέλεια από αυτές, η Πολιτική, η οποία μπορεί αυτές τις τέχνες και να τις βάλει μαζί και να τις τακτοποιήσει και να οδηγήσει στη σύμφωνη με τον νου ζωή τις ψυχές μέσω της αρετής, και επειδή ο Προμηθέας ήταν αδύνατον να μας παράσχει, καθώς στον μέγιστο Δία πρωταρχικά βρίσκεται η «Πολιτική» [ὁ δὲ Προμηθεὺς ταύτην πορίζειν ἡμῖν ἀδύνατος ἦν, διότι δὴ παρὰ τῷ μεγάλῳ Διὶ πρώτως ἐστὶν ἡ πολιτική], ενώ στον Προμηθέα λέει ότι «είναι αδύνατον στον Προμηθέα να εισέλθει κρυφά στην Ακρόπολη του Διός – εἰς τὴν τοῦ Διὸς ἀκρόπολιν παρελθεῖν οὐχ οἷόν τε εἶναι» (διότι υπάρχουν φοβερές φρουρές του Διός, οι οποίες τον διαφυλάσσουν εξηρημένο [ξεχωριστό υπεράνω] όλων των επιμέρους αιτίων[1]), στέλνει ο Ζευς στους ανθρώπους τον Ερμή ως αγγελιοφόρο φέρνοντας την φρόνηση και την αιδώ και γενικά την πολιτική επιστήμη, και τον διατάσει να παραδώσει το ίδιο σε όλους αυτή την αρετή [ἐπὶ πάντας νεῖμαι] και σε όλους να μοιράσει τη γνώση των δίκαιων, των καλλών και των αγαθών, αλλά όχι διαιρεμένα, όπως ακριβώς τις διάφορες τέχνες τις μοιράστηκαν και διαφορετικοί άνθρωποι και άλλοι από τους ανθρώπους είναι επιγνώμονες αυτών [ειδικοί σε αυτές], ενώ άλλοι είναι αμαθείς είτε από όλες τις τέχνες είτε από μερικές.
Μάλιστα ο Πλάτων, στον «Φίληβο, 16.c», μας λέγει ότι η διαλεκτική «δόθηκε στους ανθρώπους από τους θεούς μέσω του Προμηθέα μαζί με το εκτυφλωτικό πυρ – διὰ Προμηθέως ἥκειν τοῖς ἀνθρώποις ἐκ θεῶν ἅμα φανοτάτῳ πυρὶ» – την μετάδοση μάλιστα την από τους θεούς προς εμάς την ονόμαζε «ρήψη». Την διαλεκτική που είναι ο θριγκός των μαθήσεων που μας ανυψώνει στην μία και μόνη αιτία των όλων : στο Αγαθό. Και που ο Πρόκλος, στο «Εκ των σχολίων εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 2. 1 – 10», μας λέγει ότι αρμόζει μόνο σε όσους έχουν αποκαθάρει τελείως τη διάνοιά τους, που έχουν εκπαιδευτεί με τα με τα μαθηματικά, που έχουν δια των αρετών αποκαθάρει το νεαροπρεπές την ηθών τους και απλά και γνησίως φιλοσοφούν.
Μάλιστα όπως μας λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 52.20 – 53.18», για τις ψυχές υπάρχει μια οδός (πορεία) από του «νοητοῦ πρὸς τὸ νοητὸν καὶ ἀπὸ γενέσεως ἐπὶ γένεσιν». Η μία από αυτές έχει ανατεθεί στους ανάγωγους [ανυψωτικούς] θεούς και η άλλη στους γενεσιουργούς, και όσον αφορά τους Αγγέλους, οι μεν «λύουσιν τὴν ὕλην» και οι άλλοι «τοῖς τῶν καθόδων ἐφόροις». Όπως όμως υπάρχουν θεϊκοί ηγεμόνες για κάθε μία, έτσι πρέπει να νοήσουμε έναν και μοναδικό θεό που προΐσταται της καθόδους και της ανόδου, της ευγονίας και της δυσγονίας της διπλής εν τη γενέσει ζωής. Ο θεός αυτός δεν είναι άλλος από τον Προμηθέα, για τον οποίο επίσης ο Πλάτων, στον «Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», λέει ότι αυτός είναι ο έφορος της ανθρώπινης ζωής, ενώ ο Επιμηθέας της αλόγου φύσεως. Ο Προμηθέας τον οποίο ο Ορφέας και ο Ησίοδος παρουσιάζουν – δια της κλοπής του πυρός και της στον άνθρωπο δόσεως – να κατεβάζει την ψυχή από το νοητό εις την γένεσιν, καθώς κανονίζει ως κύριος της ανθρώπινης περιόδου [ζωής] τις καλύτερες ή χειρότερες γενέσεις.
Το κρύψιμο του πυρός, που αναφέρεται στον 50ον στίχο, είναι η αόρατη συγκέντρωση της νοητικής και τεχνικής ζωής, με την οποία ο Ζευς δημιούργησε τον Κόσμο και την οποία δίνει πρώτος εκούσια σε πολλές από τις ψυχές που ήρθαν εδώ κάτω για να την κρατήσουν μυστική και απρόσβλητη – «Η τοῦ πυρὸς κρύψις τῆς νοερᾶς καὶ τεχνικῆς ἐστι ζωῆς ἀφανὴς περίληψις, ἣν ὁ Ζεὺς ἑκὼν πρῶτος δίδωσιν, δι᾽ ἧς καὶ τὸν κόσμον ἐδημιούργησεν, ἄληπτον αὐτὴν φυλάττειν τὰς πολλὰς τῶν ἐλθουσῶν δεῦρο ψυχῶν». Γιατί το πυρ, που είναι αίτιο φωτός, αποτελεί εικόνα του τεχνικού νου με βάση τον οποίο οι άνθρωποι ζουν αρχικά με νοητικό τρόπο.
Ο Ησίοδος, στον 50ον στίχο, μας λέγει ότι ο Προμηθέας είναι παις του Ιαπετού : ο Ιαπετός πρέπει να θεωρούμε ότι είναι νοητικός θεός, αίτιος πάσης της ιπτάμενης και ταχύτατης κίνησης του ουρανού. Για αυτό και ονομάστηκε Ιαπετός από τους θεολόγους των Ελλήνων, «παρὰ τὸ ἴεσθαι καὶ πέτεσθαι», δηλαδή από το ρήμα ορμώ και πετάω. Αυτός είχε πολλά παιδιά, συνολικά 29, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν ο Προμηθέας, ο Επιμηθέας και ο Άτλαντας.
Στον ίδιο πάντα στίχο, στον 50ον, μας αναφέρει ότι ο Προμηθέας έκλεψε για λογαριασμό των ανθρώπων : η κλοπή του πυρός δηλώνει τη μεταφορά από το νοητό και αόρατο στο αισθητό και ξένο – «Η κλοπὴ τοῦ πυρὸς δηλοῖ μετάθεσιν ἀπὸ τοῦ νοητοῦ καὶ ἀφανοῦς εἰς τὸ αἰσθητὸν καὶ ἀλλότριον», γιατί κάθε κλοπή στην πραγματικότητα αποτελεί μυστική μεταφορά του ξένου και ταιριάζει στις ψυχές που μένουν στην περιοχή του νοητού, καθώς ο τεχνικός Λόγος είναι νοητικός. Τον έχει δώσει, λοιπόν, ο Προμηθέας και στις ψυχές που εξέπεσαν εδώ κάτω, για αυτό και ο μύθος αποκάλεσε αυτή την χορηγία κλοπή, επειδή μέσω του Προμηθέα δόθηκε στις ψυχές που κατέβηκαν στον τόπο που τους είναι ξένος.
Η κλοπή, η ορθά η ορθά η χορηγία, έγινε μέσω ενός κοίλου νάρθηκα [καλάμι], όπως μας λέγει ο Ησίοδος : πραγματικά το καλάμι προφυλάσσει το πυρ, επειδή έχει μέσα του ένα ελαφρώς μαλακό μέρος που μπορεί να τρέφει το πυρ και να μην το σβήνει. Στον μύθο λαμβάνεται ως εικόνα του αισθητού. Γιατί είναι σύμβολο του Διονύσου, ο οποίος δημιουργεί τις αισθήσεις, όπως δηλώνουν και οι τελούμενοι Διονυσιακά, οι κρατώντας νάρθηκες [καλάμια]. Επίσης προσφέρεται από τους Τιτάνες στον Διόνυσο. Και ο Προμηθέας είναι τιτανικός θεός, παις του Ιαπετού που είναι Τιτάνας.
Στον 56ον στίχο βλέπουμε ότι ο Δίας λέγει στον Προμηθέα ότι αυτό που έκανε θα είναι μεγάλη συμφορά για αυτόν τον ίδιο : εννοεί ότι η κλοπή του πυρός θα είναι μεγάλη συμφορά για τον Προμηθέα, παίρνοντας το αίνιγμα [υπαινιγμό] από τις ψυχές για τις οποίες ο Προμηθέας προνοεί. Γιατί για αυτές και για τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί από αυτές τις ψυχές που εξέπεσαν, είναι πράγματι συμφορά η κάθοδος.
Συνεχίζοντας, στους στίχους 57 & 58, ο Δίας λέγει ότι σε αυτούς αντί πυρός θα δώσει κακό: δηλαδή στους ανθρώπους που υποδέχτηκαν την άνωθεν κλαπείσα ψυχή που έπεσε εδώ κάτω, θα δώσει κακό, την Πανδώρα, δηλαδή την άλογη ζωή, με την οποία θα χαίρονται και θα ζούνε αγαπώντας το κακό τους. Γιατί η αλογία είναι κακό για την λογική. Είναι όμως αναγκαία, προκειμένου η ψυχή να μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα!
Έπειτα, στους στίχους 60 & 61, βλέπουμε ότι ο Δίας διέταξε τον Ήφαιστο να ανακατώσει γαία και ύδωρ ώστε να φτιάξει την Πανδώρα, την άλογη ζωή : αυτό είναι λογικό, καθώς η άλογη ζωή πρέπει να είναι σωματική. Για αυτό χρειάζεται γη και ύδωρ και το ανακάτεμα το κάνει ο Ήφαιστος. Διότι αυτός είναι ο δημιουργός των σωμάτων. Επειδή όμως δεν δημιουργεί σώμα άλογης ψυχής γενικά, αλλά ανθρώπινης, βάζει μέσα σε αυτό το σώμα τη ζωτική δύναμη της ανθρώπινης φωνής. Έχουν χρησιμοποιηθεί, μάλιστα, από τα 4 στοιχεία τα 2, επειδή είναι πιο σταθερά και παχύτερα και συγγενή με τούτο το σώμα που είναι εντελώς σύνθετο.
Στον 62ον στίχο ο Ησίοδος λέει ότι η Πανδώρα ήταν όμοια στην μορφή με τις αθάνατες θεές : πραγματικά είναι δαιμόνιο αυτό το θηλυκό είδος ζωής που υπάρχει μέσα στις ψυχές. Για αυτό και έχει ζωτική ομοιότητα με τον άνθρωπο και ανθρώπινη δύναμη και μοιάζει ως προς την μορφή με τις αθάνατες θεές. Είναι, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο ενδιάμεσο μεταξύ των θεϊκών και των ανθρώπινων υποστάσεων, όπως η λογική είναι απολύτως θεϊκό πράγμα, καθώς προέρχεται από τους ίδιους τους θεούς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι είμαστε τρία πράγματα : θεϊκοί ως προς την λογική [κατὰ τὸν λόγον θεῖοι], δαιμόνιοι ως προς το άλογο μέρος μας [κατὰ τὸ ἄλογον δαιμόνιοι] και επιμέρους άνθρωποι ως προς την σωματική μας μορφή [κατὰ τὸ σωμα τικὸν εἶδος ἄνθρωποί τινες].
Στον 63ον στίχο ο Ησίοδος μας λέει ότι η Πανδώρα φτιάχτηκε μορφή ωραίας παρθένας : δηλαδή αυτό το είδος της ζωή, επειδή παραμένει αδιάφθορο από τη γέννηση, μετέχει σε κάποια ομορφιά. Για αυτό και η ομορφιά φτάνει μέχρι το σώμα. Γιατί μόνο η ύλη είναι άσχημη, επειδή δεν έχει μορφή.
Έπειτα βλέπουμε, στον 64ον στίχο, ότι ο Δίας διατάσει την Αθηνά να της διδάξει έργα: δηλαδή και το θηλυκό και άλογο μέρος της ψυχής έχει κάποια τεχνική ικανότητα λόγω της επινοητικότητας και της αναπαραστατικής δύναμης της φαντασίας, που και αυτή θα μπορούσες να πεις ότι είναι δίδαγμα της Αθηνάς.
Στον 65ον & 66ον στίχο βλέπουμε ο Δίας να της δίνει την εντολή, της Αθηνάς, να την περιλούσει με χάρη: σαφώς αυτά ταιριάζουν στο άλογο μέρος μέσα μας. Γιατί η φιληδονία του προσελκύει τους πολλούς και είναι ποθητή σε όσους δεν κρίνουν σωστά. Για αυτό και το επίπονο του πόθου του, επειδή δεν είναι καθαρός αλλά υλικός και για αυτό δυσάρεστος. Και είπε τους «μελεδώνας» [καημούς] «γυιοκόρους», επειδή κοσμούν τα γυία, δηλαδή τα μέλη. Γιατί οι παλαιοί το κοσμώ και ομορφαίνω το έλεγαν κορώ – [τὸ γὰρ κοσμεῖν καὶ καλλύνειν οἱ παλαιοὶ κορεῖν ἔλεγον] λέγει ο Πρόκλος.
Στην συνέχεια, στον 67ον στίχο, ο Ησίοδος μας λέει πως ο Δίας είπε στην Αθηνά να βάλει στην Πανδώρα αδιάντροπο νου : Δικαιολογημένα θα έλεγες ότι και αυτά αναφέρονται στην άλογη ζωή μέσα μας, η οποία είναι αναιδής επειδή πολλές φορές εξανίσταται σε εκείνη που εκ φύσεως είναι ανώτερη, αλλά με τις ηδυπάθειες εξαπατά και γητεύει την κρητική δύναμη που υπάρχει μέσα στην λογική.
Πιο κάτω, στους στίχους 77 – 80, λέει στον Ερμή να βάλει στα στήθη της Πανδώρα ήθος που πλανεύει [γλυκόλογα] και αναιδή νου : και αυτά αληθεύουν για το άλογο μέρος της ψυχής μας. Γιατί η γνωστική ικανότητα του δεν αγγίζει την αλήθεια, αλλά έχει ψευδείς φαντασιώσεις οι οποίες παρασύρουν τη λογική, στον βαθμό που η λογική το επιτρέψει. Πως, όμως, σε πιο πάνω στίχους, παρότι ο Δίας πρόσταξε τον Ήφαιστο να βάλει μέσα της τη φωνή, ενώ τώρα τη βάζει ο Ερμής ; Πολύ απλά πρέπει να πούμε ότι ο Ήφαιστος βάζει τον ενδιάθετο λόγο, ενώ ο Ερμής τον προφορικό λόγο. Δηλαδή ο Ήφαιστος έδωσε υπόσταση στο όργανο του άλογου μέρους με το οποίο μπορεί να ομιλεί μαζί με τον λόγο, ενώ ο Ερμής έδωσε την ίδια τη δύναμη που μοιάζει με τον Λόγο. Γιατί αυτός είναι δεσπότης των λόγων.
Έπειτα, στον 84ον & 85ον στίχο, την στέλνει στον Επιμηθέα ο Δίας με τον Εμρή: ο Επιμηθέας είναι και αυτός ένας θεός αίτιος λογισμού, αλλά όχι εκείνου που προνοεί για όσα θα συμβούν, όπως ο Προμηθέας, αλλά εκείνου που με δυσκολία επιστρέφει στον εαυτό του μετά από όσα συμβαίνουν. Για αυτό ο Προμηθέας προειδοποιεί να μην δεχτούν τη γυναίκα, ενώ ο Επιμηθέας, αφού τη δέχτηκε, τότε αναγνωρίζει το κακό. Αυτά λοιπόν παθαίνουν οι ψυχές. Γιατί όσες από αυτές είναι πιο νοητικές αρνούνται την αλογία προτού την υποστούν, ενώ οι πιο ασθενείς με δυσκολία μετά την επικοινωνία τους με τον Κόσμο της γένεσης συνειδητοποιούν τα κακά που προέρχονται από αυτόν. Και όσα παθαίνουν οι ψυχές, ο μύθος τα αναγάγει στους θεούς που προνοούν για αυτές!
Ο δε Ερμής ορθώς έχει εκληφθεί ως εκείνος που φέρνει τις δυο ψυχές, την άλογη και την λογική, σε επαφή με το σώμα. Γιατί κάθε αγγελιοφόρος είναι μεσολαβητής μεταξύ κάποιων άλλων δύο, μεταφέροντας τη σκέψη του ενός στον άλλον. Και το άλογο μέρος είναι ενδιάμεσο μεταξύ του σώματος και της λογικής ψυχής.
Στους στίχους 90 – 92 ο Ησίοδος λέγει ότι πριν οι άνθρωποι ζούσαν πάνω στη γη μακριά κι έξω από βάσανα κι έξω από βαριούς κόπους κι από αρρώστιες γεμάτες πόνους που φέρνουν τους θανάτους στους ανθρώπους: πρέπει να εννοήσουμε ότι εδώ το πριν δεν δηλώνει χρόνο αλλά σειρά πραγμάτων. Γιατί σημαίνει όχι χωρίς το άλογο μέρος οι ψυχές ζουν έξω από κάθε κακό και ταλαιπωρία. Λόγω όμως του άλογου μέρους, έχουν υπαχθεί στα βάσανα της ειμαρμένης, προκειμένου να αποφύγουν τη ζωή με το άλογο μέρος. Τα βάσανα αυτά τα ονομάζει και ο Ησίοδος «Κήρες», όπως και ο Όμηρος στον 73ον στίχο της Θ΄ ραψωδίας της Ιλιάδας.
Στου 94ον ως τον 98ον στίχο βλέπουμε ότι η Πανδώρα βγάζει το βούλωμα του πιθαριού και όλα τα κακά διασκορπίζονται στον Κόσμο, εκτός της Ελπίδας που έμεινε στον πάτο γιατί η Πανδώρα, με την θέληση του Διός, πρόλαβε και το έκλισε : το πιθάρι είναι μια δύναμη της ειμαρμένης, η οποία χωρά όλα τα καλά και τα κακά πάθη το οποία απονέμονται στις ψυχές που εξέπεσαν στον Κόσμο της γένεσης και λόγω των οποίων κάποιοι είναι εύμοιροι η κακόμοιροι. Γιατί αυτό το πιθάρι περιέχει τα δύο πιθάρια που στην Ομηρική Ιλιάδα [527ον στίχος, Ω΄ ραψωδία] είναι γεμάτα με τις «Κήρες». Για αυτό μέσα σε αυτό υπάρχουν και τα αγαθά. Και απομένει μέσα του μόνο η Ελπίδα, η οποία φέρνει στους δυστυχείς την παρηγοριά λόγω της προσδοκίας των καλύτερων και λόγω της μεταβολής των παρόντων κακών. Η γυναίκα ανοίγει το πιθάρι, επειδή φανερώνει στις ψυχές τις κήρες που η ίδια παρέχει και που καθιστά αναγκαίες σε όσες ψυχές έχουν γίνει άλογες εξαιτίας της, ενώ οι ψυχές σωφρονίζονται μετά την πτώση και απομακρύνονται από αυτήν.
Λίγο πιο κάτω, στον 102ον – 105ον στίχο, μας λέει ότι κι άλλα μύρια λυπηρά γυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί είναι γεμάτη η γη και γεμάτη η θάλασσα από κακά. Κι οι αρρώστιες πάνε όπως θέλουν στους ανθρώπους, άλλες νύχτα κι άλλες ημέρα, κακά τους ανθρώπους φέρνοντας αμίλητες, γιατί τους αφαίρεσε τη μιλιά ο συνετός Ζευς : εν ολίγοις μας λέει ότι οι αρρώστιες κατέφτασαν αμέσως σιωπηλές, επειδή πέφτουν πάνω μας ξαφνικά από το σύμπαν λόγω των κύκλων της ειμαρμένης. Ο Ησίοδος της προσωποποιεί παρουσιάζοντάς τες να πλησιάζουν σιωπηλές, υποδεικνύοντας ότι επόπτες και αυτών είναι κάποιοι δαίμονες οι οποίοι δρουν αόρατα στέλνοντας τις αρρώστιες που έχουν υπαχθεί στην ειμαρμένη και σπέρνοντας τις Κήρες που βρίσκονται μέσα στο πιθάρι. Το ότι ο Δίας τους αφαίρεσε την φωνή σημαίνει ότι οι δαίμονες που τις επιβλέπουν τις προκαλούν με την ουσίας τους, πραγματοποιώντας με την ίδια την ύπαρξή τους αυτά τα οποία τους ανατέθηκαν.
Στους στίχους 106 – 108 ο προτείνει στον συνομιλητή του αν θέλει να ανακεφαλαιώσει [ἐκκορυφώσω] και έναν άλλο μύθο [αυτόν των 5 ανθρώπινων γενών] και αυτός ας βάλει κατά νου ότι έχουν την ίδια καταγωγή θεοί και θνητοί άνθρωποι [Ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ᾽ ἄνθρωποι] : το ανακεφαλαιώνω σημαίνει αποκαλύπτω και ανυψώνω στην κεφαλαιώδη γνώση της ανθρώπινης φύσεως! Το φανερώνει το επόμενο. Γιατί το «μαζί έχουν γεννηθεί οι θεοί και οι θνητοί άνθρωποι» έχει ειπωθεί με σκοπό την προτροπή προς την αρετή. Γιατί αν αποτελούμαστε από τα ίδια με τους θεούς, αιτία του κακού δεν είναι η φύση μας αλλά η απροθυμία μας για την κατάλληλη επιμέλεια (φροντίδα) και τελειότητα! Πως όμως οι άνθρωποι αποτελούμαστε από τα ίδια με τους θεούς, θα το κάνει σαφές όταν πει ότι και εμείς κάποτε ήμασταν καθαροί από τα κακά όπως οι θεοί, ενώ λόγω της υποβαθμίσεως προχωρήσαμε από τους θεοειδής ανθρώπους στους ανθρώπους που υπάρχουν τώρα και ζουν μέσα στα πάθη – «καὶ ἡμεῖς ποτὲ κρονίαν ἐζῶμεν ζωὴν, καὶ ἦμεν καθαροὶ κακῶν, ὡς οἱ θεοὶ, διὰ δὲ τὴν ὕφεσιν προήλθομεν ἀπὸ τῶν θεοειδῶν ἀνθρώπων εἰς τοὺς νῦν ὄντας καὶ ἐμπαθῶς ζῶντας» – λέγει ο Πρόκλος!
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [7-2-2009, ΕΛΛΑΣ]
—————————————————————————————————————————————————————————————————-
Πηγές
Ησίοδος
- Έργα και Ημέρες
Πρόκλος
- Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 42 – 105.
[1] O Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Ε’, 123.19 – 124.14», διευκρινίζει ότι ο Πλάτων στον μύθο του πλατωνικού «Πρωταγόρα», υποδεικνύοντάς μας «τὴν ἐξῃρημένην [υπερβατική] τοῦ Διὸς περιωπὴν [παρατηριτίριο]» και την «ἀμιγῆ ὑπεροχήν» της ουσίας από όλα τα κατώτερα, λόγω της οποίας και είναι «ἄβατός καὶἀνέκφαντος» [απροσπέλαστος και αφανέρωτος] στα επιμέρους γένη των θεών, «ανάγει την αιτία στην αδιάφθορη φρουρά του και στην φρουρητική τάξη γύρω από αυτόν – ἐπὶ <τὴν> ἄτρεπτον αὐτοῦ φυλακὴν καὶ τὴν περὶ αὐτὸν φρουρητικὴν τάξιν ἀναφέρει τὴν αἰτίαν». Γιατί λόγω αυτής της αιτίας όλες οι δημιουργικές δυνάμεις είναι σταθερά εδραιωμένες μέσα στον εαυτό τους, και όλα τα είδη που βρίσκονται στην κορυφαία υπεροχή στέκονται εξηρημένα από τα κατώτερά τους, και «ὅλος ὁ δημιουργικὸς νοῦς ἐν τῷἑαυτοῦ μένει κατὰ τρόπον ἤθει» όπως λέγει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 41.e». Γιατί, λέει, «αἱ τοῦ Διός φυλακαὶ φοβεραὶ» είναι για τα πάντα, και για αυτό αυτά τα γένη των θεών, ένας εκ των οποίων είναι και ο Προμηθεύς, από εκεί συνδέονται με τις άχραντες και Ολύμπιες δυνάμεις του δημιουργού, και όχι έτσι όπως είναι [οὐχ οἷά τέἐστιν]. Ξεκάθαρα, λοιπόν ο ίδιος ο Σωκράτης με την μορφή μύθου μας παραδίδει «τὴν περὶ τὸν δημιουργὸν φυλακήν [φρουρά]» και μας δείχνει ότι το φρουρητικό γένος έχει λάβει υπόσταση μαζί με τους νοητικούς θεούς. Γιατί όπως η πανάρχαια Ελληνική παράδοση λέγει ότι η δημιουργική βαθμίδα περικλείεται από μια «πρηστηρίδι φρουρᾷ» [κεραυνοβόλο φρουρά], έτσι και ο Πλάτων λέει ότι γύρω από αυτήν έχουν εγκατασταθεί φρουρές οι οποίες φρουρούν ακλόνητα την εξηρημένη υπεροχή του δημιουργού & πατέρα από όλα τα κατώτερα.
Πηγή:
eleysis69.wordpress.com